Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Μιας γλώσσας έρμαιος


Πείνασα και η φωνή μου μέσα μίλησε 
πως το φαΐ λιγόστεψε 
και δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια να ασιτέψω... 
Δαγκώνω γερά τη γλώσσα μου να θυμηθώ αν είμαι ακόμα ξύπνιος ή ελεύθερος ,
μήπως ξυπνήσω από λήθαργο, 
μήπως μου γίνει τόσο κατανοητό το σφάλμα 
να θαρρώ πως το ταξίδι που η ψυχή μου επιθυμεί
γίνεται να ΄χει όσφρηση και γεύση...
κι αν έτσι αποδειχτεί ότι δεν έχει και πλημμυρίσει ο ουρανίσκος από αίμα μεταλλικό σαν νόμισμα
 ποιο φαΐ να λαχταρώ να δοκιμάσω θα έχει νόημα. 


Αν καταπιώ τις λέξεις σου θα νιώσω πως υπάρχω
για λίγο μόνο προτού με καταπιεί η ασαφειά τους...
Κι αν πάλι τραφώ με τα υλικά που μόνος συγκεντρώνω , 
θα ήθελα μαζί σου να γευτώ αυτό το πιάτο, όπως κι αν βγει το μείγμα του. 
Τις περισσότερες φορές έρχεται νύχτα και μου υπενθυμίζει να σου κάνω το τραπέζι 
το αναλώσιμο με την ουράνια σάρκα στρωμένο.
Αλλά φοβάμαι να σου δώσω αυτή τη γεύση μου. 
Όπως ελπίζω να μου δώσεις τη δική σου.

Αν πάλι αγγίξω το όνειρό μου ίσως αυτό να με χορτάσει, 
για πόσο όμως δε γνωρίζω.
Θα χρειαστεί να γεννηθώ με στόμα νέο ή με καθόλου 
χωρίς των αναμνησεών σου τη μυρωδιά στη γλώσσα.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ursa minor (Μικρή Άρκτος)


Τι κι αν ο ήλιος ήταν πάντα πιο μεγάλος απ΄το σκοτάδι, εσένα σε καθόρισε το μαύρο αυτό της νύχτας μάτι 
που σε κοιτά κι ας μη το βλέπεις ότι στα βλέφαρά του κρεμιέσαι ,
που μια στιγμή δεν μπόρεσες να στρέψεις αλλού το βλέμμα σου.
Από μικρό παιδί σου μιλούσαν για εκείνη και σου έλεγαν να την προσέχεις, είναι πλανεύτρα από τις λίγες και μέσα της καρποφορούν στοιχειά και πνεύματα εκδικητικά. 
Για μια νεράιδα σου είπαν που τριγυρνά μες στο σκοτάδι και φωνάζει το όνομά σου περιμένοντας να της απαντήσεις και να κλέψει τη φωνή σου... 
Εσύ της μίλησες με μια τυχαία αφορμή και δεν στην πήρε τη φωνή...τι να την έκανε μια φωνή που δείλιαζε να βάλει τα φωνήεντα σωστά σε συμφωνία;
Ο φόβος όμως έμεινε για εκείνη. 
Φυλάς τα πόδια σου γυμνά για να μπορέσεις να ξεφύγεις τρέχοντας αν μια επίσκεψη σου δώσει,
ωστόσο με χαμόγελο να ξεγελάσεις το σκοτάδι πως δε σε φόβισε η όψη του ποτέ ελπίζεις.

Στο κάτω κάτω έχει τόσες δικές του φλόγες που εσένα να σε κάψει ποιο το όφελος;
Ψηλά κοιτάς κι αναρωτιέσαι αν είναι έτσι όπως στα είπαν κι αν όντως εκεί πάνω μια μικρή άρκτος κατοικεί.
Θα ήθελες να είχες το όπλο εκείνο , μια μικρή κουβέντα θα έφτανε να κατεβάσεις όλα τα μικρότερα αστέρια πάνω σου, να πέσει αυτή η άρκτος στο μπαλkόνι σου.Να την απλώσεις και να την αγκαλιάσεις , να δεις που την οφείλει αυτή τη λάμψη της και πόσες φωνές κατόρθωσε να φυλακίσει .
Έγινε έμμονη σου ιδέα που συνεχώς τη σκέφτεσαι , αυτή η άρκτος έχει την άμμο στο πρόσωπό της , τον καπνό του τσιγάρου, τη μυρωδιά του καλοκαιριού στο μπαλκόνι σου. Θέλεις τόσο να της χαρίσεις και τη φωνή τη δική σου...



Είναι η Άρκτος η Μικρή

πλανεύτρα στο κεφάλι μου και την κοιτώ
κι αναρωτιέμαι... είναι ή δεν είναι; είμαι ή δεν είμαι;
Ποιος μου την έδειξε το ξέρω... όπως κι ότι εκείνος είναι και ναι, είναι.


Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Κυνηγετικά φεγγάρια


Είναι εκεί αυτό το πλάσμα που με καίει και με τα μάτια του αχόρταγα ζητάει το παραπάνω. Δεν έχω αυτό το παραπάνω να του δώσω, όμως το ήξερα εξ αρχής όταν του τό 'ταζα . Έχω μονάχα ένα σώμα δίπλα του να πλαγιάσει και δύο χέρια πρόθυμα να μείνουν στο κορμί του. Τυλίγω αρώματα και ευχές και του προσφέρω. Αυτό μου αρνείται και ζητάει πόνο ακόμα περισσότερο να νιώσω.
Με δυναστεύει έτσι που την προσοχή μου επιζητά και με αναγκάζει να του φέρομαι σαν ξένος. Κι ας μέσα μου είμαι δικός του από καιρό δοσμένος φίλος ... πώς να τον κάνω να πιστέψει τις πληγές μου; 
Σαν κυνηγός με προστατεύει από τα βέλη τα των άλλων και με φυλάει θήραμα για τα δικά του νύχια. Κι είναι τα νύχια του φεγγάρια μισά που βγαίνουν νύχτα μέρα στο στερέωμα . Όλο θυμάμαι να τα κόψω μα όπως ανατριχίλα με πιάνει καθώς στην πλάτη μου τα ακονίζει, το μετανιώνω,δε βαριέσαι λέω, τι να την κάνεις της καρδιάς την  πλάτη  χωρίς τις γρατζουνιές του... ; 
Ασκεί επάνω μου μεγάλη γοητεία, μάγισσα θα'ναι
που το θύμα μαγειρεύει δίχως αυτό να το αντέχει να τη δει να τον μαγεύει. 
Ανάβω απέναντι του και κρατάω ένα τσιγάρο ,
η μικρή φλόγα στο στόμα μου 
και ο καπνός που αφήνω να τρέχει 
είναι για αυτό το πλάσμα απρόσμενη χαρά
και μια εικόνα που η λαχτάρα του είχε μάθει.
Κι όταν κοιτάζω με απορία πόσο επάνω μου ασκεί επιρροή, 
κλείνει κι ανοίγει τα ματάκια του αθώα. 
Είναι από εκείνα τα παιχνίδια που σαν άντρας αγνοούσα
κι όμως κατέληξα γεύμα αχόρταγο κι ανόσια ευλογία. 
Είναι αργά για να παλέψω να ξεφύγω, από καιρό η καταδίκη μου υπογράφτηκε όσο η πείνα η δική του έχει θεριέψει.Το παίρνω απόφαση και η απόσταση μηδέν ανάμεσά μας γίνεται.
Να φαγωθώ επιθυμώ κι από τα δόντια του να νιώσω επιθυμία. Κι είναι γραφτό μου να συμβεί με αυτά τα νύχια τα μισά του τα φεγγάρια.

(ο γάτος αυτός ο Οδυσσέας, είναι μιας φίλης μου καλής μέγας δυνάστης)

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

4 φρέσκες πράξεις (πράξη IV )

Το πρόσωπό σου μπορεί να είναι σκυφτό, να μη σε βλέπουν στα μάτια οι ξένοι.
Να έχεις το θάρρος να τους βλέπεις θέλει χρόνο να το μάθεις και ποιος το χρόνο να σου δώσει έχει περίσσευμα; 
Τα χέρια σου ας είναι και δεμένα, ας είναι οι κλωστές που τα κρατούν σε χίλιες θηλιές πλεγμένες και ασάλευτα να τα νοιώθεις να μουδιάζουν. Μήπως κι ελεύθερα όταν είναι έχεις κουράγιο να τα οδηγήσεις κάπου; Αυτό το χτίσιμο που θα' θελες  να δώσεις , είναι της σκέψης σου ένα ψέμα που θαρρείς έχεις δικαίωμα να πιστέψεις. Αλλιώς όμως του κόσμου σου οι αλήθειες πραγματώνονται. Κι έτσι λοιπόν, σκυφτός και με δεμένα χέρια πες μου ποιον έχεις ψευδαίσθηση μπορείς να πλησιάσεις και τι λόγο θα έχει εκείνος να σε ακούσει; 





Καμιά σου πράξη δεν πραγματώθηκε όπως στο μυαλό σου έπλασες - αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης της σκέψης σου , για όλα όσα δεν υπάρχει τρόπος να τα δεις να ζωντανεύουν. Έχεις όμως στη φαρέτρα σου ένα όπλο που τη συνεργασία κάμποσων μυών σου υποχρεώνει. Το λένε γέλιο και είναι αυτή η τελική σου πράξη. 
Ένα το γέλιο του τρελού μπροστά στου δήμιου τη λεπίδα που αστράφτει κι ένα το γέλιο της χαράς προτού να έρθει η καταιγίδα να το πνίξει... Ένα το γέλιο της αρχής που αισιόδοξα ηχεί στ'αυτιά σου κι άλλο το γέλιο όταν στο τέλος φτάνεις γεμάτος ματαιώσεις. Κάθε σου γέλιο έχει βάρος που σηκώνεις κι έχει ακόμη ένα βάρος που σκορπάς σε όσους το ακούν κι αναρωτιούνται τι σε οδήγησε να είσαι έτσι και απρόσμενα κεφάτος. Χωρίς να ξέρουν πως το γέλιο κρύβει πόνο, πως σε κηδεία ικανό να εμφανιστεί το έχεις, αυτό το όπλο και η πράξη σου η υπέρτατη είναι αυτή που τα δεσμά κάνει να φαίνονται ανούσια, που τα δεσμά σου μετατρέπει σε κλωστούλες, που τις σκιές στο πρόσωπό σου εξαφανίζει και στις γωνίες των χειλιών σου όλο τρυπώνει. 
Όπως σκυφτός θα περπατάς αν το αφήσεις απ'τα κάγκελα του νου να ξετρυπώσει, έχει τους τρόπους στη ζωή να σκαρφαλώσει κι απ'τα μαλλιά να σου σηκώσει το κεφάλι. Κοιτάς μπροστά κι εκεί το βλέπεις, σαν καθρέφτη ολοζώντανο να λάμπει. Είσαι το γέλιο που φοράς κι αυτό σε θρέφει.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Αν φεύγεις ή γυρίζεις


''Δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή γυρίζεις...'' το είπε και ο Ρίτσος σε μια σονάτα του που τώρα δεν έχει σεληνόφως, αλλά ήλιο για αποδέκτη. Δεν έχει σημασία αν πηγαίνω ή αν επιστρέφω, το καραβάκι μου με ταξίδεψε περίπου ένα χρόνο τώρα και με κούρασε μαζί με τις λαμαρίνες που έτριζαν το χειμώνα, το κατάστρωμα που ζαλιζόταν και μαζί μ'αυτό τα αυτοκίνητα που γαντζώνονταν στην πλάτη του και τα νύχια τους μαύρα μύριζαν πλαστικό και αρμύρα. 
Όλα εκείνα τα άγουρα πρωινά που τα μάτια έμοιαζαν βρεφικά, με τις μεμβράνες κολλημένες μεταξύ τους να πονάνε από τον ήλιο και το στόμα να ανοίγει με δυσκολία να μιλήσει , αλλά με τα αυτιά έτοιμα να αφουγκραστούν αυτόν τον ήχο της θάλασσας, το κύμα που έλεγε τα πάντα και μετρούσε μαζί μας τις μέρες... όλα αυτά τώρα τελειώνουν.
''Καμιά φορά θαυμάζοντας ξεχνάς ότι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός'' κι αυτός ο θαυμασμός τώρα βγαίνει στην επιφάνεια. Μεσημέρια κουρασμένα, ζαλισμένα από τη ζέστη και κουβέντες εκβιαστικές για να γελάσουμε και να μη σκεφτόμαστε το χρόνο που κολλάει κάποιες φορές και άλλες πάλι τρέχει. Πόσες εβδομάδες έμειναν ; Πόσα εισιτήρια ακόμα για το καραβάκι μας;
Τα μετρούσαμε και τα ξαναμετρούσαμε, τα βάζαμε κάτω και τα υπολογίζαμε με κέρματα , με λόγια , με στιγμές... βρήκαμε στο τέλος το ποσό και τι το κάναμε; 
Ήρθε η στιγμή που την αγάπησα αυτή τη διαδρομή και τα πρόσωπα που με περίμεναν στην άλλη άκρη του ταξιδιού, τα χαμόγελα των φίλων που θα έβρισκα φτάνοντας και θα άφηνα πίσω φεύγοντας. Για αυτά τα λίγα πρόσωπα αγάπησα το καραβάκι μου και τώρα είναι πιο δύσκολο το τέλος. 
Ξέρω βαθιά πως θα μου λείψει, αυτή η μπλε λεωφόρος που διασχίζαμε και που δε μας ρούφηξε ποτέ, ήταν η πιο φιλόξενη αγκαλιά. Και είναι. 
Μου χρωστά το χαμένο ύπνο μου αλλά όσα της χρωστάω είναι πιο ξύπνια από μένα και δε θέλω να τα υποβιβάσω. Σε ευχαριστώ και ξέρω πως θα είσαι εκεί. 


(Η διαδρομή Πέραμα - Παλούκια για 10 μήνες αφιερωμένη σε 3 φίλους που τη μοιραστήκαμε και κυρίως σε 1 φίλη που βρίσκαμε εκεί.  )