Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Προσωρινά σημεία στίξης - άνω τελεία

Κάποιες φορές αποχωρούμε κι άλλοτε ταξιδεύουμε
από σκέψεις ή εαυτούς μας βρίσκουμε τρόπους να ξεφύγουμε
κι ας επιστρέφουμε πάντα στην ώρα μας ή λίγο αργότερα.
Μοιάζουν με κλεισίματα λογαριασμών οι διακοπές μας 
ή με απολογισμούς 
και τρέχουμε να προλάβουμε
να κάνουμε το καλό μας το καθάρισμα,
σάμπως θα το δει κανείς να αστράφτει το μέσα μας.
Βιάζομαι να μαζέψω βραδινά σημεία στίξης, 
παιχνίδια κήπου, να μιλήσω για βήματα, καταστρώματα και τις ανάγκες τους,
ταράτσες, μπλούζες, θερινά πανιά, κυνηγετικά φεγγάρια, ανυπάκουους χρόνους,
φρέσκες πράξεις, αδέσποτες μελωδίες, ανάπηρες συμμετρίες, νυχτερινά κεριά, νυχτερινά ποτά, λόγια επιτραπέζια, για όλα τελικά κι ίσως για τίποτα. 
Είμαι εδώ με όσες λέξεις μου γεννάει η ανάγκη να μιλήσω
κι όταν φεύγω 
δεν είναι η σιωπή που με γυρίζει πίσω,
αλλά αυτή μου η ανάγκη να κάνω αυτό το ξεκαθάρισμα τακτικό μου
κι ότι βγάζω στο φως να το ξεπλένω.

Αφήνω λίγες μέρες και επιστρέφω.
Σίγουρα μπορούμε πιο πολλά.

Ανάγκες στο κατάστρωμα ΙΙ

Ήταν μέρα όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο. Το συντομότερο δρομολόγιο, έφευγε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η σκέψη και μόνο να ταξιδέψει νύχτα μεσοπέλαγα της έφερνε ανακατωσούρα. Προτίμησε τη σιγουριά του πρωινού φωτός, που ξέρεις τι σου συμβαίνει και μπορείς να το αντιμετωπίσεις και έβγαλε εισιτήριο χωρίς δεύτερη σκέψη με το συμβατικό πλοίο της γραμμής.


Πήρε τις αποσκευές της, ένα φθαρμένο σακ βουαγιάζ και μέσα του στριμωγμένες δυο αλλαξιές ρούχα, (δεν είχε λόγο να ταξιδέψει με περισσότερα),εσώρουχα, είδη καθαρισμού και άφθονα χάπια για τη ναυτία - όταν και άμα αυτή επέλεγε να κάνει την εμφάνισή της- και κατευθύνθηκε στο κατάστρωμα. Έπρεπε πρώτα να στριμωχτεί στις κυλιόμενες σκάλες του καραβιού με μαλωμένους συγγενείς κι αμίλητα ζευγάρια, φίλους που συντροφεύει ο ένας τον άλλον και παιδιά που μόνο φώναζαν, λες και είχαν βάλει στόχαστρο το δικό της πονοκέφαλο.  


Προς στιγμήν νόμιζε πως θα λιγοθυμούσε μέχρι να φτάσει στην κορυφή της σκάλας και μόνο που σκεφτόταν τον ελεγκτή των εισιτηρίων να της απευθύνει τον λόγο , ένιωθε τα μηνίγγια της να της διογκώνουν τη δυσφορία. Θα προτιμούσε να κρυφτεί από όλους κι από όλα, να βρει ένα κάθισμα που να έχει θέα κατευθείαν τη θάλασσα και να ακινητοποιηθεί πάνω του. 


Δεν πέρασε ώρα πολλή όταν βρέθηκε ακριβώς όπως επιθυμούσε, στο κατάστρωμα του πλοίου, με το σάκο στα πόδια της αφημένο και εκείνα ανοιγμένα να στηρίζουν το κορμί της μη γλιστρήσει από τη θέση της. Αν της συνέβαινε κι αυτό , τότε τα μάτια όλων θα στρέφονταν να τη δουν κι αυτό θα ήταν το χειρότερο για εκείνη.


Ανέβασε τα σκούρα γυαλιά στο πρόσωπό της, ψέλλισε ένα καλό ταξίδι στον εαυτό της και έκανε το σταυρό της, όχι γιατί πίστευε στη βοήθειά του αλλά πιο πολύ από συνήθεια κι από ανάμνηση που της ήρθε στο μυαλό να κάνει το ίδιο η μητέρα της , όπως και η δική της μητέρα χρόνια πίσω πολλά.


Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν είδε τα πρώτα κύματα να σηκώνονται και να γλύφουν τα κάγκελα της κουπαστής. Αυτό το θέαμα της έδωσε κουράγιο, ότι η φύση την συμπονά και τη χτυπά εκεί που θέλει να αφεθεί. Σηκώθηκε από το κάθισμά της και πλησίασε. Κοίταξε γύρω της και είδε μόνο ένα σκυλί δεμένο από το λουρί του σε ένα χερούλι να την κοιτά μέσα στα μάτια. Δεν ξέρει πώς αλλά ένιωσε το βλέμμα του να διαπερνά τους μαύρους φακούς των γυαλιών της. Έστρεψε το κεφάλι της κι αποφάσισε να μη δώσει άλλη σημασία στο ζωντανό. Κοίταξε πάλι τη θάλασσα, χαμήλωσε τα γυαλιά της και ξεκίνησε να μιλάει. Με ένα συγγνώμη έκανε την αρχή, συγγνώμη που σε αδίκησα, είπε χαμηλόφωνα όμως εκείνη το κατάλαβε και με ένα κύμα της έβρεξε το αριστερό της πόδι.


Δεν την ενόχλησε στιγμή, ίσα ίσα που χαμογέλασε με αυτό το φίλημα και συνέχισε όσα είχε να πει. 
Μίλησε όπως δεν είχε κάνει για καιρό, γέλασε και ακούστηκε και με αναφιλητά να συνεχίζει την κουβέντα της μέχρι που αφέθηκε να στέκεται και να κουνά το σώμα της παράλληλα με εκείνη τη γαλάζια αγκαλιά που την κοίμιζε. Πρέπει να πέρασαν ώρες , χωρίς κανείς να πάρει είδηση ότι ο σκύλος είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην κουπαστή. Εκεί που μέχρι πριν κάμποσο στεκόταν μια γυναίκα. Και είναι απορίας άξιο πώς έφτασε το κύμα να υγράνει τα μάτια του ζωντανού και τα έκανε έτσι να γυαλίζουν.

(Ήταν μέρα όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο; Το συντομότερο δρομολόγιο έφευγε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η σκέψη και μόνο να ταξιδέψει νύχτα μεσοπέλαγα ήταν που της έφερνε ανακατωσούρα; Προτίμησε τη σιγουριά του πρωινού φωτός;  Όταν ξέρεις τι σου συμβαίνει μπορείς να το αντιμετωπίσεις; ) 

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Θα σε λέω Μόμπυ Ντικ

Είδα μπροστά μου αυτό το στόμα από ατσάλι
κι έμεινα για κάμποσα λεπτά να το παρατηρώ
μέσα του μπαίνουν και γεμίζουν το στομάχι του
όλοι οι διψασμένοι ταξιδιώτες
κι αυτό χορταίνει μόνο για λίγο 
μέχρι λιμάνι να βρει να τους ξεράσει
κι άλλους να πάρει μαζί του.
Οι συνειρμοί του νου είναι για αυτό που βλέπω 
κι ότι θα νιώσω όταν φαγωθώ κι ο ίδιος από εκείνο το πελώριο τέρας
που στη θάλασσα το προσκυνάμε μη μας εγκαταλείψει.

Γιατί αν στα νερά βρεθούμε μόνοι,θα ξεχάσουμε τη μήτρα που μας δίδαξε κολύμπι κι έτσι δειλά ο ένας μετά τον άλλον θα βουλιάζουμε. 

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Ανάγκες στο κατάστρωμα Ι

Oι ανάγκες να ξεφύγεις έρχονται και σε βρίσκουν,
όπως κι εσύ τις κυνηγάς, όπως θα έκανες αν ήσουν νηστικός
και γύρευες τροφή από τα ελεήμονα χέρια των περαστικών και των ξεχασμένων.
Ανάγκες όλοι έχουμε,
λίγες όμως βρίσκουν φαΐ , δεν περισσεύουν ψίχουλα για όλους.
Όσο γυρίζαμε μας πήραν τα πουλιά φωτογραφία
κι εγώ εκείνα,
διερωτόμενος αν είμαι εγώ που φεύγω μακρυά τους
ή εκείνα που δεν ήθελαν να μας αποχωριστούν.


Δεν είχα δυστυχώς τίποτα να τους δώσω,
μόνο χαρά καθώς πότε κοίταζα αυτά να γαντζώνονται από τα κάγκελα του πλοίου,
και πότε γάντζωνα το βλέμμα μου πάνω σου.
Κάποια στιγμή τα αφήσαμε πίσω μας,
η δική τους ανάγκη καλύφθηκε ή μπορεί και να κουράστηκαν
οι δικές μας όμως πεινούν και δεν έχουν τα φτερά να φτάσουν πιο μπροστά από όσο τους επιτρέπεται,
όλα πάνε στο δικό τους ρυθμό και έτσι πρέπει.
Ανάγκη είναι κι αυτή η θάλασσα που διανύουμε.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Βήματα

Άλλη στιγμή θα σου μιλήσω για το διήμερο και την απόδραση εκτός της πόλης. Τώρα είναι αυτό που θέλω να μαρτυρήσω κι ας το ξέρεις ήδη πριν από μένα - έχει ένα γούστο να συγκεντρώνω τις σκέψεις που δεν πρόλαβες να κάνεις και να στις πετάω μπροστά σου. ( Το γούστο είναι ότι δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις αλλά εμένα πάλι αυτό μου αρκεί.) Θυμήθηκα λοιπόν, χθες αργά στην παραλία όπως ξαπλώσαμε στην άμμο μετά το βραδινό μας μπάνιο, να σου μιλήσω για την πρώτη μου στιγμή που όρισα στο μυαλό μου ως παιδική ανάμνηση, για τότε που χάθηκα από το χέρι της μητέρας και έψαχνα να το βρω γύρω μου κι όλο μπλεκόμουν σε θεόρατα σώματα κι ανάμεσα σε πόδια που ορθώνονταν μπροστά μου. 

Αυτή την αίσθηση και να ήθελα δε θα μπορούσα να την επαναλάβω, ενός βλέμματος που κοιτώντας γύρω του βλέπει τα πόδια των ενηλίκων . Και έτσι κατάλαβα πώς όσα χρόνια κι αν περάσουν πάλι τα πόδια των ανθρώπων θα λογίζονται ως τα σημαντικά τους άκρα, τα βήματά τους θα θυμώνω αν διστάζουν και αντιθέτως χαίρομαι με τις σωστές πορείες τους. Για δρόμους, μονοπάτια, τρικλοποδιές, μικρές ή μεγαλύτερες δρασκελιές,για μετέωρα ή αποφασιστικά, βιαστικά ή αργά, πολλές είναι τελικά οι λέξεις και τα νοήματα που μπλέκουμε για να μιλήσουμε για το προφανές, τις ζωές μας.

Είναι ίσως γιατί την κατακτούμε τελευταία αυτή την κινητικότητα κι άλλος στον ένα του άλλος στον δεύτερο του χρόνο, που τη θεωρούμε ύψιστης σημασίας και όση αναμονή έδειξαν οι γονείς να μας δούνε να περπατάμε, όσο κι αν έκρυψαν το ''ΑΑΑ'' όταν μας είδαν να σηκωνόμαστε στα δυο μας πόδια  και να παραπατάμε τα ανυποψίαστα τα βήματα  (κάνοντας νοήματα ο ένας στον άλλον μην τυχόν τους πάρουμε χαμπάρι και χάσουμε την πολύτιμη ισορροπία), πέρασε μέσα μας αυτή η σημαντικότητα και την υμνούμε και οι ίδιοι. 

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτή η κουβέντα αλλά είχε ένα νόημα που το νιώθω δικό μου. Για τα προσωπικά μου ήθελα να πω ; Αν έχω φόβους ή αβέβαιες σκέψεις ;  Θυμάμαι πόσες φορές σκόνταψα, αυτό με κάνει πιο σοφό ή αμελή να το παραδεχτώ; Ή τα δικά σου ήθελα στο στόχαστρο να βάλω ; Από παλιά σου έλεγα πως θέλω να σε δω να τρέχεις στη ζωή σου κι εννοούσα να μου κρατάς το χέρι να μη χανόμαστε. (Να περπατάς αλλά να μη ξεχνάς να με κρατάς.Και πες μου το και θα τρέξουμε όσο κανείς.) Είναι τα βήματα οι κορμοί μας κι εμείς απολαμβάνουμε ό,τι μέχρι εμάς κατορθώνει να φτάνει από το χώμα. Αν πέσουμε, ας πέσουμε παρέα τουλάχιστον και μεγαλοπρεπώς. Έλεγα λοιπόν να συγχρονίσουμε το βήμα μας.Και από τη σκέψη την παιδική φτάνω στην ενήλικη . Και να που η κίνηση των κάτω άκρων συνεξαρτάται από των πάνω. 

(Το σκίτσο ακολούθησε της κουβέντας όπως πολλές φορές τα λόγια μας ακολουθούν των πράξεών μας. )