Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Αύγουστος

Αυτός ο μήνας ο πολύπαθος 
έχει του κόσμου όλη την εύνοια καταπιεί.
Είναι νησί να κολυμπήσεις μες στο στόμα του
κι από τα δόντια του άφοβα να κρατηθείς.
Είναι νερό να βαπτιστείς στην κολυμβήθρα του 
κι είναι σταυρός να υψώσεις και να αναστηθείς.
Είναι κρεβάτι από ψάθα καμωμένο 
κι εκεί στεγνώνει η αμμουδιά που σκλάβωσες στο σώμα σου.
Είναι ένας ήλιος πυρωμένος σαν τον πόθο σου
κι ανταριασμένος σαν στιγμή του οργασμού σου.
Όλα θα είναι προφανώς για να σε νοιάζει τόσο 
για να το δεις το βλέμμα του καυτό
να υποφέρεις και να θες να σου το κόψει αυτό το νήμα της ζωής 
κάπου εκεί που φλέγεσαι με τους βαθμούς που σου πυρώνουν τα αισθήματα.
Είναι αυγή και μούστος που μεθάει τη λογική σου 
κι αυτή η αυγή με μούστο είναι γλυκό που μοιάζουν με το όνομά του.
Πιες τον λοιπόν και άνοιξε τα μάτια σου.


(σπάνια και εξαιρετική η εκτέλεση - αν είχα θράσος θα ήθελα τα λόγια να τα πρόφερα )

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

τα μπαλκόνια του '83 ( Ι )

Όταν η ζέστη πλακώνει τόσο την ανάσα μας
θα ' θελα πάλι να κοιμόμουν στο μπαλκόνι όπως παιδί
που οι τηλεοράσεις συγχρόνιζαν τις φωνές τους 
κι επικοινωνούσαν από τα κλουβιά τα πολυώροφα. 
Μα δεν το κάνουμε τώρα όπως και τότε, 
θέλουμε τεχνητή δροσιά και ξηρό λαιμό.
Τι να σου κάνει η τεχνολογία, 
αν στον ιδρώτα δεν αγκαλιάσεις το σώμα σου 
πώς θα του μάθεις του εαυτού σου το δικό σου άρωμα
να έχει να μυρίζεται το λαγωνικό όταν του λείπεις.
Η ζωή θέλει τη ζέστη και το κρύο να τα βιώνεις έντονα
και τα καλοκαίρια να τα ζείτε με τον ήλιο, τις πλάκες να βράζουν πάνω από το κεφάλι μας 
και τον ανεμιστήρα να φυσάει ξεψυχισμένα 
μ'αυτά τα χρωματιστά του πέταλα.
Θυμάμαι να έχω μόνο ένα σεντόνι στο σώμα τυλιγμένο 
και να ξαπλώνω στου διαμερίσματος τα φτερά και να κοιτάζω τα άστρα λίγο προτού αποκοιμηθώ.
Αυτές οι αναμνήσεις με γυρίζουν πάντα πίσω και από εκεί ρωτάω τη μητέρα μου πώς και έχω δύο ονόματα, πώς γίνεται να μη θυμάμαι τι έγινε τότε πίσω που η γέννηση ήταν κάτι ομιχλώδες και να θυμάμαι μόνο το '83 σαν χρονολογία.
Εκείνη να παλεύει να θυμηθεί και όλα αυτά να γίνονται τόσο αβίαστα , όσο η υγρασία κολλάει πάνω μας τα φιλιά της.
(Η 83η λοιπόν ανάρτησή μου γίνεται εν μέσω καύσωνα, αλλά κι αν γινόταν διαφορετικά πάλι με το σεντόνι και μόνο θα με έβρισκε το ξημέρωμα κάτω από την τέντα )

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Αφή

Αίσθηση γνώριμη να ακουμπώ τα δάκτυλά μου στις λέξεις 
κι εκείνες να λειαίνουν , να στρογγυλεύουν ή να γίνονται πιο αιχμηρές. 
Θα μπορούσα να σφάξω πολλά μου όνειρα απλώς και μόνο αν τα έκανα σε λέξεις. 
Είναι όμως η λαχτάρα μου τέτοια που σωπαίνω. 
Και περιμένω. Άλλους τρόπους να ειπωθούν.
Ή έστω να τα αγγίξω λίγο προτού αδειάσουν τον αέρα τους.
Έρμαιος των αισθήσεων κι ανήμπορος να τιθασεύσω τις ανάγκες τους, 
φωνάζω την αφή πρωτίστως, αφήσου λέω στον εαυτό μου ή κι αφέσου,
προστακτική που παραλύει τις αντιστάσεις .
Έχω ''αφές'' που με γυρίζουν πίσω , 
τις πέτρες να παίρνουν ώθηση και να βουτάνε στο νερό από τα χέρια μου, 
το γρέζι από τους τοίχους τους λευκούς, τους κυκλαδίτικους, 
το αλάτι που τρίζει στα βλέφαρα και τα κάνει να φαίνονται σταχτιά σχεδόν στο φως. '
Εχω αφές που τις φυλάκισα την ώρα που τις έζησα ( ο τρελός να φωτογραφίζω ασταμάτητα κι ύστερα να αναλογίζομαι τι έζησα ξανά) κι άλλες που δεν πρόλαβα να πιάσω. 
Κι αναπνοές, όπως η αφή σου τη φιλτράρεις από το στόμα ή τα ρουθούνια και ακουμπά το έξω σου
ή το μέσα σου. Μπέρδεμα πάντα να ξεχωρίσω αν αναπνέω ορατά ή στο μυαλό μου.

Λες αφέσου και πάει το μυαλό μου να παραδοθεί κι ας σκέφτεται ταυτόχρονα την άφεση, τη συγχώρεση, γιατί όταν αφήνεσαι τα λάθη δε μετράνε . Για άφεση αμαρτιών μιλάμε , άλλα πόσο δειλά τις ακουμπάμε μη λερωθούμε. 
Κι άλλοι βουτάμε όλα τα δάκτυλα στο χώμα, στο νερό, στο κορμί και δεν υπάρχουν πια λόγοι να τη ζητήσουμε την άφεση, δεν έχει νόημα. 


Οι πρόσφατες μου θέλουν το χρόνο το δικό τους να συνοψίζονται. Τόσες πολλές οι στιγμές που αφουγκράζεσαι κι απορείς τι περιμένεις άλλο να δεις. 

Όλες έγιναν λέξεις κι αν θα μπορούσα το κεφάλι μου να ακουμπήσω πάνω τους, όπως εκείνο το βράδυ στην Άνδρο, θα το έκανα ευχόμενος να γινόταν το ίδιο διαπερατό κι όλες μέσα μου να βουλιάξουν. Ειλικρινά θα ήμουν μια λέξη ολάκερος κι αυτή τη λέξη θα την έπιανα στο χέρι και θα τη φιλούσα. Ίσως να ήμουν ένα ευχαριστώ, ένα μπορώ, ένα αγαπώ, ένα σκέφτομαι, σίγουρα νομίζω θα έφτιαχνα ένα ρήμα. Γιατί τα ρήματα μου φέρνουν στο μυαλό το χρόνο και πάντα στη ζωή μου ο χρόνος ήταν οδηγός μου. 
Όσες από τις λέξεις φτάσανε στα χέρια μου γράφουν ακούσια καλώς ήρθα, έχω πολλά να διηγηθώ και να πλαστούνε κι άλλα. Αφήνομαι.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Προσωρινά σημεία στίξης - άνω τελεία

Κάποιες φορές αποχωρούμε κι άλλοτε ταξιδεύουμε
από σκέψεις ή εαυτούς μας βρίσκουμε τρόπους να ξεφύγουμε
κι ας επιστρέφουμε πάντα στην ώρα μας ή λίγο αργότερα.
Μοιάζουν με κλεισίματα λογαριασμών οι διακοπές μας 
ή με απολογισμούς 
και τρέχουμε να προλάβουμε
να κάνουμε το καλό μας το καθάρισμα,
σάμπως θα το δει κανείς να αστράφτει το μέσα μας.
Βιάζομαι να μαζέψω βραδινά σημεία στίξης, 
παιχνίδια κήπου, να μιλήσω για βήματα, καταστρώματα και τις ανάγκες τους,
ταράτσες, μπλούζες, θερινά πανιά, κυνηγετικά φεγγάρια, ανυπάκουους χρόνους,
φρέσκες πράξεις, αδέσποτες μελωδίες, ανάπηρες συμμετρίες, νυχτερινά κεριά, νυχτερινά ποτά, λόγια επιτραπέζια, για όλα τελικά κι ίσως για τίποτα. 
Είμαι εδώ με όσες λέξεις μου γεννάει η ανάγκη να μιλήσω
κι όταν φεύγω 
δεν είναι η σιωπή που με γυρίζει πίσω,
αλλά αυτή μου η ανάγκη να κάνω αυτό το ξεκαθάρισμα τακτικό μου
κι ότι βγάζω στο φως να το ξεπλένω.

Αφήνω λίγες μέρες και επιστρέφω.
Σίγουρα μπορούμε πιο πολλά.

Ανάγκες στο κατάστρωμα ΙΙ

Ήταν μέρα όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο. Το συντομότερο δρομολόγιο, έφευγε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η σκέψη και μόνο να ταξιδέψει νύχτα μεσοπέλαγα της έφερνε ανακατωσούρα. Προτίμησε τη σιγουριά του πρωινού φωτός, που ξέρεις τι σου συμβαίνει και μπορείς να το αντιμετωπίσεις και έβγαλε εισιτήριο χωρίς δεύτερη σκέψη με το συμβατικό πλοίο της γραμμής.


Πήρε τις αποσκευές της, ένα φθαρμένο σακ βουαγιάζ και μέσα του στριμωγμένες δυο αλλαξιές ρούχα, (δεν είχε λόγο να ταξιδέψει με περισσότερα),εσώρουχα, είδη καθαρισμού και άφθονα χάπια για τη ναυτία - όταν και άμα αυτή επέλεγε να κάνει την εμφάνισή της- και κατευθύνθηκε στο κατάστρωμα. Έπρεπε πρώτα να στριμωχτεί στις κυλιόμενες σκάλες του καραβιού με μαλωμένους συγγενείς κι αμίλητα ζευγάρια, φίλους που συντροφεύει ο ένας τον άλλον και παιδιά που μόνο φώναζαν, λες και είχαν βάλει στόχαστρο το δικό της πονοκέφαλο.  


Προς στιγμήν νόμιζε πως θα λιγοθυμούσε μέχρι να φτάσει στην κορυφή της σκάλας και μόνο που σκεφτόταν τον ελεγκτή των εισιτηρίων να της απευθύνει τον λόγο , ένιωθε τα μηνίγγια της να της διογκώνουν τη δυσφορία. Θα προτιμούσε να κρυφτεί από όλους κι από όλα, να βρει ένα κάθισμα που να έχει θέα κατευθείαν τη θάλασσα και να ακινητοποιηθεί πάνω του. 


Δεν πέρασε ώρα πολλή όταν βρέθηκε ακριβώς όπως επιθυμούσε, στο κατάστρωμα του πλοίου, με το σάκο στα πόδια της αφημένο και εκείνα ανοιγμένα να στηρίζουν το κορμί της μη γλιστρήσει από τη θέση της. Αν της συνέβαινε κι αυτό , τότε τα μάτια όλων θα στρέφονταν να τη δουν κι αυτό θα ήταν το χειρότερο για εκείνη.


Ανέβασε τα σκούρα γυαλιά στο πρόσωπό της, ψέλλισε ένα καλό ταξίδι στον εαυτό της και έκανε το σταυρό της, όχι γιατί πίστευε στη βοήθειά του αλλά πιο πολύ από συνήθεια κι από ανάμνηση που της ήρθε στο μυαλό να κάνει το ίδιο η μητέρα της , όπως και η δική της μητέρα χρόνια πίσω πολλά.


Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν είδε τα πρώτα κύματα να σηκώνονται και να γλύφουν τα κάγκελα της κουπαστής. Αυτό το θέαμα της έδωσε κουράγιο, ότι η φύση την συμπονά και τη χτυπά εκεί που θέλει να αφεθεί. Σηκώθηκε από το κάθισμά της και πλησίασε. Κοίταξε γύρω της και είδε μόνο ένα σκυλί δεμένο από το λουρί του σε ένα χερούλι να την κοιτά μέσα στα μάτια. Δεν ξέρει πώς αλλά ένιωσε το βλέμμα του να διαπερνά τους μαύρους φακούς των γυαλιών της. Έστρεψε το κεφάλι της κι αποφάσισε να μη δώσει άλλη σημασία στο ζωντανό. Κοίταξε πάλι τη θάλασσα, χαμήλωσε τα γυαλιά της και ξεκίνησε να μιλάει. Με ένα συγγνώμη έκανε την αρχή, συγγνώμη που σε αδίκησα, είπε χαμηλόφωνα όμως εκείνη το κατάλαβε και με ένα κύμα της έβρεξε το αριστερό της πόδι.


Δεν την ενόχλησε στιγμή, ίσα ίσα που χαμογέλασε με αυτό το φίλημα και συνέχισε όσα είχε να πει. 
Μίλησε όπως δεν είχε κάνει για καιρό, γέλασε και ακούστηκε και με αναφιλητά να συνεχίζει την κουβέντα της μέχρι που αφέθηκε να στέκεται και να κουνά το σώμα της παράλληλα με εκείνη τη γαλάζια αγκαλιά που την κοίμιζε. Πρέπει να πέρασαν ώρες , χωρίς κανείς να πάρει είδηση ότι ο σκύλος είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην κουπαστή. Εκεί που μέχρι πριν κάμποσο στεκόταν μια γυναίκα. Και είναι απορίας άξιο πώς έφτασε το κύμα να υγράνει τα μάτια του ζωντανού και τα έκανε έτσι να γυαλίζουν.

(Ήταν μέρα όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο; Το συντομότερο δρομολόγιο έφευγε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η σκέψη και μόνο να ταξιδέψει νύχτα μεσοπέλαγα ήταν που της έφερνε ανακατωσούρα; Προτίμησε τη σιγουριά του πρωινού φωτός;  Όταν ξέρεις τι σου συμβαίνει μπορείς να το αντιμετωπίσεις; )