Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Αόριστες λέξεις : κάποτε

Κλείνεις τα μάτια κι επιλέγεις τι θα θυμηθείς,έχεις το χάρισμα τη μνήμη σου να την εξουσιάζεις όπως και τα πρόσωπα που μέσα της κατοικούν.Μπορείς να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις , να αλλοτριώσεις ή να βελτιώσεις , όλα είναι πιθανά κι όλα εξαρτώνται από τη δύναμη που κρύβει το μυαλό σου. 
Προσωπικά δεν φημιζόμουν ποτέ για το μνημονικό μου, μάλλον δυσφήμηση θα έλεγε κανείς πως είναι για μένα, αυτό που για άλλους αποτελεί μεγάλο χάρισμα. Λίγα ονόματα, λίγες κουβέντες και ακόμα λιγότεροι τίτλοι κατοικούν μέσα στα λίγα περιθώρια .
Οι τίτλοι είναι πάντα τελεσίγραφα που αρνιέμαι να δεχτώ την ύπαρξή τους. Μου αρέσουν τα λόγια τα πολλά, τα φλύαρα και τα παραπανίσια . Γιατί εκεί πολλές φορές προδίδεσαι, ξεχνάς τι θες να κρύψεις και όλα τα μαρτυράς. Κανένα πρόβλημα λοιπόν σε τούτο το μαρτύριο. Κι αν μαρτυρήσεις παραπάνω, πού είναι αλήθεια το κακό, αφού στο τέλος όλα βγαίνουν ζωντανά στο φως κι αλώβητα όσο κι αν προτιμούσες να τα κρύψεις 
στα σεντούκια του έγχρωμου σου παρελθόντος
Εκεί στο αχανές που όλα αναμειγνύονται, ξεχνάς, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι ήθελες να πεις , από ποιον να ζητήσεις ευθύνες και για ποιο λόγο.Λες ένα ''περασμένα ξεχασμένα'' κι όλα βαίνουν καλώς ή σου μιλάνε για σταφύλια που τώρα ξίνισαν και ποιος ο λόγος να ζητάς να τα γευτείς. Στο κάποτε λοιπόν  δεν έχεις πολλές ελπίδες να δικαιωθείς .
Άρα ξεχνάς και τη δικαίωση , όσο κι αυτή σε ξέχασε. Έχεις μονάχα ένα υπέρ σου επιχείρημα, αυτό που όλοι λίγο πολύ το μνημονεύουμε όταν περάσει ο καιρός των διακοπών ή μιας γιορτής που κράτησες ενθύμια. Φωτογραφίες όλοι μας κρατάμε λες και το παρόν μόνο σε φιλμ είναι υπαρκτό κι αποδείξιμο για όταν πια πεθάνει.
Κάποτε λοιπόν πέρασα από μέρη που μου γέννησαν τη σκέψη να τα φυλακίσω και το έκανα. Ένας αναμμένος φανοστάτης, που καίει το καντήλι της νύχτας μέχρι αυτό να γίνει παρανάλωμα, ένας σωρός από πέτρες τσαλακωμένες η μία πάνω στην άλλη να αναρωτιούνται τι να'ναι δυνατό να τις λυγίσει και συντροφιά δύο βάρκες ή μια να προστατεύει την άλλη λες και κρατιούνται από το χέρι με ένα κουπί να της μαλώνει. 
Αυτά τα κάποτε με λιώνουν κι όπως γερνάει ο καιρός κι εγώ μαζί τους λιώνω , δεν αναρωτιέμαι το πότε, αλλά τη γλύκα θυμάμαι διακοπών που πέρασαν.Εκεί που μπαίνει το φθινόπωρο -  που μόνο ετικέτα το ορίζει ως τέτοιο - θα είναι αυτή η γλύκα που θα αναδύεται όποτε τις φωτογραφίες μοιραζόμαστε με άλλα αχόρταγα μάτια και γελάμε, που δεν θυμόμαστε πολλά αλλά γελάμε. 


Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Πάντα το χάρτινο

Αρχίζει. Σταματώ.
Ξεροκαταπίνω. Υγραίνω τα χείλη με τη γλώσσα.
Ξεροκαταπίνω και πάλι. Το χέρι δε φτάνει μέχρι την πλάτη και τρίβω στην καρέκλα την αιτία.
Συνεχίζει. Σταματώ.
Κοιτάζω τα γύρω μπαλκόνια. Σκοτάδι.
Αρχίζει. Σταματώ.
Αδειάζω το ποτήρι. Το ένα μετά το άλλο.
Δεν έχω άλλα να πω. Σταματώ.
Αρχίζει. Είσαι εδώ; Δεν είσαι.
Αρχίζει. Τινάζω το κεφάλι, στα αυτιά μου ένα βουητό από καλοκαιρινούς αιμοδιψείς.
Σκέφτομαι . Οι γλάστρες μου μετά βίας ζουν. Αρχίζει. Πότισμα και χώμα δεν αρκεί.
Σιωπώ. Πού να μιλήσω; Αρχίζει. Φυσάει σήμερα. Ευτυχώς . Δε θα ήξερα από πού να αρχίσω. Ή πού να σταματήσω.
Σταματώ για λίγο. Το λίγο δεν μου αρκεί ποτέ.
Eίναι εδώ. Καίει αυτό το φεγγάρι που ποτέ δεν κατόρθωσα να δω από κοντά. 
Αφήνω. Ξεκινώ. 
Λυπάμαι για τις στιγμές και τις παρεξηγήσεις.
Για τους φίλους και τα λόγια που δε λέμε. 
Αρχίζει. Σταματώ. Το κοιτάζω. Με απορροφά και οι τρόποι του μουδιάζουν τη σάρκα μου. 
Υπνωτίζομαι. Αρχίζει.Ανεβαίνει στον ουρανό και κατεβαίνει στα πόδια μου η σκάλα του .
Σκέφτομαι. Λίγο.Θέλω περισσότερο.Ο χρόνος μου ζητά να σκεφτώ περισσότερο. Τι ξέρει εκείνος;
Ξέρει. Αρχίζει. Υπομένω. Θέλω να κλάψω, να αδειάσω ένα σακί από τα αλμυρά μου δώρα. 
Αναμνήσεις. Αρχίζει. Αλλού ήταν το τότε που περίμενα κι αλλού το τώρα που με περίμενε εκείνο. 
Σταματώ. Το κίτρινο με δαγκώνει .Αρχίζει. Τ ο κίτρινο με παλιώνει άλλη μια πανσέληνο.
Να λέω τα ίδια που φοβόσουν ή τα νέα που φοβόμουν εγώ. Αρχίζει αυτό , εγώ τελειώνω. Καληνύχτα.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Σώματα στη μάχη

Όταν σαν το φεγγάρι λάμπουν τα σημάδια σου 
απολαμβάνω τα δικά μου χέρια που σε πλήγωσαν
κι όταν τα φέρεις στο δικό μου σώμα τα αντίποινα
τι είναι αρκετό να πω
τι είναι αρκετό να πω...
Θα πολεμήσουν το δικό σου κόσμο
όσοι λαχτάρησαν λίγο από το μέρος του να έχουν
κι εγώ που τώρα μπαίνω αβοήθητος στη μάχη
είναι γιατί σε αγαπώ
είναι γιατί σε αγαπώ...

Κοντά στα λάθη σημαιοφόρο να με βάλεις 
όλη τη νύχτα με τα μάτια να μετρώ κι ακόμα
ο παραπάνω χρόνος δε μου φτάνει 
για να σε εκδικηθώ
για να σε εκδικηθώ.

Για τα κουράγια που τυφλά μου χάρισες 
κι από τη βόλεψη - δειλός εγώ - με γλύτωσες
είναι αυτό που σου χρωστώ σημάδι 
και θέλω στο λαιμό σου 
το θέλω στο λαιμό σου.

Νίκη θα είναι αν σε χάσω ή αν εσύ τάχα με διώξεις;
Μπροστά σου λίγο ταπεινά αν με προσέξεις 
ή αν την πέτρα που σου ρίχνω αποφύγεις;
Είναι τα ρούχα μου φτηνά
για την αξία που τους δίνεις,
όλα τα σώματα γυμνά 
όλα τα σώματα γυμνά 
είναι αυτό που απ'τη φωτιά μένει προτού να το συγκρίνεις.


 
(μέρα μνήμης η σημερινή για τον ποιητή που ξημέρωσε και νύχτωσε με έμπνευση )
http://www.youtube.com/watch?v=6u_1mjcvaF8&feature=related

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Αλμυρός ενδοιασμός

Όταν μιλάω για αμφιβολίες , 
δεν έχω στο μυαλό μου τους δικούς μου ενδοιασμούς 
αλλά της θάλασσας.
Γιατί στα βάθη της το κρύβει το μεγαλύτερο αλλά
αυτό που λέμε όλοι αλάτι.
Αυτό που αρμύρα σου θυμίζει
και από τα χείλη δεν χορταίνεις να το γεύεσαι.
Αυτό που λένε πως τις κλείνει τις πληγές ή τις πονάει περισσότερο.

Έχεις αλήθεια τόση θάλασσα στο σώμα σου 
και τη γυρεύεις στο απέραντο το κύμα.
Αλάτι κλαις όταν γελάς κι όταν με κύματα παλεύει η ζωή σου,
αλάτι λένε τις κινήσεις σου που νοστιμεύει κάθε σχέση.
Όταν θελήσεις να ξεχάσεις, νερό κι αλάτι ... όπως θα έκανες για κάθε δόντι που απ'τη σάρκα σου ξερίζωνες.
Αλλά αυτό το τι που κρύβει το αλάτι είναι στον τρόπο που γυρεύεις απαντήσεις. 

(Εσύ δεν απαιτείς αλλά υπομένεις, παρακαλάς να έρθει κάποτε το κύμα να σε σώσει.)
Το καλοκαίρι το μετράς και με το αλάτι όταν στεγνώνει 
στα δύο σου βλέφαρα καθώς το τρίβεις 
και τα ίχνη του στα δάκτυλά σου μένουν. 
Δεν είναι για όλους ένα άλυτο μυστήριο. 
Στη θάλασσα σαν να αποκτά ένα μοιραίο χαρακτήρα , 
όπως το αίμα των ανθρώπων. Και την ξεχωρίζουμε κι αυτή σε υδάτινη μάζα ιδιαίτερα αλμυρή , όπως θα λέγαμε για κάποιον ότι το αίμα του βράζει. 
Αναζητάς λοιπόν το αίμα ή το αλάτι ξεχυλίζει από τη σκέψη σου;
Ενδοιασμός και πάλι να απαντήσεις. 
Τόσοι και τόσοι χάσαν τη ζωή τους κολυμπώντας 
που ίσως το αίμα τους να έφτασε στο πιάτο σου, στα μάτια σου και στις πληγές σου. Αλλά...τι σημασία έχει να το ξεχωρίζεις. 
Αίμα είναι τόσο αλμυρό, όσο η γλώσσα στο φιλί πάνω στο κύμα. 


Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Πανηγύρι μου κοιμάσαι


Τράβαγα θυμάμαι τον ποδόγυρο του φουστανιού της μητέρας μου όποτε βρισκόμαστε στα πανηγύρια της Παναγιάς στο νησί. Είχε το ενδιαφέρον μου σκορπίσει προτού καλά καλά ανάψει το γλέντι και στα μάτια μου κάθε γιορτή έμοιαζε ίδια. Τι κι αν βρισκόμαστε στην Νικαριά , τι κι αν γυρίζαμε από χωριό σε χωριό ακολουθώντας τις μουσικές και τα γέλια, όλα μου φαίνονταν ανούσια και φωνακλάδικα.
Ήμουν παιδί που δεν καταλάβαινε τη μέρα, όπως και την ανάγκη του ανθρώπου να το χορέψει το καλό και το κακό του
Και με έπιανε το παράπονο, η γκρίνια που δεν είμαι στο κρεβάτι μου μέχρι που τελικά με έπαιρνε ο ύπνος ξαπλωμένος στις ξύλινες πεζούλες , με το κεφάλι μου να ακουμπά στα γόνατα της μάνας μου.
Έκτοτε μεγάλωσα αρκετά και δεν το έφερε η στιγμή , ούτε που το προσπάθησα να επιστρέψω στο νησί αυτή τη μέρα. Έμοιαζε τόσο μακρινό αυτό το αναμνησιακό μου, που η κρυψώνα του άργησε να έρθει στο φως. Έρχεται όμως και με βρίσκει τώρα που νοιώθω κι εγώ το βάρος του χορού στα πόδια μου να θέλει να εκφραστεί. 

Μιλάμε όλοι για την κοίμηση ή για το τέλος των θερινών μας διακοπών; Είναι κι αυτή η μέρα συνυφασμένη στο μυαλό μας με τη δική μας τη διασκέδαση κι έτσι γυμνή κι αποκομμένη από τη θρησκευτική της την ταυτότητα. Όλοι τη λέμε σαν αρχή του τέλους, σαν προσμονή για μία ύστατη χαρά πριν ξεκινήσουν οι ψιχάλες - ασχέτως που κι αυτές αργούν τόσο, όσο αρκεί να τις ξεχάσουμε .
Βρίσκουμε όμως όπου σταθούμε και βρεθούμε εκκλησάκια και γελάμε, με την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει ή την απληστία του ιερέα να το χτίσει τόσο κοντά με το διπλανό αυτό το οίκημα. Όσα όμως κι αν μαζευτούν και πάλι δε θα έφταναν ένα για τον καθένα μας
Έχουν κι αυτά τις διαφορές τους, αλλού θα δεις τα μεγαλόπρεπα , με τους χυδαίους πολυελαίους κι αλλού τα τόσο δα πλινθόκτιστα που δε σου φτάνει η αγκαλιά να τα κρατήσεις κι ας το θέλεις. Δεν έχει σημασία ο τόπος σου λένε κι όμως μέσα τους τα προτιμάνε τα πολυτελή για δεξιώσεις και βαπτίσεις, για γάμους και ακολουθίες, εκεί που λάμπουν τα κεράκια περισσότερο κι από τα φλας του φωτογράφου παίρνουν λάμψη. Εκεί που Του Θεού το βλέμμα θεωρούν θα θαμπωθεί κι Εκείνο.

Έλα όμως που μόνο εμείς κατέχουμε μερίδιο στο θάμπωμα και υποτελείς τελούμε όλα τα τάχα μου καθήκοντα. Κι αυτή τη μέρα την ας πούμε θλιβερή την κάνουμε με βήματα στις άκρες των ποδιών παραπατώντας.
Παραπατώ κι εγώ ανάμεσα στο πώς να το γιορτάσω αυτό το όνομα που έχω ( και που μου θυμίζει ότι κάποτε το διάλεξα από μόνος μου κι αποφάσισα να λέω εγώ σε κάθε ένα μου συμμαθητή να με φωνάζει Μάριο και όχι Γιάννη, όπως κι αυτό γραμμένο στα κατάστιχα και στην ταυτότητα είναι.) και στο να ψάξω ένα τέτοιο εκκλησάκι να κοιτάξω λίγο το λευκό του ή την πέτρα του, να θυμηθώ ότι αυτή η πέτρα περισσότερο από εμένα θα επιζήσει και η καμπάνα όσο κι αν θέλω να φωνάξω, πάντα πιο δυνατά από τη φωνή μου θα ακούγεται. 

Πιστός μέσα στην απιστία μου και μιας ημέρας τόσο δέσμιος δηλώνω, με την πατροπαράδοτη συνάντηση στο πατρικό και γύρω από το τραπέζι να τσουγκρίζουμε ποτήρια - κι αυτά να κάνουν έναν ήχο του γυαλιού που χαίρεται να το ακουμπάς στα χείλη . Δεν μου αρκεί να σκέφτομαι το πανηγύρι στο χωριό,ούτε στο σπίτι όλες αυτές τις συναντήσεις, Θα ήθελα κάπου μέσα μου να βρω ένα δικό μου άσπρο εκκλησάκι να προσκυνήσω όχι το όνομα , ούτε το μέλλον μου. Να βρω το κάτι ταπεινό που να πιστέψω πως ποτέ δε θα χαθεί. Κι αυτό το ταπεινό να του φορέσω τα καλά του - απ'τα καλά που δε φοβάσαι να σου λερωθούν όταν θα παίξεις με τα χώματα. Κι ύστερα μαζί να πάμε στο πανηγύρι του χωριού, εκεί που σε μεθά μόνο και μόνο το ότι στέκεσαι κάτω από πλάτανους τόσο γέρικους , όσο κρατούν όλες του κόσμου σου οι γενιές. Έχει κι ο πλάτανος καμπάνα που σαν σήμερα κοιμάται.