Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Η ΒΛΑΧΕΡΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΟΝΗΣΙ * ( συνομιλίες ΙΙ )

Από το πρωί γυρίζαμε την πόλη. Όσα μαγαζιά κι αν επισκεφτείς, πάντα τάζεις στον εαυτό σου το επόμενο να είναι το καλύτερο, ότι εκεί θα βρεις το ωραιότερο, το ενθύμιο που θα αντιπροσωπεύσει καλύτερα εσένα, εκείνη τη μέρα, εκείνο το ταξίδι, εσένα σ' εκείνο το ταξίδι. Σ' εμένα πάντως δεν πιάνει αυτό. Τo ιδανικό θα ήταν να έβρισκα κάτι από κάθε προορισμό που να το ήθελα μετά μες στις βαλίτσες μου. Όμως ανάμεσα σε τόσες καρτ ποστάλ , τόση αρχαία ελλάδα,μάρμαρο,πέτρα , κομπολόι και μαγνητάκια, δυσκολεύομαι να ακούσω την καρδιά μου.

Αφού ξοδέψαμε ώρες να χαζεύουμε βιτρίνες και να ρωτάμε τιμές, κι αφού τίποτα σχεδόν δεν ικανοποιούσε τα ιδιόρρυθμα γούστα μας, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε αυτό που κάναμε καλύτερα, την τουριστική ξενάγηση στο νησί. Επισκεφθήκαμε το παλάτι της Αυτοκράτειρας Σίσσυς και δε λέγαμε να ξεκουνήσουμε . Δεν ξέρω τι μας έκανε περισσότερο εντύπωση : η αγάπη της για το όμορφο , που σαν κυριότερη έκφραση πήρε στο πρόσωπο του Αχιλλέα , και τα χρήματα που είχε ξοδέψει για να το αποτυπώσει γύρω της ή ότι το όμορφο δεν κατάφερε να της δώσει τη χαρά που εκείνη έψαχνε, ούτε καν να την κρατήσει σε έναν τόπο ; Kαι το όμορφο μπορεί να μένει πάντα όμορφο, ακόμα και άψυχο, σε πέτρα, καμβά ή μάρμαρο; Όταν κάποια στιγμή καταλάβαμε πως ούτε η ίδια η αυτοκράτειρα δεν θα μπορούσε να δώσει απάντηση, φύγαμε με την εικόνα του Αχιλλέα να σέρνει το πτώμα του Έκτορα , χαραγμένη στο νου μας και με τον θρύλο για τον άτυχο θάνατο του ζωγράφου που την έφτιαξε στα χείλη . Ίσως ο θάνατος όσων αποζητούσαν τη Ζωή να ήταν αναπόφευκτος. Εμείς πάλι Αν μπορούσαμε να κουβαλήσουμε το Αχίλλειον μαζί μας, θα ήμασταν ευτυχισμένοι.

Η ΒΛΑΧΕΡΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΟΝΗΣΙ - ΛΑΔΙ ΣΕ ΚΑΜΒΑ, 60x30 , 2011
Στη συνέχεια αποφασίσαμε να περάσουμε απέναντι, στο Πoντικονήσι. Κατεβήκαμε μέχρι την Παναγιά των Βλαχερνών και μέχρι να μαζευτούν τα άτομα για να ξεκινήσει η βάρκα μας για το νησάκι, πλησιάσαμε στο εκκλησάκι μήπως προσκυνήσουμε, αλλά τελευταία στιγμή το αφήσαμε. Συνήθως όταν συναντώ πολύ κόσμο σε μοναστήρια ή ξωκλήσσια , αποφεύγω να μπω, η αγοραφοβία μου με κρατά δέσμιο ή η τάση μου να μη θέλω να ακολουθώ τις συνήθειες των πολλών. Δε θυμάμαι πολλά, όμως θυμάμαι ότι από κείνη την ώρα σταμάτησα να μιλάω. Για κάμποσες ώρες. Δεν ήταν ότι προσπάθησα ιδιαίτερα και οι φθόγγοι δεν εγκατέλειπαν το στόμα μου, είναι που δεν προσπάθησα καν και κανείς δε με ρώτησε γιατί. 

Περάσαμε απέναντι και καθίσαμε λίγο στα μπλε τραπεζάκια έξω από τον ναό του Σωτήρος. Δε συμμετείχα στις κουβέντες των φίλων μου, δεν άκουγα τι λένε. Στα αυτιά μου είχα μια μελωδία κατάδική μου, που δεν τη συγκράτησα έπειτα. Ακόμα και η λέξη μελωδία δεν είναι αντιπροσωπευτική, περισσότερο βουητό ήταν, λες και μερίδα ανέμου είχε μπει στο κεφάλι μου. Μπήκα στο εκκλησάκι κι άναψα τα κεριά που είχα μελετήσει, περί υγείας και ευημερίας αγαπημένων προσώπων και συγγενών, και κράτησα το τελευταίο όπως πάντα για τη γιαγιά μου, περί αναπαύσεως ψυχής αποθανόντων. Έτυχε εκείνη την ώρα , να έρθει η γυναίκα που φρόντιζε τον ναό να σβήσει τα κεριά. Την είδα να βγάζει δυο δυο τα κεριά από την άμμο και με το κεφάλι τους να τα βουτά σ'αυτήν , να σβήσουν τα φιτίλια τους. Όταν έφτασε σε αυτά που είχα ανάψει προ ολίγου, της είπα "μη το σβήσετε ακόμα'' και την παρακάλεσα να κρατήσει ένα λεπτό ακόμα αναμμένο το τελευταίο κερί που είχα ανάψει, το περί της αναπαύσεως. 

Στην επιστροφή, συνειδητοποίησα ότι το βουητό είχε περάσει, εντελώς ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί. Τo μυαλό μου ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στη σίσσυ, στον αχιλλέα, στο όμορφο, στις ψυχές, στη γιαγιά μου, σε όλα όσα δεν έζησα αλλά θα ήθελα να ταξιδέψω πίσω στο χρόνο ή σε όσα έζησα αλλά άπληστα θα ήθελα μια τους φορά ακόμα. νοστάλγησα , σαν άλλος Οδυσσέας τον άδη, τους ανθρώπους που φεύγουν και μαζί παίρνουν κομμάτι της ομορφιάς τους, ένα όνομα, ένα ρούχο, ένα ενθύμιο η παρουσία τους όλη που κάπου κάπου το ανακαλείς, δίχως να θυμάσαι πόσο σου κόστισε να το αγοράσεις ή πώς τελικά θα ξεπληρώσεις να το ξεχάσεις.Θυμήθηκα τον Οδυσσέα στη Νέκυια που συναντά τον Αχιλλέα κι όμως κι οι δυο χαμένοι τα 'χουν για το ποια θέση είναι καλύτερη να ζεις, στον πάνω ή κάτω κόσμο,μαζί με αυτούς που έχασες ή με την ανάμνηση τους .
Όταν περάσαμε από την πόλη,σταμάτησα σε ένα από τα τουριστικά μαγαζιά και πήρα ένα αντίγραφο της Οδύσσειας, ούτε σε καλή κατάσταση ούτε σε καλή τιμή,αλλά ήταν αυτό που ήθελα να διαβάσω εκείνη την ώρα.

Ήταν γυρίζοντας Πειραιά που έμαθα ότι το Ποντικονήσι σύμφωνα με το μύθο ήταν στην πραγματικότητα το καράβι του πολυμήχανου Οδυσσέα που κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας ο Ποσειδώνας μετέτρεψε σε καταπράσινο βράχο. Και μπορεί Ιθάκη να μη βρέθηκε, αλλά είχαμε το ενθύμιο.

 * Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα από τα ιστολόγια που παρακολουθώ ανελλιπώς όσα χρόνια τριγυρίζω διαδικτυακά , θα ήταν του φίλου μου Στέλιου.  Ενός ανθρώπου από τη σπάνια πια κατηγορία εκείνων που ασχολούνται με αυτό που αγαπούν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση εκείνος ασχολείται με τα πινέλα. Κι από ό,τι μας επιτρέπει να δούμε, τον αγαπούν κι αυτά. Τον ευχαριστώ για την παρουσία του και για τη χαρά να μου ''δανείσει'' έναν από τους πίνακές του. 
Εσείς δεν έχετε παρά να περάσετε μια βόλτα από το ''ατελιέ'' του για να το διαπιστώσετε. http://mysteliosart.blogspot.gr/


  

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Καντάδα

Κοντά στο τώρα σου σκαρφάλωσα,
μπαλκόνι να με δεις και να μη νοιάζεσαι
που κρέμομαι στα πόδια σου
για όσα σου,
για πόσα σου.
Και η σκιά σου να'ναι πλαίσιο στο παράθυρο κι εγώ στο άπειρο τροχιά , στ' απροσδιόριστο , να σε πηγαίνω όπως θα φεύγεις απ'το σήμερα, να'ναι τα ήμερα οι φωνές μας τις φαντάστηκα που εξαγριώθηκαν , μοιάζουμε άγρια θηρία που ενώθηκαν κι είναι θηρίο οι ζωές όταν ενώνονται, γιατί να ενώνονται ; 


Κοντά στην ώρα σου ξημέρωσα,
μπαλκόνι να'μαι εγώ στον πρώτο ήλιο σου,
να λιάζομαι στα λόγια σου,
του κάποτε, 
του αν ποτέ. 
Και η σκιά σου να'ναι τρόπος να πληρώσω, να μη χρειάζεται φωνή για να της δώσω, να'σαι ανέξοδη, από σκιά σ' άλλη σκιά τι να διαφέρει, πολλοί οι έξοδοι κι όμως ο κόσμος ο μικρός δε σε συμφέρει, πάντα μια απόσταση ήλιου και δορυφόρου , ασθενοφόρου μια σειρήνα ο κόσμος όλος, να μας πηγαίνουν στα επείγοντα δωμάτια, γιατί δωμάτια; 


Kοντά στο δώμα σου ξενύχτησα,
μπαλκόνι να'μαι εγώ με την κιθάρα μου,
να βρει φιλί η λαχτάρα μου  
στο στόμα σου, 
στο χρώμα σου.
Και από τα δίπλα διαμερίσματα τα βλέμματα, εσύ σκιά κι εγώ με νότες και με αίματα, σ'ένα τραγούδι σου αφιέρωσα τα πάθη μου, όλα τα λάθη μου χορδές , δειλά χαμόγελα, ένα παράθυρο που άνοιξε και το'θελα, βράδυ κι αυτό όπου φτωχός κι η φαντασία του, η εξουσία του στον έρωτα ασήμαντη, θάλασσα πόθοι κι η φωνή μου πολυκύμαντη , να είμαι σίγουρος στεριά κι εσύ ξημέρωμα, απόψε γίνομαι για σένα αφιέρωμα.

Rene Magritte - The lovers 

Δεν είδα πρόσωπα κι ήταν σαν να τους ήξερα. Απ'τις φωνές συναντιούνται οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν ή που οι ψυχές τους είναι έτοιμες να αγαπηθούν. Ένας νεαρός τραγουδούσε με την κιθάρα του για την κοπέλα του απέναντι διαμερίσματος, στην πλάτη του δικού μου, στο φωταγωγό που οι ζωές μας ανασαίνουν. Εγώ χαμογελούσα και σιγοψιθύριζα. Στην Ε. και στον Θ.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Μαργαρίτα *


''...Ο ίλιγγος είναι η χειρότερη αίσθηση. Σου κόβει κάθε όρεξη για ζωή. Κι όλα γίνονται άχρωμα. Όλα χάνουν το νόημά τους. Πιστεύω πως πρέπει να παλέψουμε ενάντια στον αιώνα μας , που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη νοήματος. Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς βέβαια εξέφρασαν αυτήν την απουσία νοήματος - ο Καμύ, ο Σαρτρ, ο Μπέκετ - και τους θαυμάζω απεριόριστα. Αλλά νιώθω την ανάγκη να ... κάνω το αντίθετο. Να που σου λέω σημαντικά πράγματα, κρυμμένα μέσα μου πολύ βαθιά και τα οποία δε λέω σε κανέναν. Βαρέθηκα πια αυτή τη διαρκή απουσία νοήματος κι αυτή την εξύμνηση της απουσίας νοήματος. Δε λέω πως δεν ισχύει. Αλλά είναι απλώς ένα στοιχείο, και στοιχεία υπάρχουν πολλά ... Αυτό που καθιστά τα πράγματα ενδιαφέροντα είναι ακριβώς αυτή η πάλη, αυτή η πολυπλοκότητα. Εντάξει , ο κόσμος βαδίζει προς το τέλος του. Αλλά ένας άλλος κόσμος θα γεννηθεί, δίχως εμάς ίσως. Τόσο το χειρότερο.''

Μαργαρίτα Λυμπεράκη


* Το ''δίπολο'' Μαργαρίτα Λυμπεράκη - Μαργαρίτα Καραπάνου τα τελευταία 4 χρόνια έχει στοιχειώσει το παρόν μου. Έρχομαι και επανέρχομαι στα κείμενά τους και ένα μυστήριο με κάνει να τις αγαπώ. Διαβάζοντας αυτές τις μέρες το ''Δε μ'αγαπάς.Μ' αγαπάς.Τα παράξενα της μητρικής αγάπης''υπό την επιμέλεια της Φωτεινής Τσαλίκογλου (εκδόσεις Καστανιώτη) νιώθω να συστήνομαι εκ νέου σ' έναν κόσμο μέσα μου που σχηματίστηκε από τις λέξεις τους. 

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

να μου μιλάς με τις σκιές ή με τις νύχτες * ( συνομιλίες Ι )

- Τι είσαι ;
- Με λένε Νύχτα με σκιά και σένα Άνεμο.
- Και πώς φυσάω;
- Όπως νυχτώνω, κάνεις τάχα ότι σφυρίζεις.
- Και το ακούς αυτό το τάχα σφύριγμά μου;
- Ακούω το θρόισμα των φύλλων καθώς γλυστράς ανάμεσά τους κι ήχους γλυκούς μου ψιθυρίζεις.

- Είμαι το όνειρο;
- Αλλιώς κλειδί για να σε ξεκλειδώνω, γιατί να μου χαρίσεις ;
- Φως για να ρίχνω στη σκιά σου.
- Μα αν τη Σκιά μου εσύ αγάπησες, μη θες να τη διαλύσεις.
- Με πόσες άραγε μεταμορφώσεις μπορείς να εισβάλλεις στ' όνειρό μου;
- Μπορώ τη Νύχτα μου να βάψω ηλιοβασίλεμα κι εσύ σε χρώματα μέσα μου να βουτήξεις. Μπορείς τη μέρα να μου φέρεις , μήπως κι αυτή την κάνω νύχτα να την πνίξεις.
- Και πότε θα' ρθουν οι πληγές μας να ενωθούν;
- Κάθε μας μέρα που η Σκιά μου , επιθυμία κι υπόσχεση μαζί θα φλογοπνέει.
- Και κάθε νύχτα , καθώς κοιμάσαι θα μ' ανασαίνεις και θα με πλημμυρίζεις.
- Κι όταν σκαλί για μας άλλο στο ρέμβος μας δεν έχει, εκεί με δίχως μάτια, ψηλαφητά , θα αναζητούμε τις μικρές μας λεπτομέρειες , τις άδηλες.
- Εκεί που οι πληγές μας θα ενωθούν, να καταργούν τη μοναξιά μας.
- Θα είσαι πάντοτε εκεί ;
- Εγώ όσο κι εσύ, να συγκεντρώνεις τις πνοές μου, τις απολήξεις μου και τις αναπνοές μου, τις καταλήξεις μου και τις επιρροές μου.
- Τι είσαι;
- Με λένε απάντηση, όσο και σένα ερώτηση.
- Και πάλι απαντάς στο ''τι'' με ''πώς σε λένε''.
- Αν είμαι κάτι να στο πω, όμως δεν το'χω  μάθει. Το όνομά μου αν το θες να στο αφιερώσω.
- Κράτα το όνομα κρυφό, για μένα είσαι η Νύχτα. Τα μάτια μου με τις σκιές δύσκολα λειτουργούνε, τα χέρια μου χειροπιαστή απόδειξη ζητάνε.
- Τι είσαι; 

- Να με ρωτήσεις άργησες. Η μνήμη μου εξασθένησε. Είμαι αυτό που αύριο δύσκολα θα θυμάμαι.


- ''Τι θέλεις να πεις ; '' σε ρώτησα κι ήταν το τελευταίο που απέμεινε από σένα. Μαζί με το σκοτάδι που άφησες απάντηση να αναπνέω.


Και δίνω μόνος μου απάντηση για σένα, σε τόσα ερωτηματικά που εγείρονται, σε τόσα σου νοήματα κρυμμένα . Είσαι το πεπρωμένο. Αλλά με τι φωνή να στο φωνάξω. 


The Moon and Sleep - Simeon Solomon
* κι αυτό για να μπορώ να σου απαντώ.

Η παραπάνω ανάρτηση προέκυψε και γράφτηκε από δύο πρόσωπα , τις σκιές και τις νύχτες των οποίων σε τόπους διαφορετικούς παρατηρούμε. Ευχαριστώ θερμά τη φίλη μου Κάτια που έφερε λίγη από την έμπνευσή της στη σελίδα μου και της υπόσχομαι να το επαναλάβουμε. Ένα απόγευμα πάλι, στο σπίτι της να τη βασανίζω φράση - φράση.

Εσείς βέβαια μπορείτε να τη βρείτε διαδικτυακά στο δικό της σπίτι , όπου φιλόξενα υποδέχεται το κάθε βλέμμα. ( http://aformisis.blogspot.gr/ )

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ωκυρρόη (όπως θα λέμε το άφθαστό σου καλοκαίρι)

Είναι ακόμα νύχτα στην Ωκυρρόη, σε ένα μέρος που δε θυμάμαι πάντα το όνομά του, γιατί κι εκείνο, ζούσε ένα μέλλον. Από αυτά τα δικά μας, που νομίζουμε για αγέννητα και που δε δώσαμε όνομα, παρά τα είπαμε γενικευμένα πιθανότητες. Λες κι όλες οι πιθανότητες πρέπει να μείνουν ικανοποιημένες που κουβαλούν το ίδιο όνομα για να συστήνονται.
Ωκυρρόη , 
όπως θα λέμε ήρθε κάποτε ένα σούρουπο 
δίχως ταχύτητα στα πόδια μου για υπόδημα , 
μ'όλα τα επώδυνα της άνοιξης παντρεύτηκα 
κι έτσι γιατρεύτηκα.


Κάπου λοιπόν, σε ένα μέρος που δε θυμάμαι το πότε, γιατί η μνήμη μου και ο χρόνος είναι σαν χωρισμένες από καιρό πραγματικότητες, ζούσαν οι δικές σου πιθανότητες, οι αβάπτιστες.
Που τριγυρνούσαν αδέσποτες, και που σε ξένα χέρια τροφή δε ζητούσαν, κολάρο στο λαιμό τους δε θα έβρισκες από ιδιοκτήτη τρίτο και που κανείς δε θα τις έπαιρνε υπό την προστασία του.
Όπου θα λέμε πως η σκέψη μου λαχάνιασε
και πίσω ασθμαίνοντας να δω που' χει ξαπόσταση,
σε κάποια απόσταση θα κάνω πως ξεχάστηκα
και ότι χάθηκα.

Αυτές οι πιθανότητες είχαν όλα σου τα προσόντα, πίναν νερό στο όνομά σου κι ολημερίς κι οληνυχτίς με τη φωτογραφία σου στο χέρι προσεύχονταν για τη δική σου τύχη και ευημερία. 
Ωκυρρόη , 
όπως θα λέμε τις δουλειές μου που με τρέχουνε
και δεν προφταίνω μια βουτιά μες στον ιδρώτα σου, 
να'μαι στα πρώτα σου ερωτήματα αναπάντητος
και γρίφος άλυτος.

Κάπου επομένως, σε ένα μέρος που δε θυμάμαι το πού γιατί αν στο' λεγα μπορεί και να ' θελες να κλέψεις κάποιου εχθρού σου πιθανότητες, περίμεναν και αγωνιούσαν τη στιγμή που θα γυρνούσες το κεφάλι σου σε ξένο τόπο ή σε άλλες πιθανότητες που γέννησες.  
Πότε θα πάψουν οι δουλειές κι οι υποχρεώσεις μου...;
πότε θα 'ρθουν οι διακοπές και οι δηλώσεις μου...
πως θα'μαι απόγευμα και βράδυ και ξημέρωμα
γέλιο και χάδι στο δικό σου το ημέρωμα.

Στην Ωκυρρόη μου έχω τάξει μια ανάπαυλα, στον εαυτό μου μια φυγή. Εκεί λοιπόν γεννήθηκε ο τόπος μου κι η λέξη του, κι ο τόπος μου γίνεται κάποτε θα δεις κι ο τρόπος μου, να ζω, να διηγούμαι τη ζωή κι εμένα μέσα της.
Ωκυρρόη ,
όπως θα λέμε γι' άλματα προς το ταχύτερο,
που' ναι βραδύτερο όταν το συλλαμβάνουμε, 
ν'απολαμβάνουμε το τώρα είν' αναπόφευκτο
είναι το εγώ μου με το εσύ σου ένα στρατόπεδο.

Στην Ωκυρρόη μου εσύ είσαι το πλοίο μου, 
είμαι μονάδα κι εσύ πάντα είσαι το δύο μου.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ζευγαρώστρα

Έναν καιρό και μια φορά 
ήμουν εγώ και ήσουν εσύ.
Τα μυστικά μας, τα μετέωρά μας.
Από τα τίποτα και τα ελάχιστά μας φτιαγμένοι
εγώ το τίποτα,εσύ το ελάχιστο.
Στο κλουβί μας μέσα
που δεν μας εγκλωβίζει, μας προστατεύει
από τις αλλόκοτες πληγές των άλλων 
κρατώντας τις δικές μας , αυτές που παίζουν με τα χρώματά μας,
τις σκέψεις και το μπλέξιμό τους.
Έναν καιρό και μια φορά
ήμουν το μπλέξιμό σου.
Τα μυστικά μας κι αυτά να ζουν μες στο κλουβί, η τροφή και η ανάσα μας.
να είμαι τα μυστικά σου και να είσαι τα δικά μου.
Χωρίς διαστάσεις το κλουβί,
όπως οι πιο μεγάλες αποστάσεις που αχαρτογράφητες κρύβονται μέσα μας.
Να περπατάμε μέλλον .
γιατί όταν για μέλλον σου μιλώ , μιλώ για δρόμους άφτιαχτους
από αυτούς που ' χεις παρέα και χέρια πλεγμένα
και δεν καταλαβαίνεις για πότε τους περπάτησες.
και που χαζεύεις πού και πού τριγύρω, αλλά τα μάτια σου είναι αλλού δοσμένα.
Σ'αυτά τα αντίστοιχα που δρόμο σου δείχνουν.
Κι ακόμα κι όταν τα μάτια κλείνεις, έχεις εξήγηση
αυτό που πίσω από τη φόδρα των βλεφάρων σου πήγε κι αποτυπώθηκε.
Πόσο μελό που κρύβει ένας δρόμος άφτιαχτος και πόσο δε σε νοιάζει.
Σε νοιάζουν μονάχα η μέρα και η νύχτα
και το ανάμεσα αυτό που δεν ορίζεται,
το χαμόγελο που είναι τόσο ορατό όσο για να το πιάσεις στην παλάμη σου,
που το νομίζεις για κρυφό και που σε φανερώνει,
το μετά που είναι ένα νερό θολό όπως σε λίμνη που πέτρα πετάς
και που μετράς έναν προς έναν τους κύκλους,
τα ομόκεντρα λόγια που ξεκινούν από εσένα ή καταλήγουν σε εσένα,
το ευχαριστώ για τις χαρούμενες στιγμές που δε γεννιούνται 
και που τις αγαπάμε όσο τις περιμένουμε
ή για εκείνες που γεννήσαμε κι αυτές μεγάλωσαν εμάς 
και μας ανέθρεψαν, πόσο περίεργο για γέννα.
Έναν καιρό και μια φορά ήμουν η γέννα σου και ήσουν τα φτερά μου.
''γιατί οι άνθρωποι είναι άγγελοι γεννημένοι χωρίς φτερά, 
και τι πιο όμορφο να γεννιέσαι χωρίς φτερά και να τα κάνεις να φυτρώσουν''.*

Aυτή η τόσο δα μικρή συσκευασία που κλουβί το λέω,κρύβει ένα όνειρο αναλογίας αντίστροφης.
Aκόμα κι αν κάνω λάθος, δε θα το πεις ή δε θα πω για φταίξιμο.
γιατί ακόμα και τα φταιξίματα αγαπώ,
τις μέρες που έχουμε κάτι να διορθώσουμε,
και πάντα να υπάρχουν φταιξίματα να μοιραζόμαστε. 
''Tι σημασία έχει η αρρώστια μου και η συμφορά μου όταν έχω τη δύναμη να είμαι ευτυχισμένος;''**
Υπάρχει πέταγμα και είναι σπουδαίο, 
δίχως αναμονή, ρίσκο και φόβο να μας σταματούν.
Και θα φοβάμαι συνετά , μόνο όσο θα επιτρέπω στη φαντασία μου να ατονεί
και τέτοια περιθώρια δε θα της δώσω, να το θυμάσαι.
Θα προσδοκώ ασύνετα, όπως με ξέρεις
κι ας είναι αμετροέπεια εκ μέρους μου τόσο χαμόγελο
έναν καιρό και μια φορά
ήμουν ο φόβος, τα φτερά, η γέννα ,οι λέξεις ,  το μετέωρο
και ήσουν το νερό, ο χρόνος , ο κύκλος, η ευτυχία και το ελάχιστό μου.




Σήμερα σ 'ένα κλουβί ακόμα στο μπαλκόνι μου ,
εκεί που δυο παπαγαλάκια στο δικό τους το ελάχιστο ερωτεύονται
μπήκε η ζευγαρώστρα,
ένα δωματιάκι να στεγάσει αυτό που σίγουρα φοβούνται στα μάτια μου μπροστά να δείξουν.
Εγώ σαν συνωμότης στεγάζω τη δική τους τη χαρά,
τους μιλώ για την αγάπη και για τα λίγα τετραγωνικά που τη στεγάζουν
κι όμως ο κόσμος τους αυτός είναι ένα σύμπαν.
Για παραπάνω φορές και παραπάνω καιρούς
σ'αυτό τον μικρόκοσμο που μοιάζουν τα φτερά μας.



υ.γ. τυχαίνει η σημερινή να'ναι η 200στή μου ανάρτηση. και στην αφιερώνω.

* Ζοζέ Σαραμάγκου , Το Χρονικό του Μοναστηρίου
** Φίοντορ M.Nτοστογέφσκι , O Ηλίθιος

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ήΛιΟν

ποτέ μου άλλοτε όσο τώρα
δεν είχα τέτοια απορία 
αναπάντητη.
λέω , γι' αυτά μου τα μπαλόνια από ήλιον
είμαι εγώ που τα κρατώ
ή κείνα εμένα μήπως;
  
(το ποτέ άλλοτε της απορίας 
είναι που δε ζητάω απάντηση)


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

κάτω από ένα δέντρο λεμονιάς

Κάθε καλοκαίρι στο νησί 
γέμιζα εικόνες το σακ βουαγιάζ  
κυρίως από μεσημέρια στην πίσω την αυλή 
κάτω από το πεύκο το πελώριο
που ήθελες τέσσερις αγκαλιές για να το σφιχταγκαλιάσεις 
να είμαι καθισμένος σε βουνά πευκοβελόνες που θέλουν μάζεμα
καθάρισμα
και να μην ξέρω αν πρέπει να αρχίσω
αφού θα πέσουν κι άλλες 
και ξάπλωνα πάνω τους
σ'αυτό το μαλακό το στρώμα   
και κέρδιζα μια αίσθηση που τη θυμάμαι ως τώρα 
που πεύκο δε βλέπω συχνά  , όλο αναπνοές όμως το κράτησα
σε μυρωδιά καφέ και υγρή βροχή.
Τα βράδια κοιτούσα την απέναντι πλαγιά την ολοσκότεινη
που κάπου κάπου άναβε ένα μάτι
από δωμάτιο σπιτιού και έλεγες υπάρχει
κι άλλος στη νύχτα κάπου φίλος.
Κι ας μην τον συναντούσες ποτέ, 
εσύ κοιτούσες το δικό του φως μέσα στη νύχτα
κι εκείνος το δικό σου.
Ένα από τα δύο κάποια στιγμή υποχωρούσε
ή έκαιγε όλη τη νύχτα που εσύ αποκοιμόσουν με το ραδιόφωνο ανοιχτό
και το μυαλό ποτέ ξεκούραση δεν έβρισκε 
όσο οι μελωδίες το τριβέλιζαν,
μόνο μάτια κλειστά 
και το φως απ'έξω αναμμένο για παρέα.
Τα πρωινά τα πέρναγα γυρίζοντας στα κτήματα
εκεί οπού μαζεύαμε σταφύλια 
κι εκεί που δεν προφταίναμε να κόβουμε καρπούς και τρόφιμα όλο χρώμα.
Στην ηλικία της εφηβείας 
όσα κι αν ζήσεις καλοκαίρια με γονείς και συγγενείς
δεν είναι εύκολο μετά να ξεχωρίσεις, 
γίνονται ίδια στο μυαλό σου,
μαζί και μ' όσες μυρωδιές τα πλύνεις.
Και τα φυλάς μετά έτσι ανάκατα 
κάποιο ντουλάπι θα ' ναι μέσα σου για εκείνα ιδανικό
και ίσως το κλειδώσεις, 
ίσως αφήσεις το κλειδί απάνω να το βρίσκεις εύκολα 
και ίσως ορθάνοιχτο αν τ'αφήσεις δε σε νοιάζει.
Το δικό μου το νόμιζα κλειστό από καιρό
κι όμως η κλειδαριά που είχε έσπασε 
και μία μία με επισκέπτονται οι σκέψεις.

Και σήμερα που τίποτα δεν είχα περιθώριο να σκεφτώ
μου γέμισε τη μύτη και το νου
η μυρωδιά απ'τα λεμόνια του χωριού
που έτρεχα στο δέντρο μας να κόψω.
Δεν έφτανα και πήδαγα ψηλά, τ'ακούμπαγα στις άκρες των δακτύλων μου
και έσεια τα κλαδιά για όσα πέσουν.
Μία φορά δε θα ξεχάσω πως τρυπήθηκα 
απ'τα κλαδιά τα μυτερά που προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Κι έκατσα κάτω από το δέντρο δακρυσμένος
για κάμποσα λεπτά έκλαψα με αναφιλητά
και δε με ένοιαζε που θα με αναζητούσαν.
Δεν έκλαψα γιατί ήταν τόσος ο πόνος, 
αλλά γιατί στα χέρια μου κρατούσα ήδη κάμποσα.

Κίτρινα άστρα μυρωδάτα. 
Που όμως γυαλίζαν. 

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

πεφταστέρι

Όταν ακούω για πεφταστέρια θυμώνω
νομίζω ότι μια αφορμή ακόμα βρίσκει το σύμπαν 
να με κοροϊδέψει 
που να μετρήσω δεν προφταίνω τα αστέρια του που κρέμονται
κι άλλοτε πλησιάζω
κι άλλοτε τα σκορπά
και τι να προλάβω έτσι που τρέχουν είτε μπροστά στα μάτια μου
είτε χειρότερα ακόμα δίχως καν να τα προφτάσει το λοξό μου βλέμμα.
Θυμώνω που στα μαθηματικά δεν έμαθα πολλά 
όσο κι αν προσπάθησα 
κάποιες φορές το ένα κι ένα 
πάλι ένα μου έδινε αποτέλεσμα
ή το επί 
δεν έβγαζε γινόμενο μα επίθεση 
στους φόβους μου που γίνονται και εκείνοι
πεφταστέρια και περνούν μπροστά απ'τα μάτια μου 
μέχρι που να γεμίσει ο ουρανός με την οργή τους.
Και οι φόβοι μου πιο έξυπνοι περνούν 
και δεύτερη και τρίτη και πολλοστή φορά
να με αποπροσανατολίσουν πιο πολύ από το μέτρημα.
Όταν ακούω για πεφταστέρια απλώνω
το χέρι μου έξω από το παράθυρο μα τίποτα δεν πιάνω.
Αν έρχονται οι νύχτες είναι για να σου πουν την ιστορία σου
και οι δικές μου νύχτες ιστορίες διηγούνται 
και προβλέπουν τη συνέχεια, 
την πιθανολογούν
μα αυτό δεν είναι να ζητά κανείς να το ακούσει,
καλύτερα να μένουμε στα παραμύθια τέτοια βράδια.
Έχω ένα χέρι απλωμένο και όμως αστέρι όχι.
Έχω ένα χέρι μα αυτό ζηλεύει 
γιατί στο άλλο έχω ένα χάδι.
Κι αυτό το χάδι είναι για τους φόβους μου τώρα που αγωνίζεται.
Και όσο πέφτουν τα αστέρια
η ώρα ασπρίζει το σκουρόχρωμό τους αγώνα δρόμου.
Και μένουμε άγρυπνοι. Μήπως βγει λιακάδα
Λίγο πιο κοντά εσύ,λίγο πιο λιακάδα εγώ.
Κι ας μην έχω πεφταστέρι. Κι ας αποκτήσουν όλοι από ένα
και εν δυνάμει μια ευχή προς σύντομη ή μακρά πραγματοποίηση.
Κι ας μην έχω.
Αρκεί να πάρει μαζί και τους φόβους.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ConSensu OmniUm *

Ένα τραγούδι που γεννάει την συγκίνηση στα μάτια του,
και μια εικόνα 
το τραγούδι να παίζει πολλές φορές στο μυαλό του 
και κάθε φορά η τελευταία να είναι η επόμενη.
Απ'την αρχή.
Είπε να βρει λέξη να μοιάσει.
Ένα τραγούδι που γεννάει την συγκίνηση στα μάτια του,
το τραγούδι σχεδόν λευκό.
Μπορούσες να το δεις ή να το αισθανθείς έστω λίγο
αν προσπαθούσες παραπάνω.
Ήταν στα τζάμια του αποτυπωμένο
κι αυτός ένα δάκτυλο να γράφει πάνω του
και να σχεδιάζει.
Ερωτηματικά.
Κι ύστερα το ρεφρέν χωρίς απάντηση.
Απ'την αρχή
και μια εικόνα,
κάτι που θα δουν οι περαστικοί.


Οι περαστικοί ήταν κι αυτοί σχεδόν.
Σχεδόν σκέτο 
να παίζουν πολλές φορές στο μυαλό του.
Με κάθε στροφή, να τους κτυπά. 
Απ'την αρχή 
Γιατί δεν είχαν κάτι ξεκάθαρο πάνω τους
να απομνημονεύσει.
Ήταν σχεδόν άνθρωποι,
σχεδόν παρόντες,
απ'την αρχή
σχεδόν περαστικοί
και σχεδόν καθόλου παρατηρούντες.


Το τραγούδι από την άλλη είχε αναπτύξει
ένα μηχανισμό να τον παρατηρεί
Απ'την αρχή 
και κάθε φορά η τελευταία να είναι η επόμενη
πότε τυλίγεται και πότε αφήνεται
πότε ντυμένος
και πότε γδυτός
πότε μόνος και πότε διπλός.
Εκείνος και το τραγούδι γίνονταν ένα ώρα με την ώρα.
Μπορούσες να δεις 
απ'την αρχή 
το τραγούδι σχεδόν λευκό
στίχοι να κρέμονται απ ' τα μάτια του
και στις φλέβες του ο μετρονόμος να δίνει ρυθμό.
Το τραγούδι είχε την ληξιαρχική του πράξη γέννησης 
κι εκείνος τη μελωδία του.


* Κοινή συναινέσει. 


Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Le silence éternel de ces espaces infinis...*

Φόβος του κενού, φόβος της άδειας σελίδας, των απληκτρολόγητων λέξεων που έχουν καιρό να φανούν και κάπως κι εσύ να περάσεις μέσα τους, φόβος για τις κουβέντες που λέγονται για να λέγονται και για την ανάμνηση κάποιας θρησκείας που μάθαμε παιδιά. 


Ο φόβος , ον υπερτιμημένο κι αυτό με τη σειρά του , καταφθάνει όταν σε βρίσκει ευάλωτο. Κι ευάλωτος είσαι όταν δεν το υπολογίζεις. Όταν από υπερένταση σταματάς να τρέχεις, όταν παίρνεις άδεια από τα πάντα και βρίσκεις καναπέ να σε αντέχει παραπάνω από δεκάλεπτο. Άδειες ονομάστηκαν αυτές οι περίοδοι, διακοπές κατ'άλλους, γιατί ουσία έχουν να σταματήσεις ό,τι ως πρώτα έκανες. Na αδειάσεις. Κι αν είναι πολλά αυτά που έκανες, τόσο πιο βάναυση η παύση σε τραντάζει όσο αδειάζεις. Εκεί αν πέσεις τη χρειάζεσαι την άδεια ως για να σηκωθείς. Το τι απολαμβάνεις είναι υπόθεση άλλης ανάρτησης. Η δική μας επικεντρώνεται στο άπειρο.Καταργώντας κάθε περίσταση, η άδεια δυστυχώς λίγο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενσυναίσθησης Θείου Δράματος . Το δράμα το δικό μας είναι ότι ζήσαμε παραπάνω από τη Σταύρωση. Αυτό κρύβει από μόνο του μια δίκοπη παράνοια : να νιώθεις ή να μη νιώθεις τυχερός.

Αν κρίνεις εαυτόν τυχερό που της σταυρώσεως και της αποκαθήλωσης την ιστορία σου συνέχισες κεφάλαια αμέτρητα μετά, είναι γιατί αμέλησες να δικαιολογήσεις τις πληγές σε χέρια και σε πόδια - μην εξαιρούμε την πληγή εκ της λόγχης στα πλευρά σου φυσικά - και τις συνέπειες αυτών στις χειραψίες που σταμάτησες να κάνεις και τα βήματά που κάπως αβάσιμα έπραξες. Όπως και σκόπιμα αρνήθηκες απάντηση σε ''...αυτό που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια, την άνοιξη που δεν έφερες ...''που ο Ελύτης τόλμησε να ομολογήσει.Αν πάλι α-τύχερος είναι αυτό που σου ταιριάζει, είναι γιατί δε γύρισες να δεις σταυρό που αντιμετώπισες και που σε μέγεθος μπορεί να σε ξεπέρασε , όμως Δαβίδ και Γολιάθ έμπρακτα επαλήθευσες.

Αναντίρρητα θα μου πεις,το να κρίνουμε είναι μια πολυτέλεια που δυστυχώς στερούμαστε. Όχι συλλήβδην , αλλά σε ποσοστό συντριπτικό. Είτε αυτό αφορά το ποιοι στερούμαστε , είτε το πόσο τη στερούμαστε. Αλλά το γεγονός αδιαμφισβήτητο. Δηλώνω χρόνια την απορία μου περί ιστορικότητας του προσώπου του Χριστού. Κάποτε λίγο παραπάνω σαν έφηβος που τα πάντα αμφισβητούσε, στη συνέχεια σαν ενήλικας που τα πάντα δεν έχει αποδείξεις να πιστέψει.Όχι ότι  η απόδειξη στάθηκε ποτέ επιχείρημα αρκετό σε όσα πίστεψα. Η πίστη η δική μου όμως , όπως μετουσιώθηκε από αυτό που τυφλά μου απεδόθη με τη γέννησή και τη βάπτισή μου σε αυτό που τώρα αγνωστικιστικά σχεδόν πορεύεται μέσα μου, έχει κάποιους δικούς της άγραφους κανόνες. 

Να απαριθμήσω ως το δέκα, αξία ίσως δεν έχει για σένα που διαβάζεις και πώς μπορώ με παραδείγματα να πείσω για την αθωότητα των λέξεων που χρησιμοποιώ. Κοινή κλωστή στα όσα νιώθω όμως που τα δένει, είναι η τάση να ζήσω το μυστήριο σε εικόνες, σε κομμάτια. Να βάψω κόκκινα τα αυγά, πιο κόκκινα από τις σκέψεις , για να τσουγκρίσουμε αυτά κι όχι τις λέξεις . Να χαμηλώσω κάθε ένταση , σε μέσα και φωνές, να βρω τις φράσεις που ζητώ σε νότες χαμηλές. Να φάω μαζί με συγγενείς και να ευχηθώ, προσέχοντας να μην προσβάλλω αυτά που αρνιέμαι χρησιμοποιώντας τα επί Ματαίω. Να πάρω το κερί και να το ανάψω, να δω μέσα στη φλόγα του να σιγοκαίει ελπίδα. Και άλλοτε να σβήνει, άλλοτε να κρατάει. Να πάρω θέση και εγώ στον Επιτάφιο, να οδηγηθώ σε μία τέλεση που η εκτέλεση της πάντοτε σκοντάφτει. 

Το πού σκοντάφτει, όλοι μας το γνωρίζουμε. Στους χριστιανούς και στη μερίδα χριστιανών που αδικούν τον όρο. Που συνταιριάζουν το πνεύμα των ημερών με κλασικές μουσικές, αποφθέγματα και στίχους, το ανά χείρας i-phone για λήψεις κοντινές στον επιτάφιο, στον παπά και στα κεριά, σε στόματα που νηστεύουν και καταριούνται, σε χέρια που προσεύχονται και κλέβουν παράλληλα, σε μάτια που δακρύζουν και ύστερα το δάκρυ το στεγνώνουν ή το αφήνουν διαφημίζοντάς το. Σε όλους αυτούς που τουητάρουν την Ανάσταση και περιμένουν το 00:01 να το κάνουν. Θα μου πεις κι εγώ κάνω κάτι από αυτά. Το είπα όμως πρωτύτερα , τη δήλωσα την αμφισβήτησή μου για την ιστορικότητα. Και κάτι επιπλέον, δεν έχω τουήτερ να σας ανακοινώσω την Ανάσταση. Βρείτε τη μόνοι σας.

Όπως κομμάτι-κομμάτι την ταιριάζω κάθε χρόνο. Έστω με το φόβο για  τους άπειρους χώρους που ίσως ποτέ δεν φτάσω να πατήσω ή τις αιώνιες σιωπές που να απαντήσω δεν καταφέρω. Με κομμάτια να λείπουν και άλλα να είναι διπλά, από ποιο ξένο παζλ ανακατεύτηκαν και βρέθηκαν στο δικό μου το κουτί; Αλλά το ταίριασμα που κάθε χρόνο γίνεται είναι μια κάποια απάντηση. Σε νόημα που να συμπληρώνεται δεν παύει.Για τον καθένα διαφορετικό,έτσι δεν είναι; Κάποτε μπορεί να βρούμε και τον Θεό, εκεί που πάμε. Αρκεί να ψάξουμε.
''Και θα τον βρούμε,όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει.
Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.'' (Ν.Καζαντζάκης)


* Le silence éternel de ces espaces infinis m'effraie


(όπερ μεθερμηνευόμενον '' η αιώνια σιωπή αυτών των άπειρων χώρων με τρομάζει '' - Β.Pascal )

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

29 *


Ο Φλεβάρης με ταλαιπώρησε. Με κούρασε κι ας είναι μια σταλιά πάντα χειμώνας, ( μέρες 28 ή 29 και θα ‘ θελα κι άλλους μήνες να ξεκινούν με 2) με παίδεψε λες και του έκανα κακό, με έφερε λίγο στα όριά μου. Σωματικά πάντα μιλώντας. Κι ας είναι αδιευκρίνιστο πού φτάνουν τα όρια μέσα μου. Κρυώματα, ιώσεις, δέκατα, σοκ αλλεργικά και πάρε χάπια πρωί και βράδυ, και ακολούθα αυτή τη διατροφή και πέτα απ’ το ψυγείο σου τους τόσους εθισμούς λες κι είναι εύκολο να τρως αυτά που δε θυμίζουν εφηβεία, και γιατροί και φαρμακεία και βουλωμένες μύτες μην και τρυπώσει καμιά μυρωδιά που θα γυρίσω να την ψάξω. Κι αν θυμηθώ καλά , πολλοί Φλεβάρηδες με ταλαιπώρησαν εξίσου.

Είναι ο μήνας του έρωτα ; Εγώ ποτέ δεν τον εκτίμησα αυτόν τον έρωτα τον πλαστικό με την καρτούλα της ρεζέρβας και το αρκουδάκι με την καρδιά την κόκκινη στα χέρια. Είμαι σ’ αυτόν τον έρωτα αλλεργικός και φέτος μ’ εκδικήθηκε στ’ αλήθεια σε όλο μου το σώμα . Τον προσπερνώ όταν στο δρόμο συναντιόμαστε από απόσταση , εκείνος φιγούρα ιλουστρασιόν κι εγώ με σκούφους, γάντια και κασκόλ να θέλω κι άλλη βροχή να του χαλάσει τη γυαλάδα του  και όταν συνωμοτικά τα παιδιά μου εύχονται ‘’χρόνια πολλά κύριεεεεε για του αγίου Βαλεντίνουουουουουουουου’’ και κοκκινίζουν και μόνο που το ξεστομίζουν γιατί γι’ αυτά ακόμα ο έρωτας είναι μια λέξη που σε καίει στο στόμα. Μέχρι να μεγαλώσουν να καούν ολάκερα φιτίλια. Και το λέω εγώ, φιτίλι καμένο που όμως λίγο τινάζεις σκόνη από πάνω σου και λες όπου να’ναι πάλι θα ανάψω. Και θα καώ.  

Είναι ο μήνας της Καθαρής Δευτέρας ενίοτε. Κι αυτή τη Λευκή μου Δευτέρα την αγαπώ νομίζω. Δεν ξέρω αν είναι πια καθαρή από προτίμηση ή από ανάγκη, όμως ποια είναι η διαφορά; Δεν την έζησα πολύ σαν παιδί, ήμουν από εκείνα που ο χαρταετός σήμαινε χέρια ανίκανα να διαχειριστούν τέτοια ευθύνη . Όλο τα παράταγα, φοβόμουν να δω τον αετό να πέφτει στο χώμα, μην τον πονέσει η τόση μου αδεξιότητα. Κάποτε έβαλα τα κλάματα κι αν δεν ήταν πλαστικός ο αετός, θα ‘χε σκιστεί απ’ την αγάπη μου. Ακόμα φοβάμαι να πιάσω στα χέρια μου τέτοια ανάμνηση. Ακόμα φοβάμαι να πιάσω ευθύνη στα χέρια μου που η αγάπη μου μπορεί και να τη σχίσει. Θέλω όμως να υπάρχει κάπου μέσα μου αυτή η μέρα που ανοίγω το παράθυρο και βλέπω σκιές στον ουρανό. Οι σκιές με ταξιδεύουν, είμαι κι ο ίδιος μια σκιά του εαυτού μου, για όλα αυτά που δεν τολμώ ή αφήνω και με προσπερνούν. Γι’ αυτό συνήθως Καθαρές Δευτέρες απλά, νοσταλγικά, κάπου κάπου βροχερά και νοικοκυρεμένα τις θυμάμαι. Με χαρταετούς άλλων πολύχρωμους.

Είναι ο μήνας που σαν τελείωμα του χειμώνα , έστω και ημερολογιακά μόνο , πρέπει να αποχαιρετίσεις. Να χορτάσεις την πλεχτή κουβέρτα προτού την βάλεις πάλι κάπου ψηλά, φρεσκοπλυμένη ανάμνηση. Η κουβέρτα είναι πάντα μια ανάμνηση για μένα. Ανάμνηση παιδική από τότε που κουκουλωνόσουν και το κρύο έμενε απ’ έξω. Είχα πάντα τις δικές μου κουβέρτες, χρώμα και σχέδιο διαλεγμένο, που τώρα που μεγάλωσα γύρεψα πάλι στις ντουλάπες του πατρικού. Είναι κι αυτό ένα δικό μου πισωγύρισμα στην παιδική ηλικία που δεν αποχωρίστηκα ποτέ νομίζω. Για κάθε κουβέρτα που με σκέπασε έχω και ένα όνειρο που μπλέχτηκε στην πλέξη της και το φόρεσα εγώ στο τέλος μη χαθεί.

 Αν τα καταφέρω ποτέ, θα γράψω ημερολόγιο, μέρα προς μέρα, γιατί πολλά είναι αυτά που τα παρατηρώ και με παρατηρούν.  Και θα τα γράφω να τα διαβάζω και να κλαίω που παρατηρώ τον οδηγό του λεωφορείου να χωρίζει τον δεσμό του απ’ το τηλέφωνο, τέτοια στιγμή οδυνηρή κι εμείς στις χειρολαβές του να παίρνουμε τη στροφή και στο φανάρι να θέλω να του πω, να της μιλήσει από κοντά. Για κάτι τέτοια τηλεφωνήματα σε ανθρώπους που σωστά δεν αποχαιρετήσαμε φοβάμαι τους μήνες ή το να μεγαλώνουμε. Θα παρατηρώ όσο κάποιος άλλος παρατηρεί εμένα. Δεν είμαι στο μυαλό του για να ξέρω τι θα σκέφτεται για μένα κάποιος. Δεν είμαι πια κουβέρτα παιδική αλλά η ανάγκη της, δεν είμαι πια βρεγμένος χαρταετός, ούτε θερμόμετρο στο στόμα με τη μάνα μου να κάνει επιφωνήματα όσο ο πυρετός μου ανεβαίνει. Είμαι όμως μια δίσεχτη μέρα τις μη δίσεχτες χρονιές. Η τελευταία μέρα του Φλεβάρη είναι σαν την ανάσα πριν τη γέννα. Και αυτή η γέννα της μάνας μου την πρώτη Μάρτη του ‘83 ήταν ο Φλεβάρης που ξέφυγα . Και τον κουβαλώ. Κι ας είμαι Μάρτης.

Υ.Γ. Μαμά ξέρω πως διαβάζεις τις αναρτήσεις μου κι έτσι μπορώ κι από δω κάτι να σου στέλνω. Σ’ ευχαριστώ για τα 29 μου σήμερα .


Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

έκΘεση ΙδεΏν / Μαμά

Σήμερα στο σχολείο γράψαμε έκθεση . Όλοι μαζί, δάσκαλος και παιδιά.
Ξεκίνησε σαν αστείο , συνεχίστηκε σαν στοίχημα κι εν συνεχεία εξετελέσθη καθώς στα πλάσματα αυτά έχω τρελή αδυναμία για να τους το αρνηθώ.
Θέμα , ένα από τα προεφηβικά που γράφουμε τελευταία και όλοι μαζί μετά τα αναλύουμε και γελάμε και κλαίμε .
''Μαμά και μπαμπά, δε θα σας πω ποτέ...''
Και πήρα τη λευκή την κόλλα μπροστά μου και την κοιτούσα.
Και δεν ήξερα αρχή να κάνω, πρόλογο και λεπτομέρειες να χτίσω.
Θέλω να πω, θέλω να μην πω.
<< Μαμά, έγραψα, δε θα σου πω ποτέ πόσο μου λείπουν τα παιδικά μου απογεύματα να κάθομαι στα πόδια σου και να με νανουρίζεις με το Que sera sera. Ήμουν κάτι παραπάνω από γιος σου τότε, ήμουν αυτιά δίπλα σου τεντωμένα να σε ακούσω.
Μαμά, δε θα σου πω ποτέ πόσο ντρεπόμουν που ερχόσουν και έφερνες το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου και με φώναζες κι εγώ έκανα πώς δε σε άκουγα.Και πόσο τώρα δε σου ομολογώ ότι μου άρεσε να σε ψάχνω στα διαλείμματα στα κάγκελα να στέκεις και να μου χαμογελάς.
Δεν στο έχω πει αλλά όλα μου τα χαμόγελα από σένα τα κληρονόμησα. Από αυτό που μου μάθαινες , να μην το βάζω ποτέ κάτω και όλα να τα παλεύω.
Ακόμα και άρρωστος όταν ήμουν και δε με άφηνες ήσυχο με όλες τις σούπες του κόσμου που έπρεπε να φάω, όλα τα χαμομήλια που κρύωναν πριν καν τα βάλω στο στόμα μου , όλες τις κομπρέσες με ξίδι στο κεφάλι για να πέφτει ο πυρετός και όλα τα vix στη μύτη για να δουλεύει η όσφρηση, μου έλεγες ''δεν είσαι άρρωστος, αυτό να λες μέσα σου συνέχεια και θα σηκωθείς από το κρεβάτι''.Και σηκωνόμουν. Και σηκώνομαι. Με όλες τις δικές σου κομπρέσες στο κεφάλι τυλιγμένες να ζεσταίνουν το νου μου.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο λάθος ήθελα να βγεις που από παιδί μου πιπίλαγες το μυαλό να γίνω δάσκαλος γιατί στεναχωριόσουν που δεν έγινες εσύ.Ήθελα να γίνω κακός δάσκαλος και να γυρίσω να σου πω ''είδες που λύσσαξες, τι κατάλαβες;;;'' Και ούτε αυτό το κατάφερα. Δεν στο είπα όταν στα αποτελέσματα είδα ότι πέρασα στο Παιδαγωγικό και ήταν σαν να σου έλεγα το πιο φυσιολογικό κι αναμενόμενο νέο για σένα.Το ήξερες,το είχες συμφωνήσει με τη μοίρα και εμένα με παραμύθιαζες με το sera sera.Kαι έγινα και το αγάπησα πολύ αυτό το επάγγελμα και ξέχασα ότι το κάνω για βιοπορισμό και νομίζω ότι είμαι ανάμεσα σε φίλους μεγάλους και μικρούς και αυτό γαμώτο σε σένα το χρωστάω.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο σε θαύμασα που μόνη σου μεγάλωσες τα τρία σου παιδιά και εσένα μπαμπά δε θα σου πω ποτέ πόσο λυπάμαι που δε σε έμαθα ποτέ,γιατί δική σου επιλογή ήταν να λείπεις.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ ότι όταν έφυγα από το σπίτι άφησα πίσω μου τον μικρό σου Γιάννη να σε προσέχει και κράτησα τον Μάριο να σε γυρεύει. Και σε γυρεύει και σε συναντά. Τα μεσημέρια που έρχομαι και τρώμε μαζί και μιλάς ακατάπαυστα και εγώ γελάω ή σου φωνάζω. Που μου ρίχνεις τα χαρτιά να δεις κάτι παραπάνω για τη ζωή μου που σου κρύβω και μου γεμίζεις ταπεράκια για το σπίτι. Και μου παραπονιέσαι πάντα που πιο συχνά δεν έρχομαι και δε σου λέω ποτέ ότι μέσα μου χαμογελάω με το παράπονο.
Μαμά,κάτι τελευταίο. Δεν θα σου πω πόσο πολύ σε αγαπώ γιατί δεν ξέρω πώς να το εκφράσω.Είναι αυτό που με κοιτάς με καμάρι κι εγώ στρέφω το κεφάλι κάτω από ντροπή κι από αμηχανία να κρύψω το δικό μου το καμάρι για σένα.Εγώ . Ο Γιάννης, ο Μάριος, το κουκουβαγιάκι.>>
Αυτά έγραψα κι αν είχα τρόπο να μη σταματώ να γράφω θα το έκανα. Και θα σε βάλω να διαβάσεις την ανάρτηση και θα σφυρίζω κλέφτικα.Και θα σε πάρω μια αγκαλιά μεγάλη.Και δε θα σου πω ποτέ ότι τις έχω ανάγκη αυτές τις αγκαλιές.
Για να μοιράζω κι εγώ στα πλάσματα που με κοιτούν να γράφω , ένα θρανίο στο κέντρο της αίθουσας, εγώ κι εκείνα, συμμαθητές που ντρέπονται πολύ και κοκκινίζουν.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Πολύβουο+Πολύχρωμο

Να'μαι εδώ και να'ναι δρόμοι
να'ναι χαλικόστρατες ή ασφαλτοπαπλώματα, μικρή η διαφορά για κάποιου πόδια 
που δεν υπολογίζουν βήματα μα συννεφοπορείες
για κάτι παραπάνω από το ανώφελο.
Το νέο έτος με βούτηξε σε παραμυθομαρμίτα
μια βίδα λοξοδρόμησε στου νου μου τις συνάψεις
κι απ'το βαγόνι μου έπεσα .
Δεν είναι απόκλιση,ούτε αδυναμία, είναι επιλογή
να'ναι ένα βλέμμα κατάδικό μου 
και να γαντζώνομαι στο σύννεφο και να ξυπνώ με νύχια ματωμένα
ε και λοιπόν;
να πυρπολώ και να παιχνιδοχαίρομαι
να σκορπάω χαμόγελα και να παραμιλώ τραγούδι
να λέω ''όλα θα φτιάξουν''
κι ας σκοτεινοκαμώνονται.
Να πιάνεις το χέρι μου γιατί σου δίνει ασφάλεια και να ζητάς την αγκαλιά 
που με το δίδυμό του σάρκινη ορίζουν.
Να νιώθω ζωντανός όταν δε μου το επιτρέπουν 
κι όταν κοιτούν τα πόδια μου να φυλακοκλειδώσουν 
να ξεγελάω κάθε πεζό 
στο σύννεφο βουτώντας.
Να'ναι η πόλη ένα πολύβουο τίποτα και σύμπαν ακυβέρνητο 
να το περνάω νερομπογιά 
και μαρκαδόρο.
Και μη γυρεύεις λογική.
Και μη ζητάς να με γειώσεις.
Δε ζούμε με τη λογική, με την προοπτική μας ταξιδεύουμε.
Κι έχω καρδιά μου σ'αερόστατο πολύχρωμο ξαπλώσει.



Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Καθρεφτόμοιο


Με τους καθρέφτες δεν τα βγάζω εύκολα πέρα
Μου δείχνουν κάτι που σπανίως αναγνωρίζω
Γελάω κι αυτοί αναίσθητοι γελούν μαζί μου
Ή όταν κλαίω μου αποσπούν την προσοχή κοιτάζοντας αναίτια το θέαμά Μου 
Να μορφάζεται και να μορφοστρεβλώνει
Είναι όμως μια χρησιμότητα που τους ως τώρα δίνουν
που με αποτρέπει απ’το να τους εξολοθρεύσω
είπα δειλά στον εαυτό μου τον κρυστάλλινο
είσαι μικρός , είσαι φθηνός κι ανακυκλώσιμος
κι αυτός μου το αντιγύρισε
δεν είναι αυτό το αλισβερίσι που με θόλωσε
είναι που μέσα μου το δίκιο του αναγνώρισα
ψημένη άμμος κι εγώ νους ακόμα άψητος
γνωρίζει κάτι από το βλέμμα μου 
που άλυτο μυστήριο μένει
είναι σαν χρώμα να του έδωσαν κι εγώ να είμαι το άχρωμο
εγώ το καθρεφτόμοιο το δικό του
είναι στιγμές που ασυναγώνιστα κινήσεις  αντιγράφουμε
πότε εγώ πότε εκείνος
και αργολαβαίνει το μυαλό πληροφορίες
αν είναι αυτός που πρώτος με οδηγεί 
ή να'μαι εγώ αυτός που εκδηλώνεται.
Κι έχω ακόμα απορία μέγιστη
Αν σπάσω κάμποσα κομμάτια τη ψυχρή του σάρκα
να μάθω κόκκινος  πρώτος ποιος θα βαφτεί.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

104


Όροφος έκτος.  Έστω  για τελευταία φορά. 
Το χέρι πάει από μόνο του και πατάει το κουμπί  .
Όροφος έκτος. Που θα πει καταφύγιο . Που θα πει οροφή, δεν πάει παραπάνω. 
Που θα πει πρώην. Χρόνια Τέσσερα.
Τοίχοι περισσότεροι από τα χρόνια. Χρόνια παραπάνω από τοίχοι.
Να μαζέψω κούτες , να θυμηθώ να συσκευάσω κι όσα δε θέλω.
Αν αρχίσω να κάνω απολογισμούς,δε θα μου φτάσει το χαρτί περιτυλίγματος.
Να μαζέψω κούτες, να μαζεύω κι αυτές να μην τελειώνουν.
Πότε χώρεσα τόσο παρελθόν σε λίγα τετραγωνικά;
Αυτό που τώρα εγκαταλείπω είναι κομμάτι μου. 
Σκέφτομαι βιαστικά για να μην με πάρουν τα κλάματα.
Το άγχος μου να γίνει η μετακόμιση γρήγορα με προφυλάσσει .
Όταν το νοίκιασα  4 χρόνια πίσω, έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου. 
Να αλλάξω, να βρω τον εαυτό μου.Το ρετιρεδάκι το είδε, μάρτυράς μου
το 104 της οδού Πραξιτέλους.
Θυμάμαι την πρώτη μέρα που έμεινα εκεί. Kοιμήθηκα στο πάτωμα του σαλονιού ακούγοντας μουσική.Θυμάμαι και το κομμάτι.Όλα τα πρωινά για μήνες που σηκωνόμουν και δεν πίστευα ότι  έκανα πραγματικότητα αυτό που έγινε απόφαση ένα βράδυ στην Κεφαλλονιά,ύστερα από κουβέντα με τον Νίκο.Θυμάμαι που με ρώτησε η Γιώτα ποιο θα΄ναι το πρώτο πράγμα που θα κάνω όταν μπω και της απάντησα θα βάλω ένα cd κ θα μείνω να το ακούσω.Το έκανα.Της το είπα.Όταν κάμποσους μήνες ανάμεσα στους τοίχους αυτούς ξεκινήσαμε να μαλώνουμε της είπα να βγούμε έξω να συνεχίσουμε τον τσακωμό γιατί δεν ήθελα το σπίτι μου να με δει να μαλώνω.Και το προσπάθησα.Θυμάμαι τον Σπύρο που παραλάμβανε και έστηνε τα έπιπλα όταν εγώ ήμουν σχολείο. Θυμάμαι  τη Μαρία πρώτη μου φιλοξενούμενη για τριήμερο , να τρέχουμε Θησείο – Μοναστηράκι κι ύστερα πίσω για το πρώτο μου πάρτυ. Θυμάμαι το αναμένο κεράκι πάνω στο γιαούρτι τοτάλ που μου άναψε όταν άρχισε να ξημερώνει η μέρα των γενεθλίων μου και τα τσιγάρα που με παρακάλαγε να κάνει μέσα στο δωμάτιο ενώ  εγώ μη καπνιστής την αγριοκοίταζα. Θυμάμαι  το μπαλκόνι που έβαψα και τον γείτονα που μαστορεύαμε παράλληλα.Θυμάμαι τα αμέτρητα βράδια με  την Αγαθή και τον Σπύρο να παίζουμε κουν καν κ να μη σταματάμε να γελάμε. Θυμάμαι το καλοκαίρι που είδαμε ολόκληρο το Lost με το laptop στο μπαλκόνι. Θυμάμαι όλα τα Χριστούγεννα ,ακόμα κι αυτό που με βρήκε άρρωστο με πυρετό 40 χωμένο στις κουβέρτες.Θυμάμαι το τραπεζάκι που έκαψα με τα κεριά που δεν σταματώ να γεμίσω το χώρο μου, το έπιπλο της τηλεόρασης που έκανα 3 ώρες να στήσω, τις κουρτίνες που κρέμασα ξηλωμένες, τους τοίχους που γέμισα κάδρα και φωτογραφίες, τον καναπέ που δε μας χώραγε ποτέ αλλά πώς καταφέρναμε και στριμωχνόμαστε, θυμάμαι το blog που ξεκίνησα ύστερα από προτροπή του Αντώνη, θυμάμαι τον Γιώργο που ήρθε να μου ενώσει τον θερμοσίφωνα και προς τιμήν του ονόμασα Τάκη, το πώς κατεβάσαμε με τον Σπύρο τον παλιό απ’το πατάρι γεμάτο με νερά να τρέχουν πάνω μας, τη μάνα μου να μας λέει τα χαρτιά,τα τραγούδια που γράψαμε με τον Γιώργο, τα τραπέζια που έκανα σε φίλους,  την Κάτια να τη φωτογραφίζω γιατί το μαλλί της πόσο ταίριαζε με τον τοίχο του σαλονιού, την πόρτα του μπάνιου-σαλούν, τον κισσό στο μπαλκόνι και πόσο με παίδεψε να πιάσει, τα φυτά που όλο έφτυνα μην τα ματιάσω, τα χέρια, τις αγκαλιές, τα φιλιά, τους έρωτες, τα πρόσωπα , τα κορμιά, τα λόγια, τα όνειρα, τα τώρα, τα πριν, τα μετά, τα ποτέ, τις μουσικές, τις αναρτήσεις, τα δώρα και τα ξενύχτια, τη Μαίρη, την Ελευθερία, τον Μάνο,τη Μαρία, τα τραπέζια, τα ατέλειωτα βράδια με πίτσες και σουβλάκια και μαραθώνιους νουάρ φιλμ, τα βιβλία που ποτέ δεν έφταναν οι βιβλιοθήκες να τα χωρέσουν, οι μουσικές  που παραδόξως χωρούσαν τόσες πολλές και ανόμοιες, τα πρωινά,τα μεσημέρια, τα βράδια,εμένα, εσένα, όλα, τίποτα.

Δε φτάνει τελικά το περιτύλιγμα.τα πιάνω όλα χύμα μια αγκαλιά και φεύγω. Άλλο διαμέρισμα, άλλες συνθήκες.Κλειδώνω πίσω μου τον άδειο χώρο.Καθάρισα τα πάντα.τα πήρα μαζί μου.Μετακομίζω Άλλος αριθμός.
δεν είμαι πια ο 104.ή μήπως θα είμαι πάντα αυτός που έγινα εκεί;

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Το παρόν μετοικίζεται

Δεν έχω πολλά να πω,
αλλάζω σπίτι.
από τις φορές εκείνες που τίποτα δεν προλαβαίνω να σκεφτώ.
μόνο κούτες ανοίγω,συσκευάζω,κλείνω.
σκέφτομαι θα κάνω σύντομα τον απολογισμό
του διαμερίσματος που αφήνω,
ήταν πλούσιο σε αναμνήσεις κι οι περισσότερες ευχάριστες.
θέλω να μοιραστώ αυτόν τον αποχαιρετισμό
και να τον κρατήσω σφιχτά.
Μπήκα μυστικά απόψε στον εαυτό μου
δεν ήθελα να τον ξυπνήσω , 
δεν ήθελα όμως και να τον κουβαλήσω νυσταγμένο 
μου είπα στο αυτί ψιθυρίζοντας '' σπάσε''
και έσπασα.


Νέα χρονιά λοιπόν,με νέα ξεκινήματα.
Τα λέμε σύντομα .

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

2012 τώρα

Αυτό το Τώρα που αξίζει δεν έχει αριθμό 
είναι ένα Τώρα αναρίθμητο, αβάπτιστο
κι εμείς αυτοί που τρέχουμε να το ονοματίσουμε.
το λέμε 2012
το λέμε καλορίζικο ή όχι
το λέμε δίσεκτο Τώρα 
το λέμε Τώρα και μετά το ξεχνάμε, το αντικαθιστούμε  αναζητώντας τον διάδοχό του 
στις δικές μας μικρές και μεγάλες ανασφάλειες.
Τα 2012 Τώρα που μαζεύτηκαν ξέχειλα στου κόσμου τη μνήμη
από καταβολής των Τώρα
ποτίζουν στάλα στάλα τις ευχές μας 
κι όσες σε γόνιμο έδαφος φυτεύτηκαν,θα γίνουν δέντρα
και τους καρπούς θα μοιραστούμε.
Όλες οι άλλες,θα μείνουν σκεπασμένες περιμένοντας ένα άλλο Τώρα
θαυματουργό να τις φροντίσει.   
Το Τώρα και το Μετά ας είναι υγιές και δυνατό 
για όλους αυτούς που δεν σταματούν τα χαμόγελα και το φύτεμα.
Καλή χρονιά.
Με μια ορμή για τη Ζωή που να μη μοιάζει δεδομένη.