Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Μακροβούτι *

Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Χωρίς να ανοίγομαι πολύ, χωρίς να ξέρω αν η θάλασσα έχει κάποια σιγουριά να μου προσφέρει ή κάποια αγκαλιά να μου ανοίξει. Κολυμπούσα μέχρι εκεί που δε φοβόταν η μάνα μου πως θα πνιγώ, μέχρι εκεί που την ορατότητά της ικανοποιούσα και τη δική μου αυτοπεποίθηση έπνιγα. Το πνίξιμο είναι το μόνο εύκολο στις ζωές των ανθρώπων : άλλος πνίγει τα θέλω του, άλλος τα πρέπει του, άλλος τον εγωισμό, τα λάθη, τα συγγνώμη του. Με τα δυο χέρια κάτω απ’ το νερό, που δεν αφήνει αποτυπώματα και ίχνη από το έγκλημα. Αυτό που ζούμε είναι ό,τι περισσεύει από το πνίξιμο. Και το λέμε καθημερινότητα και τύψεις πού και πού. Οι καθημερινότητές μας μοιάζουν αρκετά.  Όλοι έχουμε μια ορατότητα να ικανοποιήσουμε, μια θάλασσα να βουτήξουμε και μια δειλία να κρυφτούμε. Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Γιατί έτσι είχα μάθει, γιατί με φόβιζαν με ιστορίες για ανθρώπους που ένα κύμα τους πήρε και δεν έμαθα ποτέ πού τους πήγε κι εγώ αυτός που έκλαιγα, ένας ανύπαρκτός τους συγγενής.

Η συγγένεια για μένα δεν ήταν ποτέ κληρονομική, μόνο τις παθήσεις μπορώ έτσι να χαρακτηρίζω. Η συγγένεια ήταν και είναι επίκτητη. Με όσα αγαπάς και δε σε πνίγουν. Με όσα δεν κουράζεσαι να συναντάς. Η θάλασσα είναι μια τέτοια συγγενής μου. Κι ας έχω πάντα τρακ απέναντί της. Είναι το τρακ του σεβασμού απέναντι σ’ αυτόν που υπολογίζεις. Αυτή η συγγένεια με δένει με τόσους άλλους ανθρώπους και το τρακ πολλαπλασιάζεται. Προτιμώ να πηγαίνω σε θάλασσες απόμερες, άδειες αν είναι δυνατόν, να κολυμπώ. Δίχως να πρέπει στα μάτια να δω πολλούς ανθρώπους, να πρέπει να αιτιολογήσω γιατί την αγαπώ. Ή να μη δω άλλον κανέναν από μένα περισσότερο να το κάνει. Κι αυτό να είναι η κόντρα στην ανασφάλειά μου, το γεγονός ότι μόνος στην παραλία δε θα ΄χω κάποιον να φωνάξω για βοήθεια αν χρειαστώ. Τις περισσότερες φορές πια που κολυμπώ, αναρωτιέμαι, αν θα γίνω κι εγώ ιστορία στα χείλη κάποιου. Για τότε που κάπως με πήρε η θάλασσα και κάπου με παράτησε. Με αόριστες περιγραφές, για να μη λυθεί ποτέ το αίνιγμα αν αφέθηκα. 

Πολλοί είναι πια οι άνθρωποι γύρω μου που έχουν αφεθεί. Σε μια στρεβλή πραγματικότητα,  δίχως μια χαραμάδα φωτός , χαμόγελου ή αισιοδοξίας. Πολλοί που πνίγονται σε κουταλιές νερού και κουταλιές θαλάσσης. Ή θέλουν να πνίγονται , για να μπορούν να αιτιολογούν αυτή τους την αδιαφορία ή τη γκρίνια τους, για να μπορούν να ζητούν βοήθεια , όταν σε συνθήκες ξηράς κανείς δε θα πίστευε ότι την αξίζουν. Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι, θα ήμουν κι εγώ αυστηρός και άδικος, όπως δε θα ήθελα και σε μένα εύκολα να φοράνε ταμπέλες. Ένα στοιχείο ακόμα που μου αρέσει στη θάλασσα είναι αυτό : ότι σε δέχεται δίχως ταμπέλες. Είτε λευκός, είτε ψηλός, είτε μπακάλης ή λεπρός, η θάλασσα δεν είναι εκεί για να σε κατηγοριοποιήσει. Οι κατηγορίες είναι των ανθρώπων προνόμιο. Όπως και το να χωρίζουν τη θάλασσα σε πλαζ επισήμων, σε ιδιωτική και δημόσια, να θες εισιτήριο για το νερό που σε ξεπλένει και σε καταπίνει, να θες πορτοφόλι για να βαπτιστείς, να ποτιστείς, να ελευθερωθείς, χαρτονομίσματα για να ξαπλώσεις, όχι πάνω στην άμμο, αυτό από μόνο του θα έδειχνε υποταγή στη φύση και στο ελαφρύ χώμα της άμμο που μας σκεπάζει.

Πριν κάμποσα χρόνια , κατά τη διάρκεια διακοπών σε ένα πολυσύχναστο νησί, συνάντησα ένα γεροντάκι , που είχε ένα σπιτάκι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Το σπιτάκι θα το έλεγα καλύτερα καλύβα και τον λόφο θα τον έλεγα γκρεμό. Έμαθα πως έχτισε μόνο του το σπίτι του, με όσα υλικά μπορούσε να συγκεντρώσει, και ξεκίνησε να μένει εκεί πρώτα τους μήνες του καλοκαιριού, ύστερα προστέθηκαν της άνοιξης και του φθινοπώρου, και τέλος μπήκαν και του χειμώνα μέσα. Το σπίτι αυτό δεν είχε υδροδότηση και φυσικά ούτε ηλεκτροδότηση. Κι όμως το γεροντάκι το περιέγραφε σαν παλάτι. Δεν είχε ποτέ πια περάσει από τον νου του  σκέψη να το εγκαταλείψει και να μείνει με άλλους συγγενείς, να έχει το νοιάξιμο , τη φροντίδα της άμεσης ανάγκης. Και δεν μπορούσες να λυπηθείς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η φωνή του έσταζε χαρά. Γιατί το βλέμμα του σε χόρταινε. Κι αν τον ακολουθούσες, σου έδειχνε το καμάρι του : τη θέα από την πίσω του αυλή. Η θάλασσα στα πόδια του. Όταν ήταν νεώτερος , μου είπε , έπεφτε για μπάνιο από κείνο ακριβώς το σημείο. Ένα μακροβούτι από ύψος τουλάχιστον 6-7 μέτρων. Τον ρώτησα αν φοβήθηκε ποτέ αυτές τις βουτιές. Τι να φοβηθώ , μου απάντησε. Η ίδια η ζωή με φοβίζει περισσότερο. Από κείνη τη συνάντησή μας έμαθα κι εγώ να φοβάμαι λιγότερο τη θάλασσα.   

Δεν κολυμπούσα πια δειλά ή δεν το καταλάβαινα. Άρχισα να μπαίνω όλο και πιο μέσα στα νερά της και να πλάθω διαλόγους μαζί της. Δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, ούτε είχα ποτέ την ψυχραιμία να δεχτώ τα δικά μου φταιξίματα. Ναι, η ζωή ήταν απείρως πιο δύσκολη . Ναι, η θάλασσα είναι απείρως πιο παρούσα απ’ ό,τι νομίζουμε. Συνεχίζοντας να μας παρατηρεί να πνιγόμαστε σε κουταλιές, σε δάκρυα, σε αναφιλητά, σε αυτοκτονίες, σε χρεωκοπίες, είναι εκεί και περιμένει. Να την αγκαλιάσουμε δε θα μπορέσουμε ποτέ, γιατί δεν έχουμε χέρια ούτε τον εαυτό μας ακόμα να αγκαλιάσουμε. Κάποιοι ενήλικες μας φόβισαν κι εκεί. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να αφήσουμε να πλύνει από πάνω μας την πόλη. Κι αν θα το κάνουμε, να το κάνουμε αθόρυβα. Όπως αθόρυβα τα γεροντάκια του παρελθόντος φοβούνται τη ζωή που ζούμε εμείς οι επαναστάτες του καναπέ, του διαδικτύου και της 3G υπομονής.  

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

H φυλακή της ελευθερίας *

« Κουνιούνται. Για μένα δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία, κουνιούνται. Ώρες ατέλειωτες έχω παρακολουθήσει με το τηλεσκόπιο μας τα κτίρια της Λευκής Πόλης . Κουνιούνται αργά, σαν τ'αστέρια στον ουρανό. Αυτή η βραδύτητα είναι που μ' εμποδίζει να χρησιμοποιήσω τη λέξη ''έρπουν''. Μερικά από τα κτίρια είναι τόσο σφιχτά κολλημένα μεταξύ τους , που δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου τη σκέψη  ότι ζευγαρώνουν - κι ότι παρακολουθώ ένα ζευγάρωμα που διαρκεί ίσως αιώνες.
Τα σπίτια αναπαράγονται , αυξάνονται και πληθύνονται - αν και δεν τα είδα ποτέ να γεννούν παιδιά ή να κάνουν αβγά. Νομίζω μάλλον πως η αναπαραγωγή τους επιτελείται μ'ένα είδος μακροβιοτικής διάσπασης των κυττάρων : τα μεγάλα κτίρια χωρίζονται και δίνουν έναν αριθμό μικρότερων κτιρίων.»


Και με τόσο στενά δεμένα κτίρια , τόσο στενά άδετοι άνθρωποι. Πόση απορία.

* από το ομότιτλο βιβλίο του Μίχαελ Έντε, που μου δανείστηκε για να επιβεβαιώσει τον τίτλο του.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Βαλίτσα

Tα καλοκαίρια μεταφέρω μια βαλίτσα.
Πότε την πηγαίνω εδώ, πότε με πηγαίνει αυτή ,
πότε νομίζω ότι δεν την αποχωρίζεται ποτέ το χέρι μου.
Θα ήθελα να έχω μόνιμα φτιαγμένη μια βαλίτσα διακοπών,
ακόμα κι όταν είμαι εδώ ,
να ταξιδεύει μόνη της.
Κι όταν πιάνει προορισμό, να μη γελιέται ότι έφτασε.
Έτσι συμβαίνει , χειμώνα καλοκαίρι  ·
ακόμα κι αν έχεις μάθει να επουλώνεις εύκολα ή γρήγορα τις πληγές σου,
ακόμα κι αν οι δρόμοι φαίνονται ανοικτοί
ή πως χωράνε του κόσμου όλου τις βαλίτσες  ·
Οι ελπίδες δεν πρέπει ποτέ να παρκάρονται.
Σίγουρα κάποιον εμποδίζουν.


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Χειρολαβή *

Μ’ άρεσε πάντα να κοιτώ τα λεωφορεία να περνούν. Να στέκομαι στη στάση, με ομπρέλα, με σακάκι, με τσάντες φορτωμένος και συναισθήματα, με γκρίνια μέχρι τον Θεό και νεύρα μέχρι το ζενίθ και να περιμένω. Και να λέω τώρα θα περάσει, θα μετρήσω μέχρι το 10, θα μετρήσω μέχρι το 1000, θα μετρήσω μέχρι να ξεχάσω τι μετράω. Και να περνούν όλα εκείνα που δε χρειάζομαι. Να λέω περνάει η ζωή που δε χρειάζομαι, αυτή που τρέχει και κάπου σε πάει. Να είμαι αυτός ο επιβάτης που αποφεύγουν. Γι’ αυτό και δεν αποστηθίζω δρομολόγια. Δεν τ’ αναζητώ σε στάσεις κολλημένα. Γι’ αυτό και κείνα κρύβονται πίσω από ενοικιαστήρια, πίσω από κλειδαράδες και μαρκαδόρους. Κι εγώ δεν έχω νοίκι να προσφέρω, δεν έχω πόρτες, δεν έχω μνήμη για τους αριθμούς. Έχω μια μνήμη που συχνά κι αυτή μουδιάζει. Κοιτώ πολλές φορές το λεωφορείο που περίμενα, χωρίς εμένα να φεύγει μπροστά, κι εγώ αυτός που φταίει, που δεν του έκανα σήμα να σταματήσει. Και φταίνε οι στάσεις, που για μένα είναι μια ανάπαυλα στη μέρα μου.

Σε κάθε στάση έχω αφήσει ένα κομμάτι μου. Είναι στιγμές που προσπαθώ να βάλω τάξη στο μυαλό μου, είναι λεπτά που κλείνω μάτια να σκεφτώ, γιατί χρειάζεται η τάξη;  γιατί χρειάζεται μυαλό; γιατί χρειάζεται να φτάσω κάπου; Με νοιάζει μόνο να ανέβω. Κάποια στιγμή, κάποια φορά στη μέρα. Να πιάσω μία θέση σε παράθυρο κοντά, να βλέπω τα αυτοκίνητα να τρέχουν, στην ανάγκη τους να μάθουν το γιατί. Κι αυτή η θέση είναι ανάμεσα στους όρθιους, όχι στους καθιστούς. Το λεωφορείο ήταν και είναι  μια ασφάλεια για μένα, ένα παράθυρο να βλέπω τη ζωή και μια χειρολαβή. Μια γαντζωμένη από το χέρι μου. Που μ’ αγκαλιάζει πιο πολύ απ’ ότι εγώ. Σε μια χειρολαβή πιασμένος έμαθα τον θάνατο της γιαγιάς μου και κρατήθηκα γερά απ’ αυτήν. Σε μια χειρολαβή ερωτευμένος τη Μαρία ακολουθούσα, στο λεωφορείο που δεν έπρεπε να πάρω, γιατί το σπίτι μου ήταν δυο βήματα απόσταση. Κι εγώ χιλιόμετρα αντίθετα, για κείνη τραβούσα. Σε μια χειρολαβή φίλησα ανθρώπους και με φίλησαν, είπα δικά μου μυστικά γεμάτα ψίθυρους, κάποτε μάλωσα, συμφιλιώθηκα, είπα αλήθειες, είπα ψέματα. Αν οι χειρολαβές είχαν δική τους γλώσσα θα με πρόδιδαν.

Είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους το να προδίδουν. Γιατί κι αυτές δεν είναι λίγα αυτά που τράβηξαν. Υπήρχε κάποτε μια εποχή που δεν τις έβρισκες συχνά σε λεωφορεία, μόνο σε τσάντες μαθητών κρέμονταν ραμμένες. Ήταν κι αυτά, φαντάζομαι, παιδιά που ταξιδεύουν. Που η χειρολαβή σήμαινε ασφάλεια, κάτι να έχουν κοντινό για να πιαστούν. Μ’ αυτή τους πρόδιδε. Και δεν τους πήγαινε πια πουθενά, έτσι αδύναμη κι αυτή, μακριά απ’ το σπίτι της. Αν δε φοβόμουν μην τη χάσω, θα είχα ράψει και εγώ μία στην τσέπη μου. Και θα μπορούσα τη ζωή να τη χωνέψω. Να κατεβαίνω σ’ άλλη στάση, να υποκρίνομαι λάθος προορισμό, να ταξιδεύω με τον νου ή με τα πόδια. Δεν ξέρω αν τα πόδια θα με πάνε κάπου, γι’ αυτό επιμένω να κινούμαι με λεωφορεία. Κι έχω δει γυναίκα να κλαίει στο κάθισμά της και άνθρωπος κανείς να μην την πλησιάζει. Έχω δει οδηγό να μαλώνει απ’ το κινητό του τηλέφωνο και τ’ αυτιά των επιβατών να λαχταρούν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες και να μαντέψουν τις στροφές που θα πάρει το όχημα. Έχω δει γεροντάκια πιασμένα χέρι-χέρι στη μέση της νύχτας να ταξιδεύουν και να μην τους ενδιαφέρει πόσες νύχτες ακόμα έχουν μπροστά τους, αλλά το ότι μαζί κάπου ταξιδεύουν.

Όταν άκουσα για το φονικό στο Αγρίνιο, για το παιδί που μ’ ένα μαχαίρι έδωσε τέλος στη ζωή της μητέρας του, σκέφτηκα να του στείλω μια χειρολαβή. Κάτι να κρατιέται, τώρα που τα ταξίδια του δε θα’ χουν προορισμούς. Όταν άκουσα για τη δολοφονική επίθεση στο Ρέθυμνο, για τον 11χρονο που 20 φορές μαχαιρώθηκε στο σώμα, σκέφτηκα να μπω σε ένα λεωφορείο κι εκεί να μείνω. Να αφήσω τις μπαταρίες στο κινητό, στο mp3, στο νου μου να αδειάσουν και να μην έχω πού να τις φορτίσω. Να κλείσω απ’ έξω απ’ τα παράθυρα τα ραδιόφωνα, τις ειδήσεις, τον κόσμο που όλα θέλει να τα ορίζει και σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας να φέρεται. Μονάχα η Αντιγόνη κάπου σπάραξε, πως στη ζωή γεννιέσαι για ν’ αγαπάς και ν΄ αγαπιέσαι, το δικό της όχημα όμως γρήγορα ξεπεράστηκε και μπήκε στο αμαξοστάσιο. Το δικό μου δε θέλω να σταματήσει, θέλω να κινείται συνεχώς, να μην έχει πληροφόρηση, να πηγαίνει μπρος και πίσω, ένα ατέρμονο αποκούμπι στους ανθρώπους που φοβούνται. Σ’ αυτούς που παρατηρούν και ζουν την παρατήρηση. Να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας θα ευχόμουν μόνο. Ν’ ακούμε για ζωή , όσο ακούμε για θανάτους.

Λίγες μέρες πριν, έμεινα μέχρι αργά στο σχολείο να διορθώνω και μια γιαγιά περνώντας με είδε σκυφτό στα γραπτά. Πάω να σου φέρω σπανακόπιτα που έφτιαξα, μου είπε. Και μου έφερε. Σπιτική, μυρωδάτη και ζεστή. Θα τη φάω στην υγειά σας, της είπα. Όχι παλικάρι μου, στην υγειά της εγγόνας μου. Η εγγονή της πέθανε 8 μήνες πριν από μια σπάνια πάθηση. Και όμως ζει, στα χέρια μιας γιαγιάς γεμάτη δύναμη. Λίγες μέρες πριν, έφυγε από τη ζωή η μητέρα ενός φίλου, ξαφνικά, από ένα ατύχημα. Χωρίς να προλάβει να κάνει διαδρομές πολλές, να επικυρώσει εισιτήρια. Ακούω για τόσες απώλειες, τις ζω σαν δικές μου και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Άλλοι κάνουν τάματα, ολονυκτίες, ανάβουν κεριά, φτιάχνουν σπανακόπιτες για να πενθήσουν.  Εγώ κάνω διαδρομές. Πιάνω τη χειρολαβή και προσεύχομαι. Κάπου να πάμε. Κι εμείς, κι αυτοί που φεύγουν. Τώρα τελευταία σκέφτομαι όλο και πιο πολύ να έχω λίγη σπανακόπιτα μαζί μου. Τυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο. Για τη ζωή όσο κινούμαστε.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στη 1 Ιουνίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

SαNtΈ

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν μου χρειάζεται τσιγάρο
αν έχω σκέψεις που χρειάζονται ομίχλη
να μην τις βλέπεις,
να μην τις βλέπω
να καταρρέουν υπό το άσπρο συννεφένιο βάρος 
να μη μπορεί ανθρώπου μάτι να τις πιάσει,
ούτε σε στόμα δεύτερο να βρουν φωλιά. 
Αν κάπνιζα, θα είχα το ένα να ανάβει πίσω από τ'άλλο
να χτίζω και να ξεφυσώ 
έναν κόσμο για μένα και για σένα
από νεφέλες
κι εμείς τα κουρέλια του
να βουλώνουμε τρύπες σε πόρτες, παράθυρα και τοίχους
να μην υπάρχει έξοδος 
ούτε για μας τους ίδιους.
Να μη θέλουμε ανάσα αλλιώτικη
παρά ο ένας του άλλου.
Κι ας έχει μια τοξίνη ο εαυτός μας παραπάνω.
Να είμαι ένα τσιγάρο ολόκληρο εγώ
από αυτά που την υγεία βλάπτουν σοβαρά
κι εσύ εις γνώσιν σου να με υπολογίζεις
σαν γιατρικό. 
Τώρα που δεν καπνίζω 
δεν είμαι ικανός να χτίσω τις νεφέλες,
δεν έχω χέρια , δεν έχω σπίτι , δεν έχω φωλιά
είμαι μονάχα το κουτί τους.
Ένα κουτί από τσιγάρα να φωλιάσει τις δικές σου σκέψεις.
Κόκκινες και τετράγωνες.
Κι όταν ξεμένει το κουτί από τσιγάρα
και στο επόμενο θα κρύβω τη λαχτάρα μου
μια σπείρα που την έλεγα λαβύρινθο.