Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Νυσταλγία

Τι όμορφα που ήταν όλα τότε
τι όμορφα που δε θυμάμαι το τότε
αν το θυμόμουν ίσως να μην ήταν όμορφα
αυτό που θυμόμαστε δεν έχει αξία
ενώ αυτό που ξεχνάμε
πόση ομορφιά
το πίστευα πάντα
τι όμορφα που πίστευα τότε
τι όμορφα που δε θυμάμαι τι πίστευα
αν το θυμόμουν τώρα δε θα το πίστευα
αλλάζει κανείς τα πιστεύω του 
χωρίς καλά καλά να καταλάβει ποια είχε
κι αν τα είχε
τι όμορφο και το είχε
μου ταίριαζε πάντα σαν χρόνος 
υπερσυντέλικος
υπερσυντέλεια
υπερσυντελειάζομαι
αν είναι κάπως να καταστραφώ 
να είναι στον τελειότερο βαθμό
και να σκορπίζω γύρω μου ατέλειες
τι όμορφα να ζεις με τις ατέλειες
δεν έχεις άγχος κάτι να αποδείξεις
είναι το μαξιλάρι σου
το αποκούμπι σου
και το μονίμως ανενόχλητο το λάθος σου
τι όμορφα και τα λάθη σου
τι όμορφα που δε θυμάμαι ποια έκανα
που όλα μπερδεύονται 
και δεν μπορείς να βρεις την άκρη στο κουβάρι
και παίρνω τα λάθη σου για δικά μου
και τα δικά μου κάποιος άλλος τα φορτώνεται
τι όμορφο
αυτή η κοινοκτημοσύνη μας στα λάθη
θα έπρεπε να διδάσκεται
και να επικροτείται
έως ότου ν'αποδειχθεί λάθος κι αυτή
τι όμορφο να αποδεικνύεις το λάθος σου
ζώντας το
σχεδόν μαγικό
κι ύστερα να το ξεχνάς
γενικά να ξεχνάς
τι όμορφο κι αυτό
και πόσο άσχημο να είναι όλα όμορφα
και πόσο άσχημο να τα ωραιοποιούμε 
με τόση ομορφιά 
δεν προλαβαίνει καν ο νους να ξυπνήσει
κι έτσι νυσταγμένος
όμορφα που δε σκέφτεται.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

οικιακά

Παραμιλώ μέσα στο σπίτι.
Ανοίγω τα συρτάρια και μιλώ στα ρούχα.
Εσένα σε θυμάμαι, σε φορούσα όταν πονούσα.
Είχε ψύχρα και σε άντεχα.
Είχα ψύχρα και με άντεχες.
Εσύ με θυμάσαι;
Είχε ψύχρα και σου έκανα τρύπες.
Έβαλα πλυντήριο και δε λέει να στεγνώσει.
Κάθομαι και το κοιτάζω,
το ταΐζω μανταλάκια
αυτά μου πέφτουν στον ακάλυπτο.
Μου λείπεις. Η ζεστασιά σου.
Δε λέω να στεγνώσω
Νιώθω ακάλυπτος κι εγώ
γεμάτος μανταλάκια που τίποτα δε βαστούν.
Πλένω στους 40. Οικονομία.
Ελπίζω οι 40 να μη διώξουν τις μυρωδιές σου.
Ο καφές κρύωσε. Τον σταμάτησα κι αυτόν.
Είχε πάψει από καιρό να με τονώνει.
Πίνω μόνο ό,τι με νυστάζει.
Γίνομαι η νύστα που δε σε σκέφτεται.
Το μπαλκόνι θέλει πάλι σκούπισμα.
Η ζωή μου θέλει πάλι σκούπισμα.
Θα πάρω το λάστιχο να ρίξω νερό.
Κοίτα που κι αυτό ακόμη κοστίζει.
Από πού κλείνουν οι βρύσες;
Ξέχασα την πόρτα του ψυγείου ανοικτή.
Πάλι η παγωνιά θα έχει δικιολογία.
Θα πλύνω ρούχα, θα πλύνω πιάτα,
θα πλύνω χνάρια, σημάδια και λέξεις
όχι πως φεύγουν ποτέ,
απλώς φθείρονται,
γαριάζουν
θα έρθει μια μέρα που θα μείνω με τα απορρυπαντικά στο χέρι
και δε θα έχω τι να πλύνω.


Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

κροτομαγιά

Κοίτα να δεις οι άνθρωποι
πώς λαχταρούν
στολίζουν τα λουλούδια τους
κι αυτά μαραίνονται
και ξεθωριάζουν
δε σε τρομάζουν τα ξεθωριασμένα χρώματα μου λες
κι εγώ δε σε πιστεύω

Κοίτα να δεις οι άνθρωποι
πώς αναλώνουν
τα σφάζουν τα λουλούδια τους
κι αυτά ματώνουν
και ξεψυχαίνουν
δε μου ταιριάζουν τέτοια χρώματα σου λέω
κι εσύ δε με πιστεύεις

Θα ανταμώσουν οι σκέψεις μας
θα κρατάς τα λουλούδια που σιχαίνομαι
θα κρατώ τα προσχήματα
κόψε λουλούδι
κρέμασε λουλούδι
πέθανε λουλούδι
όταν δε θα'χει μείνει λουλούδι ζωντανό
θα ζωγραφίσω ένα να σου μοιάζει.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

συννεφιές


















πολλές φορές με βάζεις να διαλέξω
ανάμεσα σε μένα και σε μένα 
κι επιλέγω εσένα
γιατί είσαι αυτό που είμαι εγώ
σε μια καλύτερη εκδοχή μου

δε σου το λέω συχνά για να μη σε τρομάξω
εγωιστής ο έρωτας
να βλέπεις τη μορφή σου σ'άλλον
αλλά κι αυτός ο μυστικός
ο καμωμένος από σύννεφα μου κόσμος
έχει ανάγκη εγωισμού 
για να μην ξεφουσκώσει.

τον είδα να γερνά
να μπαίνει στο ψυγείο ή και στο τζάκι μέσα
ν'αλλάζει την επένδυση
και τ' ακροδάκτυλά του
αλλά στο τέλος τέλος
μία κατάχρηση τον έσωσε
γιατί τις πέρασε τις βλάβεις, τις ιώσεις του
και μαραμένος έκατσε στη θέση του.

δεν τα φοβάμαι τα κατσιασμένα λόγια 
τα χέρια ή τα σώματα
στα ατσαλάκωτα μπροστά είναι που έχω φόβους
δεν έχω τις γυαλάδες που ζητάς 
έχω μόνο ζαλάδες να σου δώσω
αιώνιες
και μέσα απ΄αυτές διώχνω τον πονοκέφαλο
γιατί κεφάλι μου εσύ, ζωή μου και αγάπη μου
ο πόνος δεν είναι αρκετός 
να φοβερίσει τις στιγμές μας.

μη μου ζητάς λοιπόν να επιλέξω
τους αγαπώ τους δισταγμούς
γιατί με συννεφιάζουν.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

εκκρεμές

Σε πέρασα για παράδεισο
είδα τις πύλες, τα κλειδιά
τα μήλα, τα δέντρα, τη γνώση
Άτιμοι καρποί,
η μυωπία μου αυξάνει στην ηδονή σας.
Είδα τις λέξεις,
τα μείνε μέχρι να σε βαρεθώ,
τα ήδη μου λείπεις ,
τα καμιά συμφορά δεν είναι αρκετή
και πάνω τους κρεμάστηκα
όπως το εκκρεμές θέλει το σύννεφό του.
Με πέρασες για πιστό σκυλί
είδες τα βλέμματα, τα ακούνητα
τα σούζα, τα ξύπνια, τα πάντοτε
Άτιμες εντολές,
με τη συνήθεια ξεχνάς να'σαι ελεύθερος.
Είδες τα τρέχω,
τα σε προσέχω όσο κανείς,
τα είμαι για σένα,
τα εννοείται σ'αγαπώ
και πάνω τους κρεμάστηκες
όπως το εκκρεμές θέλει το συνεχές του.

Άτιμα προαισθήματα
θα έπρεπε κι εσείς να συλλαμβάνεστε
για την παράδεισο που πήρα για παράδοση.
Τώρα συχνά
πιστεύω στα ξεκρέμαστα.