Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

*Κούπα


Μαζεύω από καιρό και τελειωμό δεν έχουν.
Τα ντουλάπια μου γεμίζουν κούπες. 
Μικρές, μεσαίες, μεγαλύτερες, 
λευκές ή μαύρες ή με χρώματα,
δεν ξέρω τι τις θέλω τόσες, 
ούτε ο κόσμος έρχεται στο σπίτι όσο κι αν θα'θελα.
σερβίρω μόνος μου καφέ ή τσάι ή και γάλα μέσα
μια κούπα όλη κι όλη η συνήθειά μου
και μέσα της εγώ να πνίγομαι.
μη σπάσεις κι εσύ, να λέω
μη σπάσεις κι εσύ, μου απαντά.
η κούπα μου κι εγώ , 
φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό κι οι δυο μας
της ανακύκλωσης ψημένο.
η κούπα μου κι εγώ, 
χερούλια μοιραζόμαστε - 
να με κρατάς με προσοχή 
γιατί έχει σπάσει από καιρό το ένα χερούλι
κι αν σκύψεις θα τη δεις την κόλλα που το κόλλησα το σώμα μου.
να με κρατάς με προσοχή
γιατί έχει πάψει από καιρό να μου αρέσει να'μαι απρόσεκτος 
και τη χρειάζομαι να ξέρεις τη φροντίδα σου.
Μαζεύω από καιρό και τελειωμό δεν έχω.
Η ζωή μου γεμίζει κούπες.
Δεν ξέρω τι τις θέλω τόσες,
αφού τη μία αγάπησα, 
αυτή με το χερούλι το σπασμένο.
Τη βάζω με φροντίδα να κοιμάται,
διαβάζω παραμύθια να την πάρει ο ύπνος
κι όσο αναπαύεται 
στέκομαι δίπλα της βουβός και την κοιτάζω.
Πρόσεχε στον ύπνο σου μη σπάσεις.
Στον ύπνο τα κομμάτια δεν ξανακολλάνε. 


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Φύτρες


Όταν νυχτώνει,
φυτρώνουν τα όνειρά μου.
Δε θέλουν φως,
δεν έχουν χώμα ή πιατάκι ή σε γλάστρα μέσα
δε ριζώνουν.
Φυτρώνουν μόνα τους χωρίς να με ρωτούν.
Είναι οι σπόροι ,
οι βλαστοί,
είν΄οι κορμοί μου όλοι
μια φασολιά που φτάνει ουρανό,
χωρίς ποτέ να με ρωτά αν μου αρέσει το σκαρφάλωμα .
Τα ξημερώματα δε βρίσκω τίποτα υπαρκτό να σκαρφαλώσω.
Δε βρίσκω φύλλο , ούτε λουλούδι,
δε βρίσκω ένα τόσο δα καρπό
κάπου το πόδι μου να βάλω,
να'χω να λέω πως το όνειρο μου απέδωσε .
Στο τέλος πάντα καταλήγω τα πόδια μου να ξεμουδιάζω.
Όχι πως είναι και κακό
γυμναστική επίδειξη η ζωή κι εγώ σε φόρμα.

Όταν νυχτώνει,
κρατάω την κοιλιά μου.
Ανοίγω πόρτες και ντουλάπια
και στο ψυγείο πάντα καταλήγω
να ψάχνω στο σκοτάδι κάτι που να μπορεί δέντρο να γίνει.
Τα ράφια νηστικά
κι έτσι όπως πάω να κοιμηθώ
απ'το κεφάλι μου φυτρώνουν τα ζιζάνια.
Χόρτα ανώφελα τις νύχτες μου τραβάω
κι αυτά πολλαπλασιάζονται.
Αν ήξερα τα όνειρα πώς μοιάζουνε,
θα έλεγα στις φύτρες μου απάνω πως ξαπλώνουν. 

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Χόβολη

Σου φτιάχνω καφέ ελληνικό
 - μου αρέσει το λευκό και το γαλάζιο • μια γουλιά για το καθένα - 
Τι θες ; 
Να γίνω η γουλιά σου.
 Τι μπορείς ; 
Να γίνεις κι εσύ.
Σερβίρω σε πιατάκι λευκό - 
κάποτε έκανα συλλογή από πιατάκια χρησιμοποιημένα . 
Τα έβαζα μπροστά μου και τους έδινα ονόματα - 
είχα την Κατερίνα , τον Στέλιο, τον Αντώνη , τη Μάρα 
τις πορσελάνες και τους πηλούς μου - ,  
 σκεφτόμουν τα δάκτυλα που τα έπιαναν , 
τα χείλη που έσκυβαν από πάνω τους . 
Έκανα συλλογή από δάκτυλά που δεν άγγιξα ποτέ- 
σε μια ώρα ανάγκης ίσως μ' αγγίξουν αυτά .
Σου φτιάχνω καφέ , 
όχι για να μπεις κι εσύ στη συλλογή μου , 
αλλά για να γίνω εγώ το πιατάκι στη δική σου 
η πορσελάνη σου
υλικό ακριβό
να έχεις κάπου δάκτυλα ν' ακουμπάς κι ανάσες να γέρνεις .
Εγώ αντιθέτως νομίζω πως γερνώ
δεν είμαι σίγουρος αν μπαγιατεύουν οι αγάπες ,
αν χάνουν τη μυρωδιά τους ή γίνονται όλα ένας ντελβές.
Κάνω συλλογή από λέξεις
με την ίδια συχνότητα που μάζευα πιατάκια.
Δε τους δίνω ονόματα , παίρνω τα δικά τους .
Είμαι ο καφές , η γουλιά και ο ντελβές του.
Εσύ δεν ξέρω τι είσαι.
Οι μυρωδιές του καφέ μας εξημερώνουν . 
Δεν κάνω συλλογές
είμ' ένα μέρος τους πια•
τα δάκτυλα μαυρίζουν στα ντουλάπια . 
Η δική σου μυρωδιά δε μαυρίζει
 ποτέ.
Τη βάζω στη χόβολη
στη χόβολη
και με ζεσταίνει .
Το σπίτι όλο έχει τη μυρωδιά του καφέ σου .
Εγώ εξαρτιέμαι από τους κόκκους καφεΐνης
την ίδια στιγμή που οι κόκκοι γίνονται ανάμνηση .
Σου φτιάχνω καφέ ελληνικό
γιατί δεν έχω άλλη συνταγή να με ζεσταίνει τόσο.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ρολόι χειρός


φοράω το πρώτο μου ρολόι / 
δε φορούσα ποτέ / όμως τώρα θέλω 
/ χρόνους / καταπακτές / λουράκια και κουμπώματα και μπαταρίες/ 
φρέσκες /
 η φύση έχει τα γρανάζια της / θέλω να έχω τα δικά μου / 
στο παρελθόν ήμουν ξεκούρδιστος / 
τώρα ζηλεύω κάθε μετρονόμο /
 παλιότερα με στένευε / ο χρόνος / στον καρπό/  
φάκα κι εγώ ποντίκι / 
τυράκι χρόνε δώσε μου να σε αντέχω / κι ας μείνω δίχως πόδι /
 δίχως χέρι και ουρά / 
θα γίνεις τρωκτικό κι εγώ το γεύμα σου / 
 φοράω το ρολόι του παππού / τον χάσαμε σαν πέρυσι  σ' ένα νοσοκομείο /
 εκείνος πρόλαβε και βγήκε από τον χρόνο /
 δεν είχε αισθήσεις και δεν έβλεπε τους δείκτες / 
ο χρόνος όλος ετυφλώθη / 
κι εμείς οι σκύλοι του να τον περνάμε πεζοδρόμια / 
είχε καρπούς γυμνός / ήταν ελεύθερος και πέθανε / 
ο χρόνος είναι τελικά αυτό που μπαίνει μες στο χώμα /
 δίχως βαλίτσα / μόνο γροθιές / 
ο χρόνος και οι άνθρωποι δεν συμβαδίζουν / 
ένας καυγάς στο κάτω κάτω / 
θα σου κρατάω μούτρα που μετράς χωρίς εμένα / 
θα σε γιορτάζω σαν επέτειο / σε ξένα χέρια • 
φοράω το πρώτο μου ρολόι / 
ετών 40 το ρολόι / 
εγώ στα 32 / αυτό δουλεύει πιο καλά από μένα 

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

αναπαλαίωση


ξεσκονίζω τις λεπτομέρειες
απ'το πρωί έχω τα μάτια μου να τρέχουν 
οι λεπτομέρειες στη θέση τους 
ατάραχες ή σοβαρές, απαρατήρητες περνούν 
από το βράδυ ως το ζενίθ μου, 
απ' το πρωί ως το ναδίρ μου, 
μια κλίμακα μέσα μου γεμάτη λεπτομέρειες
να πιάνουν σκόνη
κι ένας ανελκυστήρας εγώ
ισόγειο με ρετιρέ
σκάλες, φεγγίτες, ένοικοι
 - μέχρι να φύγει η σκόνη απ'την ταράτσα , 
σκεπάζονται τα πόδια μου 

άλλοι το λένε αλλεργία κι άλλοι αργοπορία 
οι λεπτομέρειες εμένα με γεμίζουν τύψεις 
συρτάρια οι τύψεις 
ντουλάπες οι τύψεις 
κι εγώ μια ναφθαλίνη γίνομαι 
μη με φας σκώρε 
θα σε ταΐσω ρούχα , δέρματα, αγκαλιές 
άσε με να γεράσω στο συρτάρι μου 
να δω τη σκόνη να παίρνει το μπόι μου • 
το επιπλάκι μου δεν αντιλέγει 
κάθε Σεπτέμβρη ανοίγει μια σταλιά τα φύλλα του 
και μπαίνει φως

ξεσκονίζω το φως 
δε θέλω άλλο να με γδέρνει η επιφάνεια 
θέλω να σκάψω από μέσα το επιπλάκι μου 
άσε με σκώρε 
να δω το φως χορτάτος 
κι ύστερα θα ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά 
θα λαχανιάζω 
κι οι λεπτομέρειες μαζί μου 
άμαθες να τρέχουν πίσω μου 
στη θάλασσα θα πέφτουν για νερό • 
οι θάλασσες με συμπαθούν 
για μένα θα τις πνίξουν 
στη θέση τους θα βάλω κάδρα 
όλες εκείνες οι πληγές που έκανα στο πάτωμα σκουπίζοντας 
θα γίνουν έργα τέχνης .