Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ζόρικα τα πράγματα

''Ξέρεις τι έχεις, ξέρεις τι χρειάζεσαι, ξέρεις τι δε χρειάζεσαι. Αυτό λέγεται έλεγχος απογραφής''.
Ποιος ξέρει αλήθεια τι θέλει και τι χρειάζεται ; Ή ποιος έχει το κουράγιο να δει τι δε χρειάζεται, τι είναι άχρηστο και πρέπει να το αποβάλλει; 
Μιλώ με ανθρώπους, με φίλους και κομμάτια της ζωής μου , ακόμα και με μένα και βλέπω σύγχηση, να επιδιώκεις μιαν αλήθεια όταν αυτή είναι παγιδευμένη ή όταν δεν ξέρεις αν υπάρχει καν αλήθεια.

Άνθρωποι που είναι μαζί , ενώ δε θα'πρεπε. ενώ ο ένας βαριέται τον άλλον, βουτηγμένοι σε μια σύμβαση, σε μια συνύπαρξη, σε ένα γάμο ή σε μία κόλαση. Γιατί η δυστυχία που μοιράζονται να είναι μεγαλύτερη από το όνειρο που κάποτε είδαν για το μαζί τους ; Και κυρίως γιατί να είναι πιο ισχυρή στο να τους δένει αυτή η δυστυχία ...Δεν αρκεί μια λογική να τα χωρέσει όλα, ο καθένας μας απαντά με τα δικά του πρέπει τα μισόλογα και τα μισοφωτισμένα του θέλω. Αλλά στα μάτια τους βλέπεις μια θλίψη να στάζει, να γλιστρά κάτω από τα πόδια τους και εσύ να σκέφτεσαι πώς όπου να'ναι σ'αυτή τη θλίψη θα γλιστρήσουν και θα πέσουν και ας είσαι τουλάχιστον κάπου εκεί κοντά να τους σηκώσεις, βουβά , χωρίς να πεις τίποτα παραπάνω ... με ένα βλέμμα ανέκφραστο. 

Και είναι και οι άνθρωποι που θέλουν να είναι μαζί και δεν τους το επιτρέπουν , δεν έχουν τη δύναμη να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Μου προξενεί εντύπωση μεγάλη πόσο εγκλωβισμένοι είναι οι γύρω μου και πόσο κι εγώ χάνω τα λόγια και τους τρόπους μπροστά στον έρωτα, λες και είναι κάτι μοναχικό που δε μαθαίνεται εύκολα το πώς θα το μοιραστείς . 
Ο έρωτας του ενός δεν είναι μόνο έρωτας, είναι θηλιά που κάθε μέρα σε σφίγγει γύρω από το λαιμό και όσο κι αν συνηθίζεις λίγο λίγο αυτό το σφίξιμο, δεν παύεις να σκέφτεσαι πως με μια κάποια αφορμή δε θα βρεθεί το παραπάνω περιθώριο να σφίξει. Όταν όμως πνιγείς δε θα πνιγείς ερωτευμένος αλλά μόνος. Όλα μόνοι μας τα ζούμε και τα βιώνουμε, αυτό ποιος θα βρεθεί να το αμφισβητήσει ; Ποιος είναι όμως αυτός που δε ζητά τη συντροφιά των φίλων του να το κοινοποιήσει. Γεμίζουμε ψέματα το χρόνο μας, το βλέπεις παντού και αυτό από μόνο του βαραίνει την ατμόσφαιρα. Και η αλήθεια; Είναι πάντοτε εκεί τριγύρω καταχωνιασμένη; ''Κανείς δεν ξεχνάει την αλήθεια , απλώς γινόμαστε καλύτεροι ψεύτες.'' 
Με τόσα που έχω στο κεφάλι η βροχή μοιάζει να ξέφυγε από μέσα μου προς τα έξω και να έπεσε ασταμάτητα στο παρόν μου, στο τώρα που ήταν ήδη τόσο υγρό και μουδιασμένο. Και πολεμούν οι άνθρωποι να αποδείξουν ότι είναι άνθρωποι, πώς το καλό τους το γνωρίζουν πρώτα οι ίδιοι, το γιατί και το πώς. Κανείς. Κανείς μας δεν ξέρει τίποτα . Όλα είναι τόσο άγνωστα σαν να υπήρχαν από πάντα οι γρίφοι , λες και τα ζωντανά μας ένστικτά δε συνάντησαν ποτές τη λογική μας . 
Τα ζώα ήταν και είναι πάντα πιο ευτυχισμένα από εμάς. Όχι γιατί στερούνται λογικής , απλώς γιατί αυτή τη γλώσσα που μιλούν δεν την καταλαβαίνουμε και δε στερούμαστε έτσι δικαιολογιών. Ενώ με τους ανθρώπους η γλώσσα δεν έφερε δυστυχώς την κατανόηση. Η κατανόηση δε θα έρθει ποτέ, είμαστε τόσο ανήμποροι. Τόσο ανήμποροι. 

(ο γάτος λέγεται Ζορό και είναι ακριβώς αυτό το ζόρι του που βλέπουμε παντού και όχι σε εκείνον. Εκείνος κοιμάται όταν όλοι οι υπόλοιποι ξυπνάμε. Ή το αντίθετο , εκείνος είναι ξύπνιος όταν όλοι μας κοιμόμαστε. )

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

σαν polaroid πουθενά

Σαν τις παλιές φωτογραφίες τίποτα πιο σημαντικό δε βρίσκεις κάτω από τη σκόνη σου. Από αυτή που αλείφει στρώματα αμέτρητα τα ράφια του σαλονιού και σε εμποδίζει να θυμηθείς το χρώμα τους.
Περνάς το δάκτυλο από την άμμο στο σαλόνι που βρέθηκε και σκάβεις τις δικές σου όψεις παρελθόντος. Έπιασα πολλές φορές τις στοίβες με τις εικόνες που τυπώθηκαν και τις αμέτρητες που ηλεκτρονικά κοιμούνται σε νάρκη άνευ εποχών και με τις μάζες τους απόρησα. Στις πόσες λήψεις θα χορτάσει ο καθένας μας την όψη του, στις πόσες του εικόνες θα το δει να λιώνει το προσωπείο του ; 
Έχω στο νου μου παιδικές φωτογραφίες από αγρούς με παπαρούνες κατακόκκινες και παραλίες που στο καθαρό τους ντρέπεσαι να βουτήξεις και φοβάμαι να παραδεχτώ ότι αυτή η αυθόρμητη ζωή μας πέρασε. Και πως περάσαμε στην ξιπασμένα τη στημένη,δεν κατάλαβα. Όλες θα είναι αντιγραφές η μία της άλλης σου εικόνας.Όλες θα είναι με κεριά, με χέρια που ακουμπούν δήθεν τυχαία το πρόσωπο και καμιά να σε δείχνει να τρέχεις προς τη θάλασσα ή να αγκαλιάζεις τον πρώτο φίλο που έκανες ποτέ ή να σβήνεις κεριά γενέθλια. Όλα μαζί μας σοβαρεύουν και τα πόδια βαραίνουν στο έδαφος και τώρα δεν πετάνε ψηλά τα μυαλά αλλά κοιμούνται . Όσα καταργήσαμε λόγω ενήλικου μας τρόπου, είναι όσα μπορούμε ηδονικά και μυστικά να αναζητούμε . Αλλά κι αυτό δε θα το κάνουμε χωρίς ανάλογες μας τύψεις. 


Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Τα χρόνια τα πολλά

Τα χρόνια τα πολλά τα μοιραζόμαστε
και μέσα τους πληγώνουμε τους φόβους μας...
μόνος δεν μένει όποιος τολμά το μαζί 
στον έρωτα, στη φιλία, στη δημιουργία... το μαζί μας κυβερνά
και το μαζί είναι βαλμένο να μας καθορίζει .
Θυμάμαι γενέθλια φίλων που τα γιόρτασα πιο δυνατά κι απ'τα δικά μου
και γιορτές ονομάτων 
που στα χείλη μου είχαν μεγαλύτερη ηχώ κι απ'το όνομα που με βάπτισαν.
Ίσως γιατί κι από αυτούς τους φίλους γιόρτασα το μέρος της ζωής μου που τους αναλογεί 
και τα όσα μοιραστήκαμε και θέλω να γλυκάνω για να γίνουν περισσότερα.
Όσες ευχές κι αν κάνεις βέβαια έχουν ζωή αυτά τα πρόσωπα 
που διασταυρώνεται με τη δική σου κάποτε 
για κάμποσο και ίσως. 
Δεν ξέρει κανείς το μετά , το πόσο θα κρατήσει η επαφή
το πόσα ακόμα γενέθλια θα μοιραστείτε και πόσες επετείους.
Αλλά τολμάτε να ονειρεύεστε και να ανταλλάσσετε ευχές. 
Εκεί θα βάλεις σε ένα δώρο λίγο από το ευχαριστώ και λίγο από το χαίρομαι που είσαι στη ζωή μου.
Και θα είναι πολλά τα χρόνια που θα έχεις την ίδια χαρά για τη μέρα που θα σου θυμίζει πια γενέθλια. Αυτή η 2η Νοέμβρη, η 25η Απρίλη, η 24η Ιούνη ,η 17η Ιούλη, η 20 Μάρτη... μαζεύονται στην καρδιά σου ημερολόγιο και το ξεφυλλίζεις με ένα πελώριο χαμόγελο. Τώρα κι αυτή η 3η του Οκτώβρη, είναι πια και δική σου.Χρόνια πολλά λοιπόν.

Τίποτα δεν αργεί

Είναι ο κόσμος τόσο αλήτης τελικά. 
Πρώτα οι μαύρες μέρες , οι σκιές , η αντίσταση. 
Τα βέλη των συντρόφων που πέφτουν στο κενό.
Από καιρό φτιαγμένες οι χαρές περιμένουν τη σειρά τους ...
και μια μέρα ξαφνικά αρχίζουν να έρχονται.
Μου λείπουν τα λόγια και η σιγουριά μου για το τώρα, 
αλλά και πάλι το αύριο έχει μια γλύκα να το περιμένεις να ξυπνήσει 
και να τρέξεις να το δεις να συμβαίνει.
Έχω μια σιγουριά μέσα μου πώς δε θα αργήσει να γίνει το όνειρο αληθινό
ίσως γιατί δεν έμεινε στα λόγια, δεν έμεινε όνειρο.
Οι λέξεις πολλαπλασιάζονται και γεμίζουν σελίδες
εσύ παλεύεις να μοιραστείς και οι σκιές φεύγουν. 


Soft Cat - It Won't Be Long from Friends Records on Vimeo.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ο Θερμοσίφωνας

Γεμίζεις την ψυχή σου με νερό,
κρύο νερό για να δροσίζεις όπως λες τις δυσκολίες 
και να πετάς στο πρόσωπο σου το πρωί
-το μάτι για να ανοίξει θέλει κάτι πιο πάνω από συνήθεια 
θέλει το ξύπνημα να συνοδεύει πλύση .
Γεμίζεις την ψυχή σου με νερό,
όπως το έφερε μπροστά σου η παροχή,
πρόσωπα γέλασαν κι εσύ απ'τη δροσιά τους πήρες
την έκανες σταγόνες και την ήπιες
κι όπως κατέβαινε στα σπλάχνα σου ανίκητη η δίψα που κορέστηκε .
Για λίγο κι άρχισε ξανά να σε πονάει.
Γεμίζεις την ψυχή σου με βροχή
μπότες που φτάναν μέχρι ψηλά στο πόδι
παιδί μέσα στις λάσπες τσαλαβούταγες και το νερό το έπινες 
κι ας ήταν λασπωμένο
ή με νερό μ'αυτές τις διάφανες φούσκαλες όπως σε έλουζαν
παιδί σε μια μπανιέρα που το νερό κατέβαινε στα μάτια σου 
και γέλαγες 
κι έκανες γκριμάτσες 
το σαμπουάν σου καταπίνοντας 
κι αφήνοντας μια μέρα παιδική απ'τον φωταγωγό να σου ξεφύγει.
Μάζευες νερό από το χιόνι 
άσπρο σου πάπλωμα στην πόλη που κάποτε περπάτησες 
και δεν λυπήθηκες τα βήματά σου που τη λευκότητά του μαύρισαν.
Τόσο νερό που μέσα θρόνιασε και σου γυρεύει αγωγούς να πλημμυρίσει.
Κι αυτή θερμαίνεται
μια καρδιά του θερμοσίφωνα γεννήτρια
- ο κόσμος μέσα βράζει και στάζει όπως περίμενες να κάνει. 
Άνοιξε εντός μία ζεστή ανατολή που όλα τα καίει
κι ό,τι δεν καίει είναι γιατί καιρό καμένο ήταν
και τώρα μόνο βρέχεται.
Θερμός καρπός ο εαυτός που ένα δέρμα ξεφλουδίζει.


Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

''Kαι σε κάνει να θέλεις να κλάψεις...''

Λύτρωσε με... αυτό φωνάζει η ψυχή σου όταν βαραίνει από σκέψεις τα μεσάνυχτα. 
Απάλλαξε με όταν δεν γίνεται να βρω μόνος τη λύση ή όταν έχω μια ψευδαίσθηση ότι την έχω κρατημένη αυτή τη λύση. Είναι μια σιγουριά αυτή η λύτρωση, όπως με λύτρα θα αντάλλασσες ένα σου όμηρο, είτε για όνειρο που σου άρπαξαν από την αγκαλιά , είτε για πρόσωπο αγαπημένο που δεν χόρτασες να το κοιτάς. Μια σιγουριά που μέσα της αντέχει όλη σου τη θλίψη.
Οι μέρες είναι και νύχτες παράλληλα - πώς εξηγείς το μαύρο σου το χρώμα αν από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει το φως και όλα σου τα εξουδετερώνει ; - κι έτσι το δέχεσαι γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να υποκρίνεσαι ή να εξηγείς σε φίλους πως είσαι καλά κι ακόμα πιο καλά απ΄ότι εκείνοι βλέπουν σε σένα. 
Κανένας άνθρωπος δεν είναι από πέτρα, μην πέφτεις στην παγίδα των ανθρώπων που δεν δείχνουν εύκολα το μέσα πόνο τους, έχουν τα δάκρυα φυλαγμένα κάπου που δεν μπορείς να δεις κι έχει υγρασία τόση που δεν θα άντεχες να βρίσκεσαι. Να θέλεις να κλάψεις δεν είναι υπόθεση απλή, ούτε σε λίγα σου λεπτά να την χωρέσεις θα μπορέσεις. Είναι του είναι σου ανοιχτός λογαριασμός και έρχεται όταν θελήσει να σε βρει απροετοίμαστο.
Σε μια εικόνα όπως περπατάς και στέκεσαι δυο και τρεις φορές να την κοιτάξεις. Σε ένα τραγούδι που αγγίζει αυτό που δεν περίμενες να νιώσεις . Και μια ταινία που με καρέ θα σε τυλίξει ανεμοστρόβιλος.
Έτσι που βλέποντας τις τύχες των ηρώων, το ξεπερνάς το παραμύθι και αφήνεσαι, ανοίγει ο πόνος σαν  το φρούτο που ωρίμασε και να φας από τη γεύση του περιμένει. Και ξεκινάς όταν ένας λυγμός σου ανεβαίνει προς τα πάνω να κραδαίνεις το κεφάλι σου και να μπορείς να ευχαριστιέσαι που σε λύτρωσε αυτή η ανυπομονησία σου να κλάψεις . 


Εύκολο τίποτα. Αλλά ευλογημένο το τώρα που το βρέχεις.




* O τίτλος της ανάρτησης είναι από το σενάριο της ταινίας  L'ARBRE ET LA FORET (Νύχτες Πρεμιέρας, Απόλλων) που τόσο αναπάντεχα εκπλήρωσε το στόχο της , ενώ ακολούθησε η ταινία ΒLESSED (Aττικόν) και η συγκίνηση έγινε διπλή.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Χωρίς αφορμή

Το χωρίς αφορμή το φοβάμαι περισσότερο κι από τις αιτίες. 
Όταν ξυπνάς κι από το κρεβάτι δεν υπάρχει κάτι να σε δένει κι όμως βαρύ να νιώθεις το σώμα σου.
Ακατάπαυστες σιωπές που απορροφούν οι τοίχοι έτσι για ξημέρωμα δικό σου. 
Κι όνειρα που σκέπασες μαζί με τα βλέφαρα που τώρα πια δε σου ανήκουν, άνοιξαν και δεν τα ορίζεις πια, μόνο ανοιγοκλείνουν δίχως να σε ρωτήσουν.
Ένας καφές είναι σαν χρώμα που θα κατάπινες να πάρεις τη ζωντάνια του, αλλά κι αυτός είναι αδιάφορος.
Και να περνούν οι ώρες να σε βλέπουν κι εσύ να μην τις υποδέχεσαι 
να τις σκορπάς και να τις ζορίζεις 
να τις κοιτάς με μια θλίψη που ανεξήγητα σε κυβερνά.
Σήμερα σηκώθηκα και ήταν λες και ήρθα πρώτη φορά στο σώμα μου
άγνωστος και ημιτελής. 
Κοντεύει η ώρα που θα ξαπλώσω πάλι και τρομάζω με τη σκέψη πώς θα στριφογυρίζω για ώρα. Καληνύχτα και για σένα όποιος κι αν είσαι λόγος που στη σκέψη μου τρύπωσες και με παγίδευσες

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Αντίστροφη Πρό(σ)κληση

Καμιά φορά χρειάζεται ένα παιχνίδι για να ανατρέξεις στους λόγους που σε κάνουν αυτό που είσαι, στα πρόσωπα που σε στηρίζουν ή σε αυτά που σε βλάπτουν, στα χρόνια που περνούν και σε αυτά που έρχονται, σε στιγμές, λόγια, εικόνες και λάθη και μέσα τους να ταξιδέψεις και να επιτρέψεις να σε καθορίσουν και να σου δείξουν τη συνέχεια.
Πίστευα ότι μια τέτοια λίστα , δεν είναι αρκετή να δείξει έστω και ένα μέρος από τους τόπους που το μυαλό μου τρέχει , κάθε που νιώθει μοναξιά, άγχος, πίεση ή τρέλα. (Είναι η πίστη μου λοιπόν τόσο μεγάλη που αδυνατώ να αντισταθώ στο πείραμα που ξεκίνησε ηλεκτρονικά και που η σκυτάλη του έφτασε σε μένα.)
Αν αγαπώ είναι γιατί έτσι με έμαθε ο κόσμος μου κι ότι χωρά στο πέρασμα του . Κι ότι αγαπώ με αγαπά κι εκείνο και γι'αυτό δε με έσπρωξε ποτέ να το αφήσω πίσω μου. 

Αγαπώ :
-να έχω πρόσωπα παιδικά μπροστά μου και να ζούμε το παρόν με τη σκέψη ότι κάποτε το παρελθόν θα μας ενώνει
-να έχω λόγια να μοιράζομαι όταν με θέλουν δίπλα τους οι φίλοι κι όταν τους θέλω να το ξέρουν με τη σιωπή μου
-να είναι η γραφή το κέντρο μου και η αφορμή μου, η θέληση και η ματαίωσή μου, που από παιδί ήξερα πόσο θέλω να γράφω 
-να είναι η μουσική ο ρυθμός που γράφτηκε για μένα και το τραγούδι οι λέξεις που δεν πρόλαβα να πω
-να τραβώ φωτογραφίες με όσα είδα, ένιωσα, τόλμησα και μοιράστηκα
-να είναι οι περίπατοι σε κάποιους δρόμους της πόλης αρκετοί να μου θυμίσουν τον εαυτό μου
-να μαγειρεύω και να καλώ φίλους στο σπίτι, να τρώμε, να γελάμε και να σχεδιάζουμε τα γέλια μας τα επόμενα
-να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε γυμνοί και τα σεντόνια να μας δένουν μαζί και μαζί με τα τσαλακωμένα υφάσματα να βλέπουμε τσαλακωμένα από τον ύπνο χαμόγελα που φτάνουν απ'άκρη σ'άκρη
-να κλείνω τα μάτια , να ονειρεύομαι κι όταν τα μάτια μου ανοίγω το όνειρο να είναι ακόμα εκεί

-να βλέπω τα πρόσωπα δικών μου ανθρώπων, φίλων, συγγενών και αγαπημένων και να σκέφτομαι πόσο πολύ τους αγαπώ. Τα πρόσωπα είναι, τα πρόσωπα η λίστα μας παντού και πάντα. Και οι αριθμοί δε λένε τίποτα όσο εκείνα είναι παρόντα και μοιράζονται το 1 μας, το ένα και μοναδικό δικό μας πρόσωπο.


Ευχαριστώ τους δύο φίλους που μου έδωσαν τη σκυτάλη λοιπόν και άνοιξα τη δική μου λίστα μπροστά τους. Basili και Οδοιπόρε ορίστε η απάντησή μου.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Χάθηκα στην Πρόβα

Τα λες ξανά, πολλές φορές τα ίδια λόγια, της καλημέρας και της νύχτας τις ευχές, τα απλά ''πώς είσαι'' και τα πιο δύσκολα γιατί. Και διορθώνεις με το πιο αλάθητό σου βλέμμα. Εδώ μας ξέφυγε ένα κόμμα, μία απόστροφος δεν κάνει τη διαφορά κάνει όμως τη λέξη μια αγκαλιά με την επόμενη. 
Βγάζεις το έτσι και βάζεις το αλλιώς. Οι πρόβες το έχουν αυτό, να αντιμάχεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό και το παλιό σου ώρα να το αλλάξεις να σου φωνάζει. Κάπου εκεί χάθηκα κι εγώ και συνεχίζω να χάνομαι, στα λόγια που πρέπει να διορθώνω και στους ανθρώπους που τα τραγουδούν , στο φίλο μου που τα παίζει στο πιάνο κι εγώ σκύβω δίπλα του και χαμογελάω σαν παιδί που κρατά το πιο πολύτιμο και το πιο ανόθευτο παιχνίδι του. Θα περάσουν οι μέρες και ό,τι γεννήθηκε από μέσα μας θα ταξιδέψει ανάμεσα σε μας και τους γύρω. Αλλά έχουμε το χρόνο να το ζήσουμε κι αυτό.


Τα γράφω και πάλι και τα σκορπάω. Να γινόμουν λέξεις αμέτρητες , μόνο τότε θα μπορούσα να μεταφράσω τον κόσμο που κατοικεί στο μυαλό μου. Μαζί με πρόβες, έρχονται και τα παιδιά κι ένα θρανίο να με φωνάζει να επιστρέψω γρήγορα δίπλα του. Λίγες ημέρες ακόμα πριν τον αγιασμό και τα παιδικά και αυστηρά τα μάτια που θα κοιτάξω και τις βουτιές μέσα τους δε θα γλυτώσω -  γιατί δε θέλω να το χάσω αυτό το ταξίδι. Δάσκαλος δεν είναι όταν ζεις το καλοκαίρι, μα όταν έχεις μέσα στο μυαλό τις παιδικές φωνές να σου μιλούν ακόμα κι όταν Ιούλη μήνα πάνω στην άμμο ξαπλώνεις και τραντάζεσαι με γέλια. ΄Ξέρουμε τα πάντα κι όμως τίποτα δεν ξέρουμε. Ότι κι αν ο καθένας καταφέρνει , έχει το άγχος και το τρακ μέσα στο στομάχι να μην του επιτρέπει να χαρεί τον ύπνο του, με την επόμενη του μέρα να τα βάζει και τις τόσες υποχρεώσεις. Αλλά είναι το άγχος ζωντανός μας σύμμαχος εντέλει, μια αφορμή να διορθώσουμε και το μυαλό μας να το βάλουμε να τρέξει κατοστάρια. Να γίνω θέλω , να διορθώσω τα λόγια κι εμένα να με φτάσω ένα βήμα παραπάνω, παρακάτω. Έρχεται και μας βρίσκει το μετά. Κι εγώ έτσι το υποδέχομαι. Κι ας χάθηκα. Έχει μια γλύκα αμέτρητη για όλα τα δάκτυλα όταν στο βάζο τα βουτάς.


Υ.Γ.Αν ήξερα οι δικοί μου δάσκαλοι με τόσο τρακ πως ξεκινούσαν τη χρονιά τους , θα τους άνοιγα ακόμα μεγαλύτερη αγκαλιά. Τους στέλνω αναδρομικά όσες μπορώ. Μόνο με αυτές πάμε μπροστά. 


Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Αόριστες λέξεις : κάποτε

Κλείνεις τα μάτια κι επιλέγεις τι θα θυμηθείς,έχεις το χάρισμα τη μνήμη σου να την εξουσιάζεις όπως και τα πρόσωπα που μέσα της κατοικούν.Μπορείς να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις , να αλλοτριώσεις ή να βελτιώσεις , όλα είναι πιθανά κι όλα εξαρτώνται από τη δύναμη που κρύβει το μυαλό σου. 
Προσωπικά δεν φημιζόμουν ποτέ για το μνημονικό μου, μάλλον δυσφήμηση θα έλεγε κανείς πως είναι για μένα, αυτό που για άλλους αποτελεί μεγάλο χάρισμα. Λίγα ονόματα, λίγες κουβέντες και ακόμα λιγότεροι τίτλοι κατοικούν μέσα στα λίγα περιθώρια .
Οι τίτλοι είναι πάντα τελεσίγραφα που αρνιέμαι να δεχτώ την ύπαρξή τους. Μου αρέσουν τα λόγια τα πολλά, τα φλύαρα και τα παραπανίσια . Γιατί εκεί πολλές φορές προδίδεσαι, ξεχνάς τι θες να κρύψεις και όλα τα μαρτυράς. Κανένα πρόβλημα λοιπόν σε τούτο το μαρτύριο. Κι αν μαρτυρήσεις παραπάνω, πού είναι αλήθεια το κακό, αφού στο τέλος όλα βγαίνουν ζωντανά στο φως κι αλώβητα όσο κι αν προτιμούσες να τα κρύψεις 
στα σεντούκια του έγχρωμου σου παρελθόντος
Εκεί στο αχανές που όλα αναμειγνύονται, ξεχνάς, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι ήθελες να πεις , από ποιον να ζητήσεις ευθύνες και για ποιο λόγο.Λες ένα ''περασμένα ξεχασμένα'' κι όλα βαίνουν καλώς ή σου μιλάνε για σταφύλια που τώρα ξίνισαν και ποιος ο λόγος να ζητάς να τα γευτείς. Στο κάποτε λοιπόν  δεν έχεις πολλές ελπίδες να δικαιωθείς .
Άρα ξεχνάς και τη δικαίωση , όσο κι αυτή σε ξέχασε. Έχεις μονάχα ένα υπέρ σου επιχείρημα, αυτό που όλοι λίγο πολύ το μνημονεύουμε όταν περάσει ο καιρός των διακοπών ή μιας γιορτής που κράτησες ενθύμια. Φωτογραφίες όλοι μας κρατάμε λες και το παρόν μόνο σε φιλμ είναι υπαρκτό κι αποδείξιμο για όταν πια πεθάνει.
Κάποτε λοιπόν πέρασα από μέρη που μου γέννησαν τη σκέψη να τα φυλακίσω και το έκανα. Ένας αναμμένος φανοστάτης, που καίει το καντήλι της νύχτας μέχρι αυτό να γίνει παρανάλωμα, ένας σωρός από πέτρες τσαλακωμένες η μία πάνω στην άλλη να αναρωτιούνται τι να'ναι δυνατό να τις λυγίσει και συντροφιά δύο βάρκες ή μια να προστατεύει την άλλη λες και κρατιούνται από το χέρι με ένα κουπί να της μαλώνει. 
Αυτά τα κάποτε με λιώνουν κι όπως γερνάει ο καιρός κι εγώ μαζί τους λιώνω , δεν αναρωτιέμαι το πότε, αλλά τη γλύκα θυμάμαι διακοπών που πέρασαν.Εκεί που μπαίνει το φθινόπωρο -  που μόνο ετικέτα το ορίζει ως τέτοιο - θα είναι αυτή η γλύκα που θα αναδύεται όποτε τις φωτογραφίες μοιραζόμαστε με άλλα αχόρταγα μάτια και γελάμε, που δεν θυμόμαστε πολλά αλλά γελάμε. 


Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Πάντα το χάρτινο

Αρχίζει. Σταματώ.
Ξεροκαταπίνω. Υγραίνω τα χείλη με τη γλώσσα.
Ξεροκαταπίνω και πάλι. Το χέρι δε φτάνει μέχρι την πλάτη και τρίβω στην καρέκλα την αιτία.
Συνεχίζει. Σταματώ.
Κοιτάζω τα γύρω μπαλκόνια. Σκοτάδι.
Αρχίζει. Σταματώ.
Αδειάζω το ποτήρι. Το ένα μετά το άλλο.
Δεν έχω άλλα να πω. Σταματώ.
Αρχίζει. Είσαι εδώ; Δεν είσαι.
Αρχίζει. Τινάζω το κεφάλι, στα αυτιά μου ένα βουητό από καλοκαιρινούς αιμοδιψείς.
Σκέφτομαι . Οι γλάστρες μου μετά βίας ζουν. Αρχίζει. Πότισμα και χώμα δεν αρκεί.
Σιωπώ. Πού να μιλήσω; Αρχίζει. Φυσάει σήμερα. Ευτυχώς . Δε θα ήξερα από πού να αρχίσω. Ή πού να σταματήσω.
Σταματώ για λίγο. Το λίγο δεν μου αρκεί ποτέ.
Eίναι εδώ. Καίει αυτό το φεγγάρι που ποτέ δεν κατόρθωσα να δω από κοντά. 
Αφήνω. Ξεκινώ. 
Λυπάμαι για τις στιγμές και τις παρεξηγήσεις.
Για τους φίλους και τα λόγια που δε λέμε. 
Αρχίζει. Σταματώ. Το κοιτάζω. Με απορροφά και οι τρόποι του μουδιάζουν τη σάρκα μου. 
Υπνωτίζομαι. Αρχίζει.Ανεβαίνει στον ουρανό και κατεβαίνει στα πόδια μου η σκάλα του .
Σκέφτομαι. Λίγο.Θέλω περισσότερο.Ο χρόνος μου ζητά να σκεφτώ περισσότερο. Τι ξέρει εκείνος;
Ξέρει. Αρχίζει. Υπομένω. Θέλω να κλάψω, να αδειάσω ένα σακί από τα αλμυρά μου δώρα. 
Αναμνήσεις. Αρχίζει. Αλλού ήταν το τότε που περίμενα κι αλλού το τώρα που με περίμενε εκείνο. 
Σταματώ. Το κίτρινο με δαγκώνει .Αρχίζει. Τ ο κίτρινο με παλιώνει άλλη μια πανσέληνο.
Να λέω τα ίδια που φοβόσουν ή τα νέα που φοβόμουν εγώ. Αρχίζει αυτό , εγώ τελειώνω. Καληνύχτα.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Σώματα στη μάχη

Όταν σαν το φεγγάρι λάμπουν τα σημάδια σου 
απολαμβάνω τα δικά μου χέρια που σε πλήγωσαν
κι όταν τα φέρεις στο δικό μου σώμα τα αντίποινα
τι είναι αρκετό να πω
τι είναι αρκετό να πω...
Θα πολεμήσουν το δικό σου κόσμο
όσοι λαχτάρησαν λίγο από το μέρος του να έχουν
κι εγώ που τώρα μπαίνω αβοήθητος στη μάχη
είναι γιατί σε αγαπώ
είναι γιατί σε αγαπώ...

Κοντά στα λάθη σημαιοφόρο να με βάλεις 
όλη τη νύχτα με τα μάτια να μετρώ κι ακόμα
ο παραπάνω χρόνος δε μου φτάνει 
για να σε εκδικηθώ
για να σε εκδικηθώ.

Για τα κουράγια που τυφλά μου χάρισες 
κι από τη βόλεψη - δειλός εγώ - με γλύτωσες
είναι αυτό που σου χρωστώ σημάδι 
και θέλω στο λαιμό σου 
το θέλω στο λαιμό σου.

Νίκη θα είναι αν σε χάσω ή αν εσύ τάχα με διώξεις;
Μπροστά σου λίγο ταπεινά αν με προσέξεις 
ή αν την πέτρα που σου ρίχνω αποφύγεις;
Είναι τα ρούχα μου φτηνά
για την αξία που τους δίνεις,
όλα τα σώματα γυμνά 
όλα τα σώματα γυμνά 
είναι αυτό που απ'τη φωτιά μένει προτού να το συγκρίνεις.


 
(μέρα μνήμης η σημερινή για τον ποιητή που ξημέρωσε και νύχτωσε με έμπνευση )
http://www.youtube.com/watch?v=6u_1mjcvaF8&feature=related

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Αλμυρός ενδοιασμός

Όταν μιλάω για αμφιβολίες , 
δεν έχω στο μυαλό μου τους δικούς μου ενδοιασμούς 
αλλά της θάλασσας.
Γιατί στα βάθη της το κρύβει το μεγαλύτερο αλλά
αυτό που λέμε όλοι αλάτι.
Αυτό που αρμύρα σου θυμίζει
και από τα χείλη δεν χορταίνεις να το γεύεσαι.
Αυτό που λένε πως τις κλείνει τις πληγές ή τις πονάει περισσότερο.

Έχεις αλήθεια τόση θάλασσα στο σώμα σου 
και τη γυρεύεις στο απέραντο το κύμα.
Αλάτι κλαις όταν γελάς κι όταν με κύματα παλεύει η ζωή σου,
αλάτι λένε τις κινήσεις σου που νοστιμεύει κάθε σχέση.
Όταν θελήσεις να ξεχάσεις, νερό κι αλάτι ... όπως θα έκανες για κάθε δόντι που απ'τη σάρκα σου ξερίζωνες.
Αλλά αυτό το τι που κρύβει το αλάτι είναι στον τρόπο που γυρεύεις απαντήσεις. 

(Εσύ δεν απαιτείς αλλά υπομένεις, παρακαλάς να έρθει κάποτε το κύμα να σε σώσει.)
Το καλοκαίρι το μετράς και με το αλάτι όταν στεγνώνει 
στα δύο σου βλέφαρα καθώς το τρίβεις 
και τα ίχνη του στα δάκτυλά σου μένουν. 
Δεν είναι για όλους ένα άλυτο μυστήριο. 
Στη θάλασσα σαν να αποκτά ένα μοιραίο χαρακτήρα , 
όπως το αίμα των ανθρώπων. Και την ξεχωρίζουμε κι αυτή σε υδάτινη μάζα ιδιαίτερα αλμυρή , όπως θα λέγαμε για κάποιον ότι το αίμα του βράζει. 
Αναζητάς λοιπόν το αίμα ή το αλάτι ξεχυλίζει από τη σκέψη σου;
Ενδοιασμός και πάλι να απαντήσεις. 
Τόσοι και τόσοι χάσαν τη ζωή τους κολυμπώντας 
που ίσως το αίμα τους να έφτασε στο πιάτο σου, στα μάτια σου και στις πληγές σου. Αλλά...τι σημασία έχει να το ξεχωρίζεις. 
Αίμα είναι τόσο αλμυρό, όσο η γλώσσα στο φιλί πάνω στο κύμα. 


Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Πανηγύρι μου κοιμάσαι


Τράβαγα θυμάμαι τον ποδόγυρο του φουστανιού της μητέρας μου όποτε βρισκόμαστε στα πανηγύρια της Παναγιάς στο νησί. Είχε το ενδιαφέρον μου σκορπίσει προτού καλά καλά ανάψει το γλέντι και στα μάτια μου κάθε γιορτή έμοιαζε ίδια. Τι κι αν βρισκόμαστε στην Νικαριά , τι κι αν γυρίζαμε από χωριό σε χωριό ακολουθώντας τις μουσικές και τα γέλια, όλα μου φαίνονταν ανούσια και φωνακλάδικα.
Ήμουν παιδί που δεν καταλάβαινε τη μέρα, όπως και την ανάγκη του ανθρώπου να το χορέψει το καλό και το κακό του
Και με έπιανε το παράπονο, η γκρίνια που δεν είμαι στο κρεβάτι μου μέχρι που τελικά με έπαιρνε ο ύπνος ξαπλωμένος στις ξύλινες πεζούλες , με το κεφάλι μου να ακουμπά στα γόνατα της μάνας μου.
Έκτοτε μεγάλωσα αρκετά και δεν το έφερε η στιγμή , ούτε που το προσπάθησα να επιστρέψω στο νησί αυτή τη μέρα. Έμοιαζε τόσο μακρινό αυτό το αναμνησιακό μου, που η κρυψώνα του άργησε να έρθει στο φως. Έρχεται όμως και με βρίσκει τώρα που νοιώθω κι εγώ το βάρος του χορού στα πόδια μου να θέλει να εκφραστεί. 

Μιλάμε όλοι για την κοίμηση ή για το τέλος των θερινών μας διακοπών; Είναι κι αυτή η μέρα συνυφασμένη στο μυαλό μας με τη δική μας τη διασκέδαση κι έτσι γυμνή κι αποκομμένη από τη θρησκευτική της την ταυτότητα. Όλοι τη λέμε σαν αρχή του τέλους, σαν προσμονή για μία ύστατη χαρά πριν ξεκινήσουν οι ψιχάλες - ασχέτως που κι αυτές αργούν τόσο, όσο αρκεί να τις ξεχάσουμε .
Βρίσκουμε όμως όπου σταθούμε και βρεθούμε εκκλησάκια και γελάμε, με την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει ή την απληστία του ιερέα να το χτίσει τόσο κοντά με το διπλανό αυτό το οίκημα. Όσα όμως κι αν μαζευτούν και πάλι δε θα έφταναν ένα για τον καθένα μας
Έχουν κι αυτά τις διαφορές τους, αλλού θα δεις τα μεγαλόπρεπα , με τους χυδαίους πολυελαίους κι αλλού τα τόσο δα πλινθόκτιστα που δε σου φτάνει η αγκαλιά να τα κρατήσεις κι ας το θέλεις. Δεν έχει σημασία ο τόπος σου λένε κι όμως μέσα τους τα προτιμάνε τα πολυτελή για δεξιώσεις και βαπτίσεις, για γάμους και ακολουθίες, εκεί που λάμπουν τα κεράκια περισσότερο κι από τα φλας του φωτογράφου παίρνουν λάμψη. Εκεί που Του Θεού το βλέμμα θεωρούν θα θαμπωθεί κι Εκείνο.

Έλα όμως που μόνο εμείς κατέχουμε μερίδιο στο θάμπωμα και υποτελείς τελούμε όλα τα τάχα μου καθήκοντα. Κι αυτή τη μέρα την ας πούμε θλιβερή την κάνουμε με βήματα στις άκρες των ποδιών παραπατώντας.
Παραπατώ κι εγώ ανάμεσα στο πώς να το γιορτάσω αυτό το όνομα που έχω ( και που μου θυμίζει ότι κάποτε το διάλεξα από μόνος μου κι αποφάσισα να λέω εγώ σε κάθε ένα μου συμμαθητή να με φωνάζει Μάριο και όχι Γιάννη, όπως κι αυτό γραμμένο στα κατάστιχα και στην ταυτότητα είναι.) και στο να ψάξω ένα τέτοιο εκκλησάκι να κοιτάξω λίγο το λευκό του ή την πέτρα του, να θυμηθώ ότι αυτή η πέτρα περισσότερο από εμένα θα επιζήσει και η καμπάνα όσο κι αν θέλω να φωνάξω, πάντα πιο δυνατά από τη φωνή μου θα ακούγεται. 

Πιστός μέσα στην απιστία μου και μιας ημέρας τόσο δέσμιος δηλώνω, με την πατροπαράδοτη συνάντηση στο πατρικό και γύρω από το τραπέζι να τσουγκρίζουμε ποτήρια - κι αυτά να κάνουν έναν ήχο του γυαλιού που χαίρεται να το ακουμπάς στα χείλη . Δεν μου αρκεί να σκέφτομαι το πανηγύρι στο χωριό,ούτε στο σπίτι όλες αυτές τις συναντήσεις, Θα ήθελα κάπου μέσα μου να βρω ένα δικό μου άσπρο εκκλησάκι να προσκυνήσω όχι το όνομα , ούτε το μέλλον μου. Να βρω το κάτι ταπεινό που να πιστέψω πως ποτέ δε θα χαθεί. Κι αυτό το ταπεινό να του φορέσω τα καλά του - απ'τα καλά που δε φοβάσαι να σου λερωθούν όταν θα παίξεις με τα χώματα. Κι ύστερα μαζί να πάμε στο πανηγύρι του χωριού, εκεί που σε μεθά μόνο και μόνο το ότι στέκεσαι κάτω από πλάτανους τόσο γέρικους , όσο κρατούν όλες του κόσμου σου οι γενιές. Έχει κι ο πλάτανος καμπάνα που σαν σήμερα κοιμάται. 

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Αύγουστος

Αυτός ο μήνας ο πολύπαθος 
έχει του κόσμου όλη την εύνοια καταπιεί.
Είναι νησί να κολυμπήσεις μες στο στόμα του
κι από τα δόντια του άφοβα να κρατηθείς.
Είναι νερό να βαπτιστείς στην κολυμβήθρα του 
κι είναι σταυρός να υψώσεις και να αναστηθείς.
Είναι κρεβάτι από ψάθα καμωμένο 
κι εκεί στεγνώνει η αμμουδιά που σκλάβωσες στο σώμα σου.
Είναι ένας ήλιος πυρωμένος σαν τον πόθο σου
κι ανταριασμένος σαν στιγμή του οργασμού σου.
Όλα θα είναι προφανώς για να σε νοιάζει τόσο 
για να το δεις το βλέμμα του καυτό
να υποφέρεις και να θες να σου το κόψει αυτό το νήμα της ζωής 
κάπου εκεί που φλέγεσαι με τους βαθμούς που σου πυρώνουν τα αισθήματα.
Είναι αυγή και μούστος που μεθάει τη λογική σου 
κι αυτή η αυγή με μούστο είναι γλυκό που μοιάζουν με το όνομά του.
Πιες τον λοιπόν και άνοιξε τα μάτια σου.


(σπάνια και εξαιρετική η εκτέλεση - αν είχα θράσος θα ήθελα τα λόγια να τα πρόφερα )

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

τα μπαλκόνια του '83 ( Ι )

Όταν η ζέστη πλακώνει τόσο την ανάσα μας
θα ' θελα πάλι να κοιμόμουν στο μπαλκόνι όπως παιδί
που οι τηλεοράσεις συγχρόνιζαν τις φωνές τους 
κι επικοινωνούσαν από τα κλουβιά τα πολυώροφα. 
Μα δεν το κάνουμε τώρα όπως και τότε, 
θέλουμε τεχνητή δροσιά και ξηρό λαιμό.
Τι να σου κάνει η τεχνολογία, 
αν στον ιδρώτα δεν αγκαλιάσεις το σώμα σου 
πώς θα του μάθεις του εαυτού σου το δικό σου άρωμα
να έχει να μυρίζεται το λαγωνικό όταν του λείπεις.
Η ζωή θέλει τη ζέστη και το κρύο να τα βιώνεις έντονα
και τα καλοκαίρια να τα ζείτε με τον ήλιο, τις πλάκες να βράζουν πάνω από το κεφάλι μας 
και τον ανεμιστήρα να φυσάει ξεψυχισμένα 
μ'αυτά τα χρωματιστά του πέταλα.
Θυμάμαι να έχω μόνο ένα σεντόνι στο σώμα τυλιγμένο 
και να ξαπλώνω στου διαμερίσματος τα φτερά και να κοιτάζω τα άστρα λίγο προτού αποκοιμηθώ.
Αυτές οι αναμνήσεις με γυρίζουν πάντα πίσω και από εκεί ρωτάω τη μητέρα μου πώς και έχω δύο ονόματα, πώς γίνεται να μη θυμάμαι τι έγινε τότε πίσω που η γέννηση ήταν κάτι ομιχλώδες και να θυμάμαι μόνο το '83 σαν χρονολογία.
Εκείνη να παλεύει να θυμηθεί και όλα αυτά να γίνονται τόσο αβίαστα , όσο η υγρασία κολλάει πάνω μας τα φιλιά της.
(Η 83η λοιπόν ανάρτησή μου γίνεται εν μέσω καύσωνα, αλλά κι αν γινόταν διαφορετικά πάλι με το σεντόνι και μόνο θα με έβρισκε το ξημέρωμα κάτω από την τέντα )