Δίναμε τα χέρια συχνά κι ύστερα τα τραβούσαμε
Δεν ξέραμε τι κάναμε ,
ίσως θέλαμε να εξασκούμε την αφή
Να μην ξεχάσουν τα άκρα να αγγίζουν
και να αγγίζονται
Το νοιάξιμο ήθελε πάντοτε το άγγιγμα για να ανθίσει
Δίναμε τα χέρια κι ύστερα γελούσαμε
Λέγαμε Κοίτα..., Μπορώ ακόμα...,
Δεν είσαι... και Δεν είμαι...,
Δεν είμαστε...,
Μπορούν ακόμα... , μπορούν...
Και συνεχίζαμε τη μέρα μας,
τον ήλιο μας, τη θάλασσα , το καλοκαίρι συνεχίζαμε
Και ρίχναμε κλέφτες ματιές τριγύρω
Γιατί δε θέλαμε χέρια αλλονών να πλησιάσουν
Εγώ σε..., εσύ με..., μιλούσαμε με αντωνυμίες
και σπάνια με ρήματα,
είχαμε από καιρό περάσει στην κατάσταση
που ρήμα είχε μόνο η ευθύνη,
Όποιος πράττει , όποιος παθαίνει,
κι εμείς είχαμε τρομοκρατηθεί,
μην πράξουμε, μην πάθουμε
Αρκούσανε τα αγγίγματα
για να μπορεί ο κώδικας να ενεργοποιείται
Κοίτα να μην..., Ούτε κι εσύ...,
Υπήρχε ο χώρος μας κι ο χρόνος
Κι όλα τα γύρω δεν υπήρχαν
Ή κάναμε εμείς πως δεν υπάρχουν
Κρυμμένοι κι όμως φανεροί
Πνιγμένοι κι όμως ανασαίναμε
Φαντάζομαι τα χρόνια βοηθούν
Να ζεις και να αμύνεσαι
Χωρίς να θέλει κόπο η άμυνά σου
Κι έτσι που τώρα δεν αγγίζονται οι άνθρωποι
Που δε φιλιούνται κι από μακριά κοιτάζονται
Το άγγιγμα μας ήτανε σωτήριο
Σαν χαραμάδα από την ανάποδη
Αντί για φως έδειχνε στα σκοτάδια μας
Εκεί που ξέραμε να μπαίνουμε
Για να προστατευτούμε
Όταν οι πάντες γύρω έμοιαζαν
Τόσο ηλιοχαμένοι •