Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην μπορώ να θυμάμαι περισσότερα. Να
θυμάμαι πράγματα που συνέβησαν χρόνια πολλά πίσω, με λεπτομέρειες, με ονόματα,
με πρόσωπα και ρούχα που φορούσαν, με εκφράσεις του προσώπου τους, με τικ, με
μορφασμούς και με κινήσεις των χεριών τους. Κι όχι απλώς αναρωτιόμουν,
στεναχωριόμουν, γιατί πολλές από τις αναμνήσεις μπερδευόμουν και δεν ήξερα αν
τις έζησα πραγματικά ή τις φαντάστηκα, ήθελα τόσο να τις ζήσω και τις έπλασα.
Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο παρελθόν, θα το έκανα, μόνο και μόνο για να γυρίσω
στην παιδική μου ηλικία, να δω τον εαυτό μου φρεσκογεννημένο, σαν ζεστό ψωμί, που
περιμένει χέρια να το πιάσουν, και να δω ποια υλικά είναι δικά μου πράγματι και
ποια τρώγονται. Δεν είναι πολλές οι αναμνήσεις που μπορείς να ανασύρεις από την
παιδική σου ηλικία, το ξέρω. Είναι μια
χούφτα αλεύρι και μια θερμοκρασία που σε ζέστανε, είναι ψωμί, είναι μπουκιές,
είναι νερό σε κυπελλάκι πλαστικό κι αγκαλιές.
Οι αγκαλιές από την άλλη, ήταν ανέκαθεν μια μνήμη ισχυρή, που
δεν μπορούσε κανένας χρόνος να τη σβήσει. Ακόμα κι αν οι άνθρωποί σου έφυγαν,
ακόμα κι αν δε θες άλλο ανθρώπους σου να τους αποκαλείς, οι αγκαλιές τους
έμειναν πίσω, έγιναν δέρμα σου, έγιναν στρώσεις, που η μία αντικαθιστούσε την
άλλη, κι εσύ τις φύλαγες όλες αυτές τις στρώσεις, σαν του φιδιού τα πουκάμισα.
Το φίδι ήσουν πάντα εσύ. Εσύ, εγώ, εμείς, που στον χρόνο πάνω σερνόμαστε και
αναζητούμε θηράματα, τροφή και ζεστασιά. Κι αλλάζουμε πουκάμισα, όταν η αγκαλιά
βαριά μας πέσει. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να αλλάξω πια
πουκάμισο, ότι η αγκαλιά θέλω να γίνει δέρμα μου κι εγώ δικό της. Και κάπου να
βρω μία γωνιά, να αποβάλλω όσο δηλητήριο μου αναλογεί σ’ αυτή τη ζωή, ακόμα κι
αν το λες μια αυτοάμυνα το δηλητήριό σου. Θέλω να ζήσω δίχως άλλη τέτοια αυτοάμυνα,
δίχως πίκρες και δίχως άλλη χολή. Γιατί
και η χολή μας, μοιάζει σαν του Προμηθέα το συκώτι : πάντα παραμένει άθικτη για
τον επόμενό μας στόχο. Ακόμα κι αν η δική μου αφαιρεθεί, πάντα πλεόνασμα θα
υπάρχει εκεί έξω.
Το δικό μου το πλεόνασμα είναι σε μυρωδιές. Μπορώ περήφανα να πω
ότι η μνήμη μου έχει μεγάλες αποθήκες. Κι ίσως αυτό το αντιστάθμισμα μου
αφαιρεί εικόνες. Αλλά κι οι μυρωδιές έχουν μια μαγική, δική τους ικανότητα να με
πηγαίνουν πίσω κι εικόνες να αναπλάθουν. Μυρωδιές από λεμονιές στο νησί κι εγώ
να είμαι ξαπλωμένος από κάτω τους, από ασβέστη κάθε καλοκαίρι στα σκαλιά που
έβαφε ο παππούς μου, απ’ τα τσιγάρα του πατέρα μου και την εικόνα του να τα
καπνίζει, απ’ τα μαλλιά της γιαγιάς μου, από τις γάτες τις αδέσποτες που έδινα
ονόματα κι από καφέ ελληνικό και μάτια που κοιτάζουν μη φουσκώσει. Η καρδιά μου
είναι γεμάτη από μάτια που φρόντιζαν να μη φουσκώσει παραπάνω. Και μια μεγάλη
ευγνωμοσύνη νιώθω, όταν τα σκέφτομαι. Γιατί και η σκέψη είναι μια ανάμνησή μου
διαρκείας. Που δε μαραίνεται, που δεν το χάνει το άρωμά της. Είναι σαν φύλλα
από βασιλικό, που σου τρυπάνε τα ρουθούνια και οι κινήσεις των δακτύλων σου που
τα χαϊδεύει. Κι ύστερα, με δάκτυλά μυρωμένα, είσαι κι εσύ ο ίδιος βασιλικός ,
ίσως ακόμα και βασιλιάς. Γιατί κάποιος από μικρό παιδί σε έχρισε τέτοιον.
Στη μάνα μου άρεσε πάντα ο βασιλικός. Ήθελε – και θέλει- να έχει
μια γλαστρούλα στο μπαλκόνι της τα καλοκαίρια, να τη βλέπει, να την ποτίζει, να
τη μυρίζει. Κι εγώ μαζί της ήθελα το ίδιο. Πολλά μου θέλω κι επιλογές ήταν δικά
της ποτίσματα. Και δεν το ήξερα, είτε το ήξερα και κρυφογέλαγα, γιατί μου άρεσαν.
Όπως μου άρεσε πάντα, παιδί να είμαι με το κεφάλι ξαπλωμένο στα πόδια της και
να με νανουρίζει με το Que
sera sera , γιατί η ζωή ήταν πάντα κάτι απρόβλεπτο
κι εσύ η πρόβλεψη να το περάσεις και να χαμογελάσεις. Όπως μου άρεσε που
ερχόταν κι έφερνε το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου κι εγώ δήθεν ντρεπόμουν,
όμως την έψαχνα σε κάθε διάλειμμα, μήπως φανεί. Κι έστεκε και χαμογελούσε,
ακόμα κι όταν έλειπε. Από τότε χαμογελώ κι εγώ, γιατί χρωστώ πολλά χαμόγελα σε
κείνη και θέλω κάπως να της τα ανταποδώσω. Ακόμα κι αν έμεινα μικρός σαν
βασιλιάς, δεν ξεχνώ σε ποιον χρωστώ αυτό μου το βασίλειο. Κι η ίδια συνεχίζει
να μου χαμογελά, κι ας μη με βλέπει όσο συχνά θα ήθελε, κι ας μη τρώμε μαζί τα
μεσημέρια, κι ας μην έχω τρόπους πολλούς να της δείξω την αγάπη μου. Έχω πάντα
όμως τη μυρωδιά της μαζί μου και το νανούρισμα.
Σήμερα τα νανουρίσματα ίσως να είναι ξεπερασμένα. Ίσως τα νέα
παιδιά δεν έχουν όνειρα ή όρεξη να κοιμηθούν να τα γυρέψουν. Ίσως δε βρίσκουν
εύκολα τις αγκαλιές που επιθυμούν.
Βασιλικοί όμως δεν έπαψαν να φυτρώνουν κι οι μυρωδιές τους κάτι
να σημαίνουν. Η γιορτή της μητέρας είναι κι αυτή μια διαρκής ανάμνηση, ένα
γλαστράκι βασιλικού κι ένα ευχαριστώ που μ’ έχρισες βασιλιά. Είναι μια χούφτα
εικόνες, είναι το μπάνιο που κάνεις στα χέρια της παλεύοντας με αφρούς και
παπάκια, είναι οι αναμνήσεις όλες που θα ήθελα να επαναφέρω στο μυαλό μου,
είναι τα τραγούδια, τα νανουρίσματα, το καμάρι της και το δικό μου, είναι οι
μυρωδιές και οι εκφράσεις της, είναι τα παραμύθια που πλάθει καθισμένη στο
τραπέζι της κουζίνας, όσο σου δίνει μπουκιά μπουκιά το φαγητό σου, κουταλιά
κουταλιά το φαρμακό σου, αγκαλιά αγκαλιά τη δυναμή σου. Κι αυτή η αγκαλιά είναι
το δέρμα που ξέρω πως ποτέ δε θα φύγει από πάνω μου.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 11 Μαΐου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο πέμπτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.