Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Μαμά, κοίτα *

Μαμά, κοίτα, μπήκα στη σειρά, με βάλαν δηλαδή στη σειρά, δεν ήταν αυτοβούλως που σήκωσα τα χέρια, που παρατάχθηκα και που ακούμπησα τον ώμο του μπροστινού μου, σαν να’ θελα «Κουράγιο» να του πω, «είμαι στο πλάι σου κι αυτό θα το περάσουμε μαζί», που παραδόθηκα σε άλλου κρίση και για δική του χρήση, εσύ με έφερες εδώ, θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα. Μου είπαν θα με αγιάσουν, θα με διαβάσουν, θα με ξορκίσουν και θα τρομάξουν. Θα νιώσω σαν δαιμονισμένος, μία φορά έστω τον χρόνο και να το βάλω καλά στο κεφάλι μου πως οι εξορκισμοί θέλουν κι αυτοί μία καλή τον χρόνο επανάληψη. Αυτό θα κρατήσει χρόνια, μόνο που μέσα μου κακό πνεύμα δεν έχω, έχω όμως ανήσυχο. Κι αυτό μου είπαν πρέπει να διώξω. Να κάνω ένα φου και να τα σβήσω όλα τα κεριά στο νου μου και να ζηλέψω μοναχά αυτό που έχουν να μου δώσουν. Μαμά, κοίτα, στο τέλος θα τα καταφέρουν. Αλλά να ξέρεις, θα ήθελα να σταθώ στο κέντρο της αυλής, να μην έχω μπροστινό και πίσω, να μην έχω στοίχιση, παράταξη και προσοχή. Να στέκομαι με το ένα πόδι και να μην πέφτω, να στέκομαι με τα δύο πόδια και να σωριάζομαι, να στέκομαι στο κάτω-κάτω όπως θέλω και κανείς να μη με βάζει .

Μαμά, κοίτα, με βάλαν να καθίσω σ’ ένα θρανίο, μια φυλακή με τέσσερα πόδια που δε σε πάνε πουθενά, δεν περπατά, μονάχα τρίζει ή και σκονίζεται κι όλο την τρίβεις κι όλο αυτή βρωμίζεται. Και μου’ παν πως μπορώ τις μέρες μου να τις μετρώ χαράσσοντας γραμμές πάνω σ’αυτή τη φυλακή. Θα γίνει το θρανίο μου τοίχος, κελί κι ημερολόγιο. Μόνο που ημερολόγιο ποτέ στ’ αλήθεια δε θα γίνει, δε θα θυμάται το θρανίο τα δικά μου τα γενέθλια ή τα δικά σου, ή πότε φίλησα ή πότε έκανα πρώτη φορά μου έρωτα ή πότε έμαθα απ’τα λάθη να διδάσκομαι. Μόνο τ’ απλά μου θα θυμάται, τα ανέκδοτα, τα όσα έλεγα για να μη σκάψω μέσα μου βαθύτερα, να μην ανοίξω στο σχολείο τον δικό μου κόσμο να φανεί, γιατί μου είπαν να προσέχω. Διπλανούς και μακρινούς και συγκρατούμενους. Το θρανίο θα το σκάψω, θα το σκάβω κάθε μέρα από λίγο, με το μολύβι ξυσμένο, σαν μικρό σουγιά ή σαν κουτάλι, λίγο τη μέρα να φανεί το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, η γη κάτω από τα όνειρά μου. Μαμά, κοίτα, ξέρω ότι κι εσύ στις ίδιες φυλακές μεγάλωσες, αλλά αυτός δεν είναι λόγος αρκετός για να σου μοιάσω. Εξάλλου, εσύ μέχρι και σήμερα ανορθόγραφα τη γράφεις την ελευθερία.

Μαμά, κοίτα, μου είπαν θα με μάθουν να πιστεύω. Όχι σε όλα, σε όσα όμως θέλουν κι έχουν πριν από μένα κάνει έρευνα . Δουλεύουν για μένα, το διανοείσαι, δε θα χρειάζεται ποτέ μου να αναρωτηθώ γιατί και πώς και πού, θα είναι όλα σερβιρισμένα, στον πίνακα, στο πιάτο, στο βιβλίο, κάτω απ’τη μύτη μου, μέσα στην τσάντα μου, και δε θα πρέπει πια εσύ να ξεροσταλιάζεις, να ξενυχτάς να μου διαβάζεις παραμύθια, θα το κάνουν πια εκείνοι, θα μου διαβάζουν όλα τα παραμύθια που δεν ήθελα ποτέ να μάθω, όσες φορές θα χρειαστεί μέχρι απέξω να τα μάθω, να πω για τις φορές και τους καιρούς που άλλοι έζησαν καλά, εμείς χειρότερα, πάντα χειρότερα, και θα πρέπει τα παραμύθια τους να μάθω, για να μπορέσω κι εγώ να τα ζηλέψω, να γίνω ήρωας δίχως την πανοπλία, στη μνήμη μου να τα ανασύρω όταν μου πούνε ‘’γράψε και πάρε έναν βαθμό, πάρτον και ράψτον πάνω στο μανίκι σου, στο δέρμα σου πάνω τυπωσέ τον, δε θα’ σαι πια ο χ, ο ψ, ο ω, θα’σαι ο 6, ο 8, ο ‘’λίγη προσπάθεια ακόμα δε θα έβλαπτε’’, ο ‘’πάλι αδιάβαστος Γιωργάκη,’’, ο ‘’μα επιτέλους τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις’’. Αυτό το τελευταίο σταμάτησαν να το λένε, έτσι μου είπαν. Γιατί πια ξέρουν τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Άνεργοι. Μ’ ένα κεφάλι γεμάτο παραμύθια, που δε θα έχουμε παιδιά να τους τα πούμε.

Μαμά, κοίτα, μου είπαν θα με μάθουν να πιστεύω. Σε Θεό, σε Χριστό, σε θαύματα, μου είπαν ότι είμαι χριστιανός και πως γι’αυτό θρησκευτικά θα έχουμε στο πρόγραμμα. Το ήξερα πως ήμουν χριστιανός, μου το’λεγες τις δυο, τις τρεις φορές τον χρόνο που με πήγαινες στην εκκλησία, και τις φορές που με χαστούκιζες όταν δεν έκανα μπροστά σε άλλους τον σταυρό μου. Εδώ θα γίνω πιο πολύ. Θα πάρω και σ’αυτό έναν βαθμό και θα μπορώ να αποδείξω ότι είμαι. Θα μάθω και τη γλώσσα που εσύ μου περιόρισες μόνο στα κάτσε και στα σήκω, σε όλου του κόσμου τις προστακτικές, κι ας είχα εγώ στο νου μου πτώσεις δοτικές. Θα μάθω ιστορία για να μπορώ τους μετανάστες να κλωτσάω, θα μάθω φυσική για να μπορώ τη φύση να λερώνω, θα μάθω μαθηματικά για να μετρώ τα όνειρα που δε θα γίνουνε ποτέ αληθινά, γιατί σκοντάφτουν σε αριθμούς, γιατί σκοντάφτουν σε ευρώ, κι αυτά μας τα βιβλία όλα σε ευρώ μας τα υπολόγισαν, βιάστηκαν κι αυτά ν’αλλάξουν νόμισμα, χωρίς πρώτα να λύσουν τα προβλήματα. Θα μάθω αρχαία ελληνικά, για να μπορώ τα γκρικλις να αφαιρέσω απ’τη ζωή μου. Μαμά, κοίτα, αν δεν υπήρχε το σχολείο θα γινόμουν δυστυχής.


Μαμά, σ’ ευχαριστώ που μ’ εγκατέλειψες στο σχολείο. Κάθε μέρα που περνά μαμά, κοίτα πως δε θα μοιάζω σε τίποτα μ’αυτό που θα γινόμουν. Μέρα με τη μέρα η φαντασία μου θα εξαφανίζεται, δεν ήταν και σε τίποτα εξάλλου χρήσιμη, όλο μπελάδες μου δημιουργούσε. Ο χρόνος μου θα εκμηδενίζεται, αλλά κι αυτόν δεν τον χρειάζεσαι να σε πληγώνει άλλο. Θα συναντιόμαστε στα κλεφτά, πριν πάω αγγλικά, κομπιούτερ, ρυθμική και γυμναστήριο, θα με κοιτάς στα πόδια ή στην πλάτη, θα μου φοράς τα ρούχα μου, θα μου σερβίρεις το φαί και θ’ αποφεύγεις να με δεις στα μάτια. Μαμά, θα σε φωνάζω μέχρι να με κοιτάξεις. Κάποτε κι εμείς μαμά, θα πάρουμε εξιτήριο.   

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το εικοστό δεύτερο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

οι σιγουριές επιστρέφουν

όλο το καλοκαίρι πονοκεφάλιαζα, 
ήθελα να πάρω μιαν απόφαση,
αν μου αρκεί ο χρόνος, αν του αρκώ κι εγώ, 
τι να κρατήσω τη νέα χρονιά και τι ν'αφήσω πίσω.
οι μουσικές ήτανε πάντα κομμάτι της ζωής μου,
αν μου έλεγες να γελάσω ή να κλάψω, άκουγα μουσική
αν μου έλεγες να σκεφτώ ή να γράψω, άκουγα μουσική
όταν ερωτευόμουν και όταν χώριζα, 
όταν γυρνούσα και όταν έφευγα
σε λεωφορεία, σε τρένα, σε σταθμούς, 
σε συγκεντρώσεις με παρέες ή γνωστούς
η μουσική με καθόριζε.

δε θα μπορούσα να τη διώξω έτσι απλά απ'τη ζωή μου.
γι'αυτό και δίνω μία δεύτερη χρονιά στις σιγουριές μου
τις πάω σ'αλλη μέρα -τα σάββατα δεν έχουν τόση σιγουριά να σου προσφέρουν-
και τις βαπτίζω απ'την αρχή.

την παρασκευή 20/9 λοιπόν, στο γνωστό και τόσο αγαπημένο μου σημείο 
εγώ, οι μουσικές και οι εξομολογήσεις
σας περιμένω για κουβέντα, για παρόντα και για μέλλοντα. 


Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Tι είναι αγάπη;

Aγάπη είναι στον ώμο μου που γέρνεις το κεφάλι, 
αγάπη είναι σημειώματα π΄άφησα στο τραπέζι, 
είναι το ''κλείσε μου το φώς'', τα ''σκεπασέ με'', τα ''πονάω'', 
αγάπη είναι φαγητό που φτιάχνω για τους δυο μας 
και τα λεφτά που κουβαλώ να σου ψωνίζω κάτι. 
Αγάπη είναι να περνώ καλά όταν γεννιέσαι, 
με φίλους να συνομοτώ για δώρα και γενέθλια. 
Αγάπη είναι οι τσακωμοί, τα μούτρα και οι παύσεις, 
αγάπη είναι οι λυτρωμοί κι ο έρωτας τη μέρα. 
Αγάπη είναι τα πλήκτρα μου για σένανε να γράφουν 
και το δικό σου το ποτέ να μη με περιέχει. 

Αγάπη είναι τα μάτια σου, που βλέπω στον καθρέφτη. 

Και τα δικά μου που μπορείς να κουβαλάς μαζί σου. 

by Josef Koudelka 

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ρέκβιεμ

Άλλοι θα λένε καλή Παναγιά, άλλοι θα κατεβάζουν Παναγίες, Εκείνη θα κοιμάται, γιατί καλύτερο δεν έχει να κάνει σε μια χώρα που όλοι κοιμούνται , άλλοι με το κομποσκοίνι, άλλοι με το πορτοφόλι, άλλοι με το ξίφος, τη γροθιά και το ρόπαλο, και θα ξυπνήσουν, να παν' στην παραλία, που δε θες εισιτήριο, που δεν έχει ελεγκτή, που και να τρέξεις δε θα σπάσεις το κεφάλι σου, μόνο ρακέτα, φτώχεια και φιλότιμο, κι αυτό ηλεκτρονικό, μόνο ηλεκτρονικό, η ζωή μας ηλεκτρονική, με λάικ μόνο γαμάμε και δέρνουμε, αγαπάμε, χωρίζουμε και ξενυχτάμε, και ανατρέπουμε, και αντιστρέφουμε ρόλους, κι είμαστε τα θύματα, μόνο τα θύματα, κ θα μας βγάλουν από τις πρίζες τα φέισμπουκ τα τουΐτερ, και θα πεθάνουμε σαν ψάρι έξω απ'το νερό, κι ένα νερό για μένα που θέλω να ζήσω, να ανάψω ένα κερί για το παλικάρι, και να περπατήσω μέχρι να μου τελειώσουν οι μπαταρίες, στο μυαλό, στο κινητό, στην καρδιά, όλα είναι ανακυκλώσιμα, ακόμα κι εμείς, κι έχω πιει για να δυσκολέψω την ανακύκλωσή μου, και να γράψουν όταν εγώ πηδήξω από το τρόλεϊ ''να ένας τζαμπατζής, που ούτε ένα τουίτερ 140 χαρακτήρες δεν έγραψε με σωστές λέξεις'', γιατί οι λέξεις θα ζήσουν, όχι εμείς, και θα μας χειρίζονται, πού και πού θα χειριζόμαστε κι εμείς, για να πιστεύουμε πως μας ανήκει η ζωή μας, και θ'αλητεύουμε, και θα πιστεύουμε σ'ανάσταση νεκρών, και σε ανάσταση των ζωντανών πιο πολύ θα θέλουμε να πιστεύουμε, και τα κεριά μας θα ανάβουμε, και δε θα βλέπουμε στα πόσα δευτερόλεπτα τα πνίγει η ψυχοκόρη, και το χεράκι της δε λέει να τους χαρίσει δυο λεπτά αθανασίας, και η αθανασία είναι μια λέξη που μόνο τα παιδιά μας θα γνωρίσουν, γιατί ποτέ δε θα γεννήσουμε, θα τα αφήσουμε σε κόσμο αγέννητο, μακρυά από κρίση, χρήση, πλύση και κάθε είδους μύηση, αφού ούτε τους εαυτούς μας δε μπορέσαμε ποτέ να κάνουμε ανθρώπους, αφού φοβόμαστε να φέρουμε παιδιά στον κόσμο αυτό που σε κοιτάει στην τσέπη, και παραλήρημα σε λένε, και αντιδραστικό, κι ανίδεο, και μόνο αν τα πω θα είμαι αυτό που προσπαθώ να γίνω, και θα γιορτάζω, και χρόνια πολλά σε άλλη χώρα να μου πείτε, και γιορτή για όλους να είναι, με εισιτήρια και μη, και πρόστιμο να πέφτει μόνο στους ανθρώπους που δε νιώθουν, και με ανθρώπους που σκέφτονται να τρώμε απ'το υστέρημα, κι απ'το προτέρημα, κι από τα έρημα, χωρίς στάτους και ίνσταγκραμ, να αγαπούν και τα κεριά μας οι θεοί, να αγαπούν και τα κεριά μας οι καντηλανάφτισσες και να αγαπούν οι χορτασμένοι τους νηστικούς κι οι ξοδεμένοι τους αξόδευτους και ναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούν.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Μακροβούτι *

Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Χωρίς να ανοίγομαι πολύ, χωρίς να ξέρω αν η θάλασσα έχει κάποια σιγουριά να μου προσφέρει ή κάποια αγκαλιά να μου ανοίξει. Κολυμπούσα μέχρι εκεί που δε φοβόταν η μάνα μου πως θα πνιγώ, μέχρι εκεί που την ορατότητά της ικανοποιούσα και τη δική μου αυτοπεποίθηση έπνιγα. Το πνίξιμο είναι το μόνο εύκολο στις ζωές των ανθρώπων : άλλος πνίγει τα θέλω του, άλλος τα πρέπει του, άλλος τον εγωισμό, τα λάθη, τα συγγνώμη του. Με τα δυο χέρια κάτω απ’ το νερό, που δεν αφήνει αποτυπώματα και ίχνη από το έγκλημα. Αυτό που ζούμε είναι ό,τι περισσεύει από το πνίξιμο. Και το λέμε καθημερινότητα και τύψεις πού και πού. Οι καθημερινότητές μας μοιάζουν αρκετά.  Όλοι έχουμε μια ορατότητα να ικανοποιήσουμε, μια θάλασσα να βουτήξουμε και μια δειλία να κρυφτούμε. Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Γιατί έτσι είχα μάθει, γιατί με φόβιζαν με ιστορίες για ανθρώπους που ένα κύμα τους πήρε και δεν έμαθα ποτέ πού τους πήγε κι εγώ αυτός που έκλαιγα, ένας ανύπαρκτός τους συγγενής.

Η συγγένεια για μένα δεν ήταν ποτέ κληρονομική, μόνο τις παθήσεις μπορώ έτσι να χαρακτηρίζω. Η συγγένεια ήταν και είναι επίκτητη. Με όσα αγαπάς και δε σε πνίγουν. Με όσα δεν κουράζεσαι να συναντάς. Η θάλασσα είναι μια τέτοια συγγενής μου. Κι ας έχω πάντα τρακ απέναντί της. Είναι το τρακ του σεβασμού απέναντι σ’ αυτόν που υπολογίζεις. Αυτή η συγγένεια με δένει με τόσους άλλους ανθρώπους και το τρακ πολλαπλασιάζεται. Προτιμώ να πηγαίνω σε θάλασσες απόμερες, άδειες αν είναι δυνατόν, να κολυμπώ. Δίχως να πρέπει στα μάτια να δω πολλούς ανθρώπους, να πρέπει να αιτιολογήσω γιατί την αγαπώ. Ή να μη δω άλλον κανέναν από μένα περισσότερο να το κάνει. Κι αυτό να είναι η κόντρα στην ανασφάλειά μου, το γεγονός ότι μόνος στην παραλία δε θα ΄χω κάποιον να φωνάξω για βοήθεια αν χρειαστώ. Τις περισσότερες φορές πια που κολυμπώ, αναρωτιέμαι, αν θα γίνω κι εγώ ιστορία στα χείλη κάποιου. Για τότε που κάπως με πήρε η θάλασσα και κάπου με παράτησε. Με αόριστες περιγραφές, για να μη λυθεί ποτέ το αίνιγμα αν αφέθηκα. 

Πολλοί είναι πια οι άνθρωποι γύρω μου που έχουν αφεθεί. Σε μια στρεβλή πραγματικότητα,  δίχως μια χαραμάδα φωτός , χαμόγελου ή αισιοδοξίας. Πολλοί που πνίγονται σε κουταλιές νερού και κουταλιές θαλάσσης. Ή θέλουν να πνίγονται , για να μπορούν να αιτιολογούν αυτή τους την αδιαφορία ή τη γκρίνια τους, για να μπορούν να ζητούν βοήθεια , όταν σε συνθήκες ξηράς κανείς δε θα πίστευε ότι την αξίζουν. Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι, θα ήμουν κι εγώ αυστηρός και άδικος, όπως δε θα ήθελα και σε μένα εύκολα να φοράνε ταμπέλες. Ένα στοιχείο ακόμα που μου αρέσει στη θάλασσα είναι αυτό : ότι σε δέχεται δίχως ταμπέλες. Είτε λευκός, είτε ψηλός, είτε μπακάλης ή λεπρός, η θάλασσα δεν είναι εκεί για να σε κατηγοριοποιήσει. Οι κατηγορίες είναι των ανθρώπων προνόμιο. Όπως και το να χωρίζουν τη θάλασσα σε πλαζ επισήμων, σε ιδιωτική και δημόσια, να θες εισιτήριο για το νερό που σε ξεπλένει και σε καταπίνει, να θες πορτοφόλι για να βαπτιστείς, να ποτιστείς, να ελευθερωθείς, χαρτονομίσματα για να ξαπλώσεις, όχι πάνω στην άμμο, αυτό από μόνο του θα έδειχνε υποταγή στη φύση και στο ελαφρύ χώμα της άμμο που μας σκεπάζει.

Πριν κάμποσα χρόνια , κατά τη διάρκεια διακοπών σε ένα πολυσύχναστο νησί, συνάντησα ένα γεροντάκι , που είχε ένα σπιτάκι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Το σπιτάκι θα το έλεγα καλύτερα καλύβα και τον λόφο θα τον έλεγα γκρεμό. Έμαθα πως έχτισε μόνο του το σπίτι του, με όσα υλικά μπορούσε να συγκεντρώσει, και ξεκίνησε να μένει εκεί πρώτα τους μήνες του καλοκαιριού, ύστερα προστέθηκαν της άνοιξης και του φθινοπώρου, και τέλος μπήκαν και του χειμώνα μέσα. Το σπίτι αυτό δεν είχε υδροδότηση και φυσικά ούτε ηλεκτροδότηση. Κι όμως το γεροντάκι το περιέγραφε σαν παλάτι. Δεν είχε ποτέ πια περάσει από τον νου του  σκέψη να το εγκαταλείψει και να μείνει με άλλους συγγενείς, να έχει το νοιάξιμο , τη φροντίδα της άμεσης ανάγκης. Και δεν μπορούσες να λυπηθείς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η φωνή του έσταζε χαρά. Γιατί το βλέμμα του σε χόρταινε. Κι αν τον ακολουθούσες, σου έδειχνε το καμάρι του : τη θέα από την πίσω του αυλή. Η θάλασσα στα πόδια του. Όταν ήταν νεώτερος , μου είπε , έπεφτε για μπάνιο από κείνο ακριβώς το σημείο. Ένα μακροβούτι από ύψος τουλάχιστον 6-7 μέτρων. Τον ρώτησα αν φοβήθηκε ποτέ αυτές τις βουτιές. Τι να φοβηθώ , μου απάντησε. Η ίδια η ζωή με φοβίζει περισσότερο. Από κείνη τη συνάντησή μας έμαθα κι εγώ να φοβάμαι λιγότερο τη θάλασσα.   

Δεν κολυμπούσα πια δειλά ή δεν το καταλάβαινα. Άρχισα να μπαίνω όλο και πιο μέσα στα νερά της και να πλάθω διαλόγους μαζί της. Δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, ούτε είχα ποτέ την ψυχραιμία να δεχτώ τα δικά μου φταιξίματα. Ναι, η ζωή ήταν απείρως πιο δύσκολη . Ναι, η θάλασσα είναι απείρως πιο παρούσα απ’ ό,τι νομίζουμε. Συνεχίζοντας να μας παρατηρεί να πνιγόμαστε σε κουταλιές, σε δάκρυα, σε αναφιλητά, σε αυτοκτονίες, σε χρεωκοπίες, είναι εκεί και περιμένει. Να την αγκαλιάσουμε δε θα μπορέσουμε ποτέ, γιατί δεν έχουμε χέρια ούτε τον εαυτό μας ακόμα να αγκαλιάσουμε. Κάποιοι ενήλικες μας φόβισαν κι εκεί. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να αφήσουμε να πλύνει από πάνω μας την πόλη. Κι αν θα το κάνουμε, να το κάνουμε αθόρυβα. Όπως αθόρυβα τα γεροντάκια του παρελθόντος φοβούνται τη ζωή που ζούμε εμείς οι επαναστάτες του καναπέ, του διαδικτύου και της 3G υπομονής.  

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.