Φύλαγα σκοπιά. Ήμουν ντυμένος σαν κρεμμύδι και φυλούσα σκοπιά.
Αρβύλες, παλτό, γάντια και σκούφοι και κασκόλ κάτω από το παλτό, και διπλή
επένδυση και ό,τι άλλο μπορούσα να φορέσω. Κι όμως το κρύο έβρισκε τρόπο να
περνά, λες και με άφηνε επίτηδες να προσπαθώ να το αποφύγω κι ερχόταν στο τέλος
να με βγάλει τρελό. Και με έβγαζε. Να κόβω βόλτες γύρω από τη θέση μου, να
τρίβω τις παλάμες μεταξύ τους, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Και δεν είχα πολλά
σπίρτα ν’ ανάψω, και δεν είχα λόγους να προσευχηθώ, είχα όμως λόγο να περιμένω να
κοπάσει το κρύο. Και κάτι να φυλάξω. Το ένα σπίρτο στην τσέπη. Που από κάπου
είχε περισσέψει και παρέμενε κρυμμένο. Οι παλάμες άναβαν για λίγο, το τρίψιμο
απέδιδε για κάτι στιγμές κι ύστερα, πάλι, τα ίδια κρύα χέρια. Η ζεστή καρδιά
τις ώρες αυτές δε βοηθά – ή δεν είμαι σίγουρος αν βοηθά. Παρόλο που οι συνθήκες ούτε αυτές βοηθούσαν,
δε γκρίνιαζα ή δε γκρίνιαζα πολύ. Από παιδί θυμάμαι να απολαμβάνω το κρύο. Κι
εκείνο να με βλέπει με συμπάθεια. Ένα παιδί μικρό, ένα φαντάρο πρώτο, ένα της
τάξης αρχηγό, ένα κρυμμένο στις κουβέρτες εραστή.
Οι ρόλοι αλλάζουν γρηγορότερα απ’ τις συνήθειες. Μεγαλώνω και
δεν παύω να χαίρομαι τους χειμώνες, κάτι παραπάνω από τα καλοκαίρια. Ίσως γιατί
τους χαίρομαι προστατευμένος, γιατί δε τυλίχτηκα ποτέ με τρύπιες κουβέρτες,
ούτε κοιμήθηκα σε χαρτόκουτα. Είναι και η κουβέρτα μια πολυτέλεια που κάνεις
στον εαυτό σου δώρο, μια άνεση που από παιδί μαθαίνεις. Μαμά, τύλιξέ με καλά,
έξω κάνει κρύο. Άναψε το καλοριφέρ, άναψε τον κλιματισμό, άναψε την αγκαλιά σου
και διώξε το κρύο. Οι μαμάδες του κόσμου έκαναν πάντα ό,τι περνούσε από το χέρι
τους να μη μείνει σταλιά παγωνιάς στο δωμάτιο. Ακόμα και με το χνότο τους να
ζεσταίνουν τα χέρια σου μέσα στα χέρια τους. Αυτούς τους χειμώνες αγάπησα κι
εγώ, τους καλοπερασάκηδες. Κι αυτούς τους χειμώνες θυμάμαι και διηγούμαι ακόμα.
Δεν έχει σημασία που τώρα το πετρέλαιο μπαίνει φειδωλά, που το καλοριφέρ ανάβει
με το νου μας στο ρολόι. Η ζεστασιά θα είναι πάντοτε μια συνθήκη που όλοι
αναζητούμε. Ρώταγα τη μάνα μου : Πώς σε λένε; Σπίρτο, μου απαντούσε. Σπίρτο τι;
Σπίρτο σβηστό. Γιατί είσαι εδώ; Για να σε προσέχω.
Κάποτε σταμάτησα να αγοράζω σπίρτα. Σκεφτόμουν ότι το ένα που
έχω στην τσέπη μου αρκεί, πως αυτό από μόνο του θα κάνει όλη τη δουλειά που έχω
ανάγκη. Και θα μπορέσω να το ευχαριστήσω σβήνοντάς το, πριν καεί ολοσχερώς. Για
να μπορέσω κάπου κι εγώ να το κληροδοτήσω. Και να ελπίσω κι άλλος να το
προστατεύσει. Όποιος δεν μπορεί ή δεν έμαθε την αξία του ενός σπίρτου, δεν
κατανόησε ποτέ αληθινά τι σημαίνει ζεστασιά. Και έτσι απλά μπορεί και προσπερνά
τα παραμύθια, τα κοριτσάκια, τα σπίρτα τους, τα κορμιά τα νεκρά δίπλα στα
σπίρτα τους ή στα μαγκάλια τους. Λες και το μαγκάλι ήθελε ποτέ πτυχίο για να το
πλησιάσεις. Δεν σου ζητούσε εξετάσεις για τη χρήση του, εκείνο ήξερε τους
λόγους που το θες κοντά σου. Την αγκάλη του γυρεύεις, την μαγκάλη του. Κι
εκείνο δίνει ό,τι μπορεί. Κι είναι η μοίρα του καθένα μας μια εύφλεκτη σανίδα,
που έτσι απλά γίνεται στάχτη. Φοβάμαι κύριε, μου είπε ένα κορίτσι στο σχολείο.
Γιατί φοβάσαι; Φοβάμαι μην καώ ζωντανή κάποιο βράδυ, μου απάντησε. Οι φόβοι των
παιδιών γίνονται μεταδοτικοί.
Όλο και πιο πολύ έχω στο νου μου πια τις μέρες που ήμουν
στρατιώτης. Δεν ξέρω γιατί με επισκέπτονται τώρα, 7 χρόνια μετά. Έχω στο νου
μου τις κρύες περιπολίες μέσα στη νύχτα, που έπρεπε να στέκομαι ακίνητος, με το
όπλο στο χέρι ή στον ώμο ακουμπισμένο, για δυο, για τρεις ώρες. Σιγοτραγούδαγα
να περάσουν αυτές οι ώρες, αυτές οι νύχτες. Έπρεπε να κρατάω τον εαυτό μου
ξύπνιο, να κρατάω τον εαυτό μου ζεστό. Για να μπορώ να προστατεύσω την πατρίδα
μου. Που η προστασία μου ήταν κι αυτή μια συνθήκη. Και που δεν ήταν ποτέ
ανταποδοτικής αξίας. Πέρασαν τα χρόνια για να μου γίνει συνείδηση πως η πατρίδα
δε θα έκανε ποτέ σκοπιά για μένα, δε θα την ένοιαζε αν κρυώνω, αν ζεσταίνομαι,
αν σιγοτραγουδώ ή σιγοκλαίω. Τις νύχτες, μόνο τα σπίρτα του καθενός γίνονται
φύλακές μας, κάπου κοντά στέκονται και κοιτάνε. Μας προσέχουν όσο περνά από το
χέρι τους, απ’ τον κορμό τους, απ’ τη φωτιά τους. Καμιά φορά τα σπίρτα σβήνουν
τις φωτιές αντί να τις ανάβουν. Μου το λένε οι αυτοκτονίες γύρω μου, που η μία
ακολουθεί την άλλη, οι φρικτοί θάνατοι των ανήμπορων ανθρώπων, των φτωχών, των
ηλικιωμένων, που δεν έχουν δύναμη, δεν έχουν ρευστό, δεν έχουν πρόσβαση στο
διαδίκτυο, να διαβάσουν το δίκιο που τους δίνω.
* όπως δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό λόγου Intellectum στις 6 Δεκεμβρίου 2013