Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Τσέπες

συναντηθήκαμε στη μέση του δρόμου·  
γύριζες από περπάτημα,
γύριζα από διακοπές.
ανταλλάξαμε χειραψίες, βλέμματα,
κτυπήματα στην πλάτη. 
σου είπα για τα νησιά, 
μου είπες για τις φωτιές· 
κάπου ανάμεσα σε θαυμασμό και οίκτο σταθήκαμε 
Αμίλητοι, 
με τις σιωπές αυτές που ύστερα 
αναρωτιέσαι πώς γεννήθηκαν.
ο ένας κοίταζε τον ήλιο 
κι ο άλλος τις σκιές.
ύστερα χωριστήκαμε αναποφάσιστοι 
ποιανού η μάτια κουράστηκε. 
γυρίζοντας σκεφτόμουνα τα χέρια σου·
τα έβαλες για λίγο μες τις τσέπες 
κι ύστερα έτρεξαν και πάλι έξω, 
ίσως από αμηχανία , από συνήθεια, 
από ανάγκη... 
δύσκολο να μαντεύεις τις σκέψεις των χεριών.
έβλεπα όμως αμήχανα να κρέμονται, 
χωρίς να ξέρουν αν πρέπει κάτι ν’ ακολουθήσουν 
ή να πιαστούν. 
δεν είχε ίσως σημασία.
πριν κοιμηθώ, σου έστειλα λιγάκι 
από την άμμο των δικών μου διακοπών, 
σε μια φωτογραφία.
δε λερώνει, είπες, δυστυχώς.
θα ήθελες λιγάκι στα παπούτσια σου να είχες 
ή μέσα στις σελίδες των βιβλίων σου 
δεν ήξερα αν πρέπει να σου πω 
ότι γι’ αυτό τα χέρια μου δεν μπαίνουνε σε τσέπες, 
έχω γεμίσει όλες τις τσέπες μου με άμμο. 
ευτυχώς η ζωή δεν μπαγιατεύει, 
ανανεώνεται η σύμβαση με κάθε σου ψευδαίσθηση. 
μέχρι το επόμενο πρωί 
το είχα καταλάβει· 
ή τη σκιά θα βλέπεις ή τον ήλιο 
ακόμα κι αν παρίστανται κι οι δυο στα βήματα σου
εσύ διαλέγεις βλέμμα. 






Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Ανακαίνιση

Ξηλώσαμε ντουλάπες , παράθυρα και πόρτες , 
τι έμεινε απ’ το σπίτι , 
με ρώτησες κι απάντησες :
Ένα κουφάρι  
Δεν είναι λίγο το κουφάρι σου’ πα · 
Άλλοι μ’ ένα κουφάρι ονειρεύονται 
Κι έτσι συνέχισα να ρίχνω στον ακάλυπτο τα μπάζα 
Ξύλα , καδρόνια έφευγαν 
Θόρυβο έκαναν πέφτοντας 
Κάποιοι διαλέγουν όταν πεθαίνουν θόρυβο να κάνουν και κάποιοι όσο ζουν 
Όταν δεν έμεινε τι άλλο να ξηλώσω, 
Στάθηκα για λίγο να θαυμάσω το νεκροταφείο 
Δεν έβλεπα πουθενά ονόματα , 
χρονολογίες ή λόγια συγγενών 
Μονάχα αποτυπώματα στα ξύλα φανταζόμουν 
Το σπίτι ήταν γεμάτο δακτυλιές 
Από ανθρώπους που το αγάπησαν 
το λέρωσαν ή από τύχη το άγγιξαν 
Τώρα θα συνεχίσει με λευκό 
το ποινικό μητρώο 
Να μαζεύει απ’ την αρχή αποτυπώματα. 
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον θαυμάσω 
Αυτό τον λόφο σκουπιδιών που ξεφορτώθηκα 
Κι αμέσως έπιασε βροχή 
Αδίκως προσπαθείς της είπα , 
Δεν παραγράφονται τα τόσα τους εγκλήματα 
Το μόνο που θα καταφέρεις 
Θα ‘ ναι να μοιάζουν τάχα λυπημένα 
Δεν έδωσε καθόλου σημασία
Συνέχισε να βρέχει και δεν είχα πια παράθυρα να κλείσω 
Να μην ακούω τη βροχή και να μη μπαίνει μέσα 
Άνοιξα το ραδιόφωνο 
Και άρχισα να τραγουδώ 
Η ανακαίνιση μου άνοιξε την όρεξη.