Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Βαλίτσα

Tα καλοκαίρια μεταφέρω μια βαλίτσα.
Πότε την πηγαίνω εδώ, πότε με πηγαίνει αυτή ,
πότε νομίζω ότι δεν την αποχωρίζεται ποτέ το χέρι μου.
Θα ήθελα να έχω μόνιμα φτιαγμένη μια βαλίτσα διακοπών,
ακόμα κι όταν είμαι εδώ ,
να ταξιδεύει μόνη της.
Κι όταν πιάνει προορισμό, να μη γελιέται ότι έφτασε.
Έτσι συμβαίνει , χειμώνα καλοκαίρι  ·
ακόμα κι αν έχεις μάθει να επουλώνεις εύκολα ή γρήγορα τις πληγές σου,
ακόμα κι αν οι δρόμοι φαίνονται ανοικτοί
ή πως χωράνε του κόσμου όλου τις βαλίτσες  ·
Οι ελπίδες δεν πρέπει ποτέ να παρκάρονται.
Σίγουρα κάποιον εμποδίζουν.


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Χειρολαβή *

Μ’ άρεσε πάντα να κοιτώ τα λεωφορεία να περνούν. Να στέκομαι στη στάση, με ομπρέλα, με σακάκι, με τσάντες φορτωμένος και συναισθήματα, με γκρίνια μέχρι τον Θεό και νεύρα μέχρι το ζενίθ και να περιμένω. Και να λέω τώρα θα περάσει, θα μετρήσω μέχρι το 10, θα μετρήσω μέχρι το 1000, θα μετρήσω μέχρι να ξεχάσω τι μετράω. Και να περνούν όλα εκείνα που δε χρειάζομαι. Να λέω περνάει η ζωή που δε χρειάζομαι, αυτή που τρέχει και κάπου σε πάει. Να είμαι αυτός ο επιβάτης που αποφεύγουν. Γι’ αυτό και δεν αποστηθίζω δρομολόγια. Δεν τ’ αναζητώ σε στάσεις κολλημένα. Γι’ αυτό και κείνα κρύβονται πίσω από ενοικιαστήρια, πίσω από κλειδαράδες και μαρκαδόρους. Κι εγώ δεν έχω νοίκι να προσφέρω, δεν έχω πόρτες, δεν έχω μνήμη για τους αριθμούς. Έχω μια μνήμη που συχνά κι αυτή μουδιάζει. Κοιτώ πολλές φορές το λεωφορείο που περίμενα, χωρίς εμένα να φεύγει μπροστά, κι εγώ αυτός που φταίει, που δεν του έκανα σήμα να σταματήσει. Και φταίνε οι στάσεις, που για μένα είναι μια ανάπαυλα στη μέρα μου.

Σε κάθε στάση έχω αφήσει ένα κομμάτι μου. Είναι στιγμές που προσπαθώ να βάλω τάξη στο μυαλό μου, είναι λεπτά που κλείνω μάτια να σκεφτώ, γιατί χρειάζεται η τάξη;  γιατί χρειάζεται μυαλό; γιατί χρειάζεται να φτάσω κάπου; Με νοιάζει μόνο να ανέβω. Κάποια στιγμή, κάποια φορά στη μέρα. Να πιάσω μία θέση σε παράθυρο κοντά, να βλέπω τα αυτοκίνητα να τρέχουν, στην ανάγκη τους να μάθουν το γιατί. Κι αυτή η θέση είναι ανάμεσα στους όρθιους, όχι στους καθιστούς. Το λεωφορείο ήταν και είναι  μια ασφάλεια για μένα, ένα παράθυρο να βλέπω τη ζωή και μια χειρολαβή. Μια γαντζωμένη από το χέρι μου. Που μ’ αγκαλιάζει πιο πολύ απ’ ότι εγώ. Σε μια χειρολαβή πιασμένος έμαθα τον θάνατο της γιαγιάς μου και κρατήθηκα γερά απ’ αυτήν. Σε μια χειρολαβή ερωτευμένος τη Μαρία ακολουθούσα, στο λεωφορείο που δεν έπρεπε να πάρω, γιατί το σπίτι μου ήταν δυο βήματα απόσταση. Κι εγώ χιλιόμετρα αντίθετα, για κείνη τραβούσα. Σε μια χειρολαβή φίλησα ανθρώπους και με φίλησαν, είπα δικά μου μυστικά γεμάτα ψίθυρους, κάποτε μάλωσα, συμφιλιώθηκα, είπα αλήθειες, είπα ψέματα. Αν οι χειρολαβές είχαν δική τους γλώσσα θα με πρόδιδαν.

Είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους το να προδίδουν. Γιατί κι αυτές δεν είναι λίγα αυτά που τράβηξαν. Υπήρχε κάποτε μια εποχή που δεν τις έβρισκες συχνά σε λεωφορεία, μόνο σε τσάντες μαθητών κρέμονταν ραμμένες. Ήταν κι αυτά, φαντάζομαι, παιδιά που ταξιδεύουν. Που η χειρολαβή σήμαινε ασφάλεια, κάτι να έχουν κοντινό για να πιαστούν. Μ’ αυτή τους πρόδιδε. Και δεν τους πήγαινε πια πουθενά, έτσι αδύναμη κι αυτή, μακριά απ’ το σπίτι της. Αν δε φοβόμουν μην τη χάσω, θα είχα ράψει και εγώ μία στην τσέπη μου. Και θα μπορούσα τη ζωή να τη χωνέψω. Να κατεβαίνω σ’ άλλη στάση, να υποκρίνομαι λάθος προορισμό, να ταξιδεύω με τον νου ή με τα πόδια. Δεν ξέρω αν τα πόδια θα με πάνε κάπου, γι’ αυτό επιμένω να κινούμαι με λεωφορεία. Κι έχω δει γυναίκα να κλαίει στο κάθισμά της και άνθρωπος κανείς να μην την πλησιάζει. Έχω δει οδηγό να μαλώνει απ’ το κινητό του τηλέφωνο και τ’ αυτιά των επιβατών να λαχταρούν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες και να μαντέψουν τις στροφές που θα πάρει το όχημα. Έχω δει γεροντάκια πιασμένα χέρι-χέρι στη μέση της νύχτας να ταξιδεύουν και να μην τους ενδιαφέρει πόσες νύχτες ακόμα έχουν μπροστά τους, αλλά το ότι μαζί κάπου ταξιδεύουν.

Όταν άκουσα για το φονικό στο Αγρίνιο, για το παιδί που μ’ ένα μαχαίρι έδωσε τέλος στη ζωή της μητέρας του, σκέφτηκα να του στείλω μια χειρολαβή. Κάτι να κρατιέται, τώρα που τα ταξίδια του δε θα’ χουν προορισμούς. Όταν άκουσα για τη δολοφονική επίθεση στο Ρέθυμνο, για τον 11χρονο που 20 φορές μαχαιρώθηκε στο σώμα, σκέφτηκα να μπω σε ένα λεωφορείο κι εκεί να μείνω. Να αφήσω τις μπαταρίες στο κινητό, στο mp3, στο νου μου να αδειάσουν και να μην έχω πού να τις φορτίσω. Να κλείσω απ’ έξω απ’ τα παράθυρα τα ραδιόφωνα, τις ειδήσεις, τον κόσμο που όλα θέλει να τα ορίζει και σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας να φέρεται. Μονάχα η Αντιγόνη κάπου σπάραξε, πως στη ζωή γεννιέσαι για ν’ αγαπάς και ν΄ αγαπιέσαι, το δικό της όχημα όμως γρήγορα ξεπεράστηκε και μπήκε στο αμαξοστάσιο. Το δικό μου δε θέλω να σταματήσει, θέλω να κινείται συνεχώς, να μην έχει πληροφόρηση, να πηγαίνει μπρος και πίσω, ένα ατέρμονο αποκούμπι στους ανθρώπους που φοβούνται. Σ’ αυτούς που παρατηρούν και ζουν την παρατήρηση. Να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας θα ευχόμουν μόνο. Ν’ ακούμε για ζωή , όσο ακούμε για θανάτους.

Λίγες μέρες πριν, έμεινα μέχρι αργά στο σχολείο να διορθώνω και μια γιαγιά περνώντας με είδε σκυφτό στα γραπτά. Πάω να σου φέρω σπανακόπιτα που έφτιαξα, μου είπε. Και μου έφερε. Σπιτική, μυρωδάτη και ζεστή. Θα τη φάω στην υγειά σας, της είπα. Όχι παλικάρι μου, στην υγειά της εγγόνας μου. Η εγγονή της πέθανε 8 μήνες πριν από μια σπάνια πάθηση. Και όμως ζει, στα χέρια μιας γιαγιάς γεμάτη δύναμη. Λίγες μέρες πριν, έφυγε από τη ζωή η μητέρα ενός φίλου, ξαφνικά, από ένα ατύχημα. Χωρίς να προλάβει να κάνει διαδρομές πολλές, να επικυρώσει εισιτήρια. Ακούω για τόσες απώλειες, τις ζω σαν δικές μου και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Άλλοι κάνουν τάματα, ολονυκτίες, ανάβουν κεριά, φτιάχνουν σπανακόπιτες για να πενθήσουν.  Εγώ κάνω διαδρομές. Πιάνω τη χειρολαβή και προσεύχομαι. Κάπου να πάμε. Κι εμείς, κι αυτοί που φεύγουν. Τώρα τελευταία σκέφτομαι όλο και πιο πολύ να έχω λίγη σπανακόπιτα μαζί μου. Τυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο. Για τη ζωή όσο κινούμαστε.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στη 1 Ιουνίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

SαNtΈ

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν μου χρειάζεται τσιγάρο
αν έχω σκέψεις που χρειάζονται ομίχλη
να μην τις βλέπεις,
να μην τις βλέπω
να καταρρέουν υπό το άσπρο συννεφένιο βάρος 
να μη μπορεί ανθρώπου μάτι να τις πιάσει,
ούτε σε στόμα δεύτερο να βρουν φωλιά. 
Αν κάπνιζα, θα είχα το ένα να ανάβει πίσω από τ'άλλο
να χτίζω και να ξεφυσώ 
έναν κόσμο για μένα και για σένα
από νεφέλες
κι εμείς τα κουρέλια του
να βουλώνουμε τρύπες σε πόρτες, παράθυρα και τοίχους
να μην υπάρχει έξοδος 
ούτε για μας τους ίδιους.
Να μη θέλουμε ανάσα αλλιώτικη
παρά ο ένας του άλλου.
Κι ας έχει μια τοξίνη ο εαυτός μας παραπάνω.
Να είμαι ένα τσιγάρο ολόκληρο εγώ
από αυτά που την υγεία βλάπτουν σοβαρά
κι εσύ εις γνώσιν σου να με υπολογίζεις
σαν γιατρικό. 
Τώρα που δεν καπνίζω 
δεν είμαι ικανός να χτίσω τις νεφέλες,
δεν έχω χέρια , δεν έχω σπίτι , δεν έχω φωλιά
είμαι μονάχα το κουτί τους.
Ένα κουτί από τσιγάρα να φωλιάσει τις δικές σου σκέψεις.
Κόκκινες και τετράγωνες.
Κι όταν ξεμένει το κουτί από τσιγάρα
και στο επόμενο θα κρύβω τη λαχτάρα μου
μια σπείρα που την έλεγα λαβύρινθο.  


Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΣΦΗΚΕΣ *

Κάθε καλοκαίρι σκέφτομαι τι πρέπει να ξεφορτώσω απ'τη ζωή μου. Είναι σαν τη δική μου Πρωτοχρονιά το καλοκαίρι - με απολογισμούς , με σχέδια και στολισμούς. Kαι σαν Πρωτοχρονιά μου έρχονται τα δώρα, οι αποφάσεις, οι προτάσεις, οι νέες προκλήσεις και προσκλήσεις.
Αυτό το καλοκαίρι - ύστερα από μια δύσκολη χρονιά, που με δοκίμασε και τη δοκίμασα σε τόσα διαφορετικά πόστα - ήρθε κάτι καινούργιο. Που όσο κουρασμένος κι αν ήμουν, δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Το λένε ''Σφήκες'' και το έγραψε ο Αριστοφάνης. Αυτός που δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ λίγο καιρό πριν ότι θα έπιανα να αναμετρηθώ - και που σαν ρήμα ακόμα, αναμέτρηση δεν το λες, απόπειρα μόνο από σεβασμό εκπορευόμενη.

Ο Νίκος σκηνοθετεί, ο φίλος Γιώργος από το παρελθόν υπογράφει τη μουσική κι εγώ τους στίχους των χορικών. Και όλο αυτό το λες ανυπομονησία, χαρά μεγάλη και χαμόγελα οκάδες.

Εύχομαι να σας συναντήσει και να το συναντήσετε κι αν κάτι σας πει, γράψτε δυο λογάκια εδώ ή σε mail, έτσι για να βελτιωνόμαστε.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Ρένια Πετράκη
Διασκευή - Σκηνοθεσία - Φωτισμοί: Νίκος Ορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά - Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη
Πρωτότυπη μουσική: Σιτώτης Γιώργος
Στίχοι: Μάριος Μάζαρης
Χορογραφίες: Μαρίζα Τσίγκα
Βοηθός σκηνοθέτη: Πηνελόπη Ζαλώνη
Μακιγιάζ: Λένα Χανιωτάκη 

Κορυφαίος του Χορού ο Τάκης Ζαχαράτος !

Τους ρόλους ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Στέφανος Απέργης, Ρένια Αχιλλεοπούλου, Γιώργος Βούλγαρης, Βανέσα Γούπιου, Θάλεια Γρίβα, Ισιδώρα Δωροπούλου, Παναγιώτης Θεοδώρου, Μάριος Κραββαρίτης, Παναγιώτης Κυριακού, Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος, Στράτος Λύκος, Γκέλυ Μητροπούλου, Φωτεινή Μπακλατζίογλου, Καίτη Μπουγαδάκη, Φώτης Πυριτίδης, Λευτέρης Ραπτάκης, Διονύσης Σάββας, Κέλλυ Σπάνθη, Εβίτα Συρίγου. 


Πρεμιέρα 25/7 στο Δημοτικό Θέατρο Νέας Ερυθραίας, Αθήνα και μετά συνεχίζουμε με : 

27/7  Ρέθυμνο - 28/7  Αρχάνες-Ηράκλειο - 29/7  Μίνωας-Πεδιάδος Ηράκλειο - 30/7  Σφακιά -  1/8 Ακράτα - 2/8  Μεγαλόπολη - 5/8  Κύμη - 6/8  Ωρωπός -  7/8  Γρεβενά - 8/8  Κοζάνη - 9/8 Καλαμπάκα -  10/8  Γιάννενα - 20/8  Αρχαία Ολυμπία - 21/8  Ναύπλιο -  22/8  Καρπενήσι - 24 /8 Βόρεια Κυνουρία - Άστρος -  25/8 Λιβαδειά /  29/8 Κυλλήνη – Λεχαινά -  30/8 Κέρκυρα - 1/9  Σκύρος - 4/9  Αργυρούπολη (ΑΘΗΝΑ) -  5/9  Βόλος -  14 /9  Λάρισα


* όπως λέμε κάτι που με κέντρισε

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Βασιλικός *

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην μπορώ να θυμάμαι περισσότερα. Να θυμάμαι πράγματα που συνέβησαν χρόνια πολλά πίσω, με λεπτομέρειες, με ονόματα, με πρόσωπα και ρούχα που φορούσαν, με εκφράσεις του προσώπου τους, με τικ, με μορφασμούς και με κινήσεις των χεριών τους. Κι όχι απλώς αναρωτιόμουν, στεναχωριόμουν, γιατί πολλές από τις αναμνήσεις μπερδευόμουν και δεν ήξερα αν τις έζησα πραγματικά ή τις φαντάστηκα, ήθελα τόσο να τις ζήσω και τις έπλασα. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο παρελθόν, θα το έκανα, μόνο και μόνο για να γυρίσω στην παιδική μου ηλικία, να δω τον εαυτό μου φρεσκογεννημένο, σαν ζεστό ψωμί, που περιμένει χέρια να το πιάσουν, και να δω ποια υλικά είναι δικά μου πράγματι και ποια τρώγονται. Δεν είναι πολλές οι αναμνήσεις που μπορείς να ανασύρεις από την παιδική σου ηλικία, το ξέρω.  Είναι μια χούφτα αλεύρι και μια θερμοκρασία που σε ζέστανε, είναι ψωμί, είναι μπουκιές, είναι νερό σε κυπελλάκι πλαστικό κι αγκαλιές.

Οι αγκαλιές από την άλλη, ήταν ανέκαθεν μια μνήμη ισχυρή, που δεν μπορούσε κανένας χρόνος να τη σβήσει. Ακόμα κι αν οι άνθρωποί σου έφυγαν, ακόμα κι αν δε θες άλλο ανθρώπους σου να τους αποκαλείς, οι αγκαλιές τους έμειναν πίσω, έγιναν δέρμα σου, έγιναν στρώσεις, που η μία αντικαθιστούσε την άλλη, κι εσύ τις φύλαγες όλες αυτές τις στρώσεις, σαν του φιδιού τα πουκάμισα. Το φίδι ήσουν πάντα εσύ. Εσύ, εγώ, εμείς, που στον χρόνο πάνω σερνόμαστε και αναζητούμε θηράματα, τροφή και ζεστασιά. Κι αλλάζουμε πουκάμισα, όταν η αγκαλιά βαριά μας πέσει. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να αλλάξω πια πουκάμισο, ότι η αγκαλιά θέλω να γίνει δέρμα μου κι εγώ δικό της. Και κάπου να βρω μία γωνιά, να αποβάλλω όσο δηλητήριο μου αναλογεί σ’ αυτή τη ζωή, ακόμα κι αν το λες μια αυτοάμυνα το δηλητήριό σου. Θέλω να ζήσω δίχως άλλη τέτοια αυτοάμυνα, δίχως πίκρες και  δίχως άλλη χολή. Γιατί και η χολή μας, μοιάζει σαν του Προμηθέα το συκώτι : πάντα παραμένει άθικτη για τον επόμενό μας στόχο. Ακόμα κι αν η δική μου αφαιρεθεί, πάντα πλεόνασμα θα υπάρχει εκεί έξω.

Το δικό μου το πλεόνασμα είναι σε μυρωδιές. Μπορώ περήφανα να πω ότι η μνήμη μου έχει μεγάλες αποθήκες. Κι ίσως αυτό το αντιστάθμισμα μου αφαιρεί εικόνες. Αλλά κι οι μυρωδιές έχουν μια μαγική, δική τους ικανότητα να με πηγαίνουν πίσω κι εικόνες να αναπλάθουν. Μυρωδιές από λεμονιές στο νησί κι εγώ να είμαι ξαπλωμένος από κάτω τους, από ασβέστη κάθε καλοκαίρι στα σκαλιά που έβαφε ο παππούς μου, απ’ τα τσιγάρα του πατέρα μου και την εικόνα του να τα καπνίζει, απ’ τα μαλλιά της γιαγιάς μου, από τις γάτες τις αδέσποτες που έδινα ονόματα κι από καφέ ελληνικό και μάτια που κοιτάζουν μη φουσκώσει. Η καρδιά μου είναι γεμάτη από μάτια που φρόντιζαν να μη φουσκώσει παραπάνω. Και μια μεγάλη ευγνωμοσύνη νιώθω, όταν τα σκέφτομαι. Γιατί και η σκέψη είναι μια ανάμνησή μου διαρκείας. Που δε μαραίνεται, που δεν το χάνει το άρωμά της. Είναι σαν φύλλα από βασιλικό, που σου τρυπάνε τα ρουθούνια και οι κινήσεις των δακτύλων σου που τα χαϊδεύει. Κι ύστερα, με δάκτυλά μυρωμένα, είσαι κι εσύ ο ίδιος βασιλικός , ίσως ακόμα και βασιλιάς. Γιατί κάποιος από μικρό παιδί σε έχρισε τέτοιον.

Στη μάνα μου άρεσε πάντα ο βασιλικός. Ήθελε – και θέλει- να έχει μια γλαστρούλα στο μπαλκόνι της τα καλοκαίρια, να τη βλέπει, να την ποτίζει, να τη μυρίζει. Κι εγώ μαζί της ήθελα το ίδιο. Πολλά μου θέλω κι επιλογές ήταν δικά της ποτίσματα. Και δεν το ήξερα, είτε το ήξερα και κρυφογέλαγα, γιατί μου άρεσαν. Όπως μου άρεσε πάντα, παιδί να είμαι με το κεφάλι ξαπλωμένο στα πόδια της και να με νανουρίζει με το Que sera sera , γιατί η ζωή ήταν πάντα κάτι απρόβλεπτο κι εσύ η πρόβλεψη να το περάσεις και να χαμογελάσεις. Όπως μου άρεσε που ερχόταν κι έφερνε το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου κι εγώ δήθεν ντρεπόμουν, όμως την έψαχνα σε κάθε διάλειμμα, μήπως φανεί. Κι έστεκε και χαμογελούσε, ακόμα κι όταν έλειπε. Από τότε χαμογελώ κι εγώ, γιατί χρωστώ πολλά χαμόγελα σε κείνη και θέλω κάπως να της τα ανταποδώσω. Ακόμα κι αν έμεινα μικρός σαν βασιλιάς, δεν ξεχνώ σε ποιον χρωστώ αυτό μου το βασίλειο. Κι η ίδια συνεχίζει να μου χαμογελά, κι ας μη με βλέπει όσο συχνά θα ήθελε, κι ας μη τρώμε μαζί τα μεσημέρια, κι ας μην έχω τρόπους πολλούς να της δείξω την αγάπη μου. Έχω πάντα όμως τη μυρωδιά της μαζί μου και το νανούρισμα.

Σήμερα τα νανουρίσματα ίσως να είναι ξεπερασμένα. Ίσως τα νέα παιδιά δεν έχουν όνειρα ή όρεξη να κοιμηθούν να τα γυρέψουν. Ίσως δε βρίσκουν εύκολα τις αγκαλιές που επιθυμούν.

Βασιλικοί όμως δεν έπαψαν να φυτρώνουν κι οι μυρωδιές τους κάτι να σημαίνουν. Η γιορτή της μητέρας είναι κι αυτή μια διαρκής ανάμνηση, ένα γλαστράκι βασιλικού κι ένα ευχαριστώ που μ’ έχρισες βασιλιά. Είναι μια χούφτα εικόνες, είναι το μπάνιο που κάνεις στα χέρια της παλεύοντας με αφρούς και παπάκια, είναι οι αναμνήσεις όλες που θα ήθελα να επαναφέρω στο μυαλό μου, είναι τα τραγούδια, τα νανουρίσματα, το καμάρι της και το δικό μου, είναι οι μυρωδιές και οι εκφράσεις της, είναι τα παραμύθια που πλάθει καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, όσο σου δίνει μπουκιά μπουκιά το φαγητό σου, κουταλιά κουταλιά το φαρμακό σου, αγκαλιά αγκαλιά τη δυναμή σου. Κι αυτή η αγκαλιά είναι το δέρμα που ξέρω πως ποτέ δε θα φύγει από πάνω μου.  

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 11 Μαΐου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο πέμπτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.