Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Σπίρτο *

Φύλαγα σκοπιά. Ήμουν ντυμένος σαν κρεμμύδι και φυλούσα σκοπιά. Αρβύλες, παλτό, γάντια και σκούφοι και κασκόλ κάτω από το παλτό, και διπλή επένδυση και ό,τι άλλο μπορούσα να φορέσω. Κι όμως το κρύο έβρισκε τρόπο να περνά, λες και με άφηνε επίτηδες να προσπαθώ να το αποφύγω κι ερχόταν στο τέλος να με βγάλει τρελό. Και με έβγαζε. Να κόβω βόλτες γύρω από τη θέση μου, να τρίβω τις παλάμες μεταξύ τους, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Και δεν είχα πολλά σπίρτα ν’ ανάψω, και δεν είχα λόγους να προσευχηθώ, είχα όμως λόγο να περιμένω να κοπάσει το κρύο. Και κάτι να φυλάξω. Το ένα σπίρτο στην τσέπη. Που από κάπου είχε περισσέψει και παρέμενε κρυμμένο. Οι παλάμες άναβαν για λίγο, το τρίψιμο απέδιδε για κάτι στιγμές κι ύστερα, πάλι, τα ίδια κρύα χέρια. Η ζεστή καρδιά τις ώρες αυτές δε βοηθά – ή δεν είμαι σίγουρος αν βοηθά.  Παρόλο που οι συνθήκες ούτε αυτές βοηθούσαν, δε γκρίνιαζα ή δε γκρίνιαζα πολύ. Από παιδί θυμάμαι να απολαμβάνω το κρύο. Κι εκείνο να με βλέπει με συμπάθεια. Ένα παιδί μικρό, ένα φαντάρο πρώτο, ένα της τάξης αρχηγό, ένα κρυμμένο στις κουβέρτες εραστή.

Οι ρόλοι αλλάζουν γρηγορότερα απ’ τις συνήθειες. Μεγαλώνω και δεν παύω να χαίρομαι τους χειμώνες, κάτι παραπάνω από τα καλοκαίρια. Ίσως γιατί τους χαίρομαι προστατευμένος, γιατί δε τυλίχτηκα ποτέ με τρύπιες κουβέρτες, ούτε κοιμήθηκα σε χαρτόκουτα. Είναι και η κουβέρτα μια πολυτέλεια που κάνεις στον εαυτό σου δώρο, μια άνεση που από παιδί μαθαίνεις. Μαμά, τύλιξέ με καλά, έξω κάνει κρύο. Άναψε το καλοριφέρ, άναψε τον κλιματισμό, άναψε την αγκαλιά σου και διώξε το κρύο. Οι μαμάδες του κόσμου έκαναν πάντα ό,τι περνούσε από το χέρι τους να μη μείνει σταλιά παγωνιάς στο δωμάτιο. Ακόμα και με το χνότο τους να ζεσταίνουν τα χέρια σου μέσα στα χέρια τους. Αυτούς τους χειμώνες αγάπησα κι εγώ, τους καλοπερασάκηδες. Κι αυτούς τους χειμώνες θυμάμαι και διηγούμαι ακόμα. Δεν έχει σημασία που τώρα το πετρέλαιο μπαίνει φειδωλά, που το καλοριφέρ ανάβει με το νου μας στο ρολόι. Η ζεστασιά θα είναι πάντοτε μια συνθήκη που όλοι αναζητούμε. Ρώταγα τη μάνα μου : Πώς σε λένε; Σπίρτο, μου απαντούσε. Σπίρτο τι; Σπίρτο σβηστό. Γιατί είσαι εδώ; Για να σε προσέχω.

Κάποτε σταμάτησα να αγοράζω σπίρτα. Σκεφτόμουν ότι το ένα που έχω στην τσέπη μου αρκεί, πως αυτό από μόνο του θα κάνει όλη τη δουλειά που έχω ανάγκη. Και θα μπορέσω να το ευχαριστήσω σβήνοντάς το, πριν καεί ολοσχερώς. Για να μπορέσω κάπου κι εγώ να το κληροδοτήσω. Και να ελπίσω κι άλλος να το προστατεύσει. Όποιος δεν μπορεί ή δεν έμαθε την αξία του ενός σπίρτου, δεν κατανόησε ποτέ αληθινά τι σημαίνει ζεστασιά. Και έτσι απλά μπορεί και προσπερνά τα παραμύθια, τα κοριτσάκια, τα σπίρτα τους, τα κορμιά τα νεκρά δίπλα στα σπίρτα τους ή στα μαγκάλια τους. Λες και το μαγκάλι ήθελε ποτέ πτυχίο για να το πλησιάσεις. Δεν σου ζητούσε εξετάσεις για τη χρήση του, εκείνο ήξερε τους λόγους που το θες κοντά σου. Την αγκάλη του γυρεύεις, την μαγκάλη του. Κι εκείνο δίνει ό,τι μπορεί. Κι είναι η μοίρα του καθένα μας μια εύφλεκτη σανίδα, που έτσι απλά γίνεται στάχτη. Φοβάμαι κύριε, μου είπε ένα κορίτσι στο σχολείο. Γιατί φοβάσαι; Φοβάμαι μην καώ ζωντανή κάποιο βράδυ, μου απάντησε. Οι φόβοι των παιδιών γίνονται μεταδοτικοί.

Όλο και πιο πολύ έχω στο νου μου πια τις μέρες που ήμουν στρατιώτης. Δεν ξέρω γιατί με επισκέπτονται τώρα, 7 χρόνια μετά. Έχω στο νου μου τις κρύες περιπολίες μέσα στη νύχτα, που έπρεπε να στέκομαι ακίνητος, με το όπλο στο χέρι ή στον ώμο ακουμπισμένο, για δυο, για τρεις ώρες. Σιγοτραγούδαγα να περάσουν αυτές οι ώρες, αυτές οι νύχτες. Έπρεπε να κρατάω τον εαυτό μου ξύπνιο, να κρατάω τον εαυτό μου ζεστό. Για να μπορώ να προστατεύσω την πατρίδα μου. Που η προστασία μου ήταν κι αυτή μια συνθήκη. Και που δεν ήταν ποτέ ανταποδοτικής αξίας. Πέρασαν τα χρόνια για να μου γίνει συνείδηση πως η πατρίδα δε θα έκανε ποτέ σκοπιά για μένα, δε θα την ένοιαζε αν κρυώνω, αν ζεσταίνομαι, αν σιγοτραγουδώ ή σιγοκλαίω. Τις νύχτες, μόνο τα σπίρτα του καθενός γίνονται φύλακές μας, κάπου κοντά στέκονται και κοιτάνε. Μας προσέχουν όσο περνά από το χέρι τους, απ’ τον κορμό τους, απ’ τη φωτιά τους. Καμιά φορά τα σπίρτα σβήνουν τις φωτιές αντί να τις ανάβουν. Μου το λένε οι αυτοκτονίες γύρω μου, που η μία ακολουθεί την άλλη, οι φρικτοί θάνατοι των ανήμπορων ανθρώπων, των φτωχών, των ηλικιωμένων, που δεν έχουν δύναμη, δεν έχουν ρευστό, δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, να διαβάσουν το δίκιο που τους δίνω.

Περνάμε όλο και πιο δύσκολες μέρες. Το βλέπεις γύρω σου, το βλέπεις στο σπίτι σου. Και λες, κάπου, κάτι θα έρθει, μια αλλαγή, από κάπου αλλού, μια ζεστασιά θα απλωθεί, θα περάσει ο χειμώνας, θα έρθει η άνοιξη, κι όχι στο κλίμα, στις ζωές των ανθρώπων, που θα μπορούν να αγοράσουν και τέσσερις και πέντε κουβέρτες παραπάνω, γιατί η ζεστασιά δεν είναι πολυτέλεια, όσο κι αν θέλουν να μας το επιβάλλουν, που το πετρέλαιο δεν είναι απλησίαστο αγαθό, αλλά μπορεί η τσέπη σου να το αντέξει. Συνεχίζω να ψάχνω στη δική μου τσέπη και να ανασύρω παραμύθια. Παραμυθιάζω τον εαυτό μου, για να μπορώ να με κρατάω ζεστό. Λέω, θα βρούμε κάποτε το θάρρος οι άνθρωποι, να βγάλουμε τα σπίρτα τα μονάκριβα απ’τις τσέπες μας να φτιάξουμε μία τρανή φωτιά. Να κάψει ό,τι είναι να καεί και να ζεστάνει, ό,τι είναι για να ζεσταθεί. Έχω πάντα ελπίδες, όπως έχω πάντα και παραμύθια. Καμιά φορά μόνο νομίζω πως το σπίρτο θα λιώσει, θα νοτίσει, θα σπάσει στην τσέπη μου και καμιά φωτιά δε θα μπορέσουμε να δούμε.

* όπως δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό λόγου Intellectum στις 6 Δεκεμβρίου 2013

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 12 και 13

μαζί κι οι δυο. γιατί, αν δεν ποντάρεις στο μαζί, πώς περιμένεις να κερδίσεις; δυο εκπομπές μαζί, καθότι χρόνο δε βρήκα να ανεβάσω τη μία, καθότι ακολουθούν διακοπές χριστουγεννιάτικες και εκπομπές δε θα κάνω και πρέπει κάτι να σας δώσω να φθουρήσει. η μία της ισλανδίας παιδί κι η άλλη του απολογισμού και του καλού ανταμώματος. το ραντεβού μας πάει για το έτος το επόμενο, εκεί, στις αρχές του γενάρη επιστρέφουμε με νέες σιγουριές, με νέες μουσικές και παλιές κι αγαπημένες και λόγια απλά ή σύνθετα, ή λιτά , ή απέριττα ή ακαταλαβίστικα. την καρδιά ακολουθούμε και ευχαριστώ όσους το κάνουν μαζί μου.



Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 11

πάντα κάτι έχω. μη το λογαριάζεις για κάτι παραπάνω απ'ότι είναι. είναι μια μελωδία που κολλάει στο μυαλό μου και την κυνηγώ, είναι μια ανάγκη η μελωδία να με καταπιεί. σήμερα ήταν η μέρα της μαργαρίτας. που αγαπώ, όσα χρόνια, τόσα χρόνια. και την έντυσα με μουσικές και λόγια δικά της.
χειμώνας-δεκέμβρης-καραπάνου-σουίνγκ. όλα αυτά μαζί, αγρίως απίθανα

ραντεβού την επόμενη δευτέρα με μελωδίες ισλανδίας. για να δούμε εκεί στα παγωμένα πώς αισθάνονται. 20.00-22.00 φυσικά, στον clipartradio.gr

SURE ABOUT NOW 2.0.13 - Clipartradio.gr (02.12.13) by Μάριος Μάζαρης on Mixcloud

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 10

κατερίνες. πολλές που γιορτάζουν, πολλές που αδυνατούν, πολλές που στη μέση σε βάζουν και σε κάνουν μέρος της ζωής τους. μια αφορμή η μέρα αυτή, να τραγουδήσουμε λίγα μονάχα απ'τα κομμάτια μιας σπουδαίας Κατερίνας, της kate bush και να γεμίσουμε με λόγια ενδιάμεσα. βράδυ δευτέρας, λίγο κρύο, λίγο γιορτή, λίγο παρέα, λίγη σιγουριά.

Ραντεβού την επόμενη δευτέρα, δεκέμβρης πια και κρύες ατμόσφαιρες να πρέπει να ξορκίσουμε. 20.00-22.00, φυσικά στον clipartradio.gr



Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 9

νιάτα. τόπο στα νιάτα που λένε. κι εγώ στα μουσικά νιάτα το βγάζω το καπέλο μου. γιατί δεν κάνουν θόρυβο, γιατί κάνουνε κόπο, κάνουν προσπάθεια, αποτέλεσμα και χρώματα, φτιάχνουν μεράκι, μουσικές και αναμνήσεις μας. σήμερα, λοιπόν, είπα να μη σκεφτώ το παρελθόν, αλλά το μέλλον και το τώρα. έστω και έτσι, με τραγούδια.

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, με κάτι φρέσκο - έστω κατ' ευφυμισμόν. 
20.00 - 22.00 στον clipartradio.gr φυσικά. 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

planitarium

Είναι μέρες που νιώθω σαν τον μικρό πρίγκηπα, 
κι ας μην είμαι ούτε μικρός, ούτε πρίγκηπας, 
πάντα τα ίδια λόγια με συγκινούν, 
οι πλανήτες, οι άνθρωποι , 
οι ατέλειές τους και οι δικές μου 
που κατορθώνω λίγο πολύ να φέρνω στα μέτρα μου, 
να ατελειοποιούμαι και να επιστρέφω στο ίδιο πάντα λουλούδι, 
στα αγκάθια του, 
στην αλεπού που με τρομάζει και της βγάζω τη γλώσσα, 
στα αεροπλάνα που αρνούμαι να επιβιβαστώ 
και στα πλοία που θα ήθελα να έχουν πάντα μια θέση για μένα. 

Πήγαμε πάλι εκδρομή στο πλανητάριο 

κι ένας πιτσιρίκος κατάλαβε 
πώς είχα χωθεί στην καρέκλα και κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό 
αυτό το πλασματικό σύμπαν ψηλά στον θόλο. 
Κύριε, είναι ψεύτικο, μου λέει. 
Ναι, αλλά είναι δικό μου, του λέω.



Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 8

αγωνία. όχι για κάτι τρομερό ή κάτι άσχημο. για κάτι μόνο ειλικρινές στις προσδοκίες του και στην αντιμετώπισή του. αγωνία όπως αυτές τις κινηματογραφικές του μετρ του είδους Alfred Hitchcock , που φρόντιζε οι μουσικές ενορχηστρώσεις στις ταινίες του, να έχουν λόγο παραπάνω να σε αγχώνουν. Διάλεξα μερικές και τις έκανα εκπομπή. Έτσι απλά.

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, με κάτι λιγότερο κινηματογραφικό, αλλά εξίσου ζωντανό. 20.00 - 22.00 , στον clipartradio.gr φυσικά.




Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 7

χρώματα. ή την ανάγκη τους. να μην είναι άσπρα ή μαύρα τα πράγματα γύρω μου, να έχουν και κάτι από το φάσμα ανάμεσα. και τα χρώματα αυτά να έχουν κάτι σε αποτύπωμα μέσα μου, κάτι σε αποτύπωμα έξω μου. και κοίτα που τα χρώματα βγαίνουν και σε τραγούδια για να τα σιγοτραγουδάς και να τα μεταφέρεις. 

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, με άλλη διάθεση, με άλλα χρώματα , αλλά με τα ίδια χαμόγελα. 20.00 - 22.00 , φυσικά στον Clipartradio.gr



Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ανήξερα

Έλα να κάνουμε τους ανήξερους :
εγώ θα σου δίνω αγάπη κι εσύ θα με ρωτάς τι είναι
αν τρώγεται, αν έχει άκρα, αν έχει γεύση,
αν έχει οσμή ή μήπως λόγους να την έχεις πάντα πάνω σου
κι ύστερα πάλι, θα κάνεις ότι ξέρεις τι σημαίνει.
Υστερα θα μου την επιστρέφεις,
μασημένη,
δαγκωμένη ή μισοληγμένη,
σαν φάρμακο που έμεινε στο ράφι του ψυγείου
και κρίμα τα λεφτά που έδωσες
και δε τα έβγαλε ποτέ του.
Εγώ θα κάνω τον έκπληκτο,
πως δεν την άξιζα,
στον νου πως δεν την είχα,
πως δεν κοιμόμουν και πως δεν ξύπναγα
μ'αυτή την ίδια σκέψη.
Και θα καθίσω να βρω λόγους για να το πάρουμε το φάρμακο
μισοληγμένο ή μισοφαγωμένο,
κι εσύ θα πρέπει να βρεις πίστη στο ανεξήγητο.

Αν ήξερα πως η ζωή μου έχει τόση δόση ανημποριάς
θα ερωτευόμουν απ'την κούνια μου τα μάτια σου.

  

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 6

ελευθερίες. από αυτές που θέλουν επιβεβαίωση, αν είναι αληθινές, αν κινδυνεύουν, αν έχουν λόγο ύπαρξης κι αν κάποιον αφορούν. κι αυτές οι ελευθερίες, θέλουν τους ύμνους τους, τις παρελάσεις, τα ανώφελα και τα ωφέλιμα, τα πατροπαράδοτα και τα επετειακά, θέλουν και τα καινούργια τους. με λίγα λόγια, οι ελευθερίες είναι ικανές να πενθήσουν, μόνο τον εαυτό τους. (τον Lou Reed δεν τον πενθούμε. έφυγε πλήρης ιδεών και έργων. και λίγο χώρο για τα τραγούδια του, χαρά μας να του δώσουμε.)

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, με ανάγκη η ελευθερία να μην πάψει. 20.00-22.00 φυσικά, στον clipartradio.gr


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 5

...ανάγκη για χορό. και ευτυχώς ή δυστυχώς, καλύτερα χορεύαμε στα τότε μας, στα μικράτα ή στα αγέννητα, με μουσικές που σε τριβέλιζαν, μέχρι να τους παραδοθείς και να ξεβιδωθείς μαζί τους. Μικρή αναφορά στα 80's, με κομμάτια που τότε βαρόμασταν να ακούμε (πολλοί από μας από τα μεγαλύτερα αδέρφια μας), αλλά που τώρα έχουν πια γίνει υποσυνείδητη απόλαυση. (η συνέχεια του περσινού αφιερώματος σαφώς και εμπλουτίστηκε με νέα διαμαντάκια)

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, με επαναστατικές διαθέσεις, 20.00 - 22.00 φυσικά, στον Clipartradio.gr



Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

κ.π.κ

Δε μας φταίει ο Καβάφης, δε μας φταίει η Ιθάκη, μας φταίει που δεν έχουμε Ιθάκη να φτάσουμε, που ο νους δε φτάνει ως εκεί, που δε θέλουμε ταξίδι να κάνουμε, που δε θέλουμε χρώμα να χορτάσει το μάτι μας, που δε θέλουμε στίχο, που δε θέλουμε ήχο, που δε θέλουμε απόσπασμα, συμπέρασμα ή αποτέλεσμα, γιατί το μάτι μας με τίποτα δε θα χορτάσει και γιατί με όλα πρέπει να είμαστε αντίθετοι και με όλα αρνητικοί, γιατί το χαμόγελο τι να το κάνεις, να το βράσεις να πιεις το ζουμί του, κι αν δεν το βράσεις και πάλι δε θα ξέρεις πώς να το φορέσεις, ενώ τη μιζέρια την έχεις στην τσέπη, κι αν την άφηνες εκεί καλά θα ήταν, ενώ αν την πολλαπλασιάσεις, νιώθεις καλύτερα, ω εσύ πολίτη της Λυπούπολης. Ζωή αγρίως αμήχανη σαν να λέμε και ξαναμπαίνω στο καρουζέλ μου. 
Και ο Καβάφης θα τρίβει από πάνω του λιγάκη από το γκρίζο που του φορέσαμε, γιατί αυτός είναι ο μέγας αδικημένος, όχι εμείς που ''ανεχόμαστε'' τους στίχους του, έστω και έτσι, αποσπασματικά, τροχήλατα, τροχοπεδηστά.



Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

κρύωμα

Ψάχνω έναν άνθρωπο που να έχει μια παρόμοια αισιοδοξία για τη ζωή με μένα. 
Δε βρίσκω, 
κι αυτό με κάνει να πιστεύω πως σίγουρα υπάρχει. 
Κι έχει το άλλο ποτήρι το μισογεμάτο, 
κι έχω το άλλο που ταιριάζουν, 
κι άλλοι πολλοί σαν εμάς 
φτιάχνουν σερβίτσια ολόκληρα με πιάτα, 
με ποτήρια μισογεμάτα, 
με όνειρα μισοτελειωμένα, 
σχέσεις μισοφαγωμένες και γνωριμίες μισοτελειωμένες, 
κι αυτό το μισό κάποτε πονάει, 
αλλά σου δίνει και την ψευδαίσθηση, 
να ζήσεις και θα το γεμίσεις, 
θα τον κερδίσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι, 
κι όλα θα είναι μια δική μας ψευδαίσθηση σε φωτοτυπίες χαμόγελου 
κι αυτές θα μοιράζω και θα με λένε τρελό 
και θα τους λέω τι ωραία που είναι η ζωή του τρελού 
και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι, 
κι αυτοί που βρήκαν μια ταμπέλα να μου δώσουν 
κι εγώ που δεν υποχώρησα μπροστά στην τρέλα μου, 
που της προσάπτουν τοίχο κι εγώ τον σκαρφαλώνω να πάω παρακάτω. 
Ίσως για όλα να φταίει ο πυρετός, 
ακόμα και τις μέρες που νηφάλιος ξυπνάω απ'το κρεβάτι.




Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 4

σινεφίλ ανησυχίες. κι επιθυμίες. και σκηνές στο μυαλό μου από ταινίες, που δεν είδα όσες φορές ήθελα κι όμως με εγκλώβισαν στον κόσμο τους. σήμερα είπα να κάνω αυτό το αίσθημα εκπομπή και διάλεξα κομμάτια από τη μουσική επένδυση ταινιών του Kar Wai Wong, που τόσο αγάπησα για τις μουσικές που με έκανε να δω και τις ιστορίες που με έκανε να ακούσω.

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα με διάθεση ακόμα ανεξερεύνητη, αλλά σίγουρη για τον εαυτό της.  20.00 - 22.00 φυσικά στον Clipartradio.gr

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 3

ένστικτα. ζωώδη, κτηνώδη, σκοτεινά, φωτεινά, ένας θεός ξέρει τι να τα κατονομάσει. αλλά τα έχω και με κάνουν πιο ζώο απ' ότι θέλω να περνάω τον εαυτό μου.  που και το ζώο τιμητική προσφώνηση το σκέφτομαι. και τα τραγούδια μου πολλά, και κάποια μάζεψα και κάτι ήθελα να ψελλίσω μ'αυτά, να μουγκρίσω, να γαβγίσω, να τολμήσω.

Ραντεβού την επόμενη δευτέρα, με διάθεση αδιευκρίνιστη ακόμα. 20.00 - 22.00 , στον clipartradio.gr φυσικά . 




Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 2

αποχωρισμούς. του σεπτέμβρη, του μήνα που μας έταξε περισσότερα απ' όσα μπορούσε ποτέ να εκπληρώσει. κι ας μας ξελόγιασε από το καλοκαίρι μας, κι ας μη μας έδωσε ούτε μια τόση δα γεύση από φθινόπωρο. γι'αυτό τον αποχαιρετίσαμε, έτσι ασυλλόγιστα και εύκολα. με τραγούδια, λόγια και διάθεση ανάλογη.

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, για εκπομπή οκτωβριάτικη και αφιερωματική. 20.00 - 22.00 στον www.clipartradio.gr φυσικά. 


Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

δευτέρα κάτι έχω # 1

ραντεβού. επαναπρογραμματίστηκα και είπα να δοκιμάσω τις δευτέρες. έχουν στόχους οι δευτέρες και αισιόδοξους ανθρώπους, που τρώνε τα μούτρα τους πριν έρθει το ξημέρωμα της επόμενης.
το ραδιοφωνικό ραντεβού μας μεταφέρεται επίσημα σε άλλη μέρα και ώρα. και μπορώ τη σιγουριά να τη βαφτίζω ξεκίνημα.

Ραντεβού την επόμενη Δευτέρα, για αποχαιρετισμό Σεπτέμβρη. 20.00-22.00 , στον www.Clipartradio.gr φυσικά.




                               






Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Μαμά, κοίτα *

Μαμά, κοίτα, μπήκα στη σειρά, με βάλαν δηλαδή στη σειρά, δεν ήταν αυτοβούλως που σήκωσα τα χέρια, που παρατάχθηκα και που ακούμπησα τον ώμο του μπροστινού μου, σαν να’ θελα «Κουράγιο» να του πω, «είμαι στο πλάι σου κι αυτό θα το περάσουμε μαζί», που παραδόθηκα σε άλλου κρίση και για δική του χρήση, εσύ με έφερες εδώ, θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα. Μου είπαν θα με αγιάσουν, θα με διαβάσουν, θα με ξορκίσουν και θα τρομάξουν. Θα νιώσω σαν δαιμονισμένος, μία φορά έστω τον χρόνο και να το βάλω καλά στο κεφάλι μου πως οι εξορκισμοί θέλουν κι αυτοί μία καλή τον χρόνο επανάληψη. Αυτό θα κρατήσει χρόνια, μόνο που μέσα μου κακό πνεύμα δεν έχω, έχω όμως ανήσυχο. Κι αυτό μου είπαν πρέπει να διώξω. Να κάνω ένα φου και να τα σβήσω όλα τα κεριά στο νου μου και να ζηλέψω μοναχά αυτό που έχουν να μου δώσουν. Μαμά, κοίτα, στο τέλος θα τα καταφέρουν. Αλλά να ξέρεις, θα ήθελα να σταθώ στο κέντρο της αυλής, να μην έχω μπροστινό και πίσω, να μην έχω στοίχιση, παράταξη και προσοχή. Να στέκομαι με το ένα πόδι και να μην πέφτω, να στέκομαι με τα δύο πόδια και να σωριάζομαι, να στέκομαι στο κάτω-κάτω όπως θέλω και κανείς να μη με βάζει .

Μαμά, κοίτα, με βάλαν να καθίσω σ’ ένα θρανίο, μια φυλακή με τέσσερα πόδια που δε σε πάνε πουθενά, δεν περπατά, μονάχα τρίζει ή και σκονίζεται κι όλο την τρίβεις κι όλο αυτή βρωμίζεται. Και μου’ παν πως μπορώ τις μέρες μου να τις μετρώ χαράσσοντας γραμμές πάνω σ’αυτή τη φυλακή. Θα γίνει το θρανίο μου τοίχος, κελί κι ημερολόγιο. Μόνο που ημερολόγιο ποτέ στ’ αλήθεια δε θα γίνει, δε θα θυμάται το θρανίο τα δικά μου τα γενέθλια ή τα δικά σου, ή πότε φίλησα ή πότε έκανα πρώτη φορά μου έρωτα ή πότε έμαθα απ’τα λάθη να διδάσκομαι. Μόνο τ’ απλά μου θα θυμάται, τα ανέκδοτα, τα όσα έλεγα για να μη σκάψω μέσα μου βαθύτερα, να μην ανοίξω στο σχολείο τον δικό μου κόσμο να φανεί, γιατί μου είπαν να προσέχω. Διπλανούς και μακρινούς και συγκρατούμενους. Το θρανίο θα το σκάψω, θα το σκάβω κάθε μέρα από λίγο, με το μολύβι ξυσμένο, σαν μικρό σουγιά ή σαν κουτάλι, λίγο τη μέρα να φανεί το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, η γη κάτω από τα όνειρά μου. Μαμά, κοίτα, ξέρω ότι κι εσύ στις ίδιες φυλακές μεγάλωσες, αλλά αυτός δεν είναι λόγος αρκετός για να σου μοιάσω. Εξάλλου, εσύ μέχρι και σήμερα ανορθόγραφα τη γράφεις την ελευθερία.

Μαμά, κοίτα, μου είπαν θα με μάθουν να πιστεύω. Όχι σε όλα, σε όσα όμως θέλουν κι έχουν πριν από μένα κάνει έρευνα . Δουλεύουν για μένα, το διανοείσαι, δε θα χρειάζεται ποτέ μου να αναρωτηθώ γιατί και πώς και πού, θα είναι όλα σερβιρισμένα, στον πίνακα, στο πιάτο, στο βιβλίο, κάτω απ’τη μύτη μου, μέσα στην τσάντα μου, και δε θα πρέπει πια εσύ να ξεροσταλιάζεις, να ξενυχτάς να μου διαβάζεις παραμύθια, θα το κάνουν πια εκείνοι, θα μου διαβάζουν όλα τα παραμύθια που δεν ήθελα ποτέ να μάθω, όσες φορές θα χρειαστεί μέχρι απέξω να τα μάθω, να πω για τις φορές και τους καιρούς που άλλοι έζησαν καλά, εμείς χειρότερα, πάντα χειρότερα, και θα πρέπει τα παραμύθια τους να μάθω, για να μπορέσω κι εγώ να τα ζηλέψω, να γίνω ήρωας δίχως την πανοπλία, στη μνήμη μου να τα ανασύρω όταν μου πούνε ‘’γράψε και πάρε έναν βαθμό, πάρτον και ράψτον πάνω στο μανίκι σου, στο δέρμα σου πάνω τυπωσέ τον, δε θα’ σαι πια ο χ, ο ψ, ο ω, θα’σαι ο 6, ο 8, ο ‘’λίγη προσπάθεια ακόμα δε θα έβλαπτε’’, ο ‘’πάλι αδιάβαστος Γιωργάκη,’’, ο ‘’μα επιτέλους τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις’’. Αυτό το τελευταίο σταμάτησαν να το λένε, έτσι μου είπαν. Γιατί πια ξέρουν τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Άνεργοι. Μ’ ένα κεφάλι γεμάτο παραμύθια, που δε θα έχουμε παιδιά να τους τα πούμε.

Μαμά, κοίτα, μου είπαν θα με μάθουν να πιστεύω. Σε Θεό, σε Χριστό, σε θαύματα, μου είπαν ότι είμαι χριστιανός και πως γι’αυτό θρησκευτικά θα έχουμε στο πρόγραμμα. Το ήξερα πως ήμουν χριστιανός, μου το’λεγες τις δυο, τις τρεις φορές τον χρόνο που με πήγαινες στην εκκλησία, και τις φορές που με χαστούκιζες όταν δεν έκανα μπροστά σε άλλους τον σταυρό μου. Εδώ θα γίνω πιο πολύ. Θα πάρω και σ’αυτό έναν βαθμό και θα μπορώ να αποδείξω ότι είμαι. Θα μάθω και τη γλώσσα που εσύ μου περιόρισες μόνο στα κάτσε και στα σήκω, σε όλου του κόσμου τις προστακτικές, κι ας είχα εγώ στο νου μου πτώσεις δοτικές. Θα μάθω ιστορία για να μπορώ τους μετανάστες να κλωτσάω, θα μάθω φυσική για να μπορώ τη φύση να λερώνω, θα μάθω μαθηματικά για να μετρώ τα όνειρα που δε θα γίνουνε ποτέ αληθινά, γιατί σκοντάφτουν σε αριθμούς, γιατί σκοντάφτουν σε ευρώ, κι αυτά μας τα βιβλία όλα σε ευρώ μας τα υπολόγισαν, βιάστηκαν κι αυτά ν’αλλάξουν νόμισμα, χωρίς πρώτα να λύσουν τα προβλήματα. Θα μάθω αρχαία ελληνικά, για να μπορώ τα γκρικλις να αφαιρέσω απ’τη ζωή μου. Μαμά, κοίτα, αν δεν υπήρχε το σχολείο θα γινόμουν δυστυχής.


Μαμά, σ’ ευχαριστώ που μ’ εγκατέλειψες στο σχολείο. Κάθε μέρα που περνά μαμά, κοίτα πως δε θα μοιάζω σε τίποτα μ’αυτό που θα γινόμουν. Μέρα με τη μέρα η φαντασία μου θα εξαφανίζεται, δεν ήταν και σε τίποτα εξάλλου χρήσιμη, όλο μπελάδες μου δημιουργούσε. Ο χρόνος μου θα εκμηδενίζεται, αλλά κι αυτόν δεν τον χρειάζεσαι να σε πληγώνει άλλο. Θα συναντιόμαστε στα κλεφτά, πριν πάω αγγλικά, κομπιούτερ, ρυθμική και γυμναστήριο, θα με κοιτάς στα πόδια ή στην πλάτη, θα μου φοράς τα ρούχα μου, θα μου σερβίρεις το φαί και θ’ αποφεύγεις να με δεις στα μάτια. Μαμά, θα σε φωνάζω μέχρι να με κοιτάξεις. Κάποτε κι εμείς μαμά, θα πάρουμε εξιτήριο.   

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το εικοστό δεύτερο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

οι σιγουριές επιστρέφουν

όλο το καλοκαίρι πονοκεφάλιαζα, 
ήθελα να πάρω μιαν απόφαση,
αν μου αρκεί ο χρόνος, αν του αρκώ κι εγώ, 
τι να κρατήσω τη νέα χρονιά και τι ν'αφήσω πίσω.
οι μουσικές ήτανε πάντα κομμάτι της ζωής μου,
αν μου έλεγες να γελάσω ή να κλάψω, άκουγα μουσική
αν μου έλεγες να σκεφτώ ή να γράψω, άκουγα μουσική
όταν ερωτευόμουν και όταν χώριζα, 
όταν γυρνούσα και όταν έφευγα
σε λεωφορεία, σε τρένα, σε σταθμούς, 
σε συγκεντρώσεις με παρέες ή γνωστούς
η μουσική με καθόριζε.

δε θα μπορούσα να τη διώξω έτσι απλά απ'τη ζωή μου.
γι'αυτό και δίνω μία δεύτερη χρονιά στις σιγουριές μου
τις πάω σ'αλλη μέρα -τα σάββατα δεν έχουν τόση σιγουριά να σου προσφέρουν-
και τις βαπτίζω απ'την αρχή.

την παρασκευή 20/9 λοιπόν, στο γνωστό και τόσο αγαπημένο μου σημείο 
εγώ, οι μουσικές και οι εξομολογήσεις
σας περιμένω για κουβέντα, για παρόντα και για μέλλοντα. 


Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Tι είναι αγάπη;

Aγάπη είναι στον ώμο μου που γέρνεις το κεφάλι, 
αγάπη είναι σημειώματα π΄άφησα στο τραπέζι, 
είναι το ''κλείσε μου το φώς'', τα ''σκεπασέ με'', τα ''πονάω'', 
αγάπη είναι φαγητό που φτιάχνω για τους δυο μας 
και τα λεφτά που κουβαλώ να σου ψωνίζω κάτι. 
Αγάπη είναι να περνώ καλά όταν γεννιέσαι, 
με φίλους να συνομοτώ για δώρα και γενέθλια. 
Αγάπη είναι οι τσακωμοί, τα μούτρα και οι παύσεις, 
αγάπη είναι οι λυτρωμοί κι ο έρωτας τη μέρα. 
Αγάπη είναι τα πλήκτρα μου για σένανε να γράφουν 
και το δικό σου το ποτέ να μη με περιέχει. 

Αγάπη είναι τα μάτια σου, που βλέπω στον καθρέφτη. 

Και τα δικά μου που μπορείς να κουβαλάς μαζί σου. 

by Josef Koudelka 

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ρέκβιεμ

Άλλοι θα λένε καλή Παναγιά, άλλοι θα κατεβάζουν Παναγίες, Εκείνη θα κοιμάται, γιατί καλύτερο δεν έχει να κάνει σε μια χώρα που όλοι κοιμούνται , άλλοι με το κομποσκοίνι, άλλοι με το πορτοφόλι, άλλοι με το ξίφος, τη γροθιά και το ρόπαλο, και θα ξυπνήσουν, να παν' στην παραλία, που δε θες εισιτήριο, που δεν έχει ελεγκτή, που και να τρέξεις δε θα σπάσεις το κεφάλι σου, μόνο ρακέτα, φτώχεια και φιλότιμο, κι αυτό ηλεκτρονικό, μόνο ηλεκτρονικό, η ζωή μας ηλεκτρονική, με λάικ μόνο γαμάμε και δέρνουμε, αγαπάμε, χωρίζουμε και ξενυχτάμε, και ανατρέπουμε, και αντιστρέφουμε ρόλους, κι είμαστε τα θύματα, μόνο τα θύματα, κ θα μας βγάλουν από τις πρίζες τα φέισμπουκ τα τουΐτερ, και θα πεθάνουμε σαν ψάρι έξω απ'το νερό, κι ένα νερό για μένα που θέλω να ζήσω, να ανάψω ένα κερί για το παλικάρι, και να περπατήσω μέχρι να μου τελειώσουν οι μπαταρίες, στο μυαλό, στο κινητό, στην καρδιά, όλα είναι ανακυκλώσιμα, ακόμα κι εμείς, κι έχω πιει για να δυσκολέψω την ανακύκλωσή μου, και να γράψουν όταν εγώ πηδήξω από το τρόλεϊ ''να ένας τζαμπατζής, που ούτε ένα τουίτερ 140 χαρακτήρες δεν έγραψε με σωστές λέξεις'', γιατί οι λέξεις θα ζήσουν, όχι εμείς, και θα μας χειρίζονται, πού και πού θα χειριζόμαστε κι εμείς, για να πιστεύουμε πως μας ανήκει η ζωή μας, και θ'αλητεύουμε, και θα πιστεύουμε σ'ανάσταση νεκρών, και σε ανάσταση των ζωντανών πιο πολύ θα θέλουμε να πιστεύουμε, και τα κεριά μας θα ανάβουμε, και δε θα βλέπουμε στα πόσα δευτερόλεπτα τα πνίγει η ψυχοκόρη, και το χεράκι της δε λέει να τους χαρίσει δυο λεπτά αθανασίας, και η αθανασία είναι μια λέξη που μόνο τα παιδιά μας θα γνωρίσουν, γιατί ποτέ δε θα γεννήσουμε, θα τα αφήσουμε σε κόσμο αγέννητο, μακρυά από κρίση, χρήση, πλύση και κάθε είδους μύηση, αφού ούτε τους εαυτούς μας δε μπορέσαμε ποτέ να κάνουμε ανθρώπους, αφού φοβόμαστε να φέρουμε παιδιά στον κόσμο αυτό που σε κοιτάει στην τσέπη, και παραλήρημα σε λένε, και αντιδραστικό, κι ανίδεο, και μόνο αν τα πω θα είμαι αυτό που προσπαθώ να γίνω, και θα γιορτάζω, και χρόνια πολλά σε άλλη χώρα να μου πείτε, και γιορτή για όλους να είναι, με εισιτήρια και μη, και πρόστιμο να πέφτει μόνο στους ανθρώπους που δε νιώθουν, και με ανθρώπους που σκέφτονται να τρώμε απ'το υστέρημα, κι απ'το προτέρημα, κι από τα έρημα, χωρίς στάτους και ίνσταγκραμ, να αγαπούν και τα κεριά μας οι θεοί, να αγαπούν και τα κεριά μας οι καντηλανάφτισσες και να αγαπούν οι χορτασμένοι τους νηστικούς κι οι ξοδεμένοι τους αξόδευτους και ναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούνκαιναγαπούν.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Μακροβούτι *

Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Χωρίς να ανοίγομαι πολύ, χωρίς να ξέρω αν η θάλασσα έχει κάποια σιγουριά να μου προσφέρει ή κάποια αγκαλιά να μου ανοίξει. Κολυμπούσα μέχρι εκεί που δε φοβόταν η μάνα μου πως θα πνιγώ, μέχρι εκεί που την ορατότητά της ικανοποιούσα και τη δική μου αυτοπεποίθηση έπνιγα. Το πνίξιμο είναι το μόνο εύκολο στις ζωές των ανθρώπων : άλλος πνίγει τα θέλω του, άλλος τα πρέπει του, άλλος τον εγωισμό, τα λάθη, τα συγγνώμη του. Με τα δυο χέρια κάτω απ’ το νερό, που δεν αφήνει αποτυπώματα και ίχνη από το έγκλημα. Αυτό που ζούμε είναι ό,τι περισσεύει από το πνίξιμο. Και το λέμε καθημερινότητα και τύψεις πού και πού. Οι καθημερινότητές μας μοιάζουν αρκετά.  Όλοι έχουμε μια ορατότητα να ικανοποιήσουμε, μια θάλασσα να βουτήξουμε και μια δειλία να κρυφτούμε. Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Γιατί έτσι είχα μάθει, γιατί με φόβιζαν με ιστορίες για ανθρώπους που ένα κύμα τους πήρε και δεν έμαθα ποτέ πού τους πήγε κι εγώ αυτός που έκλαιγα, ένας ανύπαρκτός τους συγγενής.

Η συγγένεια για μένα δεν ήταν ποτέ κληρονομική, μόνο τις παθήσεις μπορώ έτσι να χαρακτηρίζω. Η συγγένεια ήταν και είναι επίκτητη. Με όσα αγαπάς και δε σε πνίγουν. Με όσα δεν κουράζεσαι να συναντάς. Η θάλασσα είναι μια τέτοια συγγενής μου. Κι ας έχω πάντα τρακ απέναντί της. Είναι το τρακ του σεβασμού απέναντι σ’ αυτόν που υπολογίζεις. Αυτή η συγγένεια με δένει με τόσους άλλους ανθρώπους και το τρακ πολλαπλασιάζεται. Προτιμώ να πηγαίνω σε θάλασσες απόμερες, άδειες αν είναι δυνατόν, να κολυμπώ. Δίχως να πρέπει στα μάτια να δω πολλούς ανθρώπους, να πρέπει να αιτιολογήσω γιατί την αγαπώ. Ή να μη δω άλλον κανέναν από μένα περισσότερο να το κάνει. Κι αυτό να είναι η κόντρα στην ανασφάλειά μου, το γεγονός ότι μόνος στην παραλία δε θα ΄χω κάποιον να φωνάξω για βοήθεια αν χρειαστώ. Τις περισσότερες φορές πια που κολυμπώ, αναρωτιέμαι, αν θα γίνω κι εγώ ιστορία στα χείλη κάποιου. Για τότε που κάπως με πήρε η θάλασσα και κάπου με παράτησε. Με αόριστες περιγραφές, για να μη λυθεί ποτέ το αίνιγμα αν αφέθηκα. 

Πολλοί είναι πια οι άνθρωποι γύρω μου που έχουν αφεθεί. Σε μια στρεβλή πραγματικότητα,  δίχως μια χαραμάδα φωτός , χαμόγελου ή αισιοδοξίας. Πολλοί που πνίγονται σε κουταλιές νερού και κουταλιές θαλάσσης. Ή θέλουν να πνίγονται , για να μπορούν να αιτιολογούν αυτή τους την αδιαφορία ή τη γκρίνια τους, για να μπορούν να ζητούν βοήθεια , όταν σε συνθήκες ξηράς κανείς δε θα πίστευε ότι την αξίζουν. Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι, θα ήμουν κι εγώ αυστηρός και άδικος, όπως δε θα ήθελα και σε μένα εύκολα να φοράνε ταμπέλες. Ένα στοιχείο ακόμα που μου αρέσει στη θάλασσα είναι αυτό : ότι σε δέχεται δίχως ταμπέλες. Είτε λευκός, είτε ψηλός, είτε μπακάλης ή λεπρός, η θάλασσα δεν είναι εκεί για να σε κατηγοριοποιήσει. Οι κατηγορίες είναι των ανθρώπων προνόμιο. Όπως και το να χωρίζουν τη θάλασσα σε πλαζ επισήμων, σε ιδιωτική και δημόσια, να θες εισιτήριο για το νερό που σε ξεπλένει και σε καταπίνει, να θες πορτοφόλι για να βαπτιστείς, να ποτιστείς, να ελευθερωθείς, χαρτονομίσματα για να ξαπλώσεις, όχι πάνω στην άμμο, αυτό από μόνο του θα έδειχνε υποταγή στη φύση και στο ελαφρύ χώμα της άμμο που μας σκεπάζει.

Πριν κάμποσα χρόνια , κατά τη διάρκεια διακοπών σε ένα πολυσύχναστο νησί, συνάντησα ένα γεροντάκι , που είχε ένα σπιτάκι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Το σπιτάκι θα το έλεγα καλύτερα καλύβα και τον λόφο θα τον έλεγα γκρεμό. Έμαθα πως έχτισε μόνο του το σπίτι του, με όσα υλικά μπορούσε να συγκεντρώσει, και ξεκίνησε να μένει εκεί πρώτα τους μήνες του καλοκαιριού, ύστερα προστέθηκαν της άνοιξης και του φθινοπώρου, και τέλος μπήκαν και του χειμώνα μέσα. Το σπίτι αυτό δεν είχε υδροδότηση και φυσικά ούτε ηλεκτροδότηση. Κι όμως το γεροντάκι το περιέγραφε σαν παλάτι. Δεν είχε ποτέ πια περάσει από τον νου του  σκέψη να το εγκαταλείψει και να μείνει με άλλους συγγενείς, να έχει το νοιάξιμο , τη φροντίδα της άμεσης ανάγκης. Και δεν μπορούσες να λυπηθείς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η φωνή του έσταζε χαρά. Γιατί το βλέμμα του σε χόρταινε. Κι αν τον ακολουθούσες, σου έδειχνε το καμάρι του : τη θέα από την πίσω του αυλή. Η θάλασσα στα πόδια του. Όταν ήταν νεώτερος , μου είπε , έπεφτε για μπάνιο από κείνο ακριβώς το σημείο. Ένα μακροβούτι από ύψος τουλάχιστον 6-7 μέτρων. Τον ρώτησα αν φοβήθηκε ποτέ αυτές τις βουτιές. Τι να φοβηθώ , μου απάντησε. Η ίδια η ζωή με φοβίζει περισσότερο. Από κείνη τη συνάντησή μας έμαθα κι εγώ να φοβάμαι λιγότερο τη θάλασσα.   

Δεν κολυμπούσα πια δειλά ή δεν το καταλάβαινα. Άρχισα να μπαίνω όλο και πιο μέσα στα νερά της και να πλάθω διαλόγους μαζί της. Δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, ούτε είχα ποτέ την ψυχραιμία να δεχτώ τα δικά μου φταιξίματα. Ναι, η ζωή ήταν απείρως πιο δύσκολη . Ναι, η θάλασσα είναι απείρως πιο παρούσα απ’ ό,τι νομίζουμε. Συνεχίζοντας να μας παρατηρεί να πνιγόμαστε σε κουταλιές, σε δάκρυα, σε αναφιλητά, σε αυτοκτονίες, σε χρεωκοπίες, είναι εκεί και περιμένει. Να την αγκαλιάσουμε δε θα μπορέσουμε ποτέ, γιατί δεν έχουμε χέρια ούτε τον εαυτό μας ακόμα να αγκαλιάσουμε. Κάποιοι ενήλικες μας φόβισαν κι εκεί. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να αφήσουμε να πλύνει από πάνω μας την πόλη. Κι αν θα το κάνουμε, να το κάνουμε αθόρυβα. Όπως αθόρυβα τα γεροντάκια του παρελθόντος φοβούνται τη ζωή που ζούμε εμείς οι επαναστάτες του καναπέ, του διαδικτύου και της 3G υπομονής.  

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

H φυλακή της ελευθερίας *

« Κουνιούνται. Για μένα δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία, κουνιούνται. Ώρες ατέλειωτες έχω παρακολουθήσει με το τηλεσκόπιο μας τα κτίρια της Λευκής Πόλης . Κουνιούνται αργά, σαν τ'αστέρια στον ουρανό. Αυτή η βραδύτητα είναι που μ' εμποδίζει να χρησιμοποιήσω τη λέξη ''έρπουν''. Μερικά από τα κτίρια είναι τόσο σφιχτά κολλημένα μεταξύ τους , που δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου τη σκέψη  ότι ζευγαρώνουν - κι ότι παρακολουθώ ένα ζευγάρωμα που διαρκεί ίσως αιώνες.
Τα σπίτια αναπαράγονται , αυξάνονται και πληθύνονται - αν και δεν τα είδα ποτέ να γεννούν παιδιά ή να κάνουν αβγά. Νομίζω μάλλον πως η αναπαραγωγή τους επιτελείται μ'ένα είδος μακροβιοτικής διάσπασης των κυττάρων : τα μεγάλα κτίρια χωρίζονται και δίνουν έναν αριθμό μικρότερων κτιρίων.»


Και με τόσο στενά δεμένα κτίρια , τόσο στενά άδετοι άνθρωποι. Πόση απορία.

* από το ομότιτλο βιβλίο του Μίχαελ Έντε, που μου δανείστηκε για να επιβεβαιώσει τον τίτλο του.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Βαλίτσα

Tα καλοκαίρια μεταφέρω μια βαλίτσα.
Πότε την πηγαίνω εδώ, πότε με πηγαίνει αυτή ,
πότε νομίζω ότι δεν την αποχωρίζεται ποτέ το χέρι μου.
Θα ήθελα να έχω μόνιμα φτιαγμένη μια βαλίτσα διακοπών,
ακόμα κι όταν είμαι εδώ ,
να ταξιδεύει μόνη της.
Κι όταν πιάνει προορισμό, να μη γελιέται ότι έφτασε.
Έτσι συμβαίνει , χειμώνα καλοκαίρι  ·
ακόμα κι αν έχεις μάθει να επουλώνεις εύκολα ή γρήγορα τις πληγές σου,
ακόμα κι αν οι δρόμοι φαίνονται ανοικτοί
ή πως χωράνε του κόσμου όλου τις βαλίτσες  ·
Οι ελπίδες δεν πρέπει ποτέ να παρκάρονται.
Σίγουρα κάποιον εμποδίζουν.


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Χειρολαβή *

Μ’ άρεσε πάντα να κοιτώ τα λεωφορεία να περνούν. Να στέκομαι στη στάση, με ομπρέλα, με σακάκι, με τσάντες φορτωμένος και συναισθήματα, με γκρίνια μέχρι τον Θεό και νεύρα μέχρι το ζενίθ και να περιμένω. Και να λέω τώρα θα περάσει, θα μετρήσω μέχρι το 10, θα μετρήσω μέχρι το 1000, θα μετρήσω μέχρι να ξεχάσω τι μετράω. Και να περνούν όλα εκείνα που δε χρειάζομαι. Να λέω περνάει η ζωή που δε χρειάζομαι, αυτή που τρέχει και κάπου σε πάει. Να είμαι αυτός ο επιβάτης που αποφεύγουν. Γι’ αυτό και δεν αποστηθίζω δρομολόγια. Δεν τ’ αναζητώ σε στάσεις κολλημένα. Γι’ αυτό και κείνα κρύβονται πίσω από ενοικιαστήρια, πίσω από κλειδαράδες και μαρκαδόρους. Κι εγώ δεν έχω νοίκι να προσφέρω, δεν έχω πόρτες, δεν έχω μνήμη για τους αριθμούς. Έχω μια μνήμη που συχνά κι αυτή μουδιάζει. Κοιτώ πολλές φορές το λεωφορείο που περίμενα, χωρίς εμένα να φεύγει μπροστά, κι εγώ αυτός που φταίει, που δεν του έκανα σήμα να σταματήσει. Και φταίνε οι στάσεις, που για μένα είναι μια ανάπαυλα στη μέρα μου.

Σε κάθε στάση έχω αφήσει ένα κομμάτι μου. Είναι στιγμές που προσπαθώ να βάλω τάξη στο μυαλό μου, είναι λεπτά που κλείνω μάτια να σκεφτώ, γιατί χρειάζεται η τάξη;  γιατί χρειάζεται μυαλό; γιατί χρειάζεται να φτάσω κάπου; Με νοιάζει μόνο να ανέβω. Κάποια στιγμή, κάποια φορά στη μέρα. Να πιάσω μία θέση σε παράθυρο κοντά, να βλέπω τα αυτοκίνητα να τρέχουν, στην ανάγκη τους να μάθουν το γιατί. Κι αυτή η θέση είναι ανάμεσα στους όρθιους, όχι στους καθιστούς. Το λεωφορείο ήταν και είναι  μια ασφάλεια για μένα, ένα παράθυρο να βλέπω τη ζωή και μια χειρολαβή. Μια γαντζωμένη από το χέρι μου. Που μ’ αγκαλιάζει πιο πολύ απ’ ότι εγώ. Σε μια χειρολαβή πιασμένος έμαθα τον θάνατο της γιαγιάς μου και κρατήθηκα γερά απ’ αυτήν. Σε μια χειρολαβή ερωτευμένος τη Μαρία ακολουθούσα, στο λεωφορείο που δεν έπρεπε να πάρω, γιατί το σπίτι μου ήταν δυο βήματα απόσταση. Κι εγώ χιλιόμετρα αντίθετα, για κείνη τραβούσα. Σε μια χειρολαβή φίλησα ανθρώπους και με φίλησαν, είπα δικά μου μυστικά γεμάτα ψίθυρους, κάποτε μάλωσα, συμφιλιώθηκα, είπα αλήθειες, είπα ψέματα. Αν οι χειρολαβές είχαν δική τους γλώσσα θα με πρόδιδαν.

Είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους το να προδίδουν. Γιατί κι αυτές δεν είναι λίγα αυτά που τράβηξαν. Υπήρχε κάποτε μια εποχή που δεν τις έβρισκες συχνά σε λεωφορεία, μόνο σε τσάντες μαθητών κρέμονταν ραμμένες. Ήταν κι αυτά, φαντάζομαι, παιδιά που ταξιδεύουν. Που η χειρολαβή σήμαινε ασφάλεια, κάτι να έχουν κοντινό για να πιαστούν. Μ’ αυτή τους πρόδιδε. Και δεν τους πήγαινε πια πουθενά, έτσι αδύναμη κι αυτή, μακριά απ’ το σπίτι της. Αν δε φοβόμουν μην τη χάσω, θα είχα ράψει και εγώ μία στην τσέπη μου. Και θα μπορούσα τη ζωή να τη χωνέψω. Να κατεβαίνω σ’ άλλη στάση, να υποκρίνομαι λάθος προορισμό, να ταξιδεύω με τον νου ή με τα πόδια. Δεν ξέρω αν τα πόδια θα με πάνε κάπου, γι’ αυτό επιμένω να κινούμαι με λεωφορεία. Κι έχω δει γυναίκα να κλαίει στο κάθισμά της και άνθρωπος κανείς να μην την πλησιάζει. Έχω δει οδηγό να μαλώνει απ’ το κινητό του τηλέφωνο και τ’ αυτιά των επιβατών να λαχταρούν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες και να μαντέψουν τις στροφές που θα πάρει το όχημα. Έχω δει γεροντάκια πιασμένα χέρι-χέρι στη μέση της νύχτας να ταξιδεύουν και να μην τους ενδιαφέρει πόσες νύχτες ακόμα έχουν μπροστά τους, αλλά το ότι μαζί κάπου ταξιδεύουν.

Όταν άκουσα για το φονικό στο Αγρίνιο, για το παιδί που μ’ ένα μαχαίρι έδωσε τέλος στη ζωή της μητέρας του, σκέφτηκα να του στείλω μια χειρολαβή. Κάτι να κρατιέται, τώρα που τα ταξίδια του δε θα’ χουν προορισμούς. Όταν άκουσα για τη δολοφονική επίθεση στο Ρέθυμνο, για τον 11χρονο που 20 φορές μαχαιρώθηκε στο σώμα, σκέφτηκα να μπω σε ένα λεωφορείο κι εκεί να μείνω. Να αφήσω τις μπαταρίες στο κινητό, στο mp3, στο νου μου να αδειάσουν και να μην έχω πού να τις φορτίσω. Να κλείσω απ’ έξω απ’ τα παράθυρα τα ραδιόφωνα, τις ειδήσεις, τον κόσμο που όλα θέλει να τα ορίζει και σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας να φέρεται. Μονάχα η Αντιγόνη κάπου σπάραξε, πως στη ζωή γεννιέσαι για ν’ αγαπάς και ν΄ αγαπιέσαι, το δικό της όχημα όμως γρήγορα ξεπεράστηκε και μπήκε στο αμαξοστάσιο. Το δικό μου δε θέλω να σταματήσει, θέλω να κινείται συνεχώς, να μην έχει πληροφόρηση, να πηγαίνει μπρος και πίσω, ένα ατέρμονο αποκούμπι στους ανθρώπους που φοβούνται. Σ’ αυτούς που παρατηρούν και ζουν την παρατήρηση. Να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας θα ευχόμουν μόνο. Ν’ ακούμε για ζωή , όσο ακούμε για θανάτους.

Λίγες μέρες πριν, έμεινα μέχρι αργά στο σχολείο να διορθώνω και μια γιαγιά περνώντας με είδε σκυφτό στα γραπτά. Πάω να σου φέρω σπανακόπιτα που έφτιαξα, μου είπε. Και μου έφερε. Σπιτική, μυρωδάτη και ζεστή. Θα τη φάω στην υγειά σας, της είπα. Όχι παλικάρι μου, στην υγειά της εγγόνας μου. Η εγγονή της πέθανε 8 μήνες πριν από μια σπάνια πάθηση. Και όμως ζει, στα χέρια μιας γιαγιάς γεμάτη δύναμη. Λίγες μέρες πριν, έφυγε από τη ζωή η μητέρα ενός φίλου, ξαφνικά, από ένα ατύχημα. Χωρίς να προλάβει να κάνει διαδρομές πολλές, να επικυρώσει εισιτήρια. Ακούω για τόσες απώλειες, τις ζω σαν δικές μου και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Άλλοι κάνουν τάματα, ολονυκτίες, ανάβουν κεριά, φτιάχνουν σπανακόπιτες για να πενθήσουν.  Εγώ κάνω διαδρομές. Πιάνω τη χειρολαβή και προσεύχομαι. Κάπου να πάμε. Κι εμείς, κι αυτοί που φεύγουν. Τώρα τελευταία σκέφτομαι όλο και πιο πολύ να έχω λίγη σπανακόπιτα μαζί μου. Τυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο. Για τη ζωή όσο κινούμαστε.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στη 1 Ιουνίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

SαNtΈ

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν μου χρειάζεται τσιγάρο
αν έχω σκέψεις που χρειάζονται ομίχλη
να μην τις βλέπεις,
να μην τις βλέπω
να καταρρέουν υπό το άσπρο συννεφένιο βάρος 
να μη μπορεί ανθρώπου μάτι να τις πιάσει,
ούτε σε στόμα δεύτερο να βρουν φωλιά. 
Αν κάπνιζα, θα είχα το ένα να ανάβει πίσω από τ'άλλο
να χτίζω και να ξεφυσώ 
έναν κόσμο για μένα και για σένα
από νεφέλες
κι εμείς τα κουρέλια του
να βουλώνουμε τρύπες σε πόρτες, παράθυρα και τοίχους
να μην υπάρχει έξοδος 
ούτε για μας τους ίδιους.
Να μη θέλουμε ανάσα αλλιώτικη
παρά ο ένας του άλλου.
Κι ας έχει μια τοξίνη ο εαυτός μας παραπάνω.
Να είμαι ένα τσιγάρο ολόκληρο εγώ
από αυτά που την υγεία βλάπτουν σοβαρά
κι εσύ εις γνώσιν σου να με υπολογίζεις
σαν γιατρικό. 
Τώρα που δεν καπνίζω 
δεν είμαι ικανός να χτίσω τις νεφέλες,
δεν έχω χέρια , δεν έχω σπίτι , δεν έχω φωλιά
είμαι μονάχα το κουτί τους.
Ένα κουτί από τσιγάρα να φωλιάσει τις δικές σου σκέψεις.
Κόκκινες και τετράγωνες.
Κι όταν ξεμένει το κουτί από τσιγάρα
και στο επόμενο θα κρύβω τη λαχτάρα μου
μια σπείρα που την έλεγα λαβύρινθο.