Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

α-σφάλματα



χάζευα όμως τα γύρω αυτοκίνητα για να μαντέψω αν με κοιτούν να φεύγω ή εγώ αυτούς να έρχονται.
τα μάτια δε μου χρησίμευσαν και πολύ
μπορώ να τα κλείσω και να ελπίζω να μη με κτυπήσουν.
δε θα βρουν πρόσφορο έδαφος πιστεύω .
μονολογώ.
παίρνω τις στροφές και δε το νοιώθω το κάψιμο από την περιέργεια πια.
τα φώτα με ζαλίζουν ,
πεταλούδα βράδυ καλοκαιριού έτοιμη να λιώσει τα ρούχα της.
''δεν το αξίζεις'' σκέφτομαι
αλλά δεν το επιλέγει κάποιος αυτό.
μονάχα να είχα χώμα να πατώ στα πόδια μου, αυτό νομίζω θα τα γιάτρευε όλα.
(άλλη μια στροφή)

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Μια Δευτέρα όλο μπογιές

Κοιτάζοντας ψηλά ο ουρανός θυμώνει
για ένα θράσος που δεν έχω μα δεν το ξέρει
και για τα μάτια μου που χρωματίζω κίτρινα...

το κεφάλι ακολουθεί την κίνηση του λαιμού
και το μυαλό σιγοτραγουδά τη μελωδία της Δευτέρας...
όλοι βιάζονται να πάνε εκεί που κανείς δε τους θέλει
κι όλα τα πρόσωπα σκυφτά και έτοιμα να σκιστούν χαρτόνια.

τα παιδικά μου όμως βήματα πάνε ανάποδα
μπερδεύω ακόμα το δεξί με το αριστερό
σε μια χορογραφία που τη μαθαίνω μόνος
και παρατηρώ από τριγύρω πόσο θα μοιάζει άγαρμπο
ένα περπάτημα στους δρόμους από μένα.

ακόμα και αν συννεφιάσει θα το ζωγραφίσω το χρώμα
σε πρόσωπα , σε τόπους και σε τζάμια,
θα του γελάσω δύο φορές,
μία για να τρομάξει και μια από περιέργεια
να δει πώς μοιάζουν οι άνθρωποι όταν φωνάζουν στο χρώμα που τους λείπει.

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Αδέσποτες μελωδίες



Είδες ξανά την ίδια μελωδία... και λέω είδες γιατί η υπόσταση που πήρε στο όνειρό σου ήταν τόσο ορατή, τόσο χειροπιαστή. Αυτή η μελωδία γιατί σε ακολουθεί και γιατί δε λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό σου; Σήμερα πίστεψες πως ήσουν ικανός σχεδόν να την ανασυνθέσεις με το ξύπνημά σου. Όμως δεν είσαι αρκετός για αυτό. Σου λείπει η συγκέντρωση για να το καταφέρεις.
Αυτό που διαφοροποιούσε όμως το αποψινό όνειρό από τα προηγούμενα, ήταν η ύπαρξη ενός άλλου προσώπου . Αυτός ο ζητιάνος που εμφανίστηκε μπροστά σου με μια βαλίτσα στο χέρι, άρπαξε τη μελωδία από τα χείλη σου και εσύ προσπαθούσες σε ολόκληρο όνειρο να τον προλάβεις, να τον παρακαλέσεις να σου την επιστρέψει. Ήταν τόσο συγκινητική η παρουσία του, που δεν μπορούσες να του κάνεις κακό. Ρακένδυτος, με μια έκφραση πόνου στα σκοτεινά του μάτια και ένα σουλούπι ατροφικό, λες και είναι αδύνατον να στέκεται στα δύο του πόδια ακόμη. Αυτός ο ταξιδιώτης , έκρυβε κάτι παραπάνω, σήμαινε κάτι παραπάνω.
Ίσως περνάει από όνειρο σε όνειρο και στη μικρή του βαλίτσα συλλέγει τις μελωδίες που ξεφεύγουν από την αντίληψή μας και τις αγκαλιάζει. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσεις τους ένοικους από τη διπλανή πολυκατοικία ή τους κάτω ορόφους αν παρατήρησαν να τους λείπει κάτι , ίσως πάλι όχι, να μην πρέπει να τους ανησυχήσεις. Εκείνος φαίνεται τις χρειάζεται περισσότερο και είναι σίγουρο θα τις προσέξει παραπάνω.
Τώρα που το σκέφτεσαι, δε θα έβρισκες χρόνο να την τραγουδήσεις, θα έπρεπε να προλάβεις να δουλέψεις, να δεις οικογένεια και φίλους, να μελετήσεις, να διαβάσεις, να γράψεις...Ναι, ας μη σου επιστρέψει τη δική σου μελωδία, δεν το θες πια. Όπως όμως θα περάσει και πάλι από τη γειτονιά σου, ας τη φέρει μαζί του ζεστή , αστόλιστη και καθαρή ένα βράδυ, να τη σιγομουρμουρήσεις.

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ανυπάκουοι χρόνοι V

... έρχονται πρόσωπα, σε γυρεύουν εκεί που σε άφησαν,
δεν το σκέφτονται καν το ενδεχόμενο να έχεις περπατήσει
τέσσερα, πέντε, δύο βήματα έστω.
φωνάζουν το όνομα που είχες κάποτε, μα εσύ δε γυρίζεις το κεφάλι να τους δεις,
δεν το αναγνωρίζεις πια.
Σ'αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνεις το φως της μέρας
με την ελπίδα να είναι αυτό που θα τους ανοίξει τα μάτια.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Νυχτερινά κεριά Ι


Καπνοί παντού και η φωτιά πουθενά...
αν είχαμε έστω ένα σημάδι ότι καιγόμαστε,
θα ήταν πιο εύκολο να μάθουμε το πότε
θα σβήσουν οι ελπίδες να σωθούμε.
Είναι καπνοί αυτοί που βγαίνουν από μέσα.
Όχι ότι αυτό θα άλλαζε σε κάτι την πορεία που δεν έχει επιστροφή, ούτε στο ελάχιστο δε μοιάζει το γιατί σου με το έτσι που σου απαντώ.
Κι αυτή η φωτιά συνήθισε να με ζεσταίνει,
αυτά τα βράδια του ανάμεσα σε αυτό που είμαστε
και σε αυτό που το αύριο θα μας μεταμορφώσει .
Λες και ο ήλιος που φυλάκισα στο σώμα μου, βρίσκει το χρόνο να εξατμιστεί όταν νυχτώνει και η σκέψη με καταδιώκει σε ένα μπαλκόνι.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Το άρωμα δεν ήρθε

Συναντηθήκαμε σε έναν κόσμο που θεωρούσα αποκλειστικά δικό μου .
Ξανά μετά από καιρό, όταν το Φως έλουζε το απίθανο και αυτό μας κύκλωσε.
Όμως κάτι από σένα δεν ήμουν σε θέση να επαναφέρω...
Το όνομα ενός ανθρώπου μου θυμίζει πολλά από εκείνον,
το βλέμμα του μου επιτρέπει να γλιστρήσω μέσα στις αμέτρητες αναμνήσεις από χρόνο που φαγώθηκε από κοινού.
Πρώτα όμως υπολογίζω και πιστεύω στη δύναμη της μνήμης και στις οσμές που εγκλώβισε στα πιο κρυφά της δωμάτια.
Η οσμή ήταν και είναι της λογικής και του άλογου μηχανισμού μου ο κινητήρας.
Σαν σκυλί ψάχνω τις σκιές της σε όσους νόμιζα πως μου επέτρεψαν να τη μυρίσω και να την καταπιώ. Καθώς εντός μου την έβρισκα να τριγυρνά, ήξερα πώς από αυτούς δε θα ξεφύγω εύκολα. Κατείχαν ένα μέρος μου και αυτό το μέρος μου δεσμεύτηκε για πάντα. (...για πάντα;)
Τώρα αυτή η οσμή σου έγινε δυσάρεστη αίσθηση και δεν την ανακαλώ.
Ίσως τα δικά μου αισθητήρια όργανα έχασαν κάτι από τη διάθεση να πλησιάσουν .
Ίσως ξέχασα τι σημαίνει ρούχο ποτισμένο με άνθρωπο.
Αυτές οι σκέψεις με κάνουν να θέλω να γελάσω... με εκείνο το σίγουρο κομμάτι του εαυτού μου που δεν πίστεψε στο φυσικό ξεθώριασμα των αρωμάτων. Αν αυτό είναι δυνατό , εγώ μπορώ να είμαι στο πιο δυνατό. Και να γελάσω .
(...αλλά η μύτη να γυρεύει ακόμα να την ξεγελάσεις)

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Μάτια ανοιχτά


Με τόσες ώρες στην οθόνη
ξεχασμένος,
περιμένοντας,
απορώ που είδα τόσο φως απ'τις κουρτίνες
να με φωνάζει να του δώσω σημασία,
να μ' αγκαλιάσει και να με πλύνει
από τη σκόνη του σπιτιού και των γραμμάτων.
Αν ήμουν δέντρο,
θα είχα δίχως άνοιξη καρπούς σκορπίσει,
γεμάτο ακαλλιέργητους αγρούς
πιστεύω το μυαλό μου,
κι όμως δε βρίσκω το χρόνο
και τη θέληση να πιάσω τα εργαλεία.
τα δάκτυλα είναι μουδιασμένα από τα πλήκτρα,
τα μάτια κόκκινα σαν δύο σπίρτα,
ανάβουν γρήγορα και έτσι σβήνουν.
Αρκεί όμως δύο βήματα
στην πόλη που αγαπώ και που με χτίζει
να θυμηθώ και να προσέξω
μία γιορτή από φρούτα κρεμασμένα
ένα κοπάδι αυτοκίνητα να τρέχουν
μία πλημμύρα θάλασσα να βρέξω τις στιγμές μου
και να επιστρέψω πιο ελαφρύς για να σου γράψω.




Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Συμβιβασμός

-Πόσα;
-Όσα περισσότερα.
-Γιατί;
-Δεν υπάρχει λόγος. Μου χρωστάς.
-Ναι, αλλά δεν έχω τον τρόπο να σε ξεπληρώσω.
-Είναι αργά τώρα να το σκεφτείς αυτό.
-Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα ήταν αρκετό να ικανοποιήσει τη δίψα σου να πάρεις πίσω όσα έδωσες. Κομμάτι κομμάτι μαζεύεις και αποθηκεύεις.
-Δε θα σου δώσω λογαριασμό. Όσα περισσότερα συλλέξω, θα είναι πιο εύκολο να μη χρωστάω την επόμενη φορά εγώ.
-Είναι πολλά αυτά που από σένα περιμένω; Να καταλάβεις; Δεν έχω χρήματα να σου επιστρέψω, ούτε πολλές υπομονές με συντροφεύουν.
-Δεν ήμουν καλός ποτέ με τις συμβουλές , πάντοτε έκανα το λάθος να υπάρχω περισσός ή πλεονάζων. Βρες μόνος την άκρη. Δώσε μου τότε τα όνειρά σου, ίσως έτσι διαγραφεί το χρέος.


Ανυπάκουοι χρόνοι IV















Αδημονώντας τα αυτιά μου να ματώσουν,
να προσπαθήσουν να συλλάβουν το ακαταλόγιστο,
τον ψίθυρο και την κραυγή
βρέθηκα εκεί που οι φωνές αναμειγνύονται ,
η προσπάθεια σου πρέπει να γίνει μεγαλύτερη από του διπλανού σου
και η ψυχή σου αδηφάγα να συλλέξει τα σπαράγματα μελωδιών που της χρειάζονται.
Υπάρχουν λόγοι αρκετοί να σου χαρίσουν αυτό το χαμόγελο λίγο προτού ονειροπολήσεις ξανά και αυτούς μπορείς τουλάχιστον να τους τραγουδήσεις.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Θα'θελα να λέω την αλήθεια





















''Θα'θελα να λέω την αλήθεια...''
όχι όσο νομίζει η ψυχή μου πως αντέχει
ούτε με τρόπους που γνωρίζω πως δεν έχει
αλλά με σιγουριά μέσα στα στήθια.

Θα'θελα να λέω μόνο το ψέμα
βαρύ για κείνους που δεν έμαθαν να ακούνε
αισχρό για όσους δε νοστάλγησαν να δούνε
αν είναι κόκκινο στις φλέβες τους το αίμα.

Θα'θελα να ορίζω τις πληγές μου
να ανοίγουν μόνο όταν θελήσω να τις γλύψω
να κλείνουν μόνο όταν θελήσω να σου λείψω
να πολεμάς με τις σκιές μου.

Θα'θελα να ζω με καθαρότητα
να μη φοβάμαι στους αγύρτες να σηκώνω το κεφάλι
να μετριάζω του μυαλού μου τη σπατάλη
μέσα στην άβουλη αυτή επικαιρότητα.

Θα'θελα τα θέλω μου να έχουν αρχή και τέλος


πράξεις να κάνω όσα ειπώθηκαν σαν σχέδια

τα όνειρα μου να έχουν λίγο από προπαίδεια

απέξω κι ανακατωτά ,

δίχως αναίδεια,

να τους περνάω τον καρπό μου

και να'ναι αυτό το τυχερό και νικητήριο βέλος.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Ανάπηρες συμμετρίες

...ένα παιδί ήμουν όσο τολμώ να θυμηθώ
με συμμετρίες ανάπηρες
και αποτελέσματα αμφίβολα...
σαν έργο μισοτελειωμένο ή σαν μια πίστη που δεν οδηγεί στο θαύμα.
Τούτο το κλάμα όμως πλένει τα σκοτάδια
και αναπνέουν πάλι νέες προσδοκίες.
Υπάρχω ; Περπατώ ;
Σε τόση ακινησία τι οδήγησε τις πράξεις ;
Είναι καλύτερη η σκιά
ή στην αλήθεια πρέπει να παραδοθείς ;
Αυτάρεσκα μηνύματα κι όμως δε φτάνουν ως τα αυτιά μου,
είναι μεγάλη απόσταση από τη σκέψη ως τα πλήκτρα.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Μούδιασμα















Πράσινο χρώμα στους ανθρώπους
και των ματιών σου τα δέντρα άκαυτα
στο πιο ζεστό μου καλοκαίρι.
Ένα απ'αυτά να πιάσει μια σπίθα,
θα γίνουν τα λόγια σου βεντάλιες να τη σβήσουν
κάνοντας άνθρωπο ξανά ερωτευμένο και άτολμο μπροστά σου.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Άγρυπνη αλάνα

Χώμα τριγύρω και σκουριά,
αλάνα μοιάζει ξεχασμένων σου φαρμάκων ,
νεκροταφείο όπου κερί για να ανάψεις πρέπει να έχεις κάτι να προσφέρεις,
ένα κομμάτι από σίδερο σαν των ανθρώπων τη σκληράδα.

Γύρω κοιτάζεις ,
ένα παιχνίδι πεταμένο μέσα σε λάσπες
και παραδίπλα ένα παιδί χωρίς παιχνίδι,
έτσι ήταν πάντα στη ζωή αυτός που ψάχνει δίπλα σε αυτό που ήταν άχρηστο για κάποιον,
όλα τα σκόρπια απορρίμματα μια ομορφιά .

Μια ξεχασμένη ρόδα αυτοκινήτου, μια διαδρομή που δεν υπήρχε προορισμός,
και χαραγμένα πάνω της ονόματα από εταιρίες που σου πουλούσαν το άπιαστο.
Μία βαλίτσα από καιρό κομματιασμένη
κι από μέσα της να βγαίνει ένας καημός
που δε τη ρώτησε κανείς αν της αρέσουν τα ταξίδια...

Ανάμεσα τους μια παλιά φωτογραφία,
ένα τοπίο από θάλασσες και πλοία ξελογιασμένα
να σεργιανίζουν στων κυμάτων τους τα χάδια λες και ζυγώνουν
σε ερωτικό κρεσέντο.

Σωροί μπουκάλια από πλαστικό
κι άμμο ψημένη, να σου θυμίζουν ακόμα οι μυρωδιές τα χνώτα των στομάτων
που ακούμπησαν τα χείλη τους και τ'άδειασαν
κι αυτά τα χνώτα να γυρεύεις να γνωρίσεις.

Τσιγάρα κι άμορφες σακούλες,
χαρτιά και γεύσεις από φρούτα,
όλα αναδύουν μια κραυγή
που διαπερνά την όσφρησή σου
κι όμως στα μάτια σου δάκρυα επιστρέφουν...
γιατί σε αυτό το περιβάλλον,
αναγνωρίζεις ένα λίκνο να σε έλκει.

Βροχή σε πιάνει και μουσκεύεις,
βροχή στεγνώνει μα κανείς δε στέγνωσε μαζί της,
τρέξαν αμέσως να κρυφτούν της πόλης τα κοπάδια κάτω απ'την αδιάβροχη ζωή τους,
μα εκεί η σκουριά δεν έχει ανάγκη από υγρασία.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Καύσιμη ύλη

Ήσουν παιδί όταν ξεκίνησες να ονειρεύεσαι. Μέρες κυρίως και λιγότερο τα βράδια. Τότε το είχες περισσότερο ανάγκη κι αυτή σου την ανάγκη την τάιζες χωρίς δεύτερη σκέψη. Όνειρα μικρά και όνειρα μεγάλα, στρωμένο τραπέζι και αυτά ζεστά, αχνιστά και καλομαγειρεμένα μπροστά σου. Βέβαια σπανίως τα δοκίμαζες, φοβόσουν πως το επόμενο δείπνο δε θα σταθεί αντάξιο εκείνου και ήθελες ανέπαφο να το αφήσεις. Να το λαχταράς, να εισπνέεις τις ευωδίες του, αλλά να βρίσκεις τη δύναμη να μην το αγγίζεις.
Αυτή σου τη συνήθεια την κουβάλησες χρόνια μαζί σου, δέμα μικρό σε μία τσέπη που άλλοτε υπερηφανευόσουν γι'αυτό και το επεδείκνυες αριστερά και δεξιά, χωρίς την πονηριά στο νου πως κάποιος μπορεί να το ορεγόταν και να στο έκλεβε. Άλλοτε πάλι περνούσε μέρες ξεχασμένο σ'αυτήν την τσέπη κι ερχόταν κάποια στιγμή που τα δάκτυλά σου το ψηλαφούσαν βάζοντας το χέρι σου και ψάχνοντας για έναν αναπτήρα, τα κλειδιά της εξώπορτας ή εισιτήρια και ξαφνιαζόσουν, έκανες πως δε θυμόσουν πως ήταν εκεί.
Λέω ''έκανες'' γιατί μεταξύ μας, ποτέ δεν πίστεψα σε φτηνές δικαιολογίες. Aνέκαθεν όμως αυτό το δέμα ήταν ένας λόγος για να σε κρατήσει γερά δεμένο στην πεζή πραγματικότητα. Ίσως από ανάγκη να αποκτήσει αξία, περισσότερη από όση ήδη του είχες αποδώσει. Όσο πιο πεζή και συνηθισμένη ήταν η καθημερινότητά σου, τόσο πιο σημαντικό φάνταζε στα μάτια σου αυτό το πολύτιμο κομμάτι όνειρο.
Κι όταν κάποτε τύχαινε όλα στη ζωή να σου πήγαιναν καλά, όταν έμοιαζαν με κάτι που είχες ονειρευτεί, τότε πανικοβαλλόσουν και σκεφτόσουν πως δε θες να γίνεις μέρος αυτού του ονείρου, πως τότε τίποτα δε θα απομείνει να έχεις για ελπίδα πάνω σου, τίποτα για σανίδα σωτηρίας. Και τα κατέστρεφες όλα. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να το κάνεις. Τι πιο εύκολο από το να γίνεις δυστυχής...
Περνώντας όμως ο καιρός, σε έκανε να αλλάξεις γνώμες και διαθέσεις. Οι φίλοι, λιγοστοί έστω αλλά πολύτιμοι, σε συμβούλευαν να κόψεις τις κακές συνήθειες και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να πετάξει , να χαρεί αυτά που του έρχονται. Δεν ήξεραν πόσες φορές προσπάθησες, ούτε πόσες φορές απέτυχες. Ήταν όμως τόση η επιμονή τους που πήρες την απόφαση μια μέρα να τους ακούσεις.
Διάλεξες τον ψηλότερο βράχο της ζωής σου , κράτησες μια απόσταση ικανή να σου δώσει φόρα και ξεκίνησες να τρέχεις καταπάνω του. Χωρίς πουθενά να σκοντάψεις, κι αυτό είναι κάτι που σου έκανε εντύπωση, όσο και μένα. Ένα βήμα προτού συναντήσεις το χείλος του σκέφτηκες...''αυτό είναι, αυτό το δέμα δε μου χρειάζεται πια'' και το έβγαλες από πάνω σου , πέταξες αυτό το μικρό πολύτιμο κομμάτι όνειρο στο χώμα και έκανες το κρίσιμο άλμα στο κενό. Και τότε έπεσες.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Απραξία φωτός

Δείξε μου ένα δρόμο.
Έναν οποιονδήποτε δρόμο.
Πες μου πως θέλεις μαζί να τον διασχίσουμε.
Φανέρωσε μου μια κατεύθυνση που πήρες στη ζωή σου ως τα τώρα ή μίλησε μου για μια που θες να ακολουθήσουμε.Εξήγησε μου.
Δε θέλεις;
Γιατί σιωπή;
Είναι στα μάτια σου γραμμένη η άρνησή σου κι όμως τα χείλη σου τα βλέπω πως κινούνται...
Θέλεις να φύγω;
Είναι αρκετά τα λόγια που δε λες και όσο χρειάζεται εκκωφαντικά.
Μα Αν το φανάρι σου ξέχασες αναμμένο, πως περιμένεις να πειστώ πως θες να φύγω;

Άγρια λιοντάρια

Αυτά τα πρόσωπα που αλλάζουν τόπους,
αυτά που εξόριστα ζητούν για στόχους,
άγρια ζώα που το σκάσαν απ'τη γη τους
κι άγριοι εμείς που τα σκοτώνουμε.

Αυτοί οι ξένοι που γρυλίζουν στη σκιά μας
κι εμείς οι ίδιοι τόσο ξένοι ανάμεσά μας,
δε χαραμίσαμε ούτε ένα λεπτό μαζί τους.
Αγνώστου κήρυγμα τάχα μου ενσαρκώνουμε.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Το νανούρισμα

Ξυπνάς και κοιτάς ένα ρολόι που δε σου δείχνει αυτό που θες να δεις , γιατί ποτέ δε σε υπολόγιζε ο χρόνος - και γιατί να το κάνει όταν κι εσύ τον σπαταλάς ; - και δεν είχες τη δύναμη να τον επηρεάσεις. Ξυπνάς . Αυτό είναι το βασικό και από κει ξεκινούν όλα. Είναι πρωί ; Είσαι εσύ; Όλα θολά ακόμα και για τόσες απλές ερωτήσεις. Τα χέρια σου απλώνονται και φτάνουν το ταβάνι . Τα πόδια σου χτυπούν στον μπροστινό σου τοίχο. Είσαι εκεί ; Δεν είναι οι διαστάσεις σου αυτές , ούτε το σώμα σου μπορεί να τις αντέξει.
Τι έγινε και βίωσες μια τέτοια αλλαγή; Αν προσπαθήσεις να θυμηθείς, μέχρι χτες ήσουν φυσιολογικός.... Ήσουν; Δεν είσαι ικανός για τέτοια αναρώτηση, το δωμάτιο αρχίζει να γεμίζει ρωγμές και τα σκεπάσματα δεν σε προστάτευσαν ποτέ, ούτε όταν παιδί περίμενες να σε παρηγορήσουν σε μια καταιγίδα, τότε που χωνόσουν όλο και πιο βαθιά μέσα στον κόσμο τους. Τα τινάζεις και να σηκωθείς προσπαθείς ... είναι ο κόπος σου μάταιος ή δε βρίσκεις κάπου να πιαστείς, να στηριχτείς, μια αφορμή να σηκωθείς από του ύπνου το τραπέζι;
Είσαι εσύ; Μήπως σε όνειρο ακόμα ταξιδεύεις και ό,τι δήθεν σε φοβίζει είναι ακόμα ένα πιάτο να γευτείς προτού ξυπνήσεις; Είναι από εκείνες τις στιγμές που όλα γίνονται σκοτάδι. Μα επιτέλους τι ώρα είναι; Γιατί κανείς δε σε αναζήτησε ως τώρα; Είναι για αυτό που τώρα τα άκρα σου ψηλώνουν, για να σε δουν όσοι ως τώρα σε αγνοούσαν. Οι πιθανότητες γλυκά σε καταπίνουν και έχουν μια δύναμη που εσύ ποτέ δεν είχες. Ή δεν τη γνώρισες.
Τα αυτιά σου τώρα έχουν γεμίσει ένα νανούρισμα και τίποτα άλλο δε σου επιτρέπουν να ακούσεις. Αυτή η φωνή, είναι χροιά που τη φυλάς για ώρα ανάγκης. Αυτή η ανάγκη όταν θα θες να τη διαλέξεις , δε θα έρθει. Είναι η ψευδαίσθηση όμως τέτοια που σε θωρακίζει. Η δική σου φωνή όμως δε βγαίνει. Εγκλωβισμένη σε στρώματα φλεβών και ιστών, σε λυγμούς και άναρθρες κραυγές, ίσα που ακούγεται πίσω από το νανούρισμα που όλο και δυναμώνει την ένταση στα αυτιά σου. Σαν να το βλέπεις να αποκτά σάρκα και οστά , να ρίχνει τα τείχη από γύρω σου , να σου απλώνει το χέρι και τότε μόνο να βλέπεις τις ακτίνες του ήλιου να γλύφουν τα βλέφαρά σου.
Είναι πρωί και μόλις ξύπνησες. Στις σωστές σου διαστάσεις και για τους λόγους που αναρωτιέσαι αν είναι οι σωστοί . Τα χέρια και τα πόδια σου ίσα που προεξέχουν κάτω από την κουβέρτα, κανένας τοίχος δεν απειλεί να σε γκρεμίσει κάτω. Κανείς δε βρέθηκε να σε βοηθήσει, γιατί δεν τον χρειάστηκες, προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου. ΌΛΑ ήταν ένα όνειρο, μια ψευδαίσθηση. Το νανούρισμα όμως ακόμα ακούγεται.

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Ο πυρετός

Άνθη φορούσε στα μαλλιά του
κι όμως ήταν φλεγόμενη η κεφαλή του όπως ο ήλιος,
σκορπούσε δέος κι αναρίθμητα τα κλάματα
σε όσους τον πέρασαν για την καταστροφή τους.

Τον έλεγες και άνοιξη
ή όπως ήθελες να λες αυτό που απ'τη ζωή σου λείπει
ή ό,τι δεν πρόλαβες να αγγίξεις, ή ό,τι έφυγε
ό,τι το άρωμα του σκόρπισε για λίγο
κι έπειτα γέλασε βλέποντάς σε να το ψάχνεις.

Η αναπνοή του όμως μόνο με ηφαιστείου λάβα
με πυρωμένο πεζοδρόμιο
ή με την υψικάμινο του Αυγούστου
θα ήταν μιας σύγκρισης τόλμημα.

Μ'ένα δρασκελισμό πελώριο
η απόσταση ελάχιστη γινόταν όσο τα μάτια σου κοιτούσαν
κι όμως δεν έφτανε ποτέ για να σε κάψει
μόνο το φόβο πως θα'ρθεί σου διαλαλούσε.

Μπορούσες να αντισταθείς
ή δεν το σκέφτηκες
ή ήταν σαγηνευτικό να έχεις τη σκέψη
πως μόνο σε σένα κατευθύνει την ορμή του.

Κι εσύ απέμενες στου κρεβατιού σου το τελάρο
φορτίο έτοιμο στον παραλήπτη του
αδιαπραγμάτευτη του κόσμου η ανθρωποθυσία
και η δική σου πλησμονή.

Ανυπάκουοι χρόνοι IIΙ















...κι όσες ακόμα φωνές κι αν ακουστούν
τίποτα πιο δελεαστικό από το δευτερόλεπτο
προτού ο δείκτης δείξει τα μεσάνυχτα
κι αναστηθούν οι ανάσες μας.
Αυτός ο απειροελάχιστος χρόνος
κλείνει κάθε αμφιβολία και κάθε βεβαιότητα .
Κι εσύ το αφουγκράζεσαι.

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Μεσάνυχτα με ένα κερί...

Τα μεσάνυχτα θα σημάνουν την ανάσταση, με α μικρό και κεφάλια σκυφτά.Θα βάλεις τα καλά σου ρούχα - γιατί πότε άλλοτε θα βρεις την ευκαιρία ; - , θα πιαστείς από το χέρι και θα πας... εκεί που πάντα πήγαινες, είτε από συνήθεια, είτε σε προγραμματισμένο τόπο συνάντησης. Το κερί σου θα ανάψει μόνο για να σου θυμίσει πώς ήρθε η ώρα που περίμενες, η ώρα να επιστρέψεις πίσω στο σπίτι. Έτσι δε γινόταν από παιδί; Αυτά τα φώτα σε τρομάζουν και ο θόρυβος απ'τα βεγγαλικά έρχεται να σου υπενθυμίσει πως το ζεις ξανά αυτό το υπερθέαμα και πρέπει να προλάβεις να χειροκροτήσεις προτού κατέβει η αυλαία και για φέτος.
Πέρασες ωραία ; Ευχήθηκες ; Άπειρες φορές, επαναλαμβάνουμε την ίδια και απαράλλαχτη ευχή, σαν να θέλουμε να την πιστέψουμε... Έχει σημασία αυτό άραγε ; Εμείς έτσι τα βρήκαμε και έτσι θα τα αφήσουμε... Πίστευε και μη ερεύνα ... τότε πώς έχει κολλήσει στο μυαλό μου το ''πίστευε και μη, ερεύνα.''; Αυτό το κόμμα ανάμεσα, σαν άλλο βεγγαλικό πυρπολεί τις συνειδήσεις μας. Ο άνθρωπος οφείλει να σκέφτεται, να αναπαριστά στο νου του ότι δυσκολεύεται να συλλάβει ως θεσπισμένη αλήθεια.
Ακόμα και ένας συγγραφέας οφείλει στον εαυτό του να μην ξεχνά τον κόσμο στον οποίο ζει και να διαδηλώνει. Διαβάζοντας ένα τέτοιο πόνημα, αγαπημένου μου γραφιά , (Ζοζέ Σαραμάγκου - ''Το τετράδιο'', Καστανιώτης), γέμισε η ψυχή μου ελπίδα πως κάποιοι εκεί έξω σκέφτονται. Συγκινούνται. Αναρωτιούνται. Ακόμα και αν δε βρίσκω την ταύτιση μπροστά μου, υποκλίνομαι στην προσπάθεια και θέλω λίγο να τη δοκιμάσω. Όχι πως αρνούμαι τη διαίσθηση ή το ανεξήγητο, αυτό που δε μπορεί να ερμηνευτεί ή που εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε βρει τους όρους να το κάνουμε. Το αντίθετο.
Θέλω όμως τις αποδείξεις πως και γι'αυτό που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, έχουμε μέσα μας απαντήσει γιατί το ακολουθούμε. Όχι γιατί γεννήθηκε μαζί μας, γιατί μας το δήλωσαν σ' ένα χαρτί που λίγη σημασία έχει για μας.
Πολλές σκέψεις και ανακατεμένες ίσως με μυρωδιές πασχαλινές και φλόγες που θα βάψουν το κατώφλι του σπιτιού , να ευλογηθεί και που όλη τη νύχτα θα αφήσουμε , σε ένα καντηλάκι, να σιγοκαίνε για να θυμόμαστε το βράδυ που περάσαμε και προσπεράσαμε.
Δεν έχω τις απαντήσεις, αλλά τις ερωτήσεις τις κουβαλώ και τις βάζω κι αυτές δίπλα στο καντηλάκι να σιγοκαίνε. Όχι όμως μέχρι να σβήσουν τα κεριά, αλλά μέχρι να ξεδιψάσω. Ίσως ακόμα και τότε να μη μπορέσω να τις αποχωριστώ.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Ανυπάκουοι χρόνοι II

Aυτές οι μικρές φλόγες
κι αυτά τα κεριά που δε σβήνουνε
να μπορούσαν να θεριέψουν και να κάψουν
όσα χέρια τις ανάβουνε...
αυτές οι φωνές που δεν παύουν να σχολιάζουν
κι αυτά τα σώματα που τις παράγουν
να τολμούσαν να ισορροπήσουν με την πεζή
και τόσο άπιστη τους πραγματικότητα.
κι όλα να είναι τόσο φυσικά...
Ανάμεσα στο γεύμα και στο δείπνο
Μια τελετή που δεν παρέστη κανείς ειλικρινώς
και μια χαμένη ευκαιρία να σωθεί
αυτός ο κόσμος ο εντός.

Απόρρητος ο ήχος


''...Συνήθιζα να προσεύχομαι... Λέω ότι συνήθιζα να προσεύχομαι... Ναι, πρέπει να το ομολογήσω πως το έκανα. Όχι τώρα. Τότε...όχι...τόσες δυσκολίες τώρα για το μυαλό. Το να είμαι πάντα αυτό που είμαι- και τόσο όμως αλλαγμένη από αυτό που ήμουν...'' Λίγες φράσεις της Winnie που επαναλαμβάνονται στα αυτιά μου ως οι μόνες αρμόζουσες στο σήμερα. Ποιος πιστεύει ειλικρινά και πόσοι το υποκρίνονται... Ένα τραπέζι όπως του δείπνου του μυστικού δεν είναι αρκετό για να μας φέρει πιο κοντά με τις ψυχές μας. Αυτό το βαρυφορτωμένο γεύμα και αυτά τα λαίμαργα στόματα... φάτε λοιπόν από το σώμα του Εσταυρωμένου, πιείτε από το αίμα Του, σε γενναίες ποσότητες και δίχως τύψεις. Μην το τσιγκουνευτείτε γιατί ποιος ξέρει πότε θα έρθει το επόμενο τραπέζι να σας ενώσει.

Αυτές οι καμπάνες από το πρωί τριγυρίζουν στα δωμάτια και χτυπούν πάνω στις πόρτες, στους τοίχους και στα πατώματα, εξοστρακίζονται και καταλήγουν πάνω μου. Εγώ δεν έχω όμως τη δύναμη να τις γυρίσω πίσω, παρά τις καταπίνω. Καμπάνες για πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο, πλήρες πρόγραμμα διατροφής. Μια διατροφή όμως που θες και δε θες να κάνεις, που ζορίζεις να καταπιείς μία προς μία τις μπουκιές της... Κι αν αυτές οι μπουκιές μέσα σου γίνουν ένα σώμα και σε καταπιούν οι ίδιες; Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και νομίζω η όψη μου αρχίζει να μοιάζει μπρούτζινη, γυαλισμένη, έτοιμη να γεννήσει ήχους ή να με καταπιεί.

Είναι η εβδομάδα των παθών και των λαθών,αυτή που τρέχει. Γίνονται όμως τόσα πολλά μέσα στο χρόνο μας που αυτές οι μέρες χάνονται μέσα στο πλήθος των ομοίων τους. Τα πάθη έγιναν συνηθισμένα και τώρα δεν προλαβαίνει να τους δώσει κάποιος σημασία. Ούτε κι εγώ το κάνω. Δεν το αρνούμαι πως αυτές οι μέρες με θλίβουν για τη σημασία που δεν μπορώ να τους δώσω. Γίνομαι στεγνός κι όμως τις απορροφώ σαν σφουγγάρι. Γίνομαι μεταλλικός και κουνάω το κεφάλι στο ρυθμό που μου δίνει η πλησιέστερη θρησκευτική εμποροπανήγυρις... όπως όταν βρίσκεσαι σ'ένα χωριό, τυχαίνει ή επιδιώκεις να βρεθείς σε κάποιο πανηγύρι και εκεί ακούς τους ξύλινους και τους πνευστούς τους ήχους , τα κλαρίνα και τις κιθάρες που έχουν σκοπό να σε τραβήξουν κοντά τους, να σε προσελκύσουν σαν Σειρήνες... έτσι κι αυτές οι καμπάνες. Σειρήνες που φωνάζουν και νομίζουν πως ξεκουφαίνουν... έμαθαν πια όμως οι ταξιδευτές και έβαλαν μπόλικο κερί στα αυτιά τους .

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Μια μικρή εύθραυστη χορογραφία















Αλήθεια πίστεψα πως θα μπορούσα να χορέψω απόψε . Είχα το χώρο δικό μου, είχα το χρόνο με το μέρος μου. Ήταν οι κινήσεις των σωμάτων ελάσματα στα χέρια μου πλασμένα και τους απέδωσα μορφές ... όπως και αυτές σε μένα απέδωσαν σημάδια στο μυαλό μου. Φτάνουν οι απεικονίσεις μιας κάμερας για να θυμάμαι ή μήπως η δική μου προσπάθεια κρίνεται περισσότερο αναγκαία; Όσο τα κλικ ακούγονται, τόσες φιγούρες θα ζωντανέψουν κάτω απ'τα μάτια μου. Κι ύστερα... Η μουσική ενός πλανόδιου που θέριεψε μέσα μου σαν μπάντα από τα όνειρα που θα έκανα αν ήμουνα παιδί ακόμα... ή μήπως είμαι; Οι ήχοι από τις φωταγωγημένες εκκλησίες και τα φώτα των κεριών. Αυτή η σταύρωση έγινε στα αλήθεια; Ή χόρεψε κι αυτή η φήμη ως τα σήμερα; Δεν έμαθα ποτέ, ούτε και ρώτησα. Μόνο περπάτησα σ' έναν πεζόδρομο διόλου πεζό και ήμουν ο άνεμος ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων. Αυτή η μέρα τα είχε όλα, αλήθειες όμως, όχι ψέματα.

Ανυπάκουοι χρόνοι

Είναι κι αυτός ο χρόνος κλέφτης είτε ψεύτης
όπως θες τον λες
δε σου κρατάει κακία
αλλά σε βρίσκει όταν μπορεί
να δώσει τη δική του απάντηση...