Ποτίζαμε τα μωσαϊκά κάθε απόγευμα.
Το λάστιχο την είχε τη ρουτίνα του·
κάθε που έπεφτε ο ήλιος, αναλάμβανε
να το δροσίσει και το πάτωμα και τις αυλές
και τις ξυπόλυτές μας φτέρνες.
και τις ξυπόλυτές μας φτέρνες.
Μουλιάζανε τα καλοκαίρια μας μ' αυτό το λάστιχο,
χρόνια τώρα,
χρόνια τώρα,
εργάτης με δίχως απαιτήσεις.
Πού και πού κάνα ξεμπέρδεμα,
όταν σκούρα τα έβρισκε κι αυτό με τον εαυτό του ή όταν
ο λαιμός κόμπιαζε και στάλα νερό δεν έτρεχε.
Ποτίζαμε τα μωσαϊκά και τα βλέπαμε να στραφταλίζουν·
Ήλιο δεν είχαν πλέον
να δει τις φαγωμάρες, τις φθορές ,
τα χρώματα που έχασαν τη λάμψη τους ·
μόνο του ίδιου του νερού τη λάμψη έτρωγαν,
με ίδια κάθε μέρα απληστία
γνωρίζοντας ότι και αύριο θα επιστρέψει .
Οι φτέρνες είχαν χάσει τη χαρά αυτή·
αίσθηση δεν τους έκανε
νερό , μωσαϊκό ,
είχαν δικές τους έγνοιες να φροντίσουν.
Πού και πού
Πού και πού
σκουντούσε η μία την άλλη , σαν ένδειξη αλληλεγγύης
ή σαν παραίτησης.
Είμαι κοντά σου, έλεγαν
μ' όλες τις φαγωμάρες μου.
Απάντηση καμιά δεν έπαιρνε,
ούτε παπούτσι καταδεχόταν να φορέσει.
Γυμνά τα καλοκαίρια γέρναγαν
και με το δέρμα τους μονολογούσαν:
Δε φταις νερό που δε σε νιώθω , δε φταις μωσαϊκό,
μονάχα εγώ έχω το φταίξιμο
που έκατσα πολύ κοντά στον ήλιο
ή κάπου που' μοιαζε σε θέρμη με τη σφαίρα του.
Η μόνη τους διασκέδαση
να βλέπουν κάθε μέρα να υποκρίνεται το ίδιο το μωσαϊκό
πως τάχα κορακιάζει ,
κι αυτές μειδίαζαν μ' αυτή την έπαρση
που νιώθει όποιος δε δίψασε.
να βλέπουν κάθε μέρα να υποκρίνεται το ίδιο το μωσαϊκό
πως τάχα κορακιάζει ,
κι αυτές μειδίαζαν μ' αυτή την έπαρση
που νιώθει όποιος δε δίψασε.