Το τραπέζι γέμισε ποτήρια ·
Έβαλε νερά, πολλά νερά,
το δωμάτιο γέμισε ποτήρια νερά
κι ύστερα το πάτωμα , οι αυλές, τα μπαλκόνια ,
η ταράτσα γέμισε ποτήρια νερά
- κανένας δεν μπορούσε να απλώσει ρούχα ,
να τινάξει ή να σκεφτεί να βγει απ' το διαμέρισμα -
παντού ποτήρια και σταγόνες μαζεμένες ,
φοβόσουν μην πατήσεις πάνω σε ξένους κόπους .
Δεν είχε σημασία αν το νερό ήταν ζεστό ή κρύο ή χλιαρό
ήταν νερό , σαν όλα τ' άλλα ·
Αν είχε νόημα να είναι κάτι σαν τ' άλλα όμοιο .
Ήταν νερό, που δε μιλούσε
που δε σου μύριζε , δεν έφευγε
που από μόνο του δεν το κουνούσε ρούπι ,
στη θέση του στεκόταν και σε άκουγε .
Τι φταίει άραγε κι αυτό ,
ποτήρι πράμα,
που δεν του έδινε κανένας σημασία .
Φιλοσοφούσε τη ζωή του και σκεφτόταν
πόσα νερά άδικα χάμω χύθηκαν
και πόσα έγιναν ατμός
πριν ξεδιψάσουν κάποιον .
Δε φταίει ποτέ ένα ποτήρι που δεν το ´πιασε
αυτός που ήταν διψασμένος ,
ούτε κι ο διψασμένος που δεν ήξερε
πόσα ποτήρια αλήθεια του αναλογούν.
Αυτός που γέμισε ποτήρια φταίει.
Που γέμιζε ποτήρια
χωρίς να υπολογίσει την απόσταση που είχε κάποιος να διασχίσει ·
Γιατί 'ναι άλλο να διψάς
και άλλο για ποτήρι να κοπιάζεις.