Ξηλώσαμε ντουλάπες , παράθυρα και πόρτες ,
τι έμεινε απ’ το σπίτι ,
με ρώτησες κι απάντησες :
Ένα κουφάρι
Δεν είναι λίγο το κουφάρι σου’ πα ·
Άλλοι μ’ ένα κουφάρι ονειρεύονται
Κι έτσι συνέχισα να ρίχνω στον ακάλυπτο τα μπάζα
Ξύλα , καδρόνια έφευγαν
Θόρυβο έκαναν πέφτοντας
Κάποιοι διαλέγουν όταν πεθαίνουν θόρυβο να κάνουν και κάποιοι όσο ζουν
Όταν δεν έμεινε τι άλλο να ξηλώσω,
Στάθηκα για λίγο να θαυμάσω το νεκροταφείο
Δεν έβλεπα πουθενά ονόματα ,
χρονολογίες ή λόγια συγγενών
Μονάχα αποτυπώματα στα ξύλα φανταζόμουν
Το σπίτι ήταν γεμάτο δακτυλιές
Από ανθρώπους που το αγάπησαν
το λέρωσαν ή από τύχη το άγγιξαν
Τώρα θα συνεχίσει με λευκό
το ποινικό μητρώο
Να μαζεύει απ’ την αρχή αποτυπώματα.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον θαυμάσω
Αυτό τον λόφο σκουπιδιών που ξεφορτώθηκα
Κι αμέσως έπιασε βροχή
Αδίκως προσπαθείς της είπα ,
Δεν παραγράφονται τα τόσα τους εγκλήματα
Το μόνο που θα καταφέρεις
Θα ‘ ναι να μοιάζουν τάχα λυπημένα
Δεν έδωσε καθόλου σημασία
Συνέχισε να βρέχει και δεν είχα πια παράθυρα να κλείσω
Να μην ακούω τη βροχή και να μη μπαίνει μέσα
Άνοιξα το ραδιόφωνο
Και άρχισα να τραγουδώ
Η ανακαίνιση μου άνοιξε την όρεξη.