Mόνος ποτέ δεν είσαι,
είναι πολλά τα μάτια γύρω σου
και σε παρατηρούν
(αν κάτι άλλαξε)
μέσα από τοίχους βλέφαρα ανοιγοκλείνουν
και ίσα που προλαβαίνεις να τις δεις
κόρες ματιών ανάβουν σαν μικρές φωτιές
κι ύστερα πάλι σβήνουν.
Κι όταν ξαπλώνεις οι τοίχοι γέρνουν να σε δουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κομμάτι κομμάτι του εαυτού σου
εναποθέτεις σε στρώμα μαλακό
και με σεντόνι να τα σκεπάζει.
Αυτό το σκέπασμα βαρύ όσο ανάλαφρο ακούγεται.
Κι έχεις τα μάτια από τους τοίχους
στα χέρια σου να πέφτουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Δεν έχεις κάτι να τους δώσεις,
τη λαίμαργή τους τη θωριά να την ταΐσεις.
Εσύ που μέχρι πρότινος κρατούσες αγκαλιά
άνθρωπο νέο
τώρα σου δίνουν λίγο χρώμα να κοιμίσεις.
(Κάπου στις νύχτες έκρυψα κι εγώ την αγκαλιά σου.
Τόσο καλά κρυμμένη
τώρα δεν τη βρίσκω πουθενά)
Να νανουρίσεις εαυτό
ή με το όνειρο να ζήσεις,
κάνεις τις νύχτες σου μια άγρια μαντεψιά
τι απ'τα δύο θα σε κάνει ευκολότερα να χάσεις.
Όχι ότι κέρδισες σε κάτι.
(αυτό ποτέ δεν άλλαξε).
Αλλά τα μάτια θέλουν κάτι να προσφέρεις.
Δίνεις λοιπόν μέρα τη μέρα
δική σου ολόδικη ματιά
τόσο επτασφράγιστη στο πιάτο τους
να μη τα δουν τα όνειρα που ζεις
μες τα μεσάνυχτα
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κρατάω τα μάτια μου κλειστά
να καταπιώ αυτό το δεύτερο το πρόσωπο που δεν μπορώ να πάψω να απευθύνω.
είναι πολλά τα μάτια γύρω σου
και σε παρατηρούν
(αν κάτι άλλαξε)
μέσα από τοίχους βλέφαρα ανοιγοκλείνουν
και ίσα που προλαβαίνεις να τις δεις
κόρες ματιών ανάβουν σαν μικρές φωτιές
κι ύστερα πάλι σβήνουν.
Κι όταν ξαπλώνεις οι τοίχοι γέρνουν να σε δουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κομμάτι κομμάτι του εαυτού σου
εναποθέτεις σε στρώμα μαλακό
και με σεντόνι να τα σκεπάζει.
Αυτό το σκέπασμα βαρύ όσο ανάλαφρο ακούγεται.
Κι έχεις τα μάτια από τους τοίχους
στα χέρια σου να πέφτουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Δεν έχεις κάτι να τους δώσεις,
τη λαίμαργή τους τη θωριά να την ταΐσεις.
Εσύ που μέχρι πρότινος κρατούσες αγκαλιά
άνθρωπο νέο
τώρα σου δίνουν λίγο χρώμα να κοιμίσεις.
(Κάπου στις νύχτες έκρυψα κι εγώ την αγκαλιά σου.
Τόσο καλά κρυμμένη
τώρα δεν τη βρίσκω πουθενά)
Να νανουρίσεις εαυτό
ή με το όνειρο να ζήσεις,
κάνεις τις νύχτες σου μια άγρια μαντεψιά
τι απ'τα δύο θα σε κάνει ευκολότερα να χάσεις.
Όχι ότι κέρδισες σε κάτι.
(αυτό ποτέ δεν άλλαξε).
Αλλά τα μάτια θέλουν κάτι να προσφέρεις.
Δίνεις λοιπόν μέρα τη μέρα
δική σου ολόδικη ματιά
τόσο επτασφράγιστη στο πιάτο τους
να μη τα δουν τα όνειρα που ζεις
μες τα μεσάνυχτα
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κρατάω τα μάτια μου κλειστά
να καταπιώ αυτό το δεύτερο το πρόσωπο που δεν μπορώ να πάψω να απευθύνω.