Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Κ.*



Έρχονται οι άνθρωποι απλά 
και έτσι σε βρίσκουν,
σε κάτι απογεύματα, εκεί που ιδρώνεις να ανεβείς μιαν ανηφόρα
εκεί που έχεις στο μυαλό σου δρόμους που δεν υπολόγισες σωστά
και πήρε ώρα παραπάνω να τους φτάσεις.
Και βρίσκεις άνθρωπο εκεί να περιμένει
δίχως βιασύνη
και να σε κοιτάει στα μάτια
-με τις κουβέντες γνωριμία δε γίνεται
είχε πια γίνει από ψυχές η γνωριμία,
όμως τα λόγια βοηθούν να θυμηθούμε πάντα .

Με γράμματα να πέφτουν στο τραπέζι,
να ψάχνω μήπως συναντήσω αυτό το Μ που με ορίζει,
ονόματα, αγάπες, οικογένεια
στα Μ τα βουτηγμένα ψηλαφίζω,
χωρίς να πάει το μυαλό μου πως αλφάβητο
σωστό δεν εννοείται πριν το Κ
Αν δεν περάσω απ'το Κ δε θα φτάσω.  

Ένα λοιπόν γράμμα απλό που με συνόδευσε
Σταμάτης Κραουνάκης στο Βεάκειο
κι εμείς σε μια κερκίδα γνωριζόμαστε 
και πόσο μέσα ένιωθα ότι σε ήξερα.
''Boήθησε με να αποδείξω ότι δεν είμαι μέσα αυτό που το φοβάμαι'' .
Είπες μια φράση που κατέκτησες
και πήρα δύναμη στις τόσες σου ισορροπίες 
να αποδείξω τα δικά μου μέσα όνειρα.
Ενα ευχαριστώ είναι μεγάλο και μικρό,
ένα φεγγάρι είναι ίσως το αρμόδιο να πει 
πόσο χαρά μου έδωσε αυτό το Κ στο φεγγάρι που μοιράστηκε 
πάνω από τους ήχους,ένα χαμόγελο μια παραμονή πανσελήνου.


* όπως λέμε Kατερίνα

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Πράσινη στιγμή

 

Πράσινο τρεχούμενο στο τζάμι
δε στέκει τίποτα πιο πέρα από το πράσινο
κι ούτε το μάτι θέλει κάτι παραπάνω .
Με λίγο ετοιμόγεννο οξυγόνο
όλα τα παραπέρα εξατμίζονται 
και λέξεις γίνονται 
- ένα ''θυμόμουν''
και ένα ''ξεχνάω'' -
πάνω στο τζάμι με το δάκτυλο 
( μια γραφομηχανή δίχως τα πλήκτρα μόνο τους ήχους ) 
να προσπαθώ να το αγγίξω 
μέσα στη χλωροφύλλη 
ένα ποτάμι κάθετο με διαπερνά 
και με καλεί μέσα να πέσω
να βουτήξω .

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Εκκρηρεμότητα *

Ανοίγοντας τα μάτια μου πρωί
ξεχνώ πόσο πρωί έχω ξοδέψει
και σκέφτομαι πόσο έχω ακόμα.
Είναι δική μου εμμονή
κι αυτός ο χρόνος.
Βήματα που με σηκώνουν και πάτωμα από ξύλο ,
παρκέ που το κοιμήθηκα και δέντρο που για τη ζωή του ευθύνομαι .
Καφές ζεστός - και με τη ζέστη παραπάνω τον χρειάζομαι -
και λέξεις σκόρπιες στο μυαλό μου να τεντώνονται
χέρια και πόδια,
τόνοι και άλλα τους σημεία στίξης
μια στίξη μέσα μου δε βρίσκει αρκετές σελίδες για να ξοδευτεί.
Ανοίγοντας το ραδιόφωνο πρωί
στα αυτιά μου μία πείνα περισσεύει
όχι για ήχους που ξαφνιάζουν,
μια ομιλία απολαμβάνω αυτή του Τζούμα
ένα εστέτ μου πρωινό και μια απόλαυση -
γουλιά καφές ,γουλιά και ραδιόφωνο. 
Οι μελωδίες σαν γυαλί και αλουμίνιο,
μια ανακύκλωση δώρο στο περιβάλλον μου
με καφεΐνη να πατώ σ'ένα πεντάγραμμό τους.
Και να θυμάμαι πάντα λόγους που με φέρνουν στους ανθρώπους δίπλα
κι αν δεν τους ξέρω
τους φαντάζομαι λιγάκι
να μοιραστώ ή να τους δώσω κάτι,
μια γουλιά του εαυτού μου καφεΐνη
να τους τονώσω 
να τους χαρώ ή να προδώσω το δικό μου θέλω.
Κάνουν βουτιά στα ερτζιανά οι διαφημίσεις,
χάνουν τ'αυτιά μου προς στιγμή τις μελωδίες
όπως κι ανθρώπους χάνω από αφορμές και λόγους .
Υπάρχουν στόχοι που με βγάζουν στο μπαλκόνι
ανοίγω έντυπα τα νέα στο τραπέζι,
εφημερίδα με γουλιά και λίγο δυνατότερα το ράδιο
τόσο περίπλοκοι οι στόχοι 
όπως και ανάγκες
όπως ελλείψεις πιο βαθιά μου τυπωμένες απ'τ' ασπρόμαυρο.


Πίσω από την πόρτα που κλειδώνεται,
διαμέρισμα μικρό και ρετιρέ,
υπάρχει μία που φραγμούς δε δέχεται ,
ούτε λουκέτα.
Όσα κλειδιά φοράω επιπρόσθετα στις πράξεις μου 
είναι κι αυτά ένα υλικό ανακυκλώσιμο.
Γουλιά λοιπόν και υποδέχομαι
μια μέρα που με ηρεμότητα από την τέντα μου γλυστρά και κάθεται δίπλα μου.
Ανοίγω πόρτες και γελάω 
ανοίγω πόρτες για να δώσω απαντήσεις.
Και ξεφυτρώνουν ήρωές μου από παντού
σαν να΄ναι αυτές οι εκκρεμότητες που θέλουν για να ταϊστούν
κι εγώ παιχνίδι πλαστικό 
ανακυκλώσιμο κι εγώ δίπλα τους πλάσμα
να ετοιμάζομαι τροφή να τους προσφέρω.  

* λέξη επινοημένη για την ''ηρεμότητα'' ( εκκρεμές και εκκρεμότητα ) πάνω από τις σκέψεις 

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.3 (Το πρόσωπό σου δείξε )


Το πρόσωπό σου δείξε
κι αν θες μπροστά μου ρίξε
την αλήθεια
μπορώ να την αντέξω,
σ'εσένα δεν θα τρέξω
για βοήθεια.

Οι δρόμοι θα με μάθουν
κι αυτοί μαζί μου θα'χουν
ένα λόγο
να μη βρίσκουν το τέρμα,
μ'αγγίζεις και το δέρμα
νοιώθει φόβο...

Έχεις τόσα γιατί
κι απαντάς με σιωπή
περασμένη στα χέρια.

Σώματα δανεικά
κι ένα είμαι απ'αυτά
τα σβησμένα σου αστέρια.

Το πρόσωπό σου νοιώσε,
τα μυστικά σου δώσε...
περιμένω.
Για σένα έχω καπνίσει,
τους πόνους που έχω ζήσει
ανασαίνω ...

Έχεις τόσες πληγές ,
τις κρατάς ανοικτές
σαν παιχνίδι να λάμπουν...

Μα οι άνθρωποι ζουν
και τα λάθη σου αρκούν
στις πληγές σου για νά'μπουν...

Έχεις τόσα γιατί
κι απαντάς με σιωπή
περασμένη στα χέρια.

Σώματα δανεικά
κι ένα είμαι απ'αυτά
τα σβησμένα σου αστέρια...
τα σβησμένα σου αστέρια...

*Τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή. Πληροφορίαι εντός. 


Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Λευκή στιγμή

(Benjamin Cottam , White Painting)


Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Ένα τελευταίο παραμύθι και σου υπόσχομαι να κοιμηθώ μετά.
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
μέρα που πέφτω και νύχτα που σηκώνομαι
λευκό να με κοιμίζει και να με αποξενώνει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα και γιατί πρέπει να τον ξέρω.
Για μια ζωή που έπρεπε να σώσει , για μια φωτιά που έπρεπε να σβήσει 
ή μια βροχή που ήρθε αναπάντεχη.
Για ένα σκοτάδι που θα έπρεπε να λάμψει ή που σκορπίστηκε απ' τις ακτίνες του ήλιου.
Μην κλείσεις όλα τα φώτα,άσε ένα μικρό να φέγγει στο δωμάτιο.
Θα τυλιχθώ κι εγώ φόβους λευκούς
να γίνω παραμύθι 
να περιμένω το βράδυ το επόμενο να μάθω τη συνέχεια.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
λάμψη που ξεκινά μικρή και μεγεθύνεται
λευκό να πλησιάζει και να με καταδιώκει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα με άρρωστη αγαπημένη
για μια ανίατη ασθένεια που έγινε ιατή ,
για μια αγάπη που γεννήθηκε από ξύπνημα .
Μη μου θυμίσεις την καρφίτσα που την τρύπησε , το μήλο μαγεμένο που την έπνιξε,
ή το αδράχτι που την κάρφωσε στο δάκτυλο. 
Θα μείνω εδώ σε μια γωνιά του κρεβατιού να σε ακούσω
με μάτια πάντα καρφωμένα στο μικρό τούτο φωτάκι.
Ένα προς ένα αν τα ζυγίσεις 
έχει ένα βάρος το λευκό τόσ' αλογάριαστο.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
τόνος με χιόνι που άνοιξη πέφτει και σε σκεπάζει μέχρι το λαιμό μια ψύχρα
τόσο λευκή κι αυτή.
Θα κοιμηθώ να γίνω παραμύθι.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα που μου μοιάζει και για το ρόλο του στην ιστορία που έχασα.
Για τις δικές μου περιπέτειες που έκλεψε, 
για άθλους που μου στέρησε και μάχες που στη θέση μου έδωσε.
Κι αν το λευκό 
είναι ένας τρόμος από μόνος του μεγάλος ,
ένα ακόμα παραμύθι πόσο μεγάλο φόβο κρύβει ;


θα σε κοιτώ να με κοιτάς δίχως να βλέπεις
εγώ τα μάτια στο λευκό το φως το ηλεκτρικό θα έχω
κάπως το φις θα τρεμοπαίζει ,ίσα να με τρομάζει
μέχρι που να χαλάσει τελείως η λυχνία του 
και να χυθεί κάμποσο μαύρο παραπάνω πάνω μου. 
Όπως '' μία Θαλασσογραφία που χάλασε όταν Ο ουρανός χύθηκε στη θάλασσα.''*

Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Μέχρι να ακούσω το θα ζήσουνε καλά κι εμείς καλύτερα
θα κάνω διακοπές πολλές στην ιστορία σου
να δώσω λίγο χρόνο παραπάνω η φυγή σου να αργήσει
και να γίνουν πια τα μάτια μου 
ένα με το λαμπάκι το λευκό 
που τρεμοπαίζει.
Όταν θα πεις τη λέξη τέλος
είναι που θα'χω δει κι εγώ αυτή
την ολόδική μου τη Λευκή στιγμή
τη διαρκείας. 

* φράση παρμένη από την ταινία Lola (1961) του Jacques Demy