Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Κάθε Σεπτέμβρη / Μια υπόσχεση

Κατηγορώντας το παρόν για μια μιζέρια τόση
ένα απ'την τσέπη μου χαμόγελο 
ξηλώνω 
- είχα καιρό να το φορέσω κι εκεί μέσα 
έπιασε ρίζες -
λίγο στις άκρες το πατάω να μη του μείνει καμιά τσάκιση 
και το φορώ.
Είμαι από χρόνια αισιόδοξος,
λίγο σαν να πατώ στα σύννεφα, 
λίγο πολύ από αντίδραση 
να μη με βλέπεις από μέλανα χολή να στάζω . 
Κι αυτό που χάνουμε στο σήμερα,
αυτό που κλάπηκε από εμάς 
δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να τον ρίξει κάτω.
Πολίτης που υπερήφανα δεν νιώθω
μειώσεις σε μισθούς και ανασφάλεια , 
φίλοι μου άνεργοι , αγανακτούν ή υπομένουν
κι εγώ μαζί τους να μοιράζομαι ένα πιο δυνατό μου γέλιο.
Από αντίδραση, καθήκον ή σαν άμυνα
κρατάω τα χρώματα που θέλω να προσφέρω γύρω μου.

Και όταν έρχεται ο καιρός να επιστρέψω 
σ' αίθουσα σχολική με μάτια ζευγάρια των παιδιών να με κοιτάζουν
είμαι διπλά, τριπλά χαρούμενος
που έχω ακόμα ένα χαμόγελο μεγάλο να τους δώσω
να εξηγήσω, να σταθώ , να καταλάβουν
αν πρόκειται σε τέτοια κοινωνία να σταθούν
ας έχουν κάποιον να τους δώσει λίγο χρώμα 
μια αγκαλιά και μια κουβέντα 
να σκεφτούν το παραπάνω,
να ξεχωρίσουμε τροφή από τα μασημένα που μας δίνουν 
να βρούμε κάπου την αλήθεια.
Τολμώ να πω είμαι ευτυχής για τη δουλειά μου
γιατί ακόμα δεν τη βλέπω σα δουλειά
αλλά μια φυσική , τόσο αβίαστή μου καθημερινότητα
να είμαι εκεί. 

Και να υπόσχομαι κάθε αρχή Σεπτέμβρη
Ανάμεσα σε μένα και στα πλάσματα αυτά καμιά σκιά 
να σπαταλά το φως που έχουμε όρεξη να φάμε.


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ursa Major

Σου έταξα λέξεις και σου έδωσα το στόμα 
εκεί 'ναι σου είπα / να ψαρέψεις τις δικές σου
- κι είναι παράξενος κανόνας -
κι όμως 
οι λέξεις με εγκαταλείπουν κι εγώ δε νοιάζομαι
ανοίγω με το ίδιο μου το χέρι την εξώπορτα,
περάστε / στο καλό κι ας μη ξανάρθετε τους λέω 
κι αυτές στραβοκοιτάνε / και τσακίζονται απ'τις σκάλες. 

Από καιρό τις παραμόνευα / να δω πότε εμφανίζονται
κι όταν απόφαση το πήρα 
ότι στις λύπες μου τραπέζι στρώνουν
ήρθες εσύ να με αποδεσμεύσεις.
δεν φταίνε αυτές  μου είπες / και μην τις απορρίπτεις
είναι ανώφελο να είσαι ευτυχισμένος με τις λέξεις 
- είναι παράξενος κανόνας κι όμως -
όταν αυτές δεν έχουν / ευτυχία να συγκρίνουν.
 
Σελίδες με ναυάγια μοιάζουν και δε σώζονται / σε σκέφτομαι   
γράφονται, σβήνονται, ποτέ δε φτάνουν /  σου μιλάω 
στεριά να τις αφήσω δεν υπάρχει / σε θυμάμαι 
βάζω cd ταπετσαρία να γεμίσει το διαμέρισμα / σε περιμένω. 
Είναι παράξενος κανόνας όμως 
όταν στιγμές από ευτυχία καταπίνεις / να μην μπορείς πάνω σε πλήκτρα να τις φτύσεις.
Πολλές εικόνες στο μυαλό μου περιστρέφονται
κι ακόμα τόσοι προορισμοί και περπατήματα
το καλοκαίρι φετινό από τα πι'όμορφα
δίχως να νιώθω ενοχές το ξεστομίζω. 
Κι εγώ τις λέξεις που δε μπόρεσα να πω 
- εσύ τις ξέρεις πιο καλά - τις ζωγραφίζω
μ'αυτή τη νύχτα με φεγγάρι που μου έδειξες / Μεγάλη Άρκτο ικανή 
να κλέψει τη ματιά μας πέρα από το φεγγάρι.

(κι αν μέσα μου εγκατασταθεί αυτή η Μεγάλη Άρκτος, ίσως να είμαι για καιρό πολύ απόντας )


Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η Παναγία των κλειδιών του

Έπαιζε ώρες με τα κλειδιά του. Τα γύριζε , τα έκανε στροφές, τα επεξεργαζόταν με τα δάκτυλα και τα μάτια. Το μέταλλο πάντα του τραβούσε την προσοχή κι αυτή η τόσο δα μικρή ποσότητα από μέταλλο ήταν σε σχήμα ικανό να του ανοίξει μία πόρτα. Τη δική του πόρτα. Δεν ήταν από αυτούς που συνήθιζε να κρεμάει μαζί με τα κλειδιά του φυλαχτά, ζωάκια σε μέγεθος παλάμης ή μονογράμματα. Ήθελε να μπορεί πάντα να τα χωράει στο ένα του χέρι και να τυλίγει με τα πέντε του δάκτυλα. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ήταν όταν δέχτηκε να κρεμάσει ανάμεσά τους μια μικροσκοπική εικόνα της Παναγίας.

Δεν ήταν άτομο θρήσκο, με τίποτα δεν θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις έτσι. Δε σύχναζε σε εκκλησίες παραπάνω από ότι οι  περισσότεροι γνωστοί του, στις μεγάλες δηλαδή εορτές και κυρίως για να συναντήσει όλους αυτούς που θα σχολίαζαν την απουσία του αν διακινδύνευε να τους τη δώσει. Δεν έκανε το σταυρό του περνώντας έξω από ναούς, ούτε ένιωθε ντροπή για αυτό. Ήταν κάτι που και ο ίδιος αντιπαθούσε σχεδόν να παρατηρεί στους άλλους, το θεωρούσε υποκριτικό εκ μέρους μιας κοινωνίας τόσο αφιλόξενης, να προσποιείται την φιλεύσπλαχνη και ελεήμονα. Αλλά παρόλο αυτά, μια μικρή εικόνα της Παναγίας στόλιζε το μπρελόκ του.

Ο ίδιος καλά καλά δεν το πρόσεχε, αλλά όσοι τα έβλεπαν δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από την μικρή αυτή εικόνα. Σχεδόν ασφυκτικά τοποθετημένη ανάμεσα στο κλειδί της εξώπορτας, της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, του αυτοκινήτου, της δουλειάς και του πατρικού του σπιτιού, στεκόταν μια γυναίκα που δίχως να μπορεί να βγάλει από το στόμα της μια λέξη, αποτύπωνε  με το μισό μέρος του σώματός της, αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πει φωναχτά. 

Το πώς βρέθηκε στα χέρια του δεν έχει τόσο σημασία, αν και το ότι δέχτηκε να την κρατήσει και να την τοποθετήσει σε τόσο περίοπτη θέση, είναι ενδεικτικό της σημασίας που είχε για εκείνον το πρόσωπο που του τη δώρισε. Ήταν ανάμεσα στα λίγα πράγματα που θεωρούσε κειμήλια στη ζωή του - δεν του άρεσε η λέξη, δεν έβρισκε όμως άλλη εξίσου αντιπροσωπευτική  - και δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Σημειώματα μικρά , δήθεν λησμονημένα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων, φωτογραφίες των γονιών του σε ηλικίες που δεν είχε την ευκαιρία να τους ζήσει και που οι ίδιοι δεν είχαν καν γνωριστεί , μεταλλικά κουτιά μπισκότων γεμάτα με τις κλωστές της μητέρας του και γράμματα του πατέρα του σ'εκείνη όσο υπηρετούσε, την πρώτη του φυσαρμόνικα να του θυμίζει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να τη μάθει να γεννά τη μελωδία της και την παράτησε, και αυτή τη μικρή εικόνα της μητέρας του Ιησού που τη θυμόταν χρόνια ολόκληρα περασμένη με παραμάνα στο μαξιλάρι της γιαγιάς του.

Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του. Ονειρευόταν πολλές φορές τον εαυτό του παιδί να τρέχει στην αγκαλιά της κι εκείνη να τον υποδέχεται με αυτό το γάργαρο γέλιο της που τον τύλιγε σαν ζεστή κουβέρτα. Ήταν αυτή που τον μεγάλωσε όταν οι δικοί του χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και σαν να της όφειλε τη ζωή του, μέσα του βαθιά την αποκαλούσε μάνα του. Της εκμυστηρευόταν όλες του τις σκέψεις κι εκείνη τον άκουγε ώρες ατέλειωτες χωρίς να δείχνει ποτέ να τον βαριέται. Μόνο πού και πού του χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε ένα  '' Καρδούλα μου , άσε με να τελειώσω με τη μηχανή πριν σκοτεινιάσει , ξέρεις ότι τα μάτια μου το βράδυ δεν λειτουργούν'' και μ'ένα φιλί στο κεφάλι του έβαζε μια άνω τελεία στα λόγια του και την άφηνε να πιάνει τη μηχανή και να γαζώνει. Από μέσα του μετρούσε ανάμεσά σε πόσα πατήματά της στο πετάλι  θα γυρίσει να του ρίξει μια ματιά, όπως άλλα παιδιά μετρούσαν δευτερόλεπτα ανάμεσα στις αστραπές για να στοιχηματίσουν αν η καταιγίδα απομακρύνεται ή επιστρέφει.

Δε σκέφτηκε τη δική του καταιγίδα κι αν θα μπορούσε να την προβλέψει, ήξερε όμως ότι κάποτε θα τη ζούσε. Κι όταν η γιαγιά του καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δύσκολα πια μπορούσε στα χέρια της να τον κρατήσει, ξάπλωνε με το κεφάλι του να ακουμπά στα πόδια της και της ζητούσε να του λέει εκείνη τώρα τα παραμύθια από τη δική της τη ζωή :  πώς γνώρισε τον παππού του, πώς τον αγάπησε , πώς τον παρουσίασε στους γονείς της και πώς γέννησε την πρώτη της κόρη, τη μάνα του. Εκείνη έλεγε ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, χωρίς ποτέ να διαμαρτύρεται. Μια στο τόσο μόνο της ξέφευγε  ένα αχ ή ένα ωχ που εκείνος άκουγε για όχι και τη ρωτούσε ''γιατί λες όχι γιαγιά, εγώ όλο ναι σου λέω σε ότι μου ζητάς''. Εκείνη γελούσε και του εξηγούσε ότι η παραμάνα πάνω στο μαξιλάρι που κρατούσε στη θέση της την  Παναγία κάπως την τσιμπούσε   και εκείνος της απαντούσε '' Η Παναγία δεν τσιμπάει''.

Ήταν αυτή η Παναγία λοιπόν που δέχτηκε σαν ύστατο δώρο από τα χέρια της γιαγιάς του λίγο πριν πεθάνει και από τότε δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε έδωσε ποτέ εξηγήσεις πώς βρέθηκε στα χέρια του. Μία  φορά μόνο που νόμιζε πώς έχασε τα κλειδιά του , ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Τα βρήκε γρήγορα μέσα σε μια τσέπη, όμως αυτό το παρολίγον χάσιμο τον έκανε να μην τα αφήσει ποτέ ξανά από τα χέρια του. Τι κι αν άλλαζε σπίτια, τι κι αν άλλαζε κλειδιά και μπρελόκ , η εικόνα αυτή αυτόματα έπαιρνε τη θέση της εκεί στριμωγμένη ανάμεσα στα μέταλλα που δε λιώνουν ποτέ , μόνο τις πόρτες του ανοίγουν. Ίσως γι' αυτό το λόγο να θέλησε να την τοποθετήσει εκεί , με την ελπίδα να μη λιώσει ούτε κι εκείνη ποτέ. Να είναι εκεί πάντα παρούσα σε κάθε πόρτα που ανοίγει. Με το ασπρόμαυρο πρόσωπο που εκείνος είχε κολλήσει πάνω στη μορφή της Παναγίας και που ελάχιστοι ήξεραν ότι ήταν το πρόσωπο της γιαγιάς του.   

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Τσεκούρι + μέλι

*Ζυράννα Ζατέλη ''Περσινή Αρραβωνιαστικιά''

Αν έχω κάπου εμπιστοσύνη είναι στο φως του
ήλιος ζεστός να καίει ,
να τρέχω με τα πέλματα να ψήνονται στην άμμο
ή στα βότσαλα
κι εγώ με μια δική μου άρνηση να επιμένω να τα εκθέτω
σώμα γυμνό ( κι αυτά ) κι η γη με χίλια στόματα εγκαύματα.
Από νερό που δε δροσίζει και σε ιδρώτα 
στάλα στάλα να με εγκαταλείπει
και με μικρούς ,τόσο μικρούς τους αποχαιρετισμούς
αλάτι ανταποδίδω σε αυτό που ήπια μόλις.
Βουτιές και μάτια κατακόκκινα
γιατί βουτιές με μάτια κλειστά δεν είναι φίλοι που γνωρίστηκαν,
άρα με μάτια ανοιχτά
σε ένα βυθό ακόμα,καλοκαίρι ψάχνω.
Κι αυτό που βρίσκω είναι χαμόγελα την ώρα που τα πέλματα μου καίω
και τρέχω στην πετσέτα πάνω 
κάτσε να δεις που κόμπο κόμπο θα σε βρέξω και του λόγου σου
κι ας μη σκουπίσεις αυτό που πάνω στα σκοτάδια μου απλώθηκε.
Το ήθελα το χρώμα να σκουραίνει
και κάποτε να το τραβήξω
δέρμα φιδιού κι ας μη του μοιάζει το δικό μου σύρσιμο.
Δέρμα σαν φύλλο εφημερίδας και αποτυπώματα
ασπρόμαυρα στα δάκτυλα
τα χρώματα είναι γύρω μου παντού κι εκεί θέλω να μένουν.
Να είναι ο ήλιος από πάνω μου σεντόνι τρύπιο, 
λίγος αέρας όσο διαβάζω ένα βιβλίο
και κάπου ανάμεσα στις λέξεις να τραντάζεται το φως/
με τα δικά μου μάτια με μιαν αντηλιά αντιμέτωπα
και μια αιώνια πιθανότητα να με καίει.
Ζεστή η λάμα του πλανήτη μου,
ήλιος τσεκούρι εξολοθρεύει
ένα φθινόπωρο/χειμώνα με αρρώστιες 
κι ίσως γι'ακόμα ένα με προϊδεάζει.
Μα με το μέλι του με κυνηγά και μένα,
λαιμόκοψη ας μου πάρει κι ας είναι πετιμέζι...
έχω το νου μου στις ζεστές πέτρες στα πόδια μου 
για να προσέξω αυτή τη λάμψη της λεπίδας.  

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

vIvRe lIbRe ( oU mOuRir )


‎...κυνηγώντας το κόκκινο στη δύση του 


Ετοίμαζα και πάλι μια βαλίτσα και δεν ήξερα τι μέσα να γεμίσω. Έχω ένα πρόβλημα πάντα με τις βαλίτσες, ποτέ δεν ήμουν ικανός να ξεχωρίσω τα απαραίτητα. Μπλούζες διπλές και τρίδιπλες, δε θα τις βάλω όλες, πουκάμισα σιδερωμένα που θα τα βγάλω με τις ζάρες τους πνιγμένα , κάλτσες τυλιγμένες σε ζευγάρια, εσώρουχα, μια φωτογραφική κι ας ξέχασα να σβήσω από μέσα εκείνες που σε τράβηξα σ'ένα διαμέρισμα με λίγα τετραγωνικά, δύο βιβλία και λόγια σου σημειώματα μέσα θαμμένα στα βιβλία, βερμούδες για τις νύχτες και μάτια ανοιχτά για να μην κλείνουν . Οσα κι αν πάρω στο ζύγισμα τους παραπάνω βγαίνει, πάντα κάτι περισσεύει και αγνοώ αν είναι άχρηστο το βάρος του ή ανάγκη. Το κουβαλώ όμως σε κάθε διακοπή και εναλλάξ τα χέρια μου φουσκώνουν από του βάρους τα λουριά,τα δάκτυλα μου πρήζονται, κουβαλώ πότε στον ένα ώμο, πότε στον γείτονά του όλα τα βάρη.Δικό μου αυτοκίνητο δεν έχω. Δεν το έφερε μέχρις στιγμής η τύχη ή περισσότερο τα οικονομικά μου να αποκτήσω. Μόνο σε μια στιγμή της ζωής πλησίασα στο να πάρω, έκτοτε απομακρύνθηκε και η αφορμή και η επιθυμία. Κι όμως σε ρόδες μέχρι σήμερα μετράω τα ταξίδια μου. Και σε τροχιές, σε μίλια, σε άσφαλτο. Και τα καλά και τα άσχημα μου νέα με ένα ταξίδι τα ξορκίζω. Μπορεί να πιάσει η διαδρομή μιαν άκρη από τις σκέψεις μου να τις ξηλώσει, να αφήσω μια κλωστή του εαυτού μου μέχρι τον τόπο που θα πάω να κρυφτώ κι απ'την κλωστή αυτή να βρω το γυρισμό μου, μπορεί και όχι, να πάω απλώς ταξίδι τα κουβάρια μου και να τα επιστρέψω . Μαθαίνω όμως να τρέχω με τις αναμνήσεις μου τα μίλια, τα χιλιόμετρα, τις διαδρομές και απ'το λαχάνιασμά τους να με πιάσουν,συνήθως ξεθωριάζουν.Και χάνουν λίγο χρώμα από αυτά που κάποτε άλειφα πάνω μου,στον άχρωμο εαυτό μου. Δεν είμαστε αυτό που μας πονάει, αυτό που θυμόμαστε είμαστε. Αυτό καλά το έμαθα. Και τη δική μου συμφιλίωση ονειρεύτηκα. Kαι ξύπνησα για να την ονειρευτώ και πάλι.Είναι ωραίο να θυμάσαι. Να μην πετάς, να κουβαλάς. Κι ένα μικρό από σένα στιγμιότυπο έχει έναν όγκο που δέχομαι να κουβαλήσω. Έτσι λέω, ακόμα η κλωστή σου δεν ξεκίνησε μέσα μου να ξηλώνεται. Και φτάνω κάπου όπου τα ρούχα , τόσα πολλά είναι αδιάφορα απλωμένα γιατί πιο ελαφρύς θα νιώσω και θα θέλω να το κάνω πάνω μου συνήθεια και όχι να το πνίξω. Λιγότερες νύχτες άυπνες να περιμένω τα χαράματα. Γιατί θα έρχονται πάντοτε τα χαράματα, όσο αδύνατο κι αν φαίνεται από την τόση μου απαισιοδοξία. Αν δεν υπήρχαν τα χαράματα, οι νύχτες θα ήταν άδικα φτιαγμένες. Και δεν πιστεύω στο άδικο, κανένα μέσα μου κομμάτι δεν αρκείται στο τυχαίο, ψάχνω να βρω γιατί και συγχωρώ, ψάχνω να βρω γιατί να συγχωρώ, υπάρχει κάτι μες στη λασπουριά* να λάμπει, μπορεί ο ήλιος ο ίδιος να κρυφτεί σε λίγη λάσπη. Kάθε ημέρα και κάθε νύχτα, γεμάτη και άδεια,μας φέρνει κοντά σε ό,τι φοβόμαστε ή σ' ό,τι αγαπάμε.Κρυφά τολμάμε να αγγίξουμε ,δειλά τολμάμε να φωνάξουμε. Αγαπώ, θυμάμαι, πονάω,
μου λείπεις, σε σκέφτομαι, θα ήθελα να ήσουν εδώ,όλα είναι του μέσα μας κραυγές και όμως όλα τα χρωστάμε. Χρωστάμε ένα κυνηγητό στον εαυτό μας, να τρέξουμε πίσω από τα όνειρά μας. Μα είναι δύσκολο να πάψεις το κυνήγι όταν αυτό που κυνηγάς απομακρύνεται. Θέλει κουράγιο να θαυμάσεις και τη δύση του, είτε είναι έρωτας, φιλία ή συναίσθημα γυμνό.  Αν οι μέρες μου είναι θλιμμένες, άλλο τόσο θλιμμένη είναι και η σκέψη των ανθρώπων που με αγαπούν. Κυνήγησα όμως, μέχρι να δω το κόκκινο να κρύβεται και να σιγουρευτώ. Μαζί του οι σκέψεις μου να κρύβονται και μια ανάμνηση που δεν έχει θλίψη , μα χρώμα λευκό, κίτρινο, κόκκινο, ολοζώντανο που δεν ξεθωριάζει. Ερχονται οι πανσέληνοι να κάνουν τη δουλειά που πάντα έκαναν.Με τα φεγγάρια τα γεμάτα αδειάζουν οι άνθρωποι.Αδειάζουμε λοιπόν στο καλοκαίρι. Κλωστές, ίχνη που άφησαν άνθρωποι πάνω μας και μάτια και αποτυπώματα.Αδειάζουμε να μείνει παραπάνω χώρος στη βαλίτσα. Όμως δεν παύω να θυμάμαι. Γιατί αυτό είμαι, αυτό που θυμάμαι. Κι αν επιστρέψω είναι γιατί αρνούμαι εγώ σαν Μάριος να ξεχνάω.

*πέφταν τ'άστρα μες στη λασπουριά (σε στίχο Σταμάτη Κραουνάκη από το τραγούδι ''Αυτή η νύχτα μένει'' που ίσως καλύτερα από τόσα αγαπώ και υπερασπίζομαι)