Μέρες πολλές μια μελωδία είχε κολλήσει στο μυαλό του. Του έβγαζε τη γλώσσα σαν σκανταλιάρικο παιδί. Δεν ήξερε ποια είναι, αν έχει όνομα, αν έχει ταυτότητα , πώς βρέθηκε εκεί, πού την άκουσε και πώς θα μπορούσε να τη διώξει. Γεννούσε μόνο συγκίνηση στα μάτια του και μια εικόνα. Εδώ και μέρες το μυαλό του είχε κολλήσει στη μελωδία, την έπαιζε πολλές φορές και κάθε φορά η τελευταία ήταν η επόμενη. H μελωδία γιγαντώνονταν και κατάπινε το μυαλό του. Τον κυνηγούσε επίμονα, διεκδικούσε όλο και περισσότερο την προσοχή του. Η προσοχή του ξέφευγε. Η μελωδία τον περίμενε σε κάθε γωνία. Έπαιζε ύπουλα.
Άλλαζε σταθμούς , έπεφτε συνεχώς πάνω σε διαφημίσεις. Παιχνιδοκαταστήματα, αντικλεπτικά αυτοκινήτου,διακοποδάνεια και σαλόνια ομορφιάς. Πάλευε να βρει κάτι να της μοιάζει. Τίποτα δεν τον βοηθούσε να την αναγνωρίσει, τα περισσότερα μάλλον τον απομάκρυναν . Κολυμπούσε, η Ιθάκη ξεμάκραινε. Οι σειρήνες τραγουδούσαν κι αυτές την ίδια μελωδία. Και του φώναζαν ''πιάσε μας,αν μπορείς''. Δεν τις έπιανε, ούτε καν τις πλησίαζε. Μπορούσε να τις δει ή να τις αισθανθεί μονάχα. Η μελωδία θέλει γερά πνευμόνια για κολύμπι.
Αποφάσισε να μην ανοίξει άλλο το ραδιόφωνο. Όχι από εκδικητικότητα, δεν ήξερε τι θέλει να εκδικηθεί. Ξεχνούσε πάντα ως και να το κλείσει στο παρελθόν. Άλλαζε σταθμούς με ταχύτητα δευτερολέπτων, άκουγε σκόρπιες φράσεις και σκοπούς, έπιανε στίχους και σχόλια και τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να αφήσει να αφήσει τη βελόνα σταθερή σ'ένα σημείο. Το άφηνε όλο το βράδυ ανοικτό κι αυτό του έταζε νανουρίσματα και όνειρα γλυκά. Τώρα του έταζε ερωτηματικά και έπαιρνε εκδίκηση.
Βγήκε στο δρόμο, σχεδόν υποφέροντας. Γύρω του δεκάδες περαστικοί κι αυτοί σχεδόν να παίζουν ρόλο στο μυαλό του. Δεν είχαν κάτι ξεκάθαρο επάνω τους , να το απομνημονεύσει. Σχεδόν άνθρωποι, σχεδόν παρόντες, σχεδόν περαστικοί, σχεδόν καθόλου παρατηρούντες. Η μελωδία από την άλλη είχε αναπτύξει έναν μηχανισμό να τον παρατηρεί , πότε τυλίγεται και πότε αφήνεται, πότε ντυμένο και πότε γδυτό, πότε μόνο και πότε διπλό. Εκείνος κι αυτή γίνονταν ένα ώρα με την ώρα. Και κάθε φορά ήταν η τελευταία. Μπορούσες πλέον να το δεις, το τραγούδι σχεδόν λευκό, στίχοι να κρέμονται απ'τα μάτια του και στις φλέβες του ο μετρονόμος να δίνει ρυθμό.
Η ζωή του όλη εκεί , να ερμηνεύει το κομμάτι του. Κανείς δε βρήκε λίγο κουράγιο ή λίγη θέληση να τον πλησιάσει, εκεί στο πεζοδρόμιο που στάθηκε, ξάπλωσε και άρχισε να τραγουδά. Κανείς δε βρήκε το κουράγιο να τον κάνει να σταματήσει. Το τραγούδι είχε την ληξιαρχική του πράξη γέννησης και εκείνος τη μελωδία του. Τραγουδούσε ώρες ατελείωτες, μέχρι που σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση πια το τραγούδι του. Τα βήματά τους δίπλα του δεν έσβηναν τη φωνή του.Δεν υπήρχαν μπαταρίες να αδειάσουν. Του κόσμου όλου οι μπαταρίες δεν αρκούσαν να πάψουν τη μελωδία του.
Άλλαζε σταθμούς , έπεφτε συνεχώς πάνω σε διαφημίσεις. Παιχνιδοκαταστήματα, αντικλεπτικά αυτοκινήτου,διακοποδάνεια και σαλόνια ομορφιάς. Πάλευε να βρει κάτι να της μοιάζει. Τίποτα δεν τον βοηθούσε να την αναγνωρίσει, τα περισσότερα μάλλον τον απομάκρυναν . Κολυμπούσε, η Ιθάκη ξεμάκραινε. Οι σειρήνες τραγουδούσαν κι αυτές την ίδια μελωδία. Και του φώναζαν ''πιάσε μας,αν μπορείς''. Δεν τις έπιανε, ούτε καν τις πλησίαζε. Μπορούσε να τις δει ή να τις αισθανθεί μονάχα. Η μελωδία θέλει γερά πνευμόνια για κολύμπι.
Αποφάσισε να μην ανοίξει άλλο το ραδιόφωνο. Όχι από εκδικητικότητα, δεν ήξερε τι θέλει να εκδικηθεί. Ξεχνούσε πάντα ως και να το κλείσει στο παρελθόν. Άλλαζε σταθμούς με ταχύτητα δευτερολέπτων, άκουγε σκόρπιες φράσεις και σκοπούς, έπιανε στίχους και σχόλια και τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να αφήσει να αφήσει τη βελόνα σταθερή σ'ένα σημείο. Το άφηνε όλο το βράδυ ανοικτό κι αυτό του έταζε νανουρίσματα και όνειρα γλυκά. Τώρα του έταζε ερωτηματικά και έπαιρνε εκδίκηση.
Βγήκε στο δρόμο, σχεδόν υποφέροντας. Γύρω του δεκάδες περαστικοί κι αυτοί σχεδόν να παίζουν ρόλο στο μυαλό του. Δεν είχαν κάτι ξεκάθαρο επάνω τους , να το απομνημονεύσει. Σχεδόν άνθρωποι, σχεδόν παρόντες, σχεδόν περαστικοί, σχεδόν καθόλου παρατηρούντες. Η μελωδία από την άλλη είχε αναπτύξει έναν μηχανισμό να τον παρατηρεί , πότε τυλίγεται και πότε αφήνεται, πότε ντυμένο και πότε γδυτό, πότε μόνο και πότε διπλό. Εκείνος κι αυτή γίνονταν ένα ώρα με την ώρα. Και κάθε φορά ήταν η τελευταία. Μπορούσες πλέον να το δεις, το τραγούδι σχεδόν λευκό, στίχοι να κρέμονται απ'τα μάτια του και στις φλέβες του ο μετρονόμος να δίνει ρυθμό.
Η ζωή του όλη εκεί , να ερμηνεύει το κομμάτι του. Κανείς δε βρήκε λίγο κουράγιο ή λίγη θέληση να τον πλησιάσει, εκεί στο πεζοδρόμιο που στάθηκε, ξάπλωσε και άρχισε να τραγουδά. Κανείς δε βρήκε το κουράγιο να τον κάνει να σταματήσει. Το τραγούδι είχε την ληξιαρχική του πράξη γέννησης και εκείνος τη μελωδία του. Τραγουδούσε ώρες ατελείωτες, μέχρι που σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση πια το τραγούδι του. Τα βήματά τους δίπλα του δεν έσβηναν τη φωνή του.Δεν υπήρχαν μπαταρίες να αδειάσουν. Του κόσμου όλου οι μπαταρίες δεν αρκούσαν να πάψουν τη μελωδία του.
* όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του διαδικτυακού ραδιοφωνικού σταθμού