Η σχέση μου με την άσφαλτο κρύβει κάτι το μυστήριο. Την αντιπαθούσα από παιδί και με αντιπαθούσε. Καταλαβαινόμαστε. Θα ήθελα να την ξηλώσω, σαν κλωστή να κρέμεται και να την αφαιρέσω, να δω τι κρύβει από κάτω κι αν το χώμα θα μου πει ευχαριστώ για την απελευθέρωση. Η άσφαλτος υπομένει όμως, ατάραχη τα ουτοπικά σχέδιά μου. Δεν θα μπορούσε και πολλά να πράξει δηλαδή, μόνο να υπομένει. Με τη σιγουριά εκείνη που δεν ποτίζεται από τις βροχές, που δεν πλάθεται, που δεν φυτρώνει, που δεν αφήνει χαραμάδα να δεις κάτω από το πάπλωμά της. Και οι βροχές να προσπαθούν, να γλείφουν, να γλιστρούν, να μην μπορούν να ξεκλειδώσουν. Η πόλη έχει δώσει, από καιρό, αντιπαροχή το χώμα της.
Γυρίζοντας σπίτι κλειδώνω την πόρτα και φοβάμαι, μην τυχόν έρθει η άσφαλτος και μου κτυπήσει το κουδούνι, και μου ζητήσει τα ρέστα που την προσπερνώ, που την κατηγορώ πως δεν με ταξιδεύει, που πιάνω πότε-πότε ένα κουτάλι και τη σκάβω (για την ακρίβεια πετάω τα κουτάλια νικημένα). Φοβάμαι η άσφαλτος θα μου ζητήσει τετραγωνικά, να της παραδοθώ και να με καταπιεί. Και θα’ μαι ένα εξόγκωμα ακόμα στις επεκτατικές της διαθέσεις, σώμα σχεδόν αχώνευτο, σαν σαμαράκι να πατούν τα αυτοκίνητα. Να τα καθυστερώ – ούτως ή άλλως πουθενά δεν οδηγούνται, μοναχά πηγαινοέρχονται.
Ατυχώς, κανένα κουδούνι δε κτυπά ποτέ και μένω με τις σκέψεις μου, δίχως να τις ξεσπώ. Το θερμόμετρό μου ανεβάζει θερμοκρασία. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα περπατώ ξυπόλυτος στη λεωφόρο, με τους βόλους μου στο χέρι, έτοιμους για βουτιές και τα βήματά μου λασπωμένα. Και θα με κοιτάζουν και θα με δείχνουν σα γιγάντια κορίνα σε λάθος διάδρομο. Ύστερα, κοιτάζω απ’ το παράθυρο να δω, αν είναι η άσφαλτος στη θέση της ή από μόνη της αν αποφάσισε να με αφήσει στην ησυχία μου. Κι αυτή είναι πάντα εκεί. Αν το καλοσκεφτώ, στο βάθος τη λυπάμαι. Γιατί δεν έχει πουθενά να πάει. Δεν την περιμένει κανείς, δεν την υποδέχεται. Μας μοιάζει και σ’ αυτό.
Σήμερα την είδα πάλι. Πάνω της βρισκόταν ξαπλωμένη μια γυναίκα. Καταγής, καταμεσής, να βάζει τα κλάματα. Η άσφαλτος βρισκόταν σε αμηχανία, περίμενε μόνο τη γυναίκα να σηκωθεί και να πάει σε άλλη άσφαλτο να κλάψει. Παρόλο που είναι τόσες πολλές όμως οι άσφαλτοι, κρατούν την ίδια στάση απέναντι στη ζωή. Η αλληλεγγύη τους είναι ακόμα κάτι που αντιπαθώ. Τι ώθησε τη γυναίκα να ξαπλώσει στην άσφαλτο, αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω. Δίπλα της δεν βρισκόταν κανείς. Θα περίμενα να έχει δίπλα της, όχι ανθρώπους να την παρηγορούν, αλλά κι άλλους ξαπλωμένους. Να ‘χουν καλύψει κάθε σπιθαμή με τα δικά τους σώματα και η άσφαλτος να ασφυκτιά από το βάρος τους.
Γιατί το βάρος μας είναι το μόνο μας όπλο αν θέλουμε να την εξαφανίσουμε. Τα κιλά που τη ζυγίζουμε τη θλίψη μας και τα γραμμάρια, τα ψίχουλα, η ψυχή μας. Κι αν αναλογιστείς πόσες ψυχές ταΐστηκε η άσφαλτος, θα καταλάβεις γιατί την αντιπαθώ. Εκείνη η γυναίκα όμως, εκείνη, γύρω στα σαράντα, ήταν μόνη της. Και με τα δάκρυά της πάλευε να ποτίσει την άσφαλτο. Απ’ όσο θυμάμαι, η άσφαλτος δεν παίρνει από λόγια, ούτε από δάκρυα. Αυτό το ξέρω.
Δεν την πλησίασα ούτε κι εγώ. Μέσα μου τη θαύμαζα. Κατάφερνε με τον δικό της τρόπο κάτι, που λίγοι είχαν καταφέρει, ν’ αποκτήσει μια πιο προσωπική επαφή με την άσφαλτο. Αν τη ρωτούσα γιατί τώρα, γιατί έτσι, δεν θα μου έδινε απάντηση. Δεν περισσεύει χρόνος για απαντήσεις στη ζωή μας. Μόνο ερωτήσεις. Και η γυναίκα ερωτήσεις απήυθηνε στην άσφαλτο. Πού πάει η ζωή της, όταν αυτή δεν τα κουνάει τα πόδια της. Γιατί να νιώθει φυλακισμένη σε μια χώρα με άπειρους δρόμους, αλλά καθόλου εισιτήρια. Γιατί να έχει βαλίτσες κάτω απ’ το κρεβάτι της, αλλά τίποτα να τις γεμίσει.
Γιατί τα αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, τα ταξί, τα τρένα, γιατί τα μέσα τα μαζικά, τα μεταφορικά να έχουν ρόδες, αφού τίποτα στ’ αλήθεια δεν κυλά. Την ένιωθα. Τις κάνω και στον εαυτό μου αυτές τις ερωτήσεις. Δε σκέφτηκα ποτέ να ρωτήσω την άσφαλτο. Ίσως, όντως να μην κάνει σφάλματα και να έχει απαντήσεις, πάντως, δεν πίστεψα στιγμή ότι θα τις μοιραστεί.
Δε φταίει κι αυτή. Έτσι την έφτιαξαν. Αμίλητη, γκρίζα, την άπλωσαν, για να σκεπάσουνε τις ρίζες μας. Την έστρωσαν για να μη βλέπουμε το χώμα που μας κρατά συμπαγείς, να μη διαλυόμαστε απ’ τις βροχές. Λες και δε νιώθουμε τις ρίζες μας να σκάνε κράσπεδα και να γιγαντώνονται. Μας έριξαν τσιμέντο παραπάνω, πουθενά να μην πάμε. Τιμωρημένοι. Όπως και να το δεις, η τιμωρία σου είναι οι δρόμοι σου να είναι ανοιχτοί και να μην έχεις πού να πας.
Να μένεις εκεί που αντέχει η τσέπη σου. Κι εγώ να επιμένω να μένω εκεί που αντέχει η φαντασία μου. Να έχω ένα δυο αυτοκινητάκια τσέπης πάντα μαζί μου, που η άσφαλτος είναι όλος ο κόσμος γι’ αυτά. Να τα’ ακουμπώ πάνω της, τις μέρες που παλεύω να κάνω συμφιλίωση, και να τα οδηγώ δίχως χάρτη. Να καμπουριάζω πάνω τους, ίσα να νομίζω ότι κάπου με πάνε. Κι αν συναντώ καταμεσής κάποιον ή κάποια ξαπλωμένους, να τους γυρίζω το κεφάλι να τους λέω «Μην κλαίτε. Θα βρέξετε με δάκρυα τα καθίσματα.» Και να χαρίζω στον καθένα ένα μικρό τετράτροχο μου ψέμα.
*αυτούσιο το κείμενο, όπως δημοσιεύτηκε στις 27 Ιανουαρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δεύτερο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.