Θυμάμαι τα πόδια της να μπερδεύονται με των υπολοίπων κι αυτή είναι μία από τις παλαιότερές μου αναμνήσεις από κείνη. Ήμουν παιδί και μέχρι τα πόδια των ανθρώπων έφτανε το βλέμμα μου. Δεν μπορούσες να μου καταλογίσεις ότι δεν πρόσεχα, ότι ο νους μου πήγαινε κι ερχόταν ή πως το έκανα επίτηδες. Για πολλά μπορείς να κατηγορήσεις ένα παιδί, για το ύψος του όμως όχι. Κι έτσι μικροκαμωμένος όπως ήμουν, δεν είχα πολλά περιθώρια βελτίωσης. Είχαμε συμφωνήσει να την κρατώ από το χέρι. Αυτό το χέρι που πότε σε μαλώνει και πότε σε χαϊδεύει, πότε σου κουνά το δάκτυλο και πότε σε σκεπάζει τις νύχτες που πετάς από πάνω σου τα σκεπάσματα. Το χέρι της μητέρας μου έπρεπε κι αυτό να φανεί άξιο εμπιστοσύνης. Να μη γλιστρήσει, να μην ιδρώσει, να μην αφήσει το δικό μου. Κι όμως το έκανε.
Άφησε το χέρι μου, εκεί, ανάμεσα σε πάγκους λαϊκής, μόνο για λίγα λεπτά, ίσα να βάλει τα ψώνια στη σακούλα, να βγάλει τα κέρματα από το πορτοφόλι της και να φύγουμε. Αυτά τα λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να τη χάσω. Αρκετά για να προχωρήσει μερικά βήματα κι εγώ να μην ακολουθήσω. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το βλέμμα μου ήταν γεμάτο πόδια. Πως το μόνο που μπορούσα να έχω σαν σημείο επαφής με τους ανθρώπους δεν ήταν τα μάτια τους, η φωνή ή το χαμόγελό τους. Αδύνατα, παχουλά, ντυμένα ή έκθετα, του κόσμου τα πόδια γέμιζαν λεπτομέρειες τη σκέψη μου. Η σκέψη μου όμως δεν είχε πόδια να περπατήσει παρακάτω. Πόσα πόδια είδα γύρω μου; Δε θυμάμαι, δεν έχει νόημα να τα μετράς. Μετράνε αυτά για σένα. Τελικά τη βρήκα τη μητέρα μου, μάλλον με βρήκε εκείνη. Πελαγωμένο να ψάχνω στεριά. Έκλαιγα, γύριζα γύρω απ΄τα ίδια σημεία και μουρμούριζα ''εδώ ήταν, εδώ ήταν, πού πήγε;''
Τα δικά μου πόδια δεν έμαθα, ούτε θα μάθω, αν καθοδήγησαν ποτέ κανέναν. Ψηλώνοντας σταμάτησα να τα προσέχω, αφέθηκα κι όπου με πάνε. Έμαθα να χάνομαι, πολλές φορές ακόμα, αλλά με ψίχουλα να βρίσκω δρόμο επιστροφής. Υπάρχει όμως ένας μύθος που μιλά για επιστροφή, αυτός του Οιδίποδα που απ'τα πόδια του κρίθηκε. Όποτε άκουγα την ιστορία του ή όποτε έβλεπα παράσταση για κείνον, δεν εστίαζα στην μετέπειτά του περιπέτεια, τον ανόσιο γάμο με τη μάνα του και τα παιδιά που φορτώθηκαν τις αμαρτίες του στο διηνεκές. Μου έκανε εντύπωση το όνομά του και ό,τι αυτό συμβόλιζε : τα πρησμένα πόδια του, τους τρυπημένους αστραγάλους που του καθόρισαν τα βήματά του. Στο βάθος βάθος της σκέψης μου, αναρωτιόμουν αν με δίχως τρυπημένα πόδια θα βρισκε τον δρόμο της επιστροφής στο πατρικό του σπίτι. Λες και οι τρύπες του έγιναν για να μην μπορεί να πάει παραπέρα, να τα σέρνει μέχρι εκεί που άφησε τα ίχνη του. Δεν κατάλαβα πολύ την ιστορία του. Τον θαύμασα πολύ όμως, γιατί στην τύφλωσή του μέσα ήταν χαρούμενος. Έζησε κάμποσα χρόνια δίχως απορίες.
Σήμερα υπάρχουν πολλοί σαν τον Οιδίποδα. Όχι που να τελούν τις αμαρτίες τις δικές του, αλλά που με πρησμένα πόδια έχουν μάθει να πορεύονται. Κι ας έχουν χώρο, δεν έχουν τρόπο να περπατήσουν μακρυά. Τους βλέπω ξαπλωμένους στα πεζοδρόμια της Αθήνας και σαν αυτούς είναι δεκάδες στις γωνιές της χώρας μου. Τόσοι που δεν αρκούν οι Σφίγγες, τα αινίγματα που πρέπει να απαντήσουν για να κερδίσουν μια θέση ξανά στην πόλη που τους γέννησε. Σκεπασμένοι με χαρτόκουτα και λιωμένες κουβέρτες να κοιτάζουν κι αυτοί τα πόδια των περαστικών.Δε χρειάζεται πολύ να πλησιάσεις, βλέπεις τα μάτια τους να ξεχωρίζουν μέσα απ'τις κρυψώνες τους. Μου θυμίζει αυτή τους μόνο η συνθήκη τον εαυτό μου. Ίσως περιμένουν μόνο και μόνο να αναγνωρίσουν, ένα ζευγάρι πόδια γνώριμα να τους γυρέψει, να τους φέρει έναν λόγο να υπάρχουν. Δεν είναι μόνο το φαϊ, η στέγη ή τα ρούχα. Είναι για τη σιωπή τους που πιο πολύ αναρωτιέμαι. Πώς θα μπορούσα στη θέση τους να σιωπώ. Και πώς θα μπορούσα στη θέση τους οι γύρω να με αποσιωπούν.
Η Σφίγγα τότε ήταν το τέρας. Ρωτούσε ποιο είναι το ζώο εκείνο που μικρό ακόμα στηρίζεται σε τέσσερα πόδια, μεγαλώνοντας στηρίζεται σε δύο, ενώ στα γεράματά του πια χρειάζεται τρία πόδια. Η πόλη σήμερα έχει τόσα τέρατα και τόσους γρίφους. Και λιγότερους μύθους να πιστέψεις. Αυτό που είναι ίδιο είναι τα βήματα των ανθρώπων και αυτά που σου μαθαίνουν. Έφτασα πάλι να τα προσέχω, όπως έκανα τότε. Όχι για να μη χαθώ. Αλλά γιατί νιώθω ήδη χαμένος και αναρωτιέμαι αν κάπου οδηγούνται αυτά τα βήματα. Αν υπάρχουν ίχνη πατρογονικά να μας τραβούν, ασυναίσθητα σε κάποιες ρίζες. Αν υπάρχει συναίσθημα στοιβαγμένο σε αποθήκες κι αν υπάρχει ανάγκη να το ξεκλειδώσουμε. Αν χρειάζεται γρίφος ή αν τον παίρνουμε ελεύθερο. Γιατί ακόμα και τον ίδιο γρίφο αν είχαμε να απαντήσουμε, αυτόν του Οιδίποδα, πολύ παραπάνω θα δυσκολευόμασταν. Γιατί πλέον οι άνθρωποι είναι στα τέσσερα σ'όλη τους τη ζωή.
* (σχεδόν) αυτούσιο το κείμενο, όπως δημοσιεύτηκε στις 12 Φεβρουαρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το τέταρτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.
Άφησε το χέρι μου, εκεί, ανάμεσα σε πάγκους λαϊκής, μόνο για λίγα λεπτά, ίσα να βάλει τα ψώνια στη σακούλα, να βγάλει τα κέρματα από το πορτοφόλι της και να φύγουμε. Αυτά τα λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να τη χάσω. Αρκετά για να προχωρήσει μερικά βήματα κι εγώ να μην ακολουθήσω. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το βλέμμα μου ήταν γεμάτο πόδια. Πως το μόνο που μπορούσα να έχω σαν σημείο επαφής με τους ανθρώπους δεν ήταν τα μάτια τους, η φωνή ή το χαμόγελό τους. Αδύνατα, παχουλά, ντυμένα ή έκθετα, του κόσμου τα πόδια γέμιζαν λεπτομέρειες τη σκέψη μου. Η σκέψη μου όμως δεν είχε πόδια να περπατήσει παρακάτω. Πόσα πόδια είδα γύρω μου; Δε θυμάμαι, δεν έχει νόημα να τα μετράς. Μετράνε αυτά για σένα. Τελικά τη βρήκα τη μητέρα μου, μάλλον με βρήκε εκείνη. Πελαγωμένο να ψάχνω στεριά. Έκλαιγα, γύριζα γύρω απ΄τα ίδια σημεία και μουρμούριζα ''εδώ ήταν, εδώ ήταν, πού πήγε;''
Τα δικά μου πόδια δεν έμαθα, ούτε θα μάθω, αν καθοδήγησαν ποτέ κανέναν. Ψηλώνοντας σταμάτησα να τα προσέχω, αφέθηκα κι όπου με πάνε. Έμαθα να χάνομαι, πολλές φορές ακόμα, αλλά με ψίχουλα να βρίσκω δρόμο επιστροφής. Υπάρχει όμως ένας μύθος που μιλά για επιστροφή, αυτός του Οιδίποδα που απ'τα πόδια του κρίθηκε. Όποτε άκουγα την ιστορία του ή όποτε έβλεπα παράσταση για κείνον, δεν εστίαζα στην μετέπειτά του περιπέτεια, τον ανόσιο γάμο με τη μάνα του και τα παιδιά που φορτώθηκαν τις αμαρτίες του στο διηνεκές. Μου έκανε εντύπωση το όνομά του και ό,τι αυτό συμβόλιζε : τα πρησμένα πόδια του, τους τρυπημένους αστραγάλους που του καθόρισαν τα βήματά του. Στο βάθος βάθος της σκέψης μου, αναρωτιόμουν αν με δίχως τρυπημένα πόδια θα βρισκε τον δρόμο της επιστροφής στο πατρικό του σπίτι. Λες και οι τρύπες του έγιναν για να μην μπορεί να πάει παραπέρα, να τα σέρνει μέχρι εκεί που άφησε τα ίχνη του. Δεν κατάλαβα πολύ την ιστορία του. Τον θαύμασα πολύ όμως, γιατί στην τύφλωσή του μέσα ήταν χαρούμενος. Έζησε κάμποσα χρόνια δίχως απορίες.
Σήμερα υπάρχουν πολλοί σαν τον Οιδίποδα. Όχι που να τελούν τις αμαρτίες τις δικές του, αλλά που με πρησμένα πόδια έχουν μάθει να πορεύονται. Κι ας έχουν χώρο, δεν έχουν τρόπο να περπατήσουν μακρυά. Τους βλέπω ξαπλωμένους στα πεζοδρόμια της Αθήνας και σαν αυτούς είναι δεκάδες στις γωνιές της χώρας μου. Τόσοι που δεν αρκούν οι Σφίγγες, τα αινίγματα που πρέπει να απαντήσουν για να κερδίσουν μια θέση ξανά στην πόλη που τους γέννησε. Σκεπασμένοι με χαρτόκουτα και λιωμένες κουβέρτες να κοιτάζουν κι αυτοί τα πόδια των περαστικών.Δε χρειάζεται πολύ να πλησιάσεις, βλέπεις τα μάτια τους να ξεχωρίζουν μέσα απ'τις κρυψώνες τους. Μου θυμίζει αυτή τους μόνο η συνθήκη τον εαυτό μου. Ίσως περιμένουν μόνο και μόνο να αναγνωρίσουν, ένα ζευγάρι πόδια γνώριμα να τους γυρέψει, να τους φέρει έναν λόγο να υπάρχουν. Δεν είναι μόνο το φαϊ, η στέγη ή τα ρούχα. Είναι για τη σιωπή τους που πιο πολύ αναρωτιέμαι. Πώς θα μπορούσα στη θέση τους να σιωπώ. Και πώς θα μπορούσα στη θέση τους οι γύρω να με αποσιωπούν.
Η Σφίγγα τότε ήταν το τέρας. Ρωτούσε ποιο είναι το ζώο εκείνο που μικρό ακόμα στηρίζεται σε τέσσερα πόδια, μεγαλώνοντας στηρίζεται σε δύο, ενώ στα γεράματά του πια χρειάζεται τρία πόδια. Η πόλη σήμερα έχει τόσα τέρατα και τόσους γρίφους. Και λιγότερους μύθους να πιστέψεις. Αυτό που είναι ίδιο είναι τα βήματα των ανθρώπων και αυτά που σου μαθαίνουν. Έφτασα πάλι να τα προσέχω, όπως έκανα τότε. Όχι για να μη χαθώ. Αλλά γιατί νιώθω ήδη χαμένος και αναρωτιέμαι αν κάπου οδηγούνται αυτά τα βήματα. Αν υπάρχουν ίχνη πατρογονικά να μας τραβούν, ασυναίσθητα σε κάποιες ρίζες. Αν υπάρχει συναίσθημα στοιβαγμένο σε αποθήκες κι αν υπάρχει ανάγκη να το ξεκλειδώσουμε. Αν χρειάζεται γρίφος ή αν τον παίρνουμε ελεύθερο. Γιατί ακόμα και τον ίδιο γρίφο αν είχαμε να απαντήσουμε, αυτόν του Οιδίποδα, πολύ παραπάνω θα δυσκολευόμασταν. Γιατί πλέον οι άνθρωποι είναι στα τέσσερα σ'όλη τους τη ζωή.
* (σχεδόν) αυτούσιο το κείμενο, όπως δημοσιεύτηκε στις 12 Φεβρουαρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το τέταρτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.