Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Αλίκη *

Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε στην κουνελότρυπα. Κι έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε και σίγουρη ένιωθε πως δε θα πιάσει ποτέ πάτο, έτσι που γρήγορα κατέβαινε σε έναν κόσμο στροβιλισμένο, που δε βρίσκει στέρεο έδαφος και που δεν έχει πρόγραμμα στεγνώματος, ούτε καν κύριας πλύσης, μόνο στην πρόπλυση ξανά και ξανά μένει το μηχάνημα και στροβιλίζει τα ρούχα, ούτε που καν τα μαλακώνει, είναι με κρύο νερό που βάζεις γρήγορα την πλύση και ούτε ίχνος μυρωδιάς δε φεύγει κι έχουν μια τσίκνα τα ρούχα, τσάμπα το απορρυπαντικό που χάλασες, για να μην πω για το νερό που θα το πεις νεράκι, αν συνεχίσεις να το σπαταλάς και για το ρεύμα που πάνω απ'το κεφάλι σου καραδοκεί για να στο πάρει , καθώς η βασίλισσα παίρνει κεφάλια σήμερα, όπως και κάθε μέρα, γιατί παίζοντας κρίκετ κάποιοι μπαίνουν στον δρόμο της και πώς να το'βρει το σημάδι.

Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε. Και βγήκε και περπάτησε στον κόσμο αυτόν τον μικρό, τον μέγα, που Ελύτη γέννησε κι αλήτη επέλεξε, τον κόσμο τον λογικό με τους γάτους του Τσεσάιρ, τους κασιδιάρηδες, που αθωώνονται στα δικαστήρια, γιατί έχουν καλά πια διδαχθεί την τέχνη της εξαφάνισης, δε μένει πίσω ίχνος από έγκλημα, δεν έχουν άλλωστε πατούσες τέτοιοι γάτοι, έχουν το σώμα τους καιρό πια ξεπουλήσει, ένα κεφάλι αναβοσβήνει στο σκοτάδι, όλα τα βλέπει, κρύβεται, γελά κι αφήνει ένα χαμόγελο ένοχο να ξεθωριάζει. Θέλει ο γάτος να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει. Και περπατώντας η Αλίκη, μικραίνει και μεγαλώνει. Και νιώθει ανόητη που ένα σώμα δεν μπορεί να φέρει βόλτα κι αυτό πεινά και πόσο πια να το ταΐζει παραμύθια. Τη νιώθεις και τη συμπονάς. Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.

Κι ύστερα η Αλίκη για να φάει δε θα βρει εύκολα, μονάχα τσάι θα την κεράσει ο Μαρτιάτικος Λαγός και παντεσπάνι, σ'ένα τραπέζι που, προτού πεινάσουν όσοι κάθονται, αλλάζουν θέσεις κι έτσι ξεγελούν την πείνα τους κι έρχεται η τσίκνα διπλανή και αδιάκριτη να μπαίνει στα ρουθούνια τους. Κάποια Μαρία Αντουανέτα ελαφρόμυαλη φωνάζει με φωνή όλο ειρωνεία ''αφού δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει άλογο'', όμως η Αλίκη προτιμά να μην το ξέρει, κι ας νιώθει μέσα της μια θλίψη παιδική για όλα τα πόνι τα μικρά που είχε κι έπαιζε, για όλα τα άλογα τα πράσινα που της τα έταζαν, μα δεν τα έβλεπε μπροστά της να καλπάζουν, μόνο μια γεύση χλιμιντρίσματος στα χείλη έφτανε. Και με τα άλογα και τα παράλογα θα συνεχίσει η Αλίκη να πορεύεται. Και με την τσίκνα που προέλευση  δεν έχει από κρέατα. Δεν έχει νόημα εξάλλου η τσικνοημέρα σε μία χώρα που νηστεία δε γνωρίζει τι σημαίνει ή που νηστεία όλο το χρόνο επωμίζεται. Κι αυτό το ξέρουνε καλά, τόσες χιλιάδες σουβλατζίδικα που χτίζονται στη Χώρα των Θαυμάτων.

Κι ύστερα η Αλίκη θα συναντήσει τους φρουρούς, βαλέδες, ρηγάδες, φιγούρες απλές, που βία ασκούν και μέρες ανοιξιάτικες ή φθινοπωρινές δε λογαριάζουν, που η παγκόσμια κατά της βίας μέρα τίποτα δεν τους λέει, εξάλλου δε χωρούν αυτιά στα τραπουλόχαρτα, δεν έχουν χώρο αρκετό να τα στηρίξουν. Τσίκνα κι εκεί, σ'ανθρώπων έργα, πολλά τραγούδια, πολλοί χοροί, πολλά τα φώτα, όμως η τσίκνα όλα τα βλέπει, όλα τα σκεπάζει, πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Και αν η μύτη σου δεν έχασε ακόμα την οσμή της, θα σε πνίξει. Και οι Τρελοκαπελάδες θα σε συνεφέρουν, μόνο και μόνο για να σε κάνουν δικό τους, να σε μυήσουν στο παράλογο, το αναίτιο, το παράξενο. Και θα σου τραγουδούν, μέχρι να καταφέρουν το δικό τους να περάσει:

«Θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι στον χορό; 
Θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι, θα μπεις λοιπόν να σε χαρώ; » *

Κι ύστερα η Αλίκη θα νιώσει γυναίκα, θα πει στον εαυτό της Χρόνια καλά, θα ανταλλάξει ευχές, φιλοφρονήσεις και κραγιόν μ'άλλες χαμένες ηρωίδες και θα ξυπνήσει πριν το χάσει το κεφάλι της, στα πόδια ξαπλωμένη ενός δέντρου. Και θα γυρέψει απ'την αρχή την κουνελότρυπα, είναι εθισμένη πια από τη Χώρα των Θαυμάτων, από την τσίκνα που ποτίζει τα όνειρά της. Αν κάπου μέσα της υπάρχει κάτι άκαπνο, είναι η φαντασία της. Κι αυτή Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, είναι ο σύγρονος δικός μας Κεμάλ. Που πέφτει συνεχώς στην κουνελότρυπα, καθώς ο κόσμος αυτός δε θ'αλλάξει ποτέ. Αντιλαμβάνεται, μα πώς ν'αλλάξει παραμύθι. Αν συναντούσε πουθενά τον κάποτε δικό μας, τον Ελύτη, μαζί θ'αναφωνούσανε : ''Θεέ μου τι τσίκνα ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε''.

Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.

* μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, ''Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων'', εκδόσεις Printa, 2009

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 9 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 11 )

ότι και να χαθεί μια σιγουριά, δε χάθηκε κι ο κόσμος. έτσι, μια εκπομπή λιγότερη, αυτή που το προηγούμενο σάββατο πήρε το κύμα, και μια επανάσταση περισσότερη, αυτή που δεν ξεκινάμε ποτέ, αλλά που θέλουμε να μνημονεύουμε.Ακούγοντας μουσικές για νέα ξεκινήματα κι αρχές, όπως τα παρακάτω, που έπαιξαν απόψε :

Μάνος Χατζιδάκις - Πάροδος (Όρνιθες) / Alex Clare -Relax my Beloved / Dido - Let us move on / Doves - There goes the Fear / Florence & the Machine - No light No light / Hurts - Miracle / Διονύσης Σαββόπουλος - Σαν τον καραγκιόζη /  One Republic - Feel again / Chris Garneau - Between the Bars / Mary Poppins ost - Supercalifragilistic- expialidocious / Marietta Fafouti - Kookoobadi / Ben E. King - Stand by me / The Divine Comedy - Party Fears Two /  Σωκράτης Μάλαμας - Διάφανος / The Artist ost - Peppy & George / Mika - Relax (Take it easy) / Aerosmith - Dream On / Grease ost - We go Together / Les Miserables ost - At the end of the Day / Μαρίζα Ρίζου - Μια άλλη ευτυχία / Asaf Avidn - Love it or leave it / Ορφέας Περίδης - Εθνικό έλλειμμα / John Legend - Who did that to you / Birdy - Young Blood / Scorpions - Wind of change / Jessie Ware - Wildest Moments / Μανώλης Φάμελλος - Ευτυχία είναι αυτό / Of Monsters and Men - Dirty Paws

Bonus track: το σημερινό podcast, ως ιδανικό σε μια παρέλαση που ποτέ δε συνηθίσαμε το βήμα.

το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 30/03
Sure AboUt nOw / cLipaRtrAdio.gr / 18.00 - 20.00  


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Θερμοκρασία δωματίου: Φλόγες*

Υπήρχε κάποτε μια εποχή που τα γενέθλια είχανε λόγο ύπαρξης. Μαζεύονταν φίλοι απ'το σχολείο, απ'το φροντιστήριο, απ'τη διπλανή τάξη και το διπλανό θρανίο και σου έφερναν δώρα που ποτέ δε χρησιμοποιούσες, μια κορνίζα, ένα ημερολόγιο, αλλά που τα χαιρόσουν ως κίνηση και μαζί με σένα χαιρόταν κι η μητέρα σου που έβλεπε ότι και κοινωνικός είσαι και ξέρεις να συγχρωτίζεσαι και τη Δευτέρα στο σχολείο θα περιγράψεις στην κυρία ότι το πάρτυ σου ήτανε σούπερ, ήτανε σούπερ κυρία γιατί παίξαμε κυρία, γιατί σβήσαμε τα φώτα κυρία, φάγαμε πίτσα κυρία και ήπιαμε ανάμεικτη κόκα κόλα με πορτοκαλάδα και μέσα πετάγαμε φουντούνια κυρία, έτσι για πλάκα. Και τα κορίτσια που ήρθαν κυρία ήταν ξενέρωτα, κάθισαν στον καναπέ και μας κοιτούσαν, όσο εμείς κυνηγιόμαστε με τα σπαθιά κυρία.

Υπήρχε κάποτε εποχή που τα γενέθλια είχανε λόγο ύπαρξης, γιατί δεν περίμενες τίποτα από αυτά. Ζούσες τις μέρες που δεν είχαν στόχους, γιατί δεν ήξερες στόχοι τι σημαίνουν. Ήσουν ακόμα πιτσιρίκος και μόνο κεριά μέτραγες με χαρά να πολλαπλασιάζονται στην τούρτα. Πρώτα σβήναμε τα φώτα. Ύστερα ανάβαμε τα κεριά. Δεν είχε σημασία τι κεριά. Μεγάλα, μικρά, πολύχρωμα, με τη μορφή αριθμών, από αυτά που τα φύσαγες και δεν έσβηναν και έκανες ευχές όσο φυσούσες και δεν έσβηναν και ζοριζόσουν γιατί μπροστά σε φίλους σου έπρεπε να φανείς και λίγο μάγκας και φύσαγες και δεν έσβηναν, μέχρι που έσβηναν. Τα κεριά λίγη σημασία έχουν, η ποσότητα και η ανταμοιβή τους είναι αμελητέα. Οι ευχές τους έχουν σημασία. Που τις φυσάς και δε σβήνουν. Οι ευχές πάντα παραμένουν ευχές.

Δεν ήμουν ποτέ φανατικός των πάρτυ γενεθλίων, ειδικά αυτών που προορίζονταν για μένα. Δεν έβρισκα τον λόγο να σταθώ στο κέντρο μπροστά από ένα γλυκό που πυρπολούμε μέχρι να καταπιούμε. Κυρίως γιατί δε σκεφτόμουν εύκολα ευχές. Είχε χαλάσει ο αναπτήρας τους και δεν ανάβανε ή δεν ήθελα να τις δω να σβήνουν. Κι όσο τα χρόνια δε στις φέρνουν ολοζώντανες, οι τούρτες είναι μονάχα η παρηγοριά στον άρρωστο. Μου άρεσαν όμως πάντα τα κεριά. Όχι ο αριθμός τους, όσα και να βάλεις τίποτα δεν αλλάζει, ούτε αλλοιώνεται, ούτε τρομάζει. Μονάχα βαραίνει. Επιβάλλεται ο αριθμός στη συνείδησή σου που μεγαλώνει και που βλέπει τις φλόγες να σιγοψήνει τα όνειρά σου. Υπήρχε η εποχή που πέταγες πιο εύκολα κέρματα στη λίμνη των ονείρων σου. Τώρα τα κέρματα λιγόστεψαν, μας τα πήραν απ'τις τσέπες και η ανάγκη σου να ευχηθείς είναι ανέξοδη, πιο φειδωλή και πιο προστατευμένη. Εύχεσαι το αύριο να σε έχει υγιή, χαρούμενο και σίγουρο για κάτι.Χαιρόμουν όμως πάντα για τη ζεστασιά τους. Των κεριών η ζεστασιά είναι μια δόση τόση δα αφύπνισης.

Η άνοιξη μπαίνει μια πρώτη Μαρτίου, τυχαίνει μια πρώτη Μαρτίου να γεννήθηκα, και μαζί μου η ανάγκη του φωτός. Μέσα σε όλη αυτή την καταχνιά γύρω μου, ανάβω κεριά σ'ολόκληρο το σπίτι, γίνεται φωταγωγημένη εκκλησία και μέσα του ο Θεός που προσκυνώ, τον λέω αγάπη, τον λέω φιλία, τον λέω οικογένεια ή σκύλο που έρχεται και κουρνιάζει στα πόδια μου όσο πληκτρολογώ τις λέξεις στην οθόνη, σαν να μου λέει ''φτάνει όσο έγραψες, άσε με εμένα τώρα να σου πω μια ιστορία''. Και μου λέει τις ιστορίες του. Όπως θα καταλάβαινε ένας σκύλος την ασπρόμαυρη ζωή μας. Δεν είναι που οι σκύλοι βλέπουν ασπρόμαυρα, είναι που από εμάς λείπει το χρώμα. Οι φλόγες έχουν σβήσει, η μία μετά την άλλη, τα κεριά είναι μονάχα διακοσμητικά ή του ήλιου παραπεταμένα αποπαίδια.

Αν είχαμε λίγη παραπάνω ζεστασιά, ένα κερί, μια φλόγα να περισσεύει ή να μην περισσεύει αλλά απ'το υστέρημά μας να προσφέρουμε, ο έχων δύο φλόγες να δίνει τη μία, ο έχων μία συμπόνια να τη μοιράζεται και όχι να την κρατά για κείνον μόνο, δε θα ακούγαμε ειδήσεις όπως αυτή για τα παιδιά στη Λάρισα. Που μέσα στην ανάγκη τους να ζεσταθούν, έχασαν τη ζωή τους, πνιγμένη μέσα στους καπνούς. Ίσως είχαν παραπάνω  ανάγκη από το φως, ίσως είχαν γενέθλια να γιορτάσουν, ίσως η άνοιξη δεν πρόλαβε να τα ζεστάνει ή ίσως ήθελαν το πάρτυ τους να κάνουν. Να'χουν να πούνε στη δική τους τη δασκάλα πώς τα πέρασαν, ήταν ωραία κυρία που δεν κρυώναμε άλλο κυρία, γιατί πετρέλαιο ούτε λόγος να αγοράσουμε κυρία, δεν είχαμε ούτε ευρώ στην τσέπη μας κυρία, το ξοδέψαμε σε ευχές κυρία, να γιορτάσουμε γενέθλια κυρία και να έχουμε κάτι από το μέλλον να περιμένουμε κυρία. Να μεγαλώσουμε, να δουλέψουμε, να κάνουμε οικογένεια κυρία. Και οι φλόγες των κεριών να μη σβήνουν έτσι εύκολα κυρία.

Κάτι τέτοιες ειδήσεις με βρίσκουν ανυπεράσπιστο. Που στη δική μου τούρτα τα κεριά μου δεν τους τα αφιέρωσα. Το κάνω εκ των υστέρων. Μήπως και ζεσταθούν εκεί ψηλά κυρία.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το έκτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 10 )

ότι αυτό που χρειαζόμαστε το λες και άνοιξη, και αναγέννηση, και μεταμφίεση. το λες γυναίκα δηλαδή και με τραγούδια από γυναίκες το γυρεύουμε.

Petula Clark - Downtown / Paloma Faith - Upside Down / Amy Winehouse - You know i'm no good / Emeli Sandi - My kind of Love / Sharon Jones &the Dap Kings - I learned the Hard way / Caro Emerald - That man / Alice Gold - Runaway Love / The Pierces - Kissing you Goodbye / Moulin Rouge ost - Sparkling Diamonds / Madonna - Material Girl / Etta James - Seven day fool / The Puppini Sisters - I will survive / Dido - Go dreaming / Koop Koop - Island Blues / Sade - Smooth Operator / Tania Nassibian - Αν με λέγανε Νατάσσα / Annie Lennox - Walking on Broken glass / Patti Smith - Smells like teen Spirit / Madredeus - Haja O Que Houver / Nina Simone - My baby just cares for me / Bjork - Isobel / Janis Joplin - Piece of my Heart / Marianne Faithfull - I'm on fire / Monika - Over the Hill / Ελεωνόρα Ζουγανέλη - Μετακόμιση / Marietta Fafouti - Lalala / Cher - The Shoop Shoop song / Tanita Tikaram - Twist in my Sobriety 

Bonus Track :το σημερινό podcast για έναν περίπατο ακόμα σ'αυτό που λέμε άνοιξη.

το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 16/03
Sure about Now / ClipArtRadio.gr / 18.00 - 20.00

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Θερμοκρασία δωματίου: Σφίγγα *

Θυμάμαι τα πόδια της να μπερδεύονται με των υπολοίπων κι αυτή είναι μία από τις παλαιότερές μου αναμνήσεις από κείνη. Ήμουν παιδί και μέχρι τα πόδια των ανθρώπων έφτανε το βλέμμα μου. Δεν μπορούσες να μου καταλογίσεις ότι δεν πρόσεχα, ότι ο νους μου πήγαινε κι ερχόταν ή πως το έκανα επίτηδες. Για πολλά μπορείς να κατηγορήσεις ένα παιδί, για το ύψος του όμως όχι. Κι έτσι μικροκαμωμένος όπως ήμουν, δεν είχα πολλά περιθώρια βελτίωσης. Είχαμε συμφωνήσει να την κρατώ από το χέρι. Αυτό το χέρι που πότε σε μαλώνει και πότε σε χαϊδεύει, πότε σου κουνά το δάκτυλο και πότε σε σκεπάζει τις νύχτες που πετάς από πάνω σου τα σκεπάσματα. Το χέρι της μητέρας μου έπρεπε κι αυτό να φανεί άξιο εμπιστοσύνης. Να μη γλιστρήσει, να μην ιδρώσει, να μην αφήσει το δικό μου. Κι όμως το έκανε.

 Άφησε το χέρι μου, εκεί, ανάμεσα σε πάγκους λαϊκής, μόνο για λίγα λεπτά, ίσα να βάλει τα ψώνια στη σακούλα, να βγάλει τα κέρματα από το πορτοφόλι της και να φύγουμε. Αυτά τα λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να τη χάσω. Αρκετά για να προχωρήσει μερικά βήματα κι εγώ να μην ακολουθήσω. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το βλέμμα μου ήταν γεμάτο πόδια. Πως το μόνο που μπορούσα να έχω σαν σημείο επαφής με τους ανθρώπους δεν ήταν τα μάτια τους, η φωνή ή το χαμόγελό τους. Αδύνατα, παχουλά, ντυμένα ή έκθετα, του κόσμου τα πόδια γέμιζαν λεπτομέρειες τη σκέψη μου. Η σκέψη μου όμως δεν είχε πόδια να περπατήσει παρακάτω. Πόσα πόδια είδα γύρω μου; Δε θυμάμαι, δεν έχει νόημα να τα μετράς. Μετράνε αυτά για σένα. Τελικά τη βρήκα τη μητέρα μου, μάλλον με βρήκε εκείνη. Πελαγωμένο να ψάχνω στεριά. Έκλαιγα, γύριζα γύρω απ΄τα ίδια σημεία και μουρμούριζα ''εδώ ήταν, εδώ ήταν, πού πήγε;''

Τα δικά μου πόδια δεν έμαθα, ούτε θα μάθω, αν καθοδήγησαν ποτέ κανέναν. Ψηλώνοντας σταμάτησα να τα προσέχω, αφέθηκα κι όπου με πάνε. Έμαθα να χάνομαι, πολλές φορές ακόμα, αλλά με ψίχουλα να βρίσκω δρόμο επιστροφής. Υπάρχει όμως ένας μύθος που μιλά για επιστροφή, αυτός του Οιδίποδα που απ'τα πόδια του κρίθηκε. Όποτε άκουγα την ιστορία του ή όποτε έβλεπα παράσταση για κείνον, δεν εστίαζα στην μετέπειτά του περιπέτεια, τον ανόσιο γάμο με τη μάνα του και τα παιδιά που φορτώθηκαν τις αμαρτίες του στο διηνεκές. Μου έκανε εντύπωση το όνομά του και ό,τι αυτό συμβόλιζε : τα πρησμένα πόδια του, τους τρυπημένους αστραγάλους που του καθόρισαν τα βήματά του. Στο βάθος βάθος της σκέψης μου, αναρωτιόμουν αν με δίχως τρυπημένα πόδια θα βρισκε τον δρόμο της επιστροφής στο πατρικό του σπίτι. Λες και οι τρύπες του έγιναν για να μην μπορεί να πάει παραπέρα, να τα σέρνει μέχρι εκεί που άφησε τα ίχνη του. Δεν κατάλαβα πολύ την ιστορία του. Τον θαύμασα πολύ όμως, γιατί στην τύφλωσή του μέσα ήταν χαρούμενος. Έζησε κάμποσα χρόνια δίχως απορίες.

Σήμερα υπάρχουν πολλοί σαν τον Οιδίποδα. Όχι που να τελούν τις αμαρτίες τις δικές του, αλλά που με πρησμένα πόδια έχουν μάθει να πορεύονται. Κι ας έχουν χώρο, δεν έχουν τρόπο να περπατήσουν μακρυά. Τους βλέπω ξαπλωμένους στα πεζοδρόμια της Αθήνας και σαν αυτούς είναι δεκάδες στις γωνιές της χώρας μου. Τόσοι που δεν αρκούν οι Σφίγγες, τα αινίγματα που πρέπει να απαντήσουν για να κερδίσουν μια θέση ξανά στην πόλη που τους γέννησε. Σκεπασμένοι με χαρτόκουτα και λιωμένες κουβέρτες να κοιτάζουν κι αυτοί τα πόδια των περαστικών.Δε χρειάζεται πολύ να πλησιάσεις, βλέπεις τα μάτια τους να ξεχωρίζουν μέσα απ'τις κρυψώνες τους. Μου θυμίζει αυτή τους μόνο η συνθήκη τον εαυτό μου. Ίσως περιμένουν μόνο και μόνο να αναγνωρίσουν, ένα ζευγάρι πόδια γνώριμα να τους γυρέψει, να τους φέρει έναν λόγο να υπάρχουν. Δεν είναι μόνο το φαϊ, η στέγη ή τα ρούχα. Είναι για τη σιωπή τους που πιο πολύ αναρωτιέμαι. Πώς θα μπορούσα στη θέση τους να σιωπώ. Και πώς θα μπορούσα στη θέση τους οι γύρω να με αποσιωπούν.

Η Σφίγγα τότε ήταν το τέρας. Ρωτούσε ποιο είναι το ζώο εκείνο που μικρό ακόμα στηρίζεται σε τέσσερα πόδια, μεγαλώνοντας στηρίζεται σε δύο, ενώ στα γεράματά του πια χρειάζεται τρία πόδια. Η πόλη σήμερα έχει τόσα τέρατα και τόσους γρίφους. Και λιγότερους μύθους να πιστέψεις. Αυτό που είναι ίδιο είναι τα βήματα των ανθρώπων και αυτά που σου μαθαίνουν. Έφτασα πάλι να τα προσέχω, όπως έκανα τότε. Όχι για να μη χαθώ. Αλλά γιατί νιώθω ήδη χαμένος και αναρωτιέμαι αν κάπου οδηγούνται αυτά τα βήματα. Αν υπάρχουν ίχνη πατρογονικά να μας τραβούν, ασυναίσθητα σε κάποιες ρίζες. Αν υπάρχει συναίσθημα στοιβαγμένο σε αποθήκες κι αν υπάρχει ανάγκη να το ξεκλειδώσουμε. Αν χρειάζεται γρίφος ή αν τον παίρνουμε ελεύθερο. Γιατί ακόμα και τον ίδιο γρίφο αν είχαμε να απαντήσουμε, αυτόν του Οιδίποδα, πολύ παραπάνω θα δυσκολευόμασταν. Γιατί πλέον οι άνθρωποι είναι στα τέσσερα σ'όλη τους τη ζωή.

* (σχεδόν) αυτούσιο το κείμενο, όπως δημοσιεύτηκε στις 12 Φεβρουαρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το τέταρτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.