«Εν αρχή ην το ψέμα», μου έλεγες. Το μικρό, το μεγάλο, το γενεσιουργό
, το απλό, το πολύχρωμο, το γκρίζο, το κοινό, το μοιρασμένο, το διαιρούμενο, το
διφορούμενο και το εις μιαν ανίατη και αντικανονική κοινωνία προσφερόμενο. Κι
εγώ σε πίστευα. Κι ορκιζόσουν. Στη ζωή μου, στη ζωή σου, στα όνειρα που δεν είχες
και σ’ αυτά που επρόκειτο να κάνεις. Σε όλα
ορκιζόσουν κι έβαζες τα γέλια. Σε γονείς, σε φίλους, σε αναμνήσεις, σε
κόκαλα, σε όντα και απόντα, αρκεί να έδινες λίγο χρώμα στο παρόν σου. Η ζωή
ήταν πολύ πεζή για να μένει αληθινή. Και οι όρκοι σου πολύ χαριτωμένοι για να
τους πάρω στα σοβαρά. Δεν είχα απάντηση για να σου δώσω, καταλάβαινα όμως τις
περισσότερες φορές τα ψέματά σου. Και συνωμοτούσα μαζί σου, μου έκλεινες το
μάτι και τα μοιραζόμασταν. Με έβαζες στην αγκαλιά σου και ξεκινούσες τα
παραμύθια με τους δράκους και τις μάγισσες της ζωής σου. Ήθελα να σε ρωτήσω
κάποτε : «Γιαγιά, ποιο ψέμα είναι το αγαπημένο σου;». Αλλά δεν το έκανα. Ίσως
δεν είχες αγαπημένο.
Εγώ είχα. Μου άρεσε να μου λες για τα παιδικά σου χρόνια, για
τότε που δηλώσατε ψεύτικη ημερομηνία γέννησης, για να τρως στο συσσίτιο της
κατοχής. Δεν ήσουν η μόνη, ήταν κοινή πρακτική τότε, για να ταϊστούν όλο και
περισσότερα στόματα. Ήθελες, όμως, να υπήρχε τρόπος να αποδείξεις ότι η
ταυτότητά σου δείχνει μεγαλύτερη απ’ ότι έχεις ηλικία. Δε τα μετράγαμε ποτέ τα
χρόνια σου, ούτε σου βάζαμε αριθμούς να τους φυσήξεις σε γενέθλια. Σεβόμασταν
το ψέμα σου και δεν αναρωτιόμασταν ποτέ πόσο στ’ αλήθεια ήσουν. Με μια παρόμοια
τακτική, τα χρόνια τα δικά μου δεν έχουν αριθμό. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι
μεγαλώνω, αλλά ποτέ δε μεγαλώνω. Ότι σου
μοιάζω σ’ αυτό. Θα ήθελα να σου μοιάζω σε πολλά. Να σου μοιάζω στο πως δεν
ανεχόσουν τους ανθρώπους που σου έλεγαν εκείνοι ψέματα. Πως τους ξεντρόπιαζες,
τους παγίδευες και τους έκοβες την καλημέρα. Ήταν ένα σου χάρισμα να τα
μυρίζεσαι τα ψέματα των άλλων, όσο περίτεχνα κι αν είχαν δουλευτεί. Αφού κι εσύ λες ψέματα, σε ρώταγα. «Άλλο το
παραμύθι κι άλλο το παραμύθιασμα» μου απαντούσες κι αυτό στη ζωή μου το έβαλα
μέσα σε εισαγωγικά, το υπογράμμισα και ψηλά το κρέμασα.
Και είδα με τα μάτια μου πόσο διαφέρουν.
Αν ζούσες σήμερα θα έβλεπες κι εσύ το παραμύθιασμα. Όχι πια το
ατομικό, μα το συλλογικό. Που εκεί δεν έχεις περιθώρια να κόψεις καλημέρα,
γιατί θα μείνεις μόνος εσύ κι οι καλημέρες που δεν έχεις πού να απευθύνεις,
παρέα με τα ψέματα τόσων γιαγιάδων που δεν είχαν δικά τους εγγόνια να τα πουν.
Θα έβλεπες και μόνη σου πώς λαχταράμε να μας πουν ένα ακόμα ψέμα, να
συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι όλα θα φτιάξουν. Ότι θα βρεθούν δουλειές για τόσα
παιδιά που κοπιάζουν να τελειώσουν ένα δημόσιο σχολείο , που δεν είναι πια τόσο
δημόσιο ούτε τόσο σχολείο, ότι θα βρεθούν χρήματα για τόσα όνειρα που μπήκαν σε
πλειστηριασμό δίχως κανέναν να τα κτυπήσει όσο-όσο, ότι μαθαίνουμε απ’ τα λάθη μας και κάνουμε
άλλα, που δεν έχουμε ακόμα μάθει, ότι αξίζει να εμπιστευόμαστε ανθρώπους
καθοδηγητές κι ότι υπάρχουν κι άνθρωποι που δε στοχεύουν σε γκρεμό. Αν ζούσες
σήμερα, θα ένιωθες ότι απέτυχες. Ότι τα ψέματά σου ήταν τόσο παιδικά και
ανώδυνα. Αλλά κι εκεί, δε θα ’σουν μόνη.
Μαζί σου νιώθουν πολλοί ότι απέτυχαν, κάπου κάπου κι εγώ το σκέφτομαι για μένα.
Όχι πως ήταν ποτέ ρόδινα τα πράγματα. Το παραμύθιασμα βρισκόταν
πάντα γύρω μας. Στην εκκλησία, που κάπου τη ζωή μας μπέρδεψε με μια παρτίδα από
Μονόπολη, που την κερδίζεις συγκεντρώνοντας ακίνητα, αντί κάποιον φτωχό, έστω και
σπάνια, βγάζοντας απ’ τη φυλακή του. Στους έρωτες, που βρίσκονται μαζί από
συνήθεια, στηρίζοντας ο ένας τα ψέματα του άλλου, σε μιαν ανηφόρα που λέμε ζωή
και που δεν έχει επιστροφή. Στους φίλους, που έχουν πάντα μια καλή κουβέντα να
πουν μπροστά σου και πολλές παραπάνω άσχημες να πουν από πίσω σου, στους
εαυτούς μας, που υψώνουμε στο βάθρο της ατιμωρησίας και της σωστής κρίσης, που
το ανοίγουμε το στόμα μας και για όλα έχουμε γνώμη και σε όλους επιτιθέμαστε
και όλους τους κατηγορούμε για υποκριτές, ενώ όλοι είμαστε υποκριτές και όλοι
στα ίδια βοσκοτόπια φωνάζουμε «Λύκος Λύκος» και κανένας βοσκός άλλος, σύντροφος
δε θα τρέξει να μας συμπονέσει, να μας συνδράμει γιατί δικά του πρόβατα δεν
έχει, γιατί αφήσαμε άλλον λύκο να τα φάει και κάναμε το κορόιδο και γιατί
εκείνος δε θέλει να συντρέξει τα δικά μας.
Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ σε σκέφτομαι κι αναπολώ τα
παραμύθια που μου έλεγες. Εκεί ο λύκος ήταν ένας κι έβρισκε συνήθως τιμωρία.
Από έναν ξυλοκόπο, από τρία γουρουνάκια, από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι
επιστρέφοντας στο παρόν, γυρνώντας τα ρολόγια μπροστά ή πίσω, οι λύκοι είναι
πολλοί, φορούν τα πρόσωπα τα δικά μας, έχουν αποκτήσει τις δικές μας συνήθειες,
τις αλήθειες και τα ψέματά μας, καταβροχθίζουν τα παραμύθια μας, μόνο τον
Πινόκιο δεν μπόρεσαν εύκολα να χωνέψουν και τριγυρνούν στα βοσκοτόπια μας. Το
μεγαλύτερο ψέμα είναι πως υπάρχουν πια βοσκοί να τα φυλάξουν . Κι ο μεγαλύτερός
μου φόβος είναι μη γίνω ποτέ λύκος ή μήπως είμαι και δεν πήρα ποτέ είδηση. Μην
ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που σκότωνες γιαγιά στα παραμύθια σου.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 31 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.