Κατέβαινα δυο και τρεις φορές τη μέρα. Το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ και με περίμενε. Κατέβαινα από το σπίτι όπως-όπως, με τις παντόφλες, με τις πυτζάμες, δίχως φανελάκι ή με αχτένιστα μαλλιά. Σαν όλα τα πιτσιρίκια που δεν έχουν μάθει ακόμα να σιδερώνονται, να κάνουν τσάκιση σε ρούχα και εμφάνιση, που οι τρόποι τους είναι άγαρμποι, όπως και οι κινήσεις τους. Κι ήμουν κι εγώ ένα από τα άγαρμπα. Δε χτύπαγα πόρτα για να μπω, γιατί τις περισσότερες φορές ήταν ήδη ανοικτή. Λες και ήξερε πότε θα πήγαινα. Δε με περίμενε όμως, απλώς ήταν πάντα παρόν, στη θέση του, μια σιγουριά που αγάπησα και μοιράστηκα μαζί με άλλα πιτσιρίκια που συναντιόμασταν εκεί. Αγοράζαμε βόλους, τσίχλες σε σχήμα μπάλας ποδοσφαιρικής, αυτοκόλλητα με τον μπούμερ για τα άλμπουμ μας ή γόμες σε διάφορα σχήματα, που ένας Θεός ξέρει γιατί αγοράζαμε, αφού ποτέ δε χρησιμοποιούσαμε. Μας άρεσαν πολύ τα λάθη μας για να τα σβήσουμε.
Το ψιλικατζίδικο είχε όσα ένα παιδί της ηλικίας μου επιθυμούσε και το να βρίσκεται δυο μέτρα απ’ το σπίτι μου σ’ απόσταση ήταν τόσο πολύτιμο, όσο και το περιεχόμενό του. Ο ιδιοκτήτης του μας είχε μάθει με τον καιρό, ήξερε τα χούγια και τις ορέξεις μας και τις ώρες που ξυπνούσαν μέσα μας, κυρίως τα μεσημέρια που βάζαμε τους μεγάλους για ύπνο και ξαμολιόμασταν στη γειτονιά. Ήξερε τα μικρά μας ονόματα και επίτηδες τα μπέρδευε, για να δει τις αντιδράσεις μας και να γελάσει μαζί μας. Πότε γινόμουν Ανδρέας, πότε Κώστας, πότε Αχιλλέας και πότε Δημήτρης. Σαν επανόρθωση στα λάθη του, μας κέρναγε τσίχλες ροζ πάνθηρα, βουτύρου ή καραμέλες ούζου. Κι εμείς, δήθεν θιγμένοι, του κουνάγαμε το δάκτυλο λέγοντάς του να μην ξαναγίνει. Και γινόταν. Κι εμείς γελάγαμε και πηγαίναμε στο παρκάκι παραδίπλα και συνεχίζαμε το παιχνίδι μας, με αλλαγμένα ονόματα. Τι σημασία να είχαν τα ονόματα, αφού ο ένας τον άλλον τον φώναζε φίλε. Περνώντας τα χρόνια μόνο γυρέψαμε ονόματα και επανήλθαμε στα βαφτιστικά μας. Ήταν οι μέρες του αποχωρισμού.
Αποχωριστήκαμε ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το πάρκο και το ψιλικατζίδικο. Ο ιδιοκτήτης με είπε πρώτη φορά με τ’ όνομά μου και με αποχαιρέτησε ένα μεσημέρι που πήγα με τις σαγιονάρες. Εγώ δεν ξέχασα ποτέ το δικό του. Τη θέση των ψιλικών πήρε ένα άλλο, πιο μοντέρνο μίνι μάρκετ. Με μεγαλύτερα ράφια και πιο γεμάτα σε πράγματα που ποτέ δε θα μπορούσες να αγοράσεις, με δεκάδες περιοδικά που ποτέ δε θα διάβαζες και υπαλλήλους που δε θα θυμούνταν ποτέ τι αγαπάς και τι διαλέγεις. Με φώτα πιο δυνατά και πόρτες που ασφάλιζαν, ακόμα και μέρα μεσημέρι. Δε σε περίμενε ποτέ κανείς, δεν μπέρδευε κανείς το όνομά σου, γιατί απλώς το αγνοούσε. Ίσως και τις περισσότερες φορές να μη σε κοίταζε κανείς πια στα μάτια, αλλά στα πόδια που έμπαιναν και έβγαιναν ή στα χέρια που έπρεπε να παραδώσουν σωστά το αντίτιμο. Μπορεί να φαίνεται χαζό ή απλοϊκό, όμως αυτή η απώλεια είναι από τις πιο σημαντικές στη ζωή ενός ανθρώπου. Τουλάχιστον με μένα έτσι συνέβη, όταν κατάλαβα ότι κι οι χώροι ζουν και πεθαίνουν, πριν προλάβεις να τους πεις αντίο. Ο θάνατός τους σε βρίσκει γυμνό ή φορώντας ένα ζευγάρι σαγιονάρες.
Από τότε είδα πολλούς χώρους μου αγαπημένους να πεθαίνουν. Να ανοίγουν και να κλείνουν. Να ανασαίνουν και να ξεψυχούν. Και άλλους να μαραζώνουν, να καταλήγουν σκιές του εαυτού τους και να βαραίνουν. . Ιστορικά καφέ και βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία και κινηματογράφοι, η ζωή μου ως τώρα είναι γεμάτη μέρες και αναμνήσεις από βιτρίνες, αίθουσες και πλατείες, ράφια, καθίσματα και τραπεζάκια, βιβλία και cd και καφέδες και εισιτήρια ταινιών σε τσέπες και κουβέντες και διάδρομοι και συζητήσεις με υπαλλήλους. Και όλα αυτά, στενό στενό στην Αθήνα και στον Πειραιά, στα σημεία που εγώ τουλάχιστον ναυάγησα, ερωτεύτηκα, περπάτησα ή σκόνταψα. Έβαζα σημάδια στο μυαλό μου και στους αριθμούς των δρόμων και ήξερα ότι είναι πάντοτε εκεί οι αναμνήσεις μου και τα κτίσματα που τις έκρυψαν. Ακόμα με πονά που οι κρυψώνες μου κάηκαν ή γκρεμίστηκαν, ακόμα έχω το κάψιμο στον λαιμό από τον εμπρησμό στο Αττικόν – Απόλλων στα περσινά επεισόδια της Σταδίου. Και ονειρεύομαι τον εαυτό μου να κάθεται σε κάθισμα βελούδινο, στα αγαπημένα εκείνα σινεμά, ανάμεσα σε πέτρες, καδρόνια και αποκαΐδια και να κοιτάζει στη σκισμένη πια οθόνη τις προβολές, τις αναμνήσεις μου με τα ασιδέρωτα, τα άγαρμπα και τ’ ατημέλητά μου αισθήματα.
Δε με ξάφνιασε το κλείσιμο της Εστίας. Δε με ξαφνιάζει τίποτα πια σ’ αυτή την πόλη. Με ξαφνιάζει μόνο πόσο εύκολα ξηλώνουμε μία μία τις φόδρες της, τις κάνουμε ένα σωρό κουρέλια και τις πετάμε. Πως ακόμα οι γόμες μάς είναι άχρηστες, ακόμα κι αν τα λάθη κραυγαλέα μάς προδίδουν. Θα έλεγε κανείς πως λαχταράμε να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, πως έχουμε κάτι νέο να κτίσουμε και θέλουμε να το κάνουμε γυμνοί, πατώντας μόνο στις δυνάμεις μας, κάτω από έναν καθαρό ουρανό. Ίσως να έχουμε κάτι να χτίσουμε κι ίσως όντως ο ουρανός να περιμένει το συναπάντημα να γίνει επί ίσοις όροις, γυμνοί κι οι δύο. Κι ίσως εγώ μόνο να νοσταλγώ της γειτονιάς μου το ψιλικατζίδικο. Αλλά αν δεν υπήρχε αυτό, ποτέ μου δε θα μάθαινα να έχω τόσα ονόματα. Ποτέ μου δε θα ήξερα πόσο εύκολα θα ανταλλάζαμε τον ουρανό, για κάποιον με ράφια μεγαλύτερα για εμπόρευμα.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 07 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το ενδέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.