Σάββατο 11 Μαΐου 2013

μικρά καλοκαιράκια ( 2 )

που περιλαμβάνουν Πάσχα, γιορτή της μητέρας και μπάνια σε παραλίες κοντινές, μέσα στη ρουτίνα βουτηγμένες. ξεφεύγουμε όσο μπορούμε απ'τις εντάσεις και επιδιώκουμε γιορτή να γίνουμε, γιορτή να τιμήσουμε και να τη ζήσουμε. Όπως απόψε που αφιερώσαμε μια εκπομπή στη γιορτή της μητέρας και ακούσαμε τραγούδια για μητέρες, μανούλες, μανίτσες και τέκνα.

 Rosemary's Child - Music theme / Devendra Banhart - I feel Just like a child / MGMT - Kids / The Shirelles - Mamma Said / Harry Belafonte - Mama look-a Boo Boo / Genesis - Mama / Nick Cave & The bad seeds - The Lyre of Orpheus / Χάρις Αλεξίου - Μανούλα μου / Elton John - Mama can't buy you Love / Etta James - Tell Mama / Radiohead - I am a wicked child / Σαββίνα Γιαννάτου - Τα παιδιά κάτω στον κάμπο / Robbie Williams - King of Bongo / Taken by Trees - Sweet child of mine / Kate Bush - The man with the child in his eyes / The Who - The Kids are alright / The Misunderstood - Children of the sun / Μελίνα Μερκούρη - Τα παιδιά του Πειραιά / Marietta Fafouti - The girl who loved the Rain / Antony & the Johnsons (feat. Rufus Wainright) - What can i do / Doris Day - Que sera sera / The Rolling Stones - Mother's little helper / Vassilikos - Nature Boy / Billie Holiday - God bless the child / The Beatles - Mother Nature's son / Odetta - Sometimes i feel like a motherless child / Τάνια Τσανακλίδου - Μαμά Γερνάω / Sinead O' Connor - This is to mother you / Miranda Lambert - Mama's broken Heart / Diana Ross & the Supremes - Love Child / Abba - Mamma Mia

Bonus Track : το αποψινό podcast για να εμπνευστείτε για αυριανές αφιερώσεις.
το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 18/05
SurE aboUt noW / clipARtraDio.gr / 18.00 - 20.00 

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Συναπάντημα *

Κατέβαινα δυο και τρεις φορές τη μέρα. Το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ και με περίμενε. Κατέβαινα από το σπίτι όπως-όπως, με τις παντόφλες, με τις πυτζάμες, δίχως φανελάκι ή με αχτένιστα μαλλιά. Σαν όλα τα πιτσιρίκια που δεν έχουν μάθει ακόμα να σιδερώνονται, να κάνουν τσάκιση σε ρούχα και εμφάνιση, που οι τρόποι τους είναι άγαρμποι, όπως και οι κινήσεις τους. Κι ήμουν κι εγώ ένα από τα άγαρμπα. Δε χτύπαγα πόρτα για να μπω, γιατί τις περισσότερες φορές ήταν ήδη ανοικτή. Λες και ήξερε πότε θα πήγαινα. Δε με περίμενε όμως, απλώς ήταν πάντα παρόν, στη θέση του, μια σιγουριά που αγάπησα και μοιράστηκα μαζί με άλλα πιτσιρίκια που συναντιόμασταν εκεί. Αγοράζαμε βόλους, τσίχλες σε σχήμα μπάλας ποδοσφαιρικής, αυτοκόλλητα με τον μπούμερ για τα άλμπουμ μας ή γόμες σε διάφορα σχήματα, που ένας Θεός ξέρει γιατί αγοράζαμε, αφού ποτέ δε χρησιμοποιούσαμε. Μας άρεσαν πολύ τα λάθη μας για να τα σβήσουμε.


Το ψιλικατζίδικο είχε όσα ένα παιδί της ηλικίας μου επιθυμούσε και το να βρίσκεται δυο μέτρα απ’ το σπίτι μου σ’ απόσταση ήταν τόσο πολύτιμο, όσο και το περιεχόμενό του. Ο ιδιοκτήτης του μας είχε μάθει με τον καιρό, ήξερε τα χούγια και τις ορέξεις μας και τις ώρες που ξυπνούσαν μέσα μας, κυρίως τα μεσημέρια που βάζαμε τους μεγάλους για ύπνο και ξαμολιόμασταν στη γειτονιά. Ήξερε τα μικρά μας ονόματα και επίτηδες τα μπέρδευε, για να δει τις αντιδράσεις μας και να γελάσει μαζί μας. Πότε γινόμουν Ανδρέας, πότε Κώστας, πότε Αχιλλέας και πότε Δημήτρης. Σαν επανόρθωση στα λάθη του, μας κέρναγε τσίχλες ροζ πάνθηρα, βουτύρου ή καραμέλες ούζου. Κι εμείς, δήθεν θιγμένοι, του κουνάγαμε το δάκτυλο λέγοντάς του να μην ξαναγίνει. Και γινόταν. Κι εμείς γελάγαμε και πηγαίναμε στο παρκάκι παραδίπλα και συνεχίζαμε το παιχνίδι μας, με αλλαγμένα ονόματα. Τι σημασία να είχαν τα ονόματα, αφού ο ένας τον άλλον τον φώναζε φίλε. Περνώντας τα χρόνια μόνο γυρέψαμε ονόματα και επανήλθαμε στα βαφτιστικά μας. Ήταν οι μέρες του αποχωρισμού.
Αποχωριστήκαμε ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το πάρκο και το ψιλικατζίδικο. Ο ιδιοκτήτης με είπε πρώτη φορά με τ’ όνομά μου και με αποχαιρέτησε ένα μεσημέρι που πήγα με τις σαγιονάρες. Εγώ δεν ξέχασα ποτέ το δικό του. Τη θέση των ψιλικών πήρε ένα άλλο, πιο μοντέρνο μίνι μάρκετ. Με μεγαλύτερα ράφια και πιο γεμάτα σε πράγματα που ποτέ δε θα μπορούσες να αγοράσεις, με δεκάδες περιοδικά που ποτέ δε θα διάβαζες και υπαλλήλους που δε θα θυμούνταν ποτέ τι αγαπάς και τι διαλέγεις. Με φώτα πιο δυνατά και πόρτες που ασφάλιζαν, ακόμα και μέρα μεσημέρι. Δε σε περίμενε ποτέ κανείς, δεν μπέρδευε κανείς το όνομά σου, γιατί απλώς το αγνοούσε. Ίσως και τις περισσότερες φορές να μη σε κοίταζε κανείς πια στα μάτια, αλλά στα πόδια που έμπαιναν και έβγαιναν ή στα χέρια που έπρεπε να παραδώσουν σωστά το αντίτιμο. Μπορεί να φαίνεται χαζό ή απλοϊκό, όμως αυτή η απώλεια είναι από τις πιο σημαντικές στη ζωή ενός ανθρώπου. Τουλάχιστον με μένα έτσι συνέβη, όταν κατάλαβα ότι κι οι χώροι ζουν και πεθαίνουν, πριν προλάβεις να τους πεις αντίο. Ο θάνατός τους σε βρίσκει γυμνό ή φορώντας ένα ζευγάρι σαγιονάρες.
Από τότε είδα πολλούς χώρους μου αγαπημένους να πεθαίνουν. Να ανοίγουν και να κλείνουν. Να ανασαίνουν και να ξεψυχούν. Και άλλους να μαραζώνουν, να καταλήγουν σκιές του εαυτού τους και να βαραίνουν. . Ιστορικά καφέ και βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία και κινηματογράφοι, η ζωή μου ως τώρα είναι γεμάτη μέρες και αναμνήσεις από βιτρίνες, αίθουσες και πλατείες, ράφια, καθίσματα και τραπεζάκια, βιβλία και cd και καφέδες και εισιτήρια ταινιών σε τσέπες και κουβέντες και διάδρομοι και συζητήσεις με υπαλλήλους. Και όλα αυτά, στενό στενό στην Αθήνα και στον Πειραιά, στα σημεία που εγώ τουλάχιστον ναυάγησα, ερωτεύτηκα, περπάτησα ή σκόνταψα. Έβαζα σημάδια στο μυαλό μου και στους αριθμούς των δρόμων και ήξερα ότι είναι πάντοτε εκεί οι αναμνήσεις μου και τα κτίσματα που τις έκρυψαν. Ακόμα με πονά που οι κρυψώνες μου κάηκαν ή γκρεμίστηκαν, ακόμα έχω το κάψιμο στον λαιμό από τον εμπρησμό στο Αττικόν – Απόλλων στα περσινά επεισόδια της Σταδίου. Και ονειρεύομαι τον εαυτό μου να κάθεται σε κάθισμα βελούδινο, στα αγαπημένα εκείνα σινεμά, ανάμεσα σε πέτρες, καδρόνια και αποκαΐδια και να κοιτάζει στη σκισμένη πια οθόνη τις προβολές, τις αναμνήσεις μου με τα ασιδέρωτα, τα άγαρμπα και τ’ ατημέλητά μου αισθήματα.
Δε με ξάφνιασε το κλείσιμο της Εστίας. Δε με ξαφνιάζει τίποτα πια σ’ αυτή την πόλη. Με ξαφνιάζει μόνο πόσο εύκολα ξηλώνουμε μία μία τις φόδρες της, τις κάνουμε ένα σωρό κουρέλια και τις πετάμε. Πως ακόμα οι γόμες μάς είναι άχρηστες, ακόμα κι αν τα λάθη κραυγαλέα μάς προδίδουν. Θα έλεγε κανείς πως λαχταράμε να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, πως έχουμε κάτι νέο να κτίσουμε και θέλουμε να το κάνουμε γυμνοί, πατώντας μόνο στις δυνάμεις μας, κάτω από έναν καθαρό ουρανό. Ίσως να έχουμε κάτι να χτίσουμε κι ίσως όντως ο ουρανός να περιμένει το συναπάντημα να γίνει επί ίσοις όροις, γυμνοί κι οι δύο. Κι ίσως εγώ μόνο να νοσταλγώ της γειτονιάς μου το ψιλικατζίδικο. Αλλά αν δεν υπήρχε αυτό, ποτέ μου δε θα μάθαινα να έχω τόσα ονόματα. Ποτέ μου δε θα ήξερα πόσο εύκολα θα ανταλλάζαμε τον ουρανό, για κάποιον με ράφια μεγαλύτερα για εμπόρευμα.


αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 07 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το ενδέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

μικρά καλοκαιράκια ( 1 )

τα - από δω και πέρα - σάββατα, που θέλουμε δε θέλουμε μας οδηγούν στο φως, στον τρόπο και στο πώς. καλοκαιράκι όπως λέμε χαμόγελα, χρώμα κίτρινο του ήλιου, θαλασσί και μπλε και όλα τα ενδιάμεσα. όπως λέμε όμορφες μουσικές που συνοδεύονται με κίνηση κεφαλιού, ποδιού, σώματος. όπως οι αποψινές που επιχείρησαν λίγη δροσιά να φέρουν στα αμφίβολα σάββατα.

Asaf Avidn - Different Pulses / David Bowie - (You will) Set the World on fire / The Temper Trap - Sweet disposition / Florence & the Machine - You've got the love / Robbie Williams - Supreme / The Pierces - Glorious / Hurts - Better than Love / Jodie Marie - I got you / Caro Emerald - That man / Elizabeth Mitchell - You are my sunshine / Beirut - The Rip tide / Koop - Koop - Island blues / Alice Gold - Runaway love / Rufus Wainwright - The One you love / Nancy Sinatra & Lee Hazlewood - Summer Wine / Mika - Stardust / Mungo Jerry - In the Summertime / Cat Power - Sea of love / Duran Duran - Come Undone / Lykke Li - I follow Rivers / Moby - Lift me up / Gossip - Perfect world / The Monkees - I'm a believer / Until June - Sleepless / Madonna - Shanti Ashtangi / Texas - Summer Sun / Jason Mraz - I'm yours /  Patti Smith - Pastime Paradise / Lana del Rey - Summertime sadness / Tanita Tikaram - Twist in my sobriety 

Bonus Track : το podcast της σημερινής εκπομπής μαζί με μπόλικη άμμο στις αποσκευές.
Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 11/05
Sure About Now / ClipArtradio.gr / 18.00 - 20.00 

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 15 )

μαγεμένη φωνή. δεν ξέρω αν είχε ποτέ επίγνωση της φωνής, της χροιάς, των συναισθημάτων που γεννούσε.  κι αν περίμενε ποτέ τα τραγούδια της να φτάνουν να περιγράψουν τη ζωή της. όλα είναι εκεί. όλα είναι δοσμένα, με τρόπους που μόνο η δική της ζωή φανταζόταν. με σεβασμό και αγάπη, αφιερώσαμε το δίωρο σε κείνη. για τα δέκα χρόνια που συμπληρώνονται από τον θάνατό της και τα αμέτρητα χρόνια που θα ζήσει η μουσική της.

Feeling Good / Work shop / Be my husband / Blacklash Blues / Gin House blues / Do i move you / Do what you gotta do / Go to hell / Mood Indigo / Forbidden Fruit / I want a little sugar in my bowl / Here comes the sun / Love me or leave me / My man's gone now / To be young. gifted and black / Black is the color of my true love's hair / Mr.Bojangles / Ne me quitte pas / I put a spell on you / Strange fruit / Rags and Old Iron / I can't see nobody / I shall be released / Ain't got no (I got life) / The Ballad of Hollis Brown / The look of love / Suzanne / To love somebody / Wild is the wind / Martin Luther King Suite-Mississippi Goddam / The times Are-a-changing


Bonus Track : το αποψινό podcast για κατ'ιδίαν συνομιλίες μαζί της.
Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 27/04
SuRe aBoUt nOw / cLipartRadIo.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Βοσκοτόπι *

«Εν αρχή ην το ψέμα», μου έλεγες. Το μικρό, το μεγάλο, το γενεσιουργό , το απλό, το πολύχρωμο, το γκρίζο, το κοινό, το μοιρασμένο, το διαιρούμενο, το διφορούμενο και το εις μιαν ανίατη και αντικανονική κοινωνία προσφερόμενο. Κι εγώ σε πίστευα. Κι ορκιζόσουν. Στη ζωή μου, στη ζωή σου, στα όνειρα που δεν είχες και σ’ αυτά που επρόκειτο να κάνεις. Σε όλα  ορκιζόσουν κι έβαζες τα γέλια. Σε γονείς, σε φίλους, σε αναμνήσεις, σε κόκαλα, σε όντα και απόντα, αρκεί να έδινες λίγο χρώμα στο παρόν σου. Η ζωή ήταν πολύ πεζή για να μένει αληθινή. Και οι όρκοι σου πολύ χαριτωμένοι για να τους πάρω στα σοβαρά. Δεν είχα απάντηση για να σου δώσω, καταλάβαινα όμως τις περισσότερες φορές τα ψέματά σου. Και συνωμοτούσα μαζί σου, μου έκλεινες το μάτι και τα μοιραζόμασταν. Με έβαζες στην αγκαλιά σου και ξεκινούσες τα παραμύθια με τους δράκους και τις μάγισσες της ζωής σου. Ήθελα να σε ρωτήσω κάποτε : «Γιαγιά, ποιο ψέμα είναι το αγαπημένο σου;». Αλλά δεν το έκανα. Ίσως δεν είχες αγαπημένο.

Εγώ είχα. Μου άρεσε να μου λες για τα παιδικά σου χρόνια, για τότε που δηλώσατε ψεύτικη ημερομηνία γέννησης, για να τρως στο συσσίτιο της κατοχής. Δεν ήσουν η μόνη, ήταν κοινή πρακτική τότε, για να ταϊστούν όλο και περισσότερα στόματα. Ήθελες, όμως, να υπήρχε τρόπος να αποδείξεις ότι η ταυτότητά σου δείχνει μεγαλύτερη απ’ ότι έχεις ηλικία. Δε τα μετράγαμε ποτέ τα χρόνια σου, ούτε σου βάζαμε αριθμούς να τους φυσήξεις σε γενέθλια. Σεβόμασταν το ψέμα σου και δεν αναρωτιόμασταν ποτέ πόσο στ’ αλήθεια ήσουν. Με μια παρόμοια τακτική, τα χρόνια τα δικά μου δεν έχουν αριθμό. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι μεγαλώνω, αλλά ποτέ δε μεγαλώνω.  Ότι σου μοιάζω σ’ αυτό. Θα ήθελα να σου μοιάζω σε πολλά. Να σου μοιάζω στο πως δεν ανεχόσουν τους ανθρώπους που σου έλεγαν εκείνοι ψέματα. Πως τους ξεντρόπιαζες, τους παγίδευες και τους έκοβες την καλημέρα. Ήταν ένα σου χάρισμα να τα μυρίζεσαι τα ψέματα των άλλων, όσο περίτεχνα κι αν είχαν δουλευτεί.  Αφού κι εσύ λες ψέματα, σε ρώταγα. «Άλλο το παραμύθι κι άλλο το παραμύθιασμα» μου απαντούσες κι αυτό στη ζωή μου το έβαλα μέσα σε εισαγωγικά, το υπογράμμισα και ψηλά το κρέμασα.
Και είδα με τα μάτια μου πόσο διαφέρουν.

Αν ζούσες σήμερα θα έβλεπες κι εσύ το παραμύθιασμα. Όχι πια το ατομικό, μα το συλλογικό. Που εκεί δεν έχεις περιθώρια να κόψεις καλημέρα, γιατί θα μείνεις μόνος εσύ κι οι καλημέρες που δεν έχεις πού να απευθύνεις, παρέα με τα ψέματα τόσων γιαγιάδων που δεν είχαν δικά τους εγγόνια να τα πουν. Θα έβλεπες και μόνη σου πώς λαχταράμε να μας πουν ένα ακόμα ψέμα, να συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι όλα θα φτιάξουν. Ότι θα βρεθούν δουλειές για τόσα παιδιά που κοπιάζουν να τελειώσουν ένα δημόσιο σχολείο , που δεν είναι πια τόσο δημόσιο ούτε τόσο σχολείο, ότι θα βρεθούν χρήματα για τόσα όνειρα που μπήκαν σε πλειστηριασμό δίχως κανέναν να τα κτυπήσει όσο-όσο,  ότι μαθαίνουμε απ’ τα λάθη μας και κάνουμε άλλα, που δεν έχουμε ακόμα μάθει, ότι αξίζει να εμπιστευόμαστε ανθρώπους καθοδηγητές κι ότι υπάρχουν κι άνθρωποι που δε στοχεύουν σε γκρεμό. Αν ζούσες σήμερα, θα ένιωθες ότι απέτυχες. Ότι τα ψέματά σου ήταν τόσο παιδικά και ανώδυνα.  Αλλά κι εκεί, δε θα ’σουν μόνη. Μαζί σου νιώθουν πολλοί ότι απέτυχαν, κάπου κάπου κι εγώ το σκέφτομαι για μένα.

Όχι πως ήταν ποτέ ρόδινα τα πράγματα. Το παραμύθιασμα βρισκόταν πάντα γύρω μας. Στην εκκλησία, που κάπου τη ζωή μας μπέρδεψε με μια παρτίδα από Μονόπολη, που την κερδίζεις συγκεντρώνοντας ακίνητα, αντί κάποιον φτωχό, έστω και σπάνια, βγάζοντας απ’ τη φυλακή του. Στους έρωτες, που βρίσκονται μαζί από συνήθεια, στηρίζοντας ο ένας τα ψέματα του άλλου, σε μιαν ανηφόρα που λέμε ζωή και που δεν έχει επιστροφή. Στους φίλους, που έχουν πάντα μια καλή κουβέντα να πουν μπροστά σου και πολλές παραπάνω άσχημες να πουν από πίσω σου, στους εαυτούς μας, που υψώνουμε στο βάθρο της ατιμωρησίας και της σωστής κρίσης, που το ανοίγουμε το στόμα μας και για όλα έχουμε γνώμη και σε όλους επιτιθέμαστε και όλους τους κατηγορούμε για υποκριτές, ενώ όλοι είμαστε υποκριτές και όλοι στα ίδια βοσκοτόπια φωνάζουμε «Λύκος Λύκος» και κανένας βοσκός άλλος, σύντροφος δε θα τρέξει να μας συμπονέσει, να μας συνδράμει γιατί δικά του πρόβατα δεν έχει, γιατί αφήσαμε άλλον λύκο να τα φάει και κάναμε το κορόιδο και γιατί εκείνος δε θέλει να συντρέξει τα δικά μας.

Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ σε σκέφτομαι κι αναπολώ τα παραμύθια που μου έλεγες. Εκεί ο λύκος ήταν ένας κι έβρισκε συνήθως τιμωρία. Από έναν ξυλοκόπο, από τρία γουρουνάκια, από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι επιστρέφοντας στο παρόν, γυρνώντας τα ρολόγια μπροστά ή πίσω, οι λύκοι είναι πολλοί, φορούν τα πρόσωπα τα δικά μας, έχουν αποκτήσει τις δικές μας συνήθειες, τις αλήθειες και τα ψέματά μας, καταβροχθίζουν τα παραμύθια μας, μόνο τον Πινόκιο δεν μπόρεσαν εύκολα να χωνέψουν και τριγυρνούν στα βοσκοτόπια μας. Το μεγαλύτερο ψέμα είναι πως υπάρχουν πια βοσκοί να τα φυλάξουν . Κι ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μη γίνω ποτέ λύκος ή μήπως είμαι και δεν πήρα ποτέ είδηση. Μην ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που σκότωνες γιαγιά στα παραμύθια σου. 

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 31 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.