Δεν έχω βρει ακόμα εφαρμογή σε κινητό πώς ερωτεύεσαι. Δεν έχω ιδέα αν απαιτείται σύνδεση ή καρτοκινητό, αν θέλεις τάμπλετ, φορητό ή επιτραπέζιο πισι, έξυπνο, χαζό ή κάτι που να μοιάζει με ανθρώπινο. Βάζω το κεφάλι μου να θυμηθεί πώς ήταν ο έρωτας τα χρόνια που τα κινητά τα είχαν ένας – δύο στην παρέα και τους κορόιδευες , που κρατούσαν μια παντόφλα με κεραία στο χέρι, δήθεν γιατί έπρεπε πάντα κάποιος πάντα να τους βρίσκει. Από τότε τα κινητά άλλαξαν σχήματα, σχέδια, ονόματα, δεν άφησαν όμως τα χέρια μας ελεύθερα. Τα χέρια μας έγιναν δικά τους και πήραν της αγκαλιάς τους το σχήμα. Αν έπρεπε να πω τι σχήμα έχει ο έρωτας, θα έλεγα ότι πια είναι παραλληλόγραμμος. Ο έρωτας είναι οθόνη αφής, είναι τα φίλτρα ίνσταγκραμ και οι μονάδες που ξοδεύεις, είναι οι μηνιαίοι λογαριασμοί στο πορτοφόλι σου . Ή σ’ αντιδιαστολή, έρωτας είναι όλα αυτά που αποχωρίζεσαι κρατώντας κινητό στο χέρι.
Τα χρόνια που πρωτοερωτεύτηκα, τα κινητά δεν είχαν ακόμα κατακλύσει την αγορά. Δεν αναφέρομαι στην περίοδο που ήμουν μαθητής δημοτικού και αγαπούσαμε τέσσερα αγόρια την Ελένη. Πια η Ελένη αμφιβάλλω αν το θυμάται το σουξέ της. Αυτά τα χρόνια σε προοικονομούν για της ζωής σου την ανατροπή. Μιλώ για τα εφηβικά, που έπαιρνα κάθε απόγευμα τηλέφωνο στο σπίτι της Μαρίας και περίμενα να το σηκώσει. Όταν το σήκωνε, έβαζα το ακουστικό δίπλα στο κασετόφωνο και έβαζα ν’ ακούει όσα εγώ να πω δεν τόλμαγα. Άλλοτε άκουγε αρκετά, άλλοτε λίγο, ποτέ δε μίλαγε, ποτέ δε μίλαγα, ο έρωτάς μου ήταν δευτερόλεπτα σιωπής μέσα σε σύρματα. Κι η ανταπόκρισή της, στα τραγούδια που αφιέρωνα, ήταν δευτερόλεπτα σιωπής μέσα σε σύρματα. Ήταν η εποχή που, για να γευτείς μια ομοιότητα, δε χρειαζόσουν το μπλουτούθ ή τις υπέρυθρες. Όταν πια έμαθε για μένα, δεν είχα πια λέξεις να της πω πολλές, είχα βλέμματα, είχα ελπίδες κι εκείνη δεν είχε τίποτα. Δεν έγινε ποτέ κάτι μεταξύ μας. Η σύνδεση διεκόπη. Ξεμείναμε από σήμα. Μας έμειναν όμως τα τραγούδια. Που τα ακούω μέχρι τώρα και θυμάμαι.
Τώρα τι μένει να θυμάσαι; Αναρωτιέμαι μεγαλώνοντας ποιες συμπεριφορές μου και ποιες αναμνήσεις μου θα θεωρούνται ρετρό στις επόμενες γενιές ή αρκετά ξεπερασμένες, όπως τα ραβασάκια που έγραφε ο παππούς μου στη γιαγιά μου και που τα στόλιζε με ζωγραφιές που μόνος έφτιαχνε, λες και τα χέρια του ήταν κι αυτά ερωτευμένα με τον παραλήπτη, λες και τα μάτια της γιαγιάς μου θα διψούσαν για έρωτα. Εμένα αυτό ποτέ δε μου φάνηκε ρετρό. Έχω στα χέρια μου ένα τέτοιο δικό του ραβασάκι και νιώθω την αγάπη του για κείνη να μην έληξε στον χρόνο. Παρέμεινε αφιλτράριστη, δίχως ορδές από λάικ, δίχως σχόλια και ταγκαρίσματα. Ο έρωτας ήταν κατεξοχήν η πιο κρυφή κι ανομολόγητη εφαρμογή του ανθρώπου, κρυφή όχι από ντροπή, αλλά από τον σεβασμό, να μοιραστείς κάτι με κάποιον, που μόνο δικό σας είναι, που δεν το βλέπουν άλλα μάτια, που δεν το αγγίζουν άλλα στόματα, που δεν ρυπαίνουν άλλες λέξεις. Κι έτσι, ηδονοβλεπτικά, δεν πολυκατάλαβα τα ζευγάρια που φιλιούνταν στους δρόμους . Εκτός κι αν δεν είχαν μάτια, παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, και δεν έβλεπαν τον κόσμο γύρω τους να τους φωτογραφίζει.
Οι άνθρωποι πλέον φωτογραφίζονται μόνοι τους. Το βλέπεις στις γωνίες των φωτογραφιών τους το παρατεταμένο χέρι που κρατούσε τη φωτογραφική. Και φωτογραφίζονται μόνοι τους. Και χαμογελούν. Και με στεναχωρεί η σκέψη ότι αυτό τους το χαμόγελο δεν το μοιράζονται με κάποιον εκεί γύρω τους, ότι αυτή η ευδαιμονία, αυτό το φροντισμένο κάδρο ή το επιμελώς ατημέλητο δεν έχει άνθρωπο δεύτερο μέσα του. Ίσως κι εγώ παράξενος να γίνομαι και να ελπίζω όλα να γυρνούσαν σε άλλες εποχές , που οι φωτογραφίες ήταν λίγες, ήταν σε φιλμ που δεν μπορούσες να επέμβεις κι ήταν σε πόζες 12, 24 ή λίγο παραπάνω. Τώρα κι αυτές βγαίνουν κατά δεκάδες, ψηφιοποιημένες κι εσύ επιλέγεις τις καλύτερες σου λήψεις, με τις γωνίες, τα χαμόγελα και τ’ αντικείμενα όσο πιο πολύ αν γίνεται να δείχνουν πόσο ευτυχής είσαι τριγύρω τους. Μα δεν είσαι. Γιατί σπάνια άνθρωπος τόσο χαρούμενος έχει ανάγκη άλλοι να επιβραβεύσουν τη χαρά του. Τη ζει και την κρατά ολόδική του. Κι ο έρωτας είναι κατάδικός του. Δε βγαίνει σε πόζες 12, 24 ή λίγο παραπάνω. Βγαίνει σε λίγες, είναι από φιλμ και δε φιλτράρεται. Σε διαφημίζει, αν είναι τελικά αυτό που’ χεις ανάγκη. Μα όταν διαφημίζεται , δεν είναι αυτό που’ χεις ανάγκη να είναι.
Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου ποια θέλω η δική μου σχέση με την τεχνολογία, τα φέισμπουκ και τα κινητά να είναι, αν χρειάζομαι τη δημοσίευση για να νιώσω κάτι, αν προσθέτουν κάτι τα λάικ στην ωραιότητα των συναισθημάτων μου, των κειμένων μου, του προσώπου ή των στιγμών μου ή στην ασχήμια τους. Είμαι κι εγώ ένας εγκλωβισμένος άνθρωπος που ζει το σήμερα κι αναπολεί το χθες. Αναπολώ τον έρωτα της Γκόλφως, που την τραντάζει, την κυβερνά, την υψώνει και την καταβαραθρώνει. Που είχε αισθήματα και είχε αποδέκτες. Που είχε θαυμαστές, μα δεν την ένοιαζε. Και θέλω να ελπίζω πως και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ζουν τον έρωτα, με τις εντάσεις, τις υπερβολές, τα ύψη και τα βάθη του. Κι ότι ακόμα και στην τελευταία πράξη, δεν αναρτούν τα δάκρυα του χωρισμού για να μαζέψουν χαρτομάντηλα.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 14 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δωδέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.