Κρύψου εσύ. Σήμερα θα τα φυλάω εγώ. Μόνο που θέλω να μου πεις, προτού κρυφτείς, τι έμεινε να φυλάω. Είναι σκέψεις, είναι πόνοι, είναι συναισθήματα, είναι χρώματα, χώματα ή ιστορίες; Είναι αξίες, γεγονότα, είναι όνειρα; Και πώς θα ξεχωρίσω τα δικά σου απ’ τα δικά μου ή των άλλων; Πριν αρχίσω να ψάχνω, πες μου σε παρακαλώ αν άφησες ποτέ σου ένα σημάδι στα αφύλαχτά σου για να τα ξεχωρίσω. Κι αν δε μου πεις, εγώ πάλι θα μείνω να φυλάω. Δεν έχω τι άλλο να κάνω. Σ’ αυτό τον κόσμο κάποιοι φυλάνε, κάποιοι κρύβονται και κάποιοι κυνηγούν. Δεν έχω φαντασία στις κρυψώνες κι επουδενί δε θα’ θελα να κυνηγώ. Να τα φυλάω όμως μπορώ. Και δε θα τ’ ανεβαίνω τα σκαλιά μου πέντε πέντε της αρίθμησης, μα ένα ένα. Να έχεις χρόνο να κρυφτείς, να έχω χρόνο να κρυφτώ. Εδώ, με το κεφάλι μου σκυφτό, σ’ έναν κορμό ενός δέντρου. Και να μη δω πού κρύφτηκες, ας μην το ξέρω. Ίσως σε κάποια αδύναμη στιγμή σε μαρτυρήσω.
Παλιότερα κρυβόμουν πίσω από καναπέδες, κάτω από τραπέζια κι αυτοκίνητα, μέσα σε θάμνους και ντουλάπες και περίμενα να με βρουν. Η αγωνία να με ανακαλύψουν ήταν πάντα μεγαλύτερη απ’ το να μη μ’ ανακαλύψουν. Κρυβόσουν κι εσύ, μόνο και μόνο για να σε βρουν. Να τρέξεις στη βάση, να πεις το φτου και βγαίνω και πάλι να κρυφτείς. Τώρα πώς γίνεται τα πράγματα να αντιστράφηκαν έτσι; Να τρέμεις να βρεθείς, να εύχεσαι η κρυψώνα σου να μη χωρά σ’ ανθρώπου νου. Ή του ανθρώπου ο νους ιδέα να μην έχει ότι κρύφτηκες. Μια γυναίκα στο Ρέθυμνο έπεσε μέσα σε πηγάδι, λίγες μέρες πριν. Δεν ήταν κέρμα το σώμα της που πέφτει στο νερό, δεν ήταν πηγάδι η ζωή της που δίψαγε να γεμίσει, ήταν κέρμα και ευχή η ίδια. Ευχή να κρυφτεί, που δεν εκπληρώθηκε. Κάθε που ακούω για αυτοκτονίες, σκέφτομαι ανθρώπους που θέλουν να κρυφτούν κι ανθρώπους που τα φυλάνε. Κοιτάζω γύρω μου και δε βλέπω δέντρα και γυρτά σώματα να μετρούν μέχρι το εκατό. Σε πόσα σπίτια να ριζώνουν δέντρα σκέφτομαι , σε πόσα σπίτια οι άνθρωποι τα φυλούν, μέχρι να μην έχουν πια τι άλλο να φυλάξουν. Οι απορίες μου είναι κι αυτές αφύλακτες.
Αφύλακτα είναι και τα όνειρα μας. Κυκλοφορούν ανάμεσα σε βρώμικους δρόμους και κούφιες υποσχέσεις. Καμιά φορά τα όνειρά μου πέφτουν από τις τσέπες μου και δεν προφταίνω να τα μαζέψω, κάποιο χέρι ασύδοτο και δημοκρατικό θα τα πυροβολήσει, μόνο και μόνο για να νιώσει χαρούμενο που έχει την επιλογή. Θα με ταΐσει φράουλες για να μην αντιδράσω, θα μου ζητήσει τη σιωπή μου ή θα με ειρωνευτεί, θα μου θυμίσει πόσα όνειρα σκοτώνονται μέρα τη μέρα και ρέστα θα μου ζητήσει γιατί σε άλλους φόνους δεν έχω αντιδράσει. Δε θα ξέρω τι να του απαντήσω, θα είμαι πάντα αδέξιος συνομιλητής μπροστά στου κόσμου τη μνησικακία, που θα συγκρίνει τους θανάτους λες και μιλά για οικόπεδα, για χρέη σε χαρτιά ή σε εμπόρους. Σκέφτομαι πως η μεγαλύτερη νίκη των δικτατόρων του τότε, είναι η δημοκρατία του σήμερα. Που μας έκανε να πιστέψουμε πως μπορούμε να τα έχουμε όλα, με κάθε τρόπο, με κάθε μέτρο. Και που κανείς δε θα μας εμποδίσει. Γιατί κι αυτός κάποιου άλλου όνειρα έχει σκοτώσει και κάποιες άλλες φράουλες θα έβαψε με αίμα. Ίσως τελικά όλοι έχουμε φάει πολλή φράουλα για να αντιδράσουμε. Κι αυτή η συνενοχή μας είναι το κρυφτό που όλοι παίζουμε.
Υπάρχουν κι αυτοί που δεν κρύφτηκαν ποτέ και δεν το θέλουν. Που μπορούν να χαίρονται με τα θύματα της Βοστώνης, που μπορούν δυνατά να λένε ‘’καλά να πάθουν’’, μόνο και μόνο λόγω εθνικότητας, λόγω φρονημάτων, λόγω πολιτικής του κράτους που ανήκουν. Αν σε χαρακτηρίζει το κράτος που ανήκεις, από τύχη, ατυχία ή επιλογή, τρέμω τους ανθρώπους που θα με κρίνουν για το κράτος που ανήκω εγώ. Τρέμω στην ιδέα της κριτικής γενικότερα. Που έτσι όπως όλοι πια κρίνουμε και κρινόμαστε βάναυσα, δίχως επιχειρήματα, δίχως διάθεση διαλόγου, η κριτική κι αυτή έχασε την αξία της, έγινε φαρμάκι που εξαπολύουμε προς κάθε κατεύθυνση. Είναι δημοκρατία , είναι λογική, είναι αφύλαχτα τα λόγια και οι προθέσεις μας. Κι όποιος διαφωνεί, μπορεί να πέσει να πνιγεί. Μπορεί να βρει πηγάδι, θάλασσα ή ποταμό. Να κολυμπήσει με χέρια δεμένα, να πιστέψει σε σωσίβια τρύπια ή σε βάρκες δίχως κουπιά. Τις μέρες που γεμίζω απογοήτευση θα έπρεπε το ίδιο το πληκτρολόγιο να μου απαγορεύει να γράφω. Θα έπρεπε να με άφηνε να κρυφτώ στις σκέψεις που δεν έχουν αρχή και τέλος, είναι ουροβόρα πλάσματα που τρώνε η μία την άλλη.
Στο τέλος μένουν πάντα τα πιο δυνατά σαγόνια, που μασούν, που χωνεύουν, που καταπίνουν και ξεχνούν τι έφαγαν. Που μετρούν τη ζωή σε κέρματα και όχι σε βλέμματα, που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους με χρώματα και όχι με ονόματα, που τολμούν να ξοδεύουν οράματα και όχι κλάματα. Έτσι που στέκομαι με μάτια κλειστά, γυρτός στον κορμό του δέντρου, διστάζω να πάψω το μέτρημα. Φυλάω κι έχω φτάσει το ένα εκατομμύριο. Κάποιοι γύρω μου έχουν προλάβει να κρυφτούν και ξέχασαν ότι μετράω. Κι εγώ ξέχασα ότι έχουν κρυφτεί. Κατά βάθος τους ζηλεύω. Φυλάω τις πόρτες τις κλειστές, που μέσα κρύβουν άλλα δέντρα κι άλλους ανθρώπους που τα φυλούν. Ο καθένας φυλά τα δικά του όνειρα, μην τύχει μια ελευθερία του ενός να τα σκοτώσει. Κι έτσι και γίνει το κακό, βάφει πορφύρα ο τόπος ανεξίτηλη.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο τρίτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο τρίτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.