γυρίζουμε και γυρίζουμε και γυρίζουμε
ο ένας δίπλα στον άλλον, κι ο καθένας μόνος του
στο δικό του άλογο
που δεν πλησιάζουν, που δεν αγαπιούνται αυτά τα άλογα,
που δεν έρχονται ποτέ σε επαφή το ένα με το άλλο
γιατί δε θέλουν ή δεν μπορούν
-πρώτα δε θέλουν κι ύστερα δεν μπορούν-
μόνο το ένα παίρνει μια μυρωδιά από το άλλο
από τα χνώτα του, από τα σκέλια του, απ'τον ιδρώτα
κι από τις μυρωδιές αυτές κοίτα πώς λάμπουν.
γυρίζουμε και γυρίζουμε και γυρίζουμε
και θέλουμε κι εμείς να λάμψουμε μαζί τους,
πάνω τους,
να ανταλλάξουμε μυρωδιές,
να γίνει ο κόσμος όλος μια μυρωδιά
κι εμείς κομμάτι της.
πού και πού κοιταζόμαστε
έτοιμοι να ανταλλάξουμε δυο λέξεις,
μου λείπει το άλογο που χώραγε και τους δυο μας στη ράχη του,
μου λες,
ζαλίζομαι, σου λέω,
το είδες πουθενά; με ρωτάς
τι να απέγινε; σου απαντώ
και κανείς δε βγάζει νόημα ή απάντηση σωστή δεν παίρνει
γιατί δεν υπάρχουν νοήματα άλλα
μονάχα γυρίζουμε και γυρίζουμε και γυρίζουμε
και θέλω να σου πιάσω το χέρι
και φοβάμαι μην πέσω και κτυπήσω
και θέλω να σε πάρω αγκαλιά
όμως δεν ξέρω πώς σταματά αυτό το καρουζέλ.
άλλαξε ο χρόνος και μαζί του αλλάζουμε κι εμείς,
δε μας κοιτά κανείς, το λούνα παρκ δουλεύει δίχως πελατεία
τα άλογα δε σταματούν να τρέχουν,
εμείς όμως δε λάμπουμε μαζί τους,
μονάχα σκονιζόμαστε σε κάθε μας στροφή .
κι όλη αυτή η σκόνη έρχεται σαν χιόνι, σαν κρύο έρχεται
βάζω τα χέρια μου το ένα δίπλα στο άλλο να τα τρίψω
κι εύχομαι
δώσε μου μια με τ'άλογό σου
γκρέμισέ με επιτέλους μια φορά,
κι εγώ σαν πέσω θα συρθώ μέχρι να κάτσω δίπλα σου.