Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Έλα να ζήσουμε μαζί ένα Παρελθόν

Όλο και πιο συχνά μιλάμε για το παρελθόν. Για το δικό μας , το συλλογικό, αυτό που μας μεγάλωσε. Αλλά και το ατομικό, αυτό που μόνοι μας χτίσαμε με τουβλάκια πλαστικά και πολύχρωμα και γύρω του βάλαμε φύλακες τα playmobil μας να το φυλάνε. Γυρίζουν όλα σα διαδρομή σε καρουζέλ. Εικόνες, εκπομπές, συνθέτες και ερμηνευτές και όλο θαυμάζουμε, όλο ένα ''Υπέροχο'', ''Συγκλονιστικό'', ''Αξεπέραστο'', ''Αριστούργημα'' ξεφεύγει από το στόμα μας, ίσως και λίγο από συνήθεια, ίσως και τιμής ένεκεν , βλέποντας τη χρονιά κοπής του προϊόντος. Μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια με τα προγράμματα της Ερτ που μύριζαν σαν πούδρα βρεφική κι αρχίζουμε να βομβαρδίζουμε τη μνήμη με φράσεις κλειδιά για Φρουτοπίες, για Φρου φρου, για ένα κουτί με παραμύθια,για τη Τενεκεδούπολη ή για τη Λιλιπούπολη,τη Μάγια Μέλισσα, το Ουράνιο τόξο και το Νιλς Χολγκερσον και πως στο Μι τραγουδά τα παραμύθια η Μελιά θέλουμε να φωνάξουμε με ένα χαμόγελο να μοιραστούμε με συνομήλικους το γεύμα αυτό το τρυφερό. Σαν να μην πέρασε μια μέρα ή σαν η μέρα που πέρασε να μας πονάει.Σαν ... για να πούμε κι εμείς με τη σειρά μας στη γενιά την επόμενη ''...Στα χρόνια μας ήταν αλλιώς.'' 
Όλο και πιο συχνά κοιτάζουμε ασπρόμαυρα και περιμένουμε τα χρώματα , σαν το ρολόι έναρξης στην κρατική τηλεόραση και το ηχητικό το σήμα του τσοπάνη. Πού πήγε άραγε το χρώμα; Ποιος το αφαίρεσε ; Πάνε αρκετά χρόνια πια και όμως επιμένουμε στην Αλίκη, στο Μάνο, στο Μίκη, την Τζένη, τη Μελίνα, ανταλλάσουμε μικρά τους αποσπάσματα, σε τοίχους τα κρεμάμε όπως θα κάναμε το ίδιο για νεκρούς πια συγγενείς αγαπημένους μας, που ένα κάδρο στο σαλόνι ή στο χωλ είναι αυτό που απομένει απ΄τη ζωή τους. Αλλά αυτούς τους συγγενείς δεν είναι αρκετό ότι τους μνημονεύουμε, ψάχνουμε λόγους παραπάνω να το δείξουμε κι αλλού ότι τους θέλουμε ακόμα ζωντανούς. Φωνάζουμε ασπρόμαυρα, ένα γιατί το παρελθόν να έκρυψε καλά τόσο το χρώμα του και σήμερα ξεθώριασαν οι απόγονοι.
Υπάρχουν σήμερα απόγονοι; Υπάρχει αντιστοιχία ; Σύνδεση πώς να κάνουμε με το παλιό μας και το νεόκοπο,  όταν το νέο δείχνει τόσο ξεκομμένο από τις μνήμες μας, τόσο μπαγιάτικο, φτηνό ή απλώς άνευ νοημάτων; Ποια μελωδία να συγκινήσει σήμερα, ποιο στίχο να γράψεις κάπου μέσα σου και γύρω απ'αυτόν να αναθρέψεις μια ελπίδα; Δε φτάνουμε μακρυά, να συζητάμε για μυαλά ή στοχαστές, πόσους Σεφέρηδες εξάλλου,πόσους  Ελύτηδες, Ρίτσους ή Καρυωτάκηδες να περιμένεις να γεννήσει ένας τόπος; Ίσως και να γεννάει , ίσως και να υπάρχει γύρω μας κάτι απ΄αυτούς που καταπίνει η μάζα. Αλλά δεν συγκινούν. Πάλι μιλάμε για Καβάφη και το στόμα μας δε βρίσκει λέξη, άχαρη προγονοπληξία για πολλούς το σύμπτωμα, δέος το λένε άλλοι τόσοι. 
Όλο και περισσότερο αναζητούμε νοσταλγίες μέσα στη μέρα μας, ξυπνάμε ενήλικες και φτάνει το βράδυ να'μαστε πάλι παιδιά, να χρειαζόμαστε μια μουσική - όχι τραγούδι απλό, αλλά μια μελωδία σαν νανούρισμα - να μας βάλει στο κρεβάτι, να κρύψουμε ένα μουρμουρητό μας κάτω από το μαξιλάρι, λίγη ζωή να προστατεύσουμε κάτω απ'τα όνειρα τα άστρωτα και όταν έρθει το πρωί, ό,τι ανασαίνει ακόμα να το αφήσουμε απ'το παράθυρο να φύγει, να πετάξει από δέντρο σε δέντρο και να ευχηθούμε να επιστρέψει πίσω, να μας βρει με μια λαχτάρα παραπάνω να το ψάχνουμε. Οι δείχτες να γυρίζουν προς τα πίσω, να ανακαλύπτουμε κάμποσα βίντεο τη μέρα , να μοιραζόμαστε μια έκπληξη για το πως έμοιαζε στα νιάτα της μια αγαπημένη μας φωνή και πόσα άραγε τραγούδια της δεν μάθαμε ακόμα , χαμένα κι αυτά μέσα στο χρόνο .          
Δεν ξέρω αν έτσι χάνουμε το χρόνο μας ή αν έτσι μόνο αξίζει να τον ζούμε, δεν είναι αρκετό ό,τι κι αν κάτσω να σκεφτώ ή γράψω. Ίσως θυμώσω με το σήμερα και που σ'αυτό δε δίνω σημασία να το μάθω ή ίσως πάλι να μη θέλω να το μάθω, να με αρπάζει απ'τα μαλλιά και μένα αυτή η νοσταλγία για το χθες. Τι είναι αυτό που μοιάζει ότι χάνουμε το χρόνο μας; Είναι ιός που εξαπλώνεται ή μία μίμηση, είναι ντροπή για το παρόν, είναι ευθύνη που δε θέλουμε να πάρουμε, κάτι καλύτερο να φτιάξουμε στο τώρα; Αγαλματάκια ακούνητα λοιπόν, μέρα και νύχτα αναλώνουμε τους φόβους μας και τους βουτάμε στις χαρές του χθες μας. Όλο και πιο συχνά συναντώ γύρω μου ανθρώπους που χαίρονται για το πως μεγάλωσαν , αλλά όχι για το πως τώρα μεγαλώνουν. Κάποιες φορές εύχομαι να έκρυβε και το μέλλον τόσες νοσταλγίες ή φτάνουν στιγμές που το νομίζω κιόλας. 
Κι επιστρέφω στο μέλλον, θέλοντας και μη, σχεδιάζω , ανταποκρίνομαι , συνεργάζομαι και υπομένω, υπηρετώ, αναπνέω, ασχολούμαι, μοιράζομαι και ανυπομονώ αλλά όσο κι αν προσπαθώ με παρελθόν ονειρεύομαι ακόμα.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Κάθε Σεπτέμβρη / Μια υπόσχεση

Κατηγορώντας το παρόν για μια μιζέρια τόση
ένα απ'την τσέπη μου χαμόγελο 
ξηλώνω 
- είχα καιρό να το φορέσω κι εκεί μέσα 
έπιασε ρίζες -
λίγο στις άκρες το πατάω να μη του μείνει καμιά τσάκιση 
και το φορώ.
Είμαι από χρόνια αισιόδοξος,
λίγο σαν να πατώ στα σύννεφα, 
λίγο πολύ από αντίδραση 
να μη με βλέπεις από μέλανα χολή να στάζω . 
Κι αυτό που χάνουμε στο σήμερα,
αυτό που κλάπηκε από εμάς 
δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να τον ρίξει κάτω.
Πολίτης που υπερήφανα δεν νιώθω
μειώσεις σε μισθούς και ανασφάλεια , 
φίλοι μου άνεργοι , αγανακτούν ή υπομένουν
κι εγώ μαζί τους να μοιράζομαι ένα πιο δυνατό μου γέλιο.
Από αντίδραση, καθήκον ή σαν άμυνα
κρατάω τα χρώματα που θέλω να προσφέρω γύρω μου.

Και όταν έρχεται ο καιρός να επιστρέψω 
σ' αίθουσα σχολική με μάτια ζευγάρια των παιδιών να με κοιτάζουν
είμαι διπλά, τριπλά χαρούμενος
που έχω ακόμα ένα χαμόγελο μεγάλο να τους δώσω
να εξηγήσω, να σταθώ , να καταλάβουν
αν πρόκειται σε τέτοια κοινωνία να σταθούν
ας έχουν κάποιον να τους δώσει λίγο χρώμα 
μια αγκαλιά και μια κουβέντα 
να σκεφτούν το παραπάνω,
να ξεχωρίσουμε τροφή από τα μασημένα που μας δίνουν 
να βρούμε κάπου την αλήθεια.
Τολμώ να πω είμαι ευτυχής για τη δουλειά μου
γιατί ακόμα δεν τη βλέπω σα δουλειά
αλλά μια φυσική , τόσο αβίαστή μου καθημερινότητα
να είμαι εκεί. 

Και να υπόσχομαι κάθε αρχή Σεπτέμβρη
Ανάμεσα σε μένα και στα πλάσματα αυτά καμιά σκιά 
να σπαταλά το φως που έχουμε όρεξη να φάμε.


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ursa Major

Σου έταξα λέξεις και σου έδωσα το στόμα 
εκεί 'ναι σου είπα / να ψαρέψεις τις δικές σου
- κι είναι παράξενος κανόνας -
κι όμως 
οι λέξεις με εγκαταλείπουν κι εγώ δε νοιάζομαι
ανοίγω με το ίδιο μου το χέρι την εξώπορτα,
περάστε / στο καλό κι ας μη ξανάρθετε τους λέω 
κι αυτές στραβοκοιτάνε / και τσακίζονται απ'τις σκάλες. 

Από καιρό τις παραμόνευα / να δω πότε εμφανίζονται
κι όταν απόφαση το πήρα 
ότι στις λύπες μου τραπέζι στρώνουν
ήρθες εσύ να με αποδεσμεύσεις.
δεν φταίνε αυτές  μου είπες / και μην τις απορρίπτεις
είναι ανώφελο να είσαι ευτυχισμένος με τις λέξεις 
- είναι παράξενος κανόνας κι όμως -
όταν αυτές δεν έχουν / ευτυχία να συγκρίνουν.
 
Σελίδες με ναυάγια μοιάζουν και δε σώζονται / σε σκέφτομαι   
γράφονται, σβήνονται, ποτέ δε φτάνουν /  σου μιλάω 
στεριά να τις αφήσω δεν υπάρχει / σε θυμάμαι 
βάζω cd ταπετσαρία να γεμίσει το διαμέρισμα / σε περιμένω. 
Είναι παράξενος κανόνας όμως 
όταν στιγμές από ευτυχία καταπίνεις / να μην μπορείς πάνω σε πλήκτρα να τις φτύσεις.
Πολλές εικόνες στο μυαλό μου περιστρέφονται
κι ακόμα τόσοι προορισμοί και περπατήματα
το καλοκαίρι φετινό από τα πι'όμορφα
δίχως να νιώθω ενοχές το ξεστομίζω. 
Κι εγώ τις λέξεις που δε μπόρεσα να πω 
- εσύ τις ξέρεις πιο καλά - τις ζωγραφίζω
μ'αυτή τη νύχτα με φεγγάρι που μου έδειξες / Μεγάλη Άρκτο ικανή 
να κλέψει τη ματιά μας πέρα από το φεγγάρι.

(κι αν μέσα μου εγκατασταθεί αυτή η Μεγάλη Άρκτος, ίσως να είμαι για καιρό πολύ απόντας )


Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η Παναγία των κλειδιών του

Έπαιζε ώρες με τα κλειδιά του. Τα γύριζε , τα έκανε στροφές, τα επεξεργαζόταν με τα δάκτυλα και τα μάτια. Το μέταλλο πάντα του τραβούσε την προσοχή κι αυτή η τόσο δα μικρή ποσότητα από μέταλλο ήταν σε σχήμα ικανό να του ανοίξει μία πόρτα. Τη δική του πόρτα. Δεν ήταν από αυτούς που συνήθιζε να κρεμάει μαζί με τα κλειδιά του φυλαχτά, ζωάκια σε μέγεθος παλάμης ή μονογράμματα. Ήθελε να μπορεί πάντα να τα χωράει στο ένα του χέρι και να τυλίγει με τα πέντε του δάκτυλα. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ήταν όταν δέχτηκε να κρεμάσει ανάμεσά τους μια μικροσκοπική εικόνα της Παναγίας.

Δεν ήταν άτομο θρήσκο, με τίποτα δεν θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις έτσι. Δε σύχναζε σε εκκλησίες παραπάνω από ότι οι  περισσότεροι γνωστοί του, στις μεγάλες δηλαδή εορτές και κυρίως για να συναντήσει όλους αυτούς που θα σχολίαζαν την απουσία του αν διακινδύνευε να τους τη δώσει. Δεν έκανε το σταυρό του περνώντας έξω από ναούς, ούτε ένιωθε ντροπή για αυτό. Ήταν κάτι που και ο ίδιος αντιπαθούσε σχεδόν να παρατηρεί στους άλλους, το θεωρούσε υποκριτικό εκ μέρους μιας κοινωνίας τόσο αφιλόξενης, να προσποιείται την φιλεύσπλαχνη και ελεήμονα. Αλλά παρόλο αυτά, μια μικρή εικόνα της Παναγίας στόλιζε το μπρελόκ του.

Ο ίδιος καλά καλά δεν το πρόσεχε, αλλά όσοι τα έβλεπαν δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από την μικρή αυτή εικόνα. Σχεδόν ασφυκτικά τοποθετημένη ανάμεσα στο κλειδί της εξώπορτας, της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, του αυτοκινήτου, της δουλειάς και του πατρικού του σπιτιού, στεκόταν μια γυναίκα που δίχως να μπορεί να βγάλει από το στόμα της μια λέξη, αποτύπωνε  με το μισό μέρος του σώματός της, αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πει φωναχτά. 

Το πώς βρέθηκε στα χέρια του δεν έχει τόσο σημασία, αν και το ότι δέχτηκε να την κρατήσει και να την τοποθετήσει σε τόσο περίοπτη θέση, είναι ενδεικτικό της σημασίας που είχε για εκείνον το πρόσωπο που του τη δώρισε. Ήταν ανάμεσα στα λίγα πράγματα που θεωρούσε κειμήλια στη ζωή του - δεν του άρεσε η λέξη, δεν έβρισκε όμως άλλη εξίσου αντιπροσωπευτική  - και δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Σημειώματα μικρά , δήθεν λησμονημένα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων, φωτογραφίες των γονιών του σε ηλικίες που δεν είχε την ευκαιρία να τους ζήσει και που οι ίδιοι δεν είχαν καν γνωριστεί , μεταλλικά κουτιά μπισκότων γεμάτα με τις κλωστές της μητέρας του και γράμματα του πατέρα του σ'εκείνη όσο υπηρετούσε, την πρώτη του φυσαρμόνικα να του θυμίζει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να τη μάθει να γεννά τη μελωδία της και την παράτησε, και αυτή τη μικρή εικόνα της μητέρας του Ιησού που τη θυμόταν χρόνια ολόκληρα περασμένη με παραμάνα στο μαξιλάρι της γιαγιάς του.

Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του. Ονειρευόταν πολλές φορές τον εαυτό του παιδί να τρέχει στην αγκαλιά της κι εκείνη να τον υποδέχεται με αυτό το γάργαρο γέλιο της που τον τύλιγε σαν ζεστή κουβέρτα. Ήταν αυτή που τον μεγάλωσε όταν οι δικοί του χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και σαν να της όφειλε τη ζωή του, μέσα του βαθιά την αποκαλούσε μάνα του. Της εκμυστηρευόταν όλες του τις σκέψεις κι εκείνη τον άκουγε ώρες ατέλειωτες χωρίς να δείχνει ποτέ να τον βαριέται. Μόνο πού και πού του χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε ένα  '' Καρδούλα μου , άσε με να τελειώσω με τη μηχανή πριν σκοτεινιάσει , ξέρεις ότι τα μάτια μου το βράδυ δεν λειτουργούν'' και μ'ένα φιλί στο κεφάλι του έβαζε μια άνω τελεία στα λόγια του και την άφηνε να πιάνει τη μηχανή και να γαζώνει. Από μέσα του μετρούσε ανάμεσά σε πόσα πατήματά της στο πετάλι  θα γυρίσει να του ρίξει μια ματιά, όπως άλλα παιδιά μετρούσαν δευτερόλεπτα ανάμεσα στις αστραπές για να στοιχηματίσουν αν η καταιγίδα απομακρύνεται ή επιστρέφει.

Δε σκέφτηκε τη δική του καταιγίδα κι αν θα μπορούσε να την προβλέψει, ήξερε όμως ότι κάποτε θα τη ζούσε. Κι όταν η γιαγιά του καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δύσκολα πια μπορούσε στα χέρια της να τον κρατήσει, ξάπλωνε με το κεφάλι του να ακουμπά στα πόδια της και της ζητούσε να του λέει εκείνη τώρα τα παραμύθια από τη δική της τη ζωή :  πώς γνώρισε τον παππού του, πώς τον αγάπησε , πώς τον παρουσίασε στους γονείς της και πώς γέννησε την πρώτη της κόρη, τη μάνα του. Εκείνη έλεγε ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, χωρίς ποτέ να διαμαρτύρεται. Μια στο τόσο μόνο της ξέφευγε  ένα αχ ή ένα ωχ που εκείνος άκουγε για όχι και τη ρωτούσε ''γιατί λες όχι γιαγιά, εγώ όλο ναι σου λέω σε ότι μου ζητάς''. Εκείνη γελούσε και του εξηγούσε ότι η παραμάνα πάνω στο μαξιλάρι που κρατούσε στη θέση της την  Παναγία κάπως την τσιμπούσε   και εκείνος της απαντούσε '' Η Παναγία δεν τσιμπάει''.

Ήταν αυτή η Παναγία λοιπόν που δέχτηκε σαν ύστατο δώρο από τα χέρια της γιαγιάς του λίγο πριν πεθάνει και από τότε δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε έδωσε ποτέ εξηγήσεις πώς βρέθηκε στα χέρια του. Μία  φορά μόνο που νόμιζε πώς έχασε τα κλειδιά του , ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Τα βρήκε γρήγορα μέσα σε μια τσέπη, όμως αυτό το παρολίγον χάσιμο τον έκανε να μην τα αφήσει ποτέ ξανά από τα χέρια του. Τι κι αν άλλαζε σπίτια, τι κι αν άλλαζε κλειδιά και μπρελόκ , η εικόνα αυτή αυτόματα έπαιρνε τη θέση της εκεί στριμωγμένη ανάμεσα στα μέταλλα που δε λιώνουν ποτέ , μόνο τις πόρτες του ανοίγουν. Ίσως γι' αυτό το λόγο να θέλησε να την τοποθετήσει εκεί , με την ελπίδα να μη λιώσει ούτε κι εκείνη ποτέ. Να είναι εκεί πάντα παρούσα σε κάθε πόρτα που ανοίγει. Με το ασπρόμαυρο πρόσωπο που εκείνος είχε κολλήσει πάνω στη μορφή της Παναγίας και που ελάχιστοι ήξεραν ότι ήταν το πρόσωπο της γιαγιάς του.   

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Τσεκούρι + μέλι

*Ζυράννα Ζατέλη ''Περσινή Αρραβωνιαστικιά''

Αν έχω κάπου εμπιστοσύνη είναι στο φως του
ήλιος ζεστός να καίει ,
να τρέχω με τα πέλματα να ψήνονται στην άμμο
ή στα βότσαλα
κι εγώ με μια δική μου άρνηση να επιμένω να τα εκθέτω
σώμα γυμνό ( κι αυτά ) κι η γη με χίλια στόματα εγκαύματα.
Από νερό που δε δροσίζει και σε ιδρώτα 
στάλα στάλα να με εγκαταλείπει
και με μικρούς ,τόσο μικρούς τους αποχαιρετισμούς
αλάτι ανταποδίδω σε αυτό που ήπια μόλις.
Βουτιές και μάτια κατακόκκινα
γιατί βουτιές με μάτια κλειστά δεν είναι φίλοι που γνωρίστηκαν,
άρα με μάτια ανοιχτά
σε ένα βυθό ακόμα,καλοκαίρι ψάχνω.
Κι αυτό που βρίσκω είναι χαμόγελα την ώρα που τα πέλματα μου καίω
και τρέχω στην πετσέτα πάνω 
κάτσε να δεις που κόμπο κόμπο θα σε βρέξω και του λόγου σου
κι ας μη σκουπίσεις αυτό που πάνω στα σκοτάδια μου απλώθηκε.
Το ήθελα το χρώμα να σκουραίνει
και κάποτε να το τραβήξω
δέρμα φιδιού κι ας μη του μοιάζει το δικό μου σύρσιμο.
Δέρμα σαν φύλλο εφημερίδας και αποτυπώματα
ασπρόμαυρα στα δάκτυλα
τα χρώματα είναι γύρω μου παντού κι εκεί θέλω να μένουν.
Να είναι ο ήλιος από πάνω μου σεντόνι τρύπιο, 
λίγος αέρας όσο διαβάζω ένα βιβλίο
και κάπου ανάμεσα στις λέξεις να τραντάζεται το φως/
με τα δικά μου μάτια με μιαν αντηλιά αντιμέτωπα
και μια αιώνια πιθανότητα να με καίει.
Ζεστή η λάμα του πλανήτη μου,
ήλιος τσεκούρι εξολοθρεύει
ένα φθινόπωρο/χειμώνα με αρρώστιες 
κι ίσως γι'ακόμα ένα με προϊδεάζει.
Μα με το μέλι του με κυνηγά και μένα,
λαιμόκοψη ας μου πάρει κι ας είναι πετιμέζι...
έχω το νου μου στις ζεστές πέτρες στα πόδια μου 
για να προσέξω αυτή τη λάμψη της λεπίδας.