Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Χαραμάδα

Έλεγα να κρυφτώ, 
να βρω σημείο στη σκιά μου 
σχήμα να αποσπάσω που να μη με προδίδει,
να περνώ δίπλα απ'τους ανθρώπους και να λένε απλά 
να ένας κύκλος 
γιατί ο κύκλος πρόσωπο δεν έχει και λαβές για από κάπου να τον πιάσεις, 
ή 
ένα παράλληλο ορθογώνιο σύμπαν ή μια έλλειψη 
μια κάποια θλίψη να γυρεύω να συμπληρωθώ,
με το κεφάλι μια ακαθόριστη τροχιά από σκέψεις.
Να σταθείς εσύ με το χέρι ίσκιο να κάνει πάνω από τα φρύδια σου 
όσο μετράς τα 5-10-15,
το μέτωπό σου να βουλιάξεις στο κορμό του δέντρου 
και να φτάσεις στη στιγμή φωνάζοντας να 
φτύσεις και να βγεις.
Και να'μαι πίσω από το δέντρο το σημάδι σου.
Ανύπαρκτα ερωτήματα που δε μας βασανίζουν, 
να υπάρχει άραγε παιχνίδι να σου παίξω στο σκοτάδι
όταν από παντού με ξετρυπώνεις;
Έλεγα να κρυφτώ,
να βρω ένα πάπλωμα να μην αφήνει ορατά τα δυο μου πόδια 
τώρα που κρύφτηκα κάτω απ'το κρεβάτι
κι έχει ένα βόμβο το δάπεδο στο αυτί 
του ψιθυρίζει βήμα βήμα το κυνήγι σου. 
Και έχω μέσα μου 
από το δάπεδο παρότρυνση κι ανάγκη 
να αφήσω επίτηδες τα πέλματα κάπως να φαίνονται.
Έλεγα να κρυφτώ , 
το φως να σβήσω αναπνέοντας τυφλά 
σαν όλα τα αβίαστα να ξέρουν στο σκοτάδι την προσαρμογή.
Να , είμαι εδώ και είναι σκοτάδι.
Είμαι έλλειψη, δενδροκορμός κι ένα σημάδι , 
κύκλος, μέτωπο και ανύπαρκτο ερώτημα.
Είμαι σκοτάδι, ακαθόριστη τροχιά και πάπλωμα. 

''επιτραπέζιο ζευγάρι από μέταλλο''
Εκείνο το πιθανό σου όμως χαμόγελο 
ξέρω πού θα το βρω,
σ'αυτή τη χαραμάδα που αφήνεις πάντα να φανεί 
όταν με βρίσκεις.


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Έλα να ζήσουμε μαζί ένα Παρελθόν

Όλο και πιο συχνά μιλάμε για το παρελθόν. Για το δικό μας , το συλλογικό, αυτό που μας μεγάλωσε. Αλλά και το ατομικό, αυτό που μόνοι μας χτίσαμε με τουβλάκια πλαστικά και πολύχρωμα και γύρω του βάλαμε φύλακες τα playmobil μας να το φυλάνε. Γυρίζουν όλα σα διαδρομή σε καρουζέλ. Εικόνες, εκπομπές, συνθέτες και ερμηνευτές και όλο θαυμάζουμε, όλο ένα ''Υπέροχο'', ''Συγκλονιστικό'', ''Αξεπέραστο'', ''Αριστούργημα'' ξεφεύγει από το στόμα μας, ίσως και λίγο από συνήθεια, ίσως και τιμής ένεκεν , βλέποντας τη χρονιά κοπής του προϊόντος. Μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια με τα προγράμματα της Ερτ που μύριζαν σαν πούδρα βρεφική κι αρχίζουμε να βομβαρδίζουμε τη μνήμη με φράσεις κλειδιά για Φρουτοπίες, για Φρου φρου, για ένα κουτί με παραμύθια,για τη Τενεκεδούπολη ή για τη Λιλιπούπολη,τη Μάγια Μέλισσα, το Ουράνιο τόξο και το Νιλς Χολγκερσον και πως στο Μι τραγουδά τα παραμύθια η Μελιά θέλουμε να φωνάξουμε με ένα χαμόγελο να μοιραστούμε με συνομήλικους το γεύμα αυτό το τρυφερό. Σαν να μην πέρασε μια μέρα ή σαν η μέρα που πέρασε να μας πονάει.Σαν ... για να πούμε κι εμείς με τη σειρά μας στη γενιά την επόμενη ''...Στα χρόνια μας ήταν αλλιώς.'' 
Όλο και πιο συχνά κοιτάζουμε ασπρόμαυρα και περιμένουμε τα χρώματα , σαν το ρολόι έναρξης στην κρατική τηλεόραση και το ηχητικό το σήμα του τσοπάνη. Πού πήγε άραγε το χρώμα; Ποιος το αφαίρεσε ; Πάνε αρκετά χρόνια πια και όμως επιμένουμε στην Αλίκη, στο Μάνο, στο Μίκη, την Τζένη, τη Μελίνα, ανταλλάσουμε μικρά τους αποσπάσματα, σε τοίχους τα κρεμάμε όπως θα κάναμε το ίδιο για νεκρούς πια συγγενείς αγαπημένους μας, που ένα κάδρο στο σαλόνι ή στο χωλ είναι αυτό που απομένει απ΄τη ζωή τους. Αλλά αυτούς τους συγγενείς δεν είναι αρκετό ότι τους μνημονεύουμε, ψάχνουμε λόγους παραπάνω να το δείξουμε κι αλλού ότι τους θέλουμε ακόμα ζωντανούς. Φωνάζουμε ασπρόμαυρα, ένα γιατί το παρελθόν να έκρυψε καλά τόσο το χρώμα του και σήμερα ξεθώριασαν οι απόγονοι.
Υπάρχουν σήμερα απόγονοι; Υπάρχει αντιστοιχία ; Σύνδεση πώς να κάνουμε με το παλιό μας και το νεόκοπο,  όταν το νέο δείχνει τόσο ξεκομμένο από τις μνήμες μας, τόσο μπαγιάτικο, φτηνό ή απλώς άνευ νοημάτων; Ποια μελωδία να συγκινήσει σήμερα, ποιο στίχο να γράψεις κάπου μέσα σου και γύρω απ'αυτόν να αναθρέψεις μια ελπίδα; Δε φτάνουμε μακρυά, να συζητάμε για μυαλά ή στοχαστές, πόσους Σεφέρηδες εξάλλου,πόσους  Ελύτηδες, Ρίτσους ή Καρυωτάκηδες να περιμένεις να γεννήσει ένας τόπος; Ίσως και να γεννάει , ίσως και να υπάρχει γύρω μας κάτι απ΄αυτούς που καταπίνει η μάζα. Αλλά δεν συγκινούν. Πάλι μιλάμε για Καβάφη και το στόμα μας δε βρίσκει λέξη, άχαρη προγονοπληξία για πολλούς το σύμπτωμα, δέος το λένε άλλοι τόσοι. 
Όλο και περισσότερο αναζητούμε νοσταλγίες μέσα στη μέρα μας, ξυπνάμε ενήλικες και φτάνει το βράδυ να'μαστε πάλι παιδιά, να χρειαζόμαστε μια μουσική - όχι τραγούδι απλό, αλλά μια μελωδία σαν νανούρισμα - να μας βάλει στο κρεβάτι, να κρύψουμε ένα μουρμουρητό μας κάτω από το μαξιλάρι, λίγη ζωή να προστατεύσουμε κάτω απ'τα όνειρα τα άστρωτα και όταν έρθει το πρωί, ό,τι ανασαίνει ακόμα να το αφήσουμε απ'το παράθυρο να φύγει, να πετάξει από δέντρο σε δέντρο και να ευχηθούμε να επιστρέψει πίσω, να μας βρει με μια λαχτάρα παραπάνω να το ψάχνουμε. Οι δείχτες να γυρίζουν προς τα πίσω, να ανακαλύπτουμε κάμποσα βίντεο τη μέρα , να μοιραζόμαστε μια έκπληξη για το πως έμοιαζε στα νιάτα της μια αγαπημένη μας φωνή και πόσα άραγε τραγούδια της δεν μάθαμε ακόμα , χαμένα κι αυτά μέσα στο χρόνο .          
Δεν ξέρω αν έτσι χάνουμε το χρόνο μας ή αν έτσι μόνο αξίζει να τον ζούμε, δεν είναι αρκετό ό,τι κι αν κάτσω να σκεφτώ ή γράψω. Ίσως θυμώσω με το σήμερα και που σ'αυτό δε δίνω σημασία να το μάθω ή ίσως πάλι να μη θέλω να το μάθω, να με αρπάζει απ'τα μαλλιά και μένα αυτή η νοσταλγία για το χθες. Τι είναι αυτό που μοιάζει ότι χάνουμε το χρόνο μας; Είναι ιός που εξαπλώνεται ή μία μίμηση, είναι ντροπή για το παρόν, είναι ευθύνη που δε θέλουμε να πάρουμε, κάτι καλύτερο να φτιάξουμε στο τώρα; Αγαλματάκια ακούνητα λοιπόν, μέρα και νύχτα αναλώνουμε τους φόβους μας και τους βουτάμε στις χαρές του χθες μας. Όλο και πιο συχνά συναντώ γύρω μου ανθρώπους που χαίρονται για το πως μεγάλωσαν , αλλά όχι για το πως τώρα μεγαλώνουν. Κάποιες φορές εύχομαι να έκρυβε και το μέλλον τόσες νοσταλγίες ή φτάνουν στιγμές που το νομίζω κιόλας. 
Κι επιστρέφω στο μέλλον, θέλοντας και μη, σχεδιάζω , ανταποκρίνομαι , συνεργάζομαι και υπομένω, υπηρετώ, αναπνέω, ασχολούμαι, μοιράζομαι και ανυπομονώ αλλά όσο κι αν προσπαθώ με παρελθόν ονειρεύομαι ακόμα.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Κάθε Σεπτέμβρη / Μια υπόσχεση

Κατηγορώντας το παρόν για μια μιζέρια τόση
ένα απ'την τσέπη μου χαμόγελο 
ξηλώνω 
- είχα καιρό να το φορέσω κι εκεί μέσα 
έπιασε ρίζες -
λίγο στις άκρες το πατάω να μη του μείνει καμιά τσάκιση 
και το φορώ.
Είμαι από χρόνια αισιόδοξος,
λίγο σαν να πατώ στα σύννεφα, 
λίγο πολύ από αντίδραση 
να μη με βλέπεις από μέλανα χολή να στάζω . 
Κι αυτό που χάνουμε στο σήμερα,
αυτό που κλάπηκε από εμάς 
δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να τον ρίξει κάτω.
Πολίτης που υπερήφανα δεν νιώθω
μειώσεις σε μισθούς και ανασφάλεια , 
φίλοι μου άνεργοι , αγανακτούν ή υπομένουν
κι εγώ μαζί τους να μοιράζομαι ένα πιο δυνατό μου γέλιο.
Από αντίδραση, καθήκον ή σαν άμυνα
κρατάω τα χρώματα που θέλω να προσφέρω γύρω μου.

Και όταν έρχεται ο καιρός να επιστρέψω 
σ' αίθουσα σχολική με μάτια ζευγάρια των παιδιών να με κοιτάζουν
είμαι διπλά, τριπλά χαρούμενος
που έχω ακόμα ένα χαμόγελο μεγάλο να τους δώσω
να εξηγήσω, να σταθώ , να καταλάβουν
αν πρόκειται σε τέτοια κοινωνία να σταθούν
ας έχουν κάποιον να τους δώσει λίγο χρώμα 
μια αγκαλιά και μια κουβέντα 
να σκεφτούν το παραπάνω,
να ξεχωρίσουμε τροφή από τα μασημένα που μας δίνουν 
να βρούμε κάπου την αλήθεια.
Τολμώ να πω είμαι ευτυχής για τη δουλειά μου
γιατί ακόμα δεν τη βλέπω σα δουλειά
αλλά μια φυσική , τόσο αβίαστή μου καθημερινότητα
να είμαι εκεί. 

Και να υπόσχομαι κάθε αρχή Σεπτέμβρη
Ανάμεσα σε μένα και στα πλάσματα αυτά καμιά σκιά 
να σπαταλά το φως που έχουμε όρεξη να φάμε.


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ursa Major

Σου έταξα λέξεις και σου έδωσα το στόμα 
εκεί 'ναι σου είπα / να ψαρέψεις τις δικές σου
- κι είναι παράξενος κανόνας -
κι όμως 
οι λέξεις με εγκαταλείπουν κι εγώ δε νοιάζομαι
ανοίγω με το ίδιο μου το χέρι την εξώπορτα,
περάστε / στο καλό κι ας μη ξανάρθετε τους λέω 
κι αυτές στραβοκοιτάνε / και τσακίζονται απ'τις σκάλες. 

Από καιρό τις παραμόνευα / να δω πότε εμφανίζονται
κι όταν απόφαση το πήρα 
ότι στις λύπες μου τραπέζι στρώνουν
ήρθες εσύ να με αποδεσμεύσεις.
δεν φταίνε αυτές  μου είπες / και μην τις απορρίπτεις
είναι ανώφελο να είσαι ευτυχισμένος με τις λέξεις 
- είναι παράξενος κανόνας κι όμως -
όταν αυτές δεν έχουν / ευτυχία να συγκρίνουν.
 
Σελίδες με ναυάγια μοιάζουν και δε σώζονται / σε σκέφτομαι   
γράφονται, σβήνονται, ποτέ δε φτάνουν /  σου μιλάω 
στεριά να τις αφήσω δεν υπάρχει / σε θυμάμαι 
βάζω cd ταπετσαρία να γεμίσει το διαμέρισμα / σε περιμένω. 
Είναι παράξενος κανόνας όμως 
όταν στιγμές από ευτυχία καταπίνεις / να μην μπορείς πάνω σε πλήκτρα να τις φτύσεις.
Πολλές εικόνες στο μυαλό μου περιστρέφονται
κι ακόμα τόσοι προορισμοί και περπατήματα
το καλοκαίρι φετινό από τα πι'όμορφα
δίχως να νιώθω ενοχές το ξεστομίζω. 
Κι εγώ τις λέξεις που δε μπόρεσα να πω 
- εσύ τις ξέρεις πιο καλά - τις ζωγραφίζω
μ'αυτή τη νύχτα με φεγγάρι που μου έδειξες / Μεγάλη Άρκτο ικανή 
να κλέψει τη ματιά μας πέρα από το φεγγάρι.

(κι αν μέσα μου εγκατασταθεί αυτή η Μεγάλη Άρκτος, ίσως να είμαι για καιρό πολύ απόντας )


Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η Παναγία των κλειδιών του

Έπαιζε ώρες με τα κλειδιά του. Τα γύριζε , τα έκανε στροφές, τα επεξεργαζόταν με τα δάκτυλα και τα μάτια. Το μέταλλο πάντα του τραβούσε την προσοχή κι αυτή η τόσο δα μικρή ποσότητα από μέταλλο ήταν σε σχήμα ικανό να του ανοίξει μία πόρτα. Τη δική του πόρτα. Δεν ήταν από αυτούς που συνήθιζε να κρεμάει μαζί με τα κλειδιά του φυλαχτά, ζωάκια σε μέγεθος παλάμης ή μονογράμματα. Ήθελε να μπορεί πάντα να τα χωράει στο ένα του χέρι και να τυλίγει με τα πέντε του δάκτυλα. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ήταν όταν δέχτηκε να κρεμάσει ανάμεσά τους μια μικροσκοπική εικόνα της Παναγίας.

Δεν ήταν άτομο θρήσκο, με τίποτα δεν θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις έτσι. Δε σύχναζε σε εκκλησίες παραπάνω από ότι οι  περισσότεροι γνωστοί του, στις μεγάλες δηλαδή εορτές και κυρίως για να συναντήσει όλους αυτούς που θα σχολίαζαν την απουσία του αν διακινδύνευε να τους τη δώσει. Δεν έκανε το σταυρό του περνώντας έξω από ναούς, ούτε ένιωθε ντροπή για αυτό. Ήταν κάτι που και ο ίδιος αντιπαθούσε σχεδόν να παρατηρεί στους άλλους, το θεωρούσε υποκριτικό εκ μέρους μιας κοινωνίας τόσο αφιλόξενης, να προσποιείται την φιλεύσπλαχνη και ελεήμονα. Αλλά παρόλο αυτά, μια μικρή εικόνα της Παναγίας στόλιζε το μπρελόκ του.

Ο ίδιος καλά καλά δεν το πρόσεχε, αλλά όσοι τα έβλεπαν δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από την μικρή αυτή εικόνα. Σχεδόν ασφυκτικά τοποθετημένη ανάμεσα στο κλειδί της εξώπορτας, της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, του αυτοκινήτου, της δουλειάς και του πατρικού του σπιτιού, στεκόταν μια γυναίκα που δίχως να μπορεί να βγάλει από το στόμα της μια λέξη, αποτύπωνε  με το μισό μέρος του σώματός της, αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πει φωναχτά. 

Το πώς βρέθηκε στα χέρια του δεν έχει τόσο σημασία, αν και το ότι δέχτηκε να την κρατήσει και να την τοποθετήσει σε τόσο περίοπτη θέση, είναι ενδεικτικό της σημασίας που είχε για εκείνον το πρόσωπο που του τη δώρισε. Ήταν ανάμεσα στα λίγα πράγματα που θεωρούσε κειμήλια στη ζωή του - δεν του άρεσε η λέξη, δεν έβρισκε όμως άλλη εξίσου αντιπροσωπευτική  - και δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Σημειώματα μικρά , δήθεν λησμονημένα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων, φωτογραφίες των γονιών του σε ηλικίες που δεν είχε την ευκαιρία να τους ζήσει και που οι ίδιοι δεν είχαν καν γνωριστεί , μεταλλικά κουτιά μπισκότων γεμάτα με τις κλωστές της μητέρας του και γράμματα του πατέρα του σ'εκείνη όσο υπηρετούσε, την πρώτη του φυσαρμόνικα να του θυμίζει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να τη μάθει να γεννά τη μελωδία της και την παράτησε, και αυτή τη μικρή εικόνα της μητέρας του Ιησού που τη θυμόταν χρόνια ολόκληρα περασμένη με παραμάνα στο μαξιλάρι της γιαγιάς του.

Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του. Ονειρευόταν πολλές φορές τον εαυτό του παιδί να τρέχει στην αγκαλιά της κι εκείνη να τον υποδέχεται με αυτό το γάργαρο γέλιο της που τον τύλιγε σαν ζεστή κουβέρτα. Ήταν αυτή που τον μεγάλωσε όταν οι δικοί του χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και σαν να της όφειλε τη ζωή του, μέσα του βαθιά την αποκαλούσε μάνα του. Της εκμυστηρευόταν όλες του τις σκέψεις κι εκείνη τον άκουγε ώρες ατέλειωτες χωρίς να δείχνει ποτέ να τον βαριέται. Μόνο πού και πού του χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε ένα  '' Καρδούλα μου , άσε με να τελειώσω με τη μηχανή πριν σκοτεινιάσει , ξέρεις ότι τα μάτια μου το βράδυ δεν λειτουργούν'' και μ'ένα φιλί στο κεφάλι του έβαζε μια άνω τελεία στα λόγια του και την άφηνε να πιάνει τη μηχανή και να γαζώνει. Από μέσα του μετρούσε ανάμεσά σε πόσα πατήματά της στο πετάλι  θα γυρίσει να του ρίξει μια ματιά, όπως άλλα παιδιά μετρούσαν δευτερόλεπτα ανάμεσα στις αστραπές για να στοιχηματίσουν αν η καταιγίδα απομακρύνεται ή επιστρέφει.

Δε σκέφτηκε τη δική του καταιγίδα κι αν θα μπορούσε να την προβλέψει, ήξερε όμως ότι κάποτε θα τη ζούσε. Κι όταν η γιαγιά του καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δύσκολα πια μπορούσε στα χέρια της να τον κρατήσει, ξάπλωνε με το κεφάλι του να ακουμπά στα πόδια της και της ζητούσε να του λέει εκείνη τώρα τα παραμύθια από τη δική της τη ζωή :  πώς γνώρισε τον παππού του, πώς τον αγάπησε , πώς τον παρουσίασε στους γονείς της και πώς γέννησε την πρώτη της κόρη, τη μάνα του. Εκείνη έλεγε ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, χωρίς ποτέ να διαμαρτύρεται. Μια στο τόσο μόνο της ξέφευγε  ένα αχ ή ένα ωχ που εκείνος άκουγε για όχι και τη ρωτούσε ''γιατί λες όχι γιαγιά, εγώ όλο ναι σου λέω σε ότι μου ζητάς''. Εκείνη γελούσε και του εξηγούσε ότι η παραμάνα πάνω στο μαξιλάρι που κρατούσε στη θέση της την  Παναγία κάπως την τσιμπούσε   και εκείνος της απαντούσε '' Η Παναγία δεν τσιμπάει''.

Ήταν αυτή η Παναγία λοιπόν που δέχτηκε σαν ύστατο δώρο από τα χέρια της γιαγιάς του λίγο πριν πεθάνει και από τότε δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε έδωσε ποτέ εξηγήσεις πώς βρέθηκε στα χέρια του. Μία  φορά μόνο που νόμιζε πώς έχασε τα κλειδιά του , ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Τα βρήκε γρήγορα μέσα σε μια τσέπη, όμως αυτό το παρολίγον χάσιμο τον έκανε να μην τα αφήσει ποτέ ξανά από τα χέρια του. Τι κι αν άλλαζε σπίτια, τι κι αν άλλαζε κλειδιά και μπρελόκ , η εικόνα αυτή αυτόματα έπαιρνε τη θέση της εκεί στριμωγμένη ανάμεσα στα μέταλλα που δε λιώνουν ποτέ , μόνο τις πόρτες του ανοίγουν. Ίσως γι' αυτό το λόγο να θέλησε να την τοποθετήσει εκεί , με την ελπίδα να μη λιώσει ούτε κι εκείνη ποτέ. Να είναι εκεί πάντα παρούσα σε κάθε πόρτα που ανοίγει. Με το ασπρόμαυρο πρόσωπο που εκείνος είχε κολλήσει πάνω στη μορφή της Παναγίας και που ελάχιστοι ήξεραν ότι ήταν το πρόσωπο της γιαγιάς του.   

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Τσεκούρι + μέλι

*Ζυράννα Ζατέλη ''Περσινή Αρραβωνιαστικιά''

Αν έχω κάπου εμπιστοσύνη είναι στο φως του
ήλιος ζεστός να καίει ,
να τρέχω με τα πέλματα να ψήνονται στην άμμο
ή στα βότσαλα
κι εγώ με μια δική μου άρνηση να επιμένω να τα εκθέτω
σώμα γυμνό ( κι αυτά ) κι η γη με χίλια στόματα εγκαύματα.
Από νερό που δε δροσίζει και σε ιδρώτα 
στάλα στάλα να με εγκαταλείπει
και με μικρούς ,τόσο μικρούς τους αποχαιρετισμούς
αλάτι ανταποδίδω σε αυτό που ήπια μόλις.
Βουτιές και μάτια κατακόκκινα
γιατί βουτιές με μάτια κλειστά δεν είναι φίλοι που γνωρίστηκαν,
άρα με μάτια ανοιχτά
σε ένα βυθό ακόμα,καλοκαίρι ψάχνω.
Κι αυτό που βρίσκω είναι χαμόγελα την ώρα που τα πέλματα μου καίω
και τρέχω στην πετσέτα πάνω 
κάτσε να δεις που κόμπο κόμπο θα σε βρέξω και του λόγου σου
κι ας μη σκουπίσεις αυτό που πάνω στα σκοτάδια μου απλώθηκε.
Το ήθελα το χρώμα να σκουραίνει
και κάποτε να το τραβήξω
δέρμα φιδιού κι ας μη του μοιάζει το δικό μου σύρσιμο.
Δέρμα σαν φύλλο εφημερίδας και αποτυπώματα
ασπρόμαυρα στα δάκτυλα
τα χρώματα είναι γύρω μου παντού κι εκεί θέλω να μένουν.
Να είναι ο ήλιος από πάνω μου σεντόνι τρύπιο, 
λίγος αέρας όσο διαβάζω ένα βιβλίο
και κάπου ανάμεσα στις λέξεις να τραντάζεται το φως/
με τα δικά μου μάτια με μιαν αντηλιά αντιμέτωπα
και μια αιώνια πιθανότητα να με καίει.
Ζεστή η λάμα του πλανήτη μου,
ήλιος τσεκούρι εξολοθρεύει
ένα φθινόπωρο/χειμώνα με αρρώστιες 
κι ίσως γι'ακόμα ένα με προϊδεάζει.
Μα με το μέλι του με κυνηγά και μένα,
λαιμόκοψη ας μου πάρει κι ας είναι πετιμέζι...
έχω το νου μου στις ζεστές πέτρες στα πόδια μου 
για να προσέξω αυτή τη λάμψη της λεπίδας.  

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

vIvRe lIbRe ( oU mOuRir )


‎...κυνηγώντας το κόκκινο στη δύση του 


Ετοίμαζα και πάλι μια βαλίτσα και δεν ήξερα τι μέσα να γεμίσω. Έχω ένα πρόβλημα πάντα με τις βαλίτσες, ποτέ δεν ήμουν ικανός να ξεχωρίσω τα απαραίτητα. Μπλούζες διπλές και τρίδιπλες, δε θα τις βάλω όλες, πουκάμισα σιδερωμένα που θα τα βγάλω με τις ζάρες τους πνιγμένα , κάλτσες τυλιγμένες σε ζευγάρια, εσώρουχα, μια φωτογραφική κι ας ξέχασα να σβήσω από μέσα εκείνες που σε τράβηξα σ'ένα διαμέρισμα με λίγα τετραγωνικά, δύο βιβλία και λόγια σου σημειώματα μέσα θαμμένα στα βιβλία, βερμούδες για τις νύχτες και μάτια ανοιχτά για να μην κλείνουν . Οσα κι αν πάρω στο ζύγισμα τους παραπάνω βγαίνει, πάντα κάτι περισσεύει και αγνοώ αν είναι άχρηστο το βάρος του ή ανάγκη. Το κουβαλώ όμως σε κάθε διακοπή και εναλλάξ τα χέρια μου φουσκώνουν από του βάρους τα λουριά,τα δάκτυλα μου πρήζονται, κουβαλώ πότε στον ένα ώμο, πότε στον γείτονά του όλα τα βάρη.Δικό μου αυτοκίνητο δεν έχω. Δεν το έφερε μέχρις στιγμής η τύχη ή περισσότερο τα οικονομικά μου να αποκτήσω. Μόνο σε μια στιγμή της ζωής πλησίασα στο να πάρω, έκτοτε απομακρύνθηκε και η αφορμή και η επιθυμία. Κι όμως σε ρόδες μέχρι σήμερα μετράω τα ταξίδια μου. Και σε τροχιές, σε μίλια, σε άσφαλτο. Και τα καλά και τα άσχημα μου νέα με ένα ταξίδι τα ξορκίζω. Μπορεί να πιάσει η διαδρομή μιαν άκρη από τις σκέψεις μου να τις ξηλώσει, να αφήσω μια κλωστή του εαυτού μου μέχρι τον τόπο που θα πάω να κρυφτώ κι απ'την κλωστή αυτή να βρω το γυρισμό μου, μπορεί και όχι, να πάω απλώς ταξίδι τα κουβάρια μου και να τα επιστρέψω . Μαθαίνω όμως να τρέχω με τις αναμνήσεις μου τα μίλια, τα χιλιόμετρα, τις διαδρομές και απ'το λαχάνιασμά τους να με πιάσουν,συνήθως ξεθωριάζουν.Και χάνουν λίγο χρώμα από αυτά που κάποτε άλειφα πάνω μου,στον άχρωμο εαυτό μου. Δεν είμαστε αυτό που μας πονάει, αυτό που θυμόμαστε είμαστε. Αυτό καλά το έμαθα. Και τη δική μου συμφιλίωση ονειρεύτηκα. Kαι ξύπνησα για να την ονειρευτώ και πάλι.Είναι ωραίο να θυμάσαι. Να μην πετάς, να κουβαλάς. Κι ένα μικρό από σένα στιγμιότυπο έχει έναν όγκο που δέχομαι να κουβαλήσω. Έτσι λέω, ακόμα η κλωστή σου δεν ξεκίνησε μέσα μου να ξηλώνεται. Και φτάνω κάπου όπου τα ρούχα , τόσα πολλά είναι αδιάφορα απλωμένα γιατί πιο ελαφρύς θα νιώσω και θα θέλω να το κάνω πάνω μου συνήθεια και όχι να το πνίξω. Λιγότερες νύχτες άυπνες να περιμένω τα χαράματα. Γιατί θα έρχονται πάντοτε τα χαράματα, όσο αδύνατο κι αν φαίνεται από την τόση μου απαισιοδοξία. Αν δεν υπήρχαν τα χαράματα, οι νύχτες θα ήταν άδικα φτιαγμένες. Και δεν πιστεύω στο άδικο, κανένα μέσα μου κομμάτι δεν αρκείται στο τυχαίο, ψάχνω να βρω γιατί και συγχωρώ, ψάχνω να βρω γιατί να συγχωρώ, υπάρχει κάτι μες στη λασπουριά* να λάμπει, μπορεί ο ήλιος ο ίδιος να κρυφτεί σε λίγη λάσπη. Kάθε ημέρα και κάθε νύχτα, γεμάτη και άδεια,μας φέρνει κοντά σε ό,τι φοβόμαστε ή σ' ό,τι αγαπάμε.Κρυφά τολμάμε να αγγίξουμε ,δειλά τολμάμε να φωνάξουμε. Αγαπώ, θυμάμαι, πονάω,
μου λείπεις, σε σκέφτομαι, θα ήθελα να ήσουν εδώ,όλα είναι του μέσα μας κραυγές και όμως όλα τα χρωστάμε. Χρωστάμε ένα κυνηγητό στον εαυτό μας, να τρέξουμε πίσω από τα όνειρά μας. Μα είναι δύσκολο να πάψεις το κυνήγι όταν αυτό που κυνηγάς απομακρύνεται. Θέλει κουράγιο να θαυμάσεις και τη δύση του, είτε είναι έρωτας, φιλία ή συναίσθημα γυμνό.  Αν οι μέρες μου είναι θλιμμένες, άλλο τόσο θλιμμένη είναι και η σκέψη των ανθρώπων που με αγαπούν. Κυνήγησα όμως, μέχρι να δω το κόκκινο να κρύβεται και να σιγουρευτώ. Μαζί του οι σκέψεις μου να κρύβονται και μια ανάμνηση που δεν έχει θλίψη , μα χρώμα λευκό, κίτρινο, κόκκινο, ολοζώντανο που δεν ξεθωριάζει. Ερχονται οι πανσέληνοι να κάνουν τη δουλειά που πάντα έκαναν.Με τα φεγγάρια τα γεμάτα αδειάζουν οι άνθρωποι.Αδειάζουμε λοιπόν στο καλοκαίρι. Κλωστές, ίχνη που άφησαν άνθρωποι πάνω μας και μάτια και αποτυπώματα.Αδειάζουμε να μείνει παραπάνω χώρος στη βαλίτσα. Όμως δεν παύω να θυμάμαι. Γιατί αυτό είμαι, αυτό που θυμάμαι. Κι αν επιστρέψω είναι γιατί αρνούμαι εγώ σαν Μάριος να ξεχνάω.

*πέφταν τ'άστρα μες στη λασπουριά (σε στίχο Σταμάτη Κραουνάκη από το τραγούδι ''Αυτή η νύχτα μένει'' που ίσως καλύτερα από τόσα αγαπώ και υπερασπίζομαι) 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Κ.*



Έρχονται οι άνθρωποι απλά 
και έτσι σε βρίσκουν,
σε κάτι απογεύματα, εκεί που ιδρώνεις να ανεβείς μιαν ανηφόρα
εκεί που έχεις στο μυαλό σου δρόμους που δεν υπολόγισες σωστά
και πήρε ώρα παραπάνω να τους φτάσεις.
Και βρίσκεις άνθρωπο εκεί να περιμένει
δίχως βιασύνη
και να σε κοιτάει στα μάτια
-με τις κουβέντες γνωριμία δε γίνεται
είχε πια γίνει από ψυχές η γνωριμία,
όμως τα λόγια βοηθούν να θυμηθούμε πάντα .

Με γράμματα να πέφτουν στο τραπέζι,
να ψάχνω μήπως συναντήσω αυτό το Μ που με ορίζει,
ονόματα, αγάπες, οικογένεια
στα Μ τα βουτηγμένα ψηλαφίζω,
χωρίς να πάει το μυαλό μου πως αλφάβητο
σωστό δεν εννοείται πριν το Κ
Αν δεν περάσω απ'το Κ δε θα φτάσω.  

Ένα λοιπόν γράμμα απλό που με συνόδευσε
Σταμάτης Κραουνάκης στο Βεάκειο
κι εμείς σε μια κερκίδα γνωριζόμαστε 
και πόσο μέσα ένιωθα ότι σε ήξερα.
''Boήθησε με να αποδείξω ότι δεν είμαι μέσα αυτό που το φοβάμαι'' .
Είπες μια φράση που κατέκτησες
και πήρα δύναμη στις τόσες σου ισορροπίες 
να αποδείξω τα δικά μου μέσα όνειρα.
Ενα ευχαριστώ είναι μεγάλο και μικρό,
ένα φεγγάρι είναι ίσως το αρμόδιο να πει 
πόσο χαρά μου έδωσε αυτό το Κ στο φεγγάρι που μοιράστηκε 
πάνω από τους ήχους,ένα χαμόγελο μια παραμονή πανσελήνου.


* όπως λέμε Kατερίνα

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Πράσινη στιγμή

 

Πράσινο τρεχούμενο στο τζάμι
δε στέκει τίποτα πιο πέρα από το πράσινο
κι ούτε το μάτι θέλει κάτι παραπάνω .
Με λίγο ετοιμόγεννο οξυγόνο
όλα τα παραπέρα εξατμίζονται 
και λέξεις γίνονται 
- ένα ''θυμόμουν''
και ένα ''ξεχνάω'' -
πάνω στο τζάμι με το δάκτυλο 
( μια γραφομηχανή δίχως τα πλήκτρα μόνο τους ήχους ) 
να προσπαθώ να το αγγίξω 
μέσα στη χλωροφύλλη 
ένα ποτάμι κάθετο με διαπερνά 
και με καλεί μέσα να πέσω
να βουτήξω .

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Εκκρηρεμότητα *

Ανοίγοντας τα μάτια μου πρωί
ξεχνώ πόσο πρωί έχω ξοδέψει
και σκέφτομαι πόσο έχω ακόμα.
Είναι δική μου εμμονή
κι αυτός ο χρόνος.
Βήματα που με σηκώνουν και πάτωμα από ξύλο ,
παρκέ που το κοιμήθηκα και δέντρο που για τη ζωή του ευθύνομαι .
Καφές ζεστός - και με τη ζέστη παραπάνω τον χρειάζομαι -
και λέξεις σκόρπιες στο μυαλό μου να τεντώνονται
χέρια και πόδια,
τόνοι και άλλα τους σημεία στίξης
μια στίξη μέσα μου δε βρίσκει αρκετές σελίδες για να ξοδευτεί.
Ανοίγοντας το ραδιόφωνο πρωί
στα αυτιά μου μία πείνα περισσεύει
όχι για ήχους που ξαφνιάζουν,
μια ομιλία απολαμβάνω αυτή του Τζούμα
ένα εστέτ μου πρωινό και μια απόλαυση -
γουλιά καφές ,γουλιά και ραδιόφωνο. 
Οι μελωδίες σαν γυαλί και αλουμίνιο,
μια ανακύκλωση δώρο στο περιβάλλον μου
με καφεΐνη να πατώ σ'ένα πεντάγραμμό τους.
Και να θυμάμαι πάντα λόγους που με φέρνουν στους ανθρώπους δίπλα
κι αν δεν τους ξέρω
τους φαντάζομαι λιγάκι
να μοιραστώ ή να τους δώσω κάτι,
μια γουλιά του εαυτού μου καφεΐνη
να τους τονώσω 
να τους χαρώ ή να προδώσω το δικό μου θέλω.
Κάνουν βουτιά στα ερτζιανά οι διαφημίσεις,
χάνουν τ'αυτιά μου προς στιγμή τις μελωδίες
όπως κι ανθρώπους χάνω από αφορμές και λόγους .
Υπάρχουν στόχοι που με βγάζουν στο μπαλκόνι
ανοίγω έντυπα τα νέα στο τραπέζι,
εφημερίδα με γουλιά και λίγο δυνατότερα το ράδιο
τόσο περίπλοκοι οι στόχοι 
όπως και ανάγκες
όπως ελλείψεις πιο βαθιά μου τυπωμένες απ'τ' ασπρόμαυρο.


Πίσω από την πόρτα που κλειδώνεται,
διαμέρισμα μικρό και ρετιρέ,
υπάρχει μία που φραγμούς δε δέχεται ,
ούτε λουκέτα.
Όσα κλειδιά φοράω επιπρόσθετα στις πράξεις μου 
είναι κι αυτά ένα υλικό ανακυκλώσιμο.
Γουλιά λοιπόν και υποδέχομαι
μια μέρα που με ηρεμότητα από την τέντα μου γλυστρά και κάθεται δίπλα μου.
Ανοίγω πόρτες και γελάω 
ανοίγω πόρτες για να δώσω απαντήσεις.
Και ξεφυτρώνουν ήρωές μου από παντού
σαν να΄ναι αυτές οι εκκρεμότητες που θέλουν για να ταϊστούν
κι εγώ παιχνίδι πλαστικό 
ανακυκλώσιμο κι εγώ δίπλα τους πλάσμα
να ετοιμάζομαι τροφή να τους προσφέρω.  

* λέξη επινοημένη για την ''ηρεμότητα'' ( εκκρεμές και εκκρεμότητα ) πάνω από τις σκέψεις 

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.3 (Το πρόσωπό σου δείξε )


Το πρόσωπό σου δείξε
κι αν θες μπροστά μου ρίξε
την αλήθεια
μπορώ να την αντέξω,
σ'εσένα δεν θα τρέξω
για βοήθεια.

Οι δρόμοι θα με μάθουν
κι αυτοί μαζί μου θα'χουν
ένα λόγο
να μη βρίσκουν το τέρμα,
μ'αγγίζεις και το δέρμα
νοιώθει φόβο...

Έχεις τόσα γιατί
κι απαντάς με σιωπή
περασμένη στα χέρια.

Σώματα δανεικά
κι ένα είμαι απ'αυτά
τα σβησμένα σου αστέρια.

Το πρόσωπό σου νοιώσε,
τα μυστικά σου δώσε...
περιμένω.
Για σένα έχω καπνίσει,
τους πόνους που έχω ζήσει
ανασαίνω ...

Έχεις τόσες πληγές ,
τις κρατάς ανοικτές
σαν παιχνίδι να λάμπουν...

Μα οι άνθρωποι ζουν
και τα λάθη σου αρκούν
στις πληγές σου για νά'μπουν...

Έχεις τόσα γιατί
κι απαντάς με σιωπή
περασμένη στα χέρια.

Σώματα δανεικά
κι ένα είμαι απ'αυτά
τα σβησμένα σου αστέρια...
τα σβησμένα σου αστέρια...

*Τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή. Πληροφορίαι εντός. 


Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Λευκή στιγμή

(Benjamin Cottam , White Painting)


Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Ένα τελευταίο παραμύθι και σου υπόσχομαι να κοιμηθώ μετά.
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
μέρα που πέφτω και νύχτα που σηκώνομαι
λευκό να με κοιμίζει και να με αποξενώνει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα και γιατί πρέπει να τον ξέρω.
Για μια ζωή που έπρεπε να σώσει , για μια φωτιά που έπρεπε να σβήσει 
ή μια βροχή που ήρθε αναπάντεχη.
Για ένα σκοτάδι που θα έπρεπε να λάμψει ή που σκορπίστηκε απ' τις ακτίνες του ήλιου.
Μην κλείσεις όλα τα φώτα,άσε ένα μικρό να φέγγει στο δωμάτιο.
Θα τυλιχθώ κι εγώ φόβους λευκούς
να γίνω παραμύθι 
να περιμένω το βράδυ το επόμενο να μάθω τη συνέχεια.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
λάμψη που ξεκινά μικρή και μεγεθύνεται
λευκό να πλησιάζει και να με καταδιώκει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα με άρρωστη αγαπημένη
για μια ανίατη ασθένεια που έγινε ιατή ,
για μια αγάπη που γεννήθηκε από ξύπνημα .
Μη μου θυμίσεις την καρφίτσα που την τρύπησε , το μήλο μαγεμένο που την έπνιξε,
ή το αδράχτι που την κάρφωσε στο δάκτυλο. 
Θα μείνω εδώ σε μια γωνιά του κρεβατιού να σε ακούσω
με μάτια πάντα καρφωμένα στο μικρό τούτο φωτάκι.
Ένα προς ένα αν τα ζυγίσεις 
έχει ένα βάρος το λευκό τόσ' αλογάριαστο.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
τόνος με χιόνι που άνοιξη πέφτει και σε σκεπάζει μέχρι το λαιμό μια ψύχρα
τόσο λευκή κι αυτή.
Θα κοιμηθώ να γίνω παραμύθι.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα που μου μοιάζει και για το ρόλο του στην ιστορία που έχασα.
Για τις δικές μου περιπέτειες που έκλεψε, 
για άθλους που μου στέρησε και μάχες που στη θέση μου έδωσε.
Κι αν το λευκό 
είναι ένας τρόμος από μόνος του μεγάλος ,
ένα ακόμα παραμύθι πόσο μεγάλο φόβο κρύβει ;


θα σε κοιτώ να με κοιτάς δίχως να βλέπεις
εγώ τα μάτια στο λευκό το φως το ηλεκτρικό θα έχω
κάπως το φις θα τρεμοπαίζει ,ίσα να με τρομάζει
μέχρι που να χαλάσει τελείως η λυχνία του 
και να χυθεί κάμποσο μαύρο παραπάνω πάνω μου. 
Όπως '' μία Θαλασσογραφία που χάλασε όταν Ο ουρανός χύθηκε στη θάλασσα.''*

Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Μέχρι να ακούσω το θα ζήσουνε καλά κι εμείς καλύτερα
θα κάνω διακοπές πολλές στην ιστορία σου
να δώσω λίγο χρόνο παραπάνω η φυγή σου να αργήσει
και να γίνουν πια τα μάτια μου 
ένα με το λαμπάκι το λευκό 
που τρεμοπαίζει.
Όταν θα πεις τη λέξη τέλος
είναι που θα'χω δει κι εγώ αυτή
την ολόδική μου τη Λευκή στιγμή
τη διαρκείας. 

* φράση παρμένη από την ταινία Lola (1961) του Jacques Demy 

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.2 ( Αν με ακούς )


''Αν με ακούς
κάτι απ'το όνειρό σου έχω
Αν με ακούς
υπόσχομαι να σε προσέχω.

Αν με ακούς
είναι γιατί σου τραγουδάω.
Αν με ακούς
ξέρεις ότι θα σε αγαπάω.

Αν με ακούς
μη φοβηθείς να πλησιάσεις
Αν με ακούς
ποτέ σου δε θα με ξεχάσεις...
ποτέ σου δε θα με ξεχάσεις...
Αν με ακούς. ''

*Τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή. Πληροφορίαι εντός.