Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Θερινά ηλιοστάσια ΙΙ : σφαίρες

Ποτίζαμε τα μωσαϊκά κάθε απόγευμα. 
Το λάστιχο την είχε τη ρουτίνα του· 
κάθε που έπεφτε ο ήλιος, αναλάμβανε 
να το δροσίσει και το πάτωμα και τις αυλές 
και τις ξυπόλυτές μας φτέρνες. 
Μουλιάζανε τα καλοκαίρια μας μ' αυτό το λάστιχο,
 χρόνια τώρα, 
εργάτης με δίχως απαιτήσεις. 
Πού και πού κάνα ξεμπέρδεμα, 
όταν σκούρα τα έβρισκε κι αυτό με τον εαυτό του ή όταν 
ο λαιμός κόμπιαζε και στάλα νερό δεν έτρεχε. 
Ποτίζαμε τα μωσαϊκά και τα βλέπαμε να στραφταλίζουν· 
Ήλιο δεν είχαν πλέον
να δει τις φαγωμάρες, τις φθορές , 
τα χρώματα που έχασαν τη λάμψη τους · 
μόνο του ίδιου του νερού τη λάμψη έτρωγαν,  
με ίδια κάθε μέρα απληστία 
γνωρίζοντας ότι και αύριο θα επιστρέψει . 

Οι φτέρνες είχαν χάσει τη χαρά αυτή· 
αίσθηση δεν τους έκανε 
νερό , μωσαϊκό , 
είχαν δικές τους έγνοιες να φροντίσουν. 
Πού και πού 
σκουντούσε η μία την άλλη , σαν ένδειξη αλληλεγγύης 
ή σαν παραίτησης. 
Είμαι κοντά σου, έλεγαν 
μ' όλες τις φαγωμάρες μου. 
Απάντηση καμιά δεν έπαιρνε,
ούτε παπούτσι καταδεχόταν να φορέσει. 
Γυμνά τα καλοκαίρια γέρναγαν 
και με το δέρμα τους μονολογούσαν: 
Δε φταις νερό που δε σε νιώθω , δε φταις μωσαϊκό, 
μονάχα εγώ έχω το φταίξιμο 
που έκατσα πολύ κοντά στον ήλιο
ή κάπου που' μοιαζε σε θέρμη με τη σφαίρα του. 
Η μόνη τους διασκέδαση 
να βλέπουν κάθε μέρα να υποκρίνεται το ίδιο το μωσαϊκό 
πως τάχα κορακιάζει , 
κι αυτές μειδίαζαν μ' αυτή την έπαρση 
που νιώθει όποιος δε δίψασε.  



Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Θερινά ηλιοστάσια I : άξονες

Το τραπέζι γέμισε ποτήρια · 
Έβαλε νερά, πολλά νερά, 
το δωμάτιο γέμισε ποτήρια νερά 
κι ύστερα το πάτωμα , οι αυλές, τα μπαλκόνια , 
η ταράτσα γέμισε ποτήρια νερά 
- κανένας δεν μπορούσε να απλώσει ρούχα , 
να τινάξει ή να σκεφτεί να βγει απ' το διαμέρισμα - 
παντού ποτήρια και σταγόνες μαζεμένες , 
φοβόσουν μην πατήσεις πάνω σε ξένους κόπους . 
Δεν είχε σημασία αν το νερό ήταν ζεστό ή κρύο ή χλιαρό 
ήταν νερό , σαν όλα τ' άλλα · 
Αν είχε νόημα να είναι κάτι σαν τ' άλλα όμοιο . 
Ήταν νερό, που δε μιλούσε 
που δε σου μύριζε , δεν έφευγε 
που από μόνο του δεν το κουνούσε ρούπι , 
στη θέση του στεκόταν και σε άκουγε . 
Τι φταίει άραγε κι αυτό , 
ποτήρι πράμα, 
που δεν του έδινε κανένας σημασία . 
Φιλοσοφούσε τη ζωή του και σκεφτόταν 
πόσα νερά άδικα χάμω χύθηκαν 
και πόσα έγιναν ατμός 
πριν ξεδιψάσουν κάποιον . 
Δε φταίει ποτέ ένα ποτήρι που δεν το ´πιασε
αυτός που ήταν διψασμένος , 
ούτε κι ο διψασμένος που δεν ήξερε 
πόσα ποτήρια αλήθεια του αναλογούν. 
Αυτός που γέμισε ποτήρια φταίει. 
Που γέμιζε ποτήρια 
χωρίς να υπολογίσει την απόσταση που είχε κάποιος να διασχίσει · 
Γιατί 'ναι άλλο να διψάς 
και άλλο για ποτήρι να κοπιάζεις. 

λεπτομέρεια από έργο του Χρήστου Μποκόρου

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Μπαλκόνι

Αποχαιρετάμε μία μία τις χρονιές
Και τις σκουπίζουμε, όπως τα φύλλα που πέφτουν στο μπαλκόνι
Τι τις θέλεις τόσες γλάστρες λες,
Αφού μαραίνονται δίχως νερό
Αφού σαπίζουν με παραπάνω ·
Το μέτρο δε μαθαίνεται.
Εμπειρικά μαζεύεις τις χρονιές
Ποτίζεις και τα χρόνια σου
Χωρίς να ξέρεις
Αν μαραίνονται ή σαπίζουν οι στιγμές τους όταν φεύγουν .


Αποχαιρετάμε μία μία τις χρονιές, γιατί δεν ξέρουμε τι άλλο να τις κάνουμε
Μια αποθήκευση όλη κι όλη δεν αρκεί
Δίπλα στη σκούπα , στο φαράσι
Σ' ένα κουτί από παπούτσια που περίσσεψε
οι αναμνήσεις αδικούνται δίπλα σε τόση νοικοκυροσύνη
Καλύτερα να έρχονται και να σε βρίσκουν μόνες τους
Άτακτα
Απεριποίητα
Ακανόνιστα
Όπως κι εσύ
μέσα σ' αυτές λειτούργησες.
Στο κάτω κάτω είναι καλύτερη η έκπληξη όταν μοναχές τους ξεπροβάλλουν και σε βρίσκουν
Εκεί που πίστεψες ότι καθάρισες.


Το μόνο που δε θες να σκέφτεσαι
Είναι μην τις περάσεις για άλλου αναμνήσεις και τις βρέξεις με το λάστιχο·
Η υγρασία καταστρέφει ότι έζησες .


Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

αδιάβροχα


συννεφιάζει πιο πολύ 
τις μέρες, τις νύχτες, 
στις μικρές σιωπές ή στα μεγάλα γέλια μέσα
πάνε τα σύννεφα και κρύβονται 
τα ψάχνω κάτω από τραπέζια και κρεβάτια
κάτω από καναπέδες
μαζί με τη σκόνη που κοιμάται ανενόχλητη
τα σύννεφα γεμίζουν χαραμάδες 
που δεν υπήρχαν πριν
τα σύννεφα γεννάνε χαραμάδες
μόνο και μόνο για να έχουν κάτι να γεμίσουν.
λέω καλημέρα 
κι αυτά πάνε και σκεπάζουν τους ώμους μου
γίνονται βροχή και σκέψεις και αναμνήσεις
λίγο απ' όλα γίνονται 
και με ρωτάνε τι θα φάμε, τι θα πιούμε ,
τι θα ζήσουμε.
δεν έχω καταλάβει ακόμα 
με τι κριτήρια σε διαλέγει ένα σύννεφο να κάνει οικογένεια
ή με ποια εσύ αυτό
να κάνεις ουρανό.
αντί να αναρωτιέμαι, 
υποθέτω θα πρέπει με λιγότερες χαραμάδες να μάθω να ζω
ή με λιγότερη σκόνη
ή με περισσότερα σύννεφα
να εξαφανίζουν τις χαραμάδες του νου
κι όλα να γίνονται βροχή.
συννεφιάζει πιο πολύ
γιατί οι ουρανοί βαριούνται το γαλάζιο 
κι εγώ τους ουρανούς.
κάθε τόσο , 
μαζί με τις καλημέρες μου, 
ανοίγω τα παράθυρα μπας και το σκάσουν.
τις περισσότερες φορές φεύγουν 
κάνουν τη βόλτα τους κι επιστρέφουν,
τα ίδια, παρόμοια , ή με παρέα 
άλλες πάλι δεν έρχεται κανένα πίσω 
κι εγώ ακόμα και τότε αναρωτιέμαι τι λάθος έκανα 
και δε θέλουν να γυρίσουν πάλι κοντά μου.
στέκομαι στο περβάζι και τους φωνάζω
κοπιάστε να σας κεράσω κάτι
κοπάστε να σας κεράσω 
έχω κι εγώ δικές μου μπόρες ενδιαφέρουσες. 

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Τελεία


Μπερδεύομαι, μπερδεύομαι συχνά
δεν ξέρω αν μιλάω εγώ
ή οι φωνές που μέσα στο κεφάλι μου πλάθουν ιστορίες.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι
σε ποιανού κεφάλι εγώ πλάθω μια ιστορία
κι ύστερα το ξεχνώ.
Όλα είναι πλασματικά, λέει ένας φίλος μου
ελπίζω αυτός να είναι υπαρκτός.
Όλα είναι προσποιητά,
φωνάζει πότε πότε κάτι μέσα μου
και ψάχνω να βρω πώς μπαίνει κανείς μέσα του.
Μπερδεύομαι, ακόμα το μέσα και το έξω δεν τα ξεχωρίζω καλά
τι πρέπει να λέω και τι ν' αποσιωπώ
στις πόσες φωτογραφίες που αναρτώ
καταπατώ ο ίδιος την ιδιωτικότητά μου
στις πόσες αναρτήσεις που γράφω
αυτολογοκρίνομαι.
Ρωτάω αλλά δεν κάθομαι να πάρω απάντηση.
Μας παίρνει το ρεύμα πρώτα.
Αλλάζουν οι χρονιές
χωρίς να καταλάβουμε αν αλλάξαμε μαζί τους.
Θα μπορούσα να γράφω και να μη βάζω τελεία,
αλλά είναι νύχτα
και οι τελείες τη νύχτα μου αρέσουν.
Τις παίρνω μαζί και τις βάζω κάτω από το μαξιλάρι.
Το πρωί που ξυπνώ, έχουν φύγει.
Κάπως έτσι, ατελής
σας λέω καλημέρα.