Δεν ψάρεψα ποτέ, δεν έπιασα ποτέ στα χέρια μου καλάμι, δίχτυα,
αγκίστρια ή δολώματα. Η’ κι αν τα έπιασα, δεν ήξερα μ’αυτά τι ν’απογίνω. Να τα
κρατήσω, να μιμηθώ, να τα πετάξω; Κοιτούσα τους άλλους να ψαρεύουν και να το
κάνουν καλά, να γεμίζουν τους κουβάδες περηφάνια ή να κρατούν στα χέρια τους τα
ζωντανά που σπαρταρούσαν λίγο ακόμη έξω απ΄το νερό, που λαχταρούσαν λίγο ακόμη
για νερό. Δεν μπορώ να πω ότι συμμεριζόμουν τη χαρά τους ή πως την
καταλάβαινα. Δεν είναι ότι υποκρινόμουν,
πως δε θα φάω από ψάρι που στα μάτια μου μπροστά ξεψύχησε ή ότι ήθελα υπέρμαχος
να γίνω των δικαιωμάτων των ψαριών τους. Έχοντας γνώση τι σημαίνει τροφική
αλυσίδα, απλώς παρατηρούσα. Και λαχταρούσα μαζί τους λίγο ακόμη για νερό.
Με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου για ψάρεμα, στην ηλικία που,
ήθελα – δεν ήθελα, θα τον ακολουθούσα. Μπορούσε να βρει ψάρι σε κάθε θάλασσα, στέρνα,
γούρνα, γουλιά και κουταλιά. Το ένστικτο του κυνηγού ήταν κι αυτό κάτι που
αγνοούσα. Εν αντιθέσει με το ένστικτο του κυνηγημένου, που με κάθε αφορμή το
συντηρούσα και το επαλήθευα. Καθώς δεν έπιανα ποτέ μου πετονιά να την πετάξω,
καθόμουν στη γωνιά μου με τον Ποπάυ στα χέρια, να διαβάζω το σπανάκι μου, να γίνω δυνατότερος
μπροστά στου κόσμου τα ψαρέματα. Και δώστου πετονιά και δώστου σπανάκι. Κάπως έτσι έμαθα
ότι ο κόσμος χτίστηκε σε αντιφάσεις. Κάποιος που τρώει και κάποιος που
τρώγεται. Κάποιος που ψαρεύει και κάποιος που ψαρεύεται. Κι εγώ ήθελα να ανήκω
στη δεύτερη κατηγορία. Σ’αυτούς που τρώγονται. Έτσι έμαθα να μην παίζω ξύλο,
ακόμα κι αν με κτυπήσουν, να μην απαντώ, ακόμα κι αν με κατηγορήσουν, να μην
αντιδρώ, ακόμα κι αν με αγαπήσουν. Το κλείδωμα σε έναν εαυτό είναι της γενιάς
μου σύμπτωμα. Που πολλαπλασιάζεται σαν αμοιβάδα, χωρίζεται στα δυο, στα τέσσερα,
στα οκτώ και καταλήγει να’ναι οι
αμοιβάδες που δεν ήθελε ποτέ να γίνει.
Να παρατηρεί, να σκέφτεται, να απορεί και να μη δρα. Να περνά από το
γέλιο στο κλάμα και να διχάζεται. Ένα σύμπτωμα που θέλει πολύ σπανάκι για να
πετάξεις από πάνω σου.
Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών, αλλά δεν είμαστε γεννήτορες. Η
κοινωνία αποφασίζει για σένα, πού θα ζήσεις, πώς θα ζήσεις, ποιο κράτος θα
πληρώνεις όλη σου τη ζωή. Κι ας μην ψάρεψες, ας μην κολύμπησες δίπλα σε
μεγαλοκαρχαρίες. Πληρώνεις την αδράνεια που επέδειξες, που είδες το καλάμι να
βουτά στη θάλασσα και πίστεψες πώς θα ψαρέψει μόνο τα απαραίτητα του τραπεζιού,
τα καθημερινά, όχι τη θάλασσα ολόκληρη. Και όταν άδειασε η θάλασσα, όταν
προσπάθησες να κολυμπήσεις κι έπιασες πάτο, προτίμησες να σκεφτείς ότι τα ψάρια
μας εγκατέλειψαν. Όχι ότι δεν έμεινε ψάρι ζωντανό να πεις καμιά κουβέντα, να
μιλήσετε περί ανέμων και υδάτων, για τη ζωή στα βρώμικα νερά και στους εξίσου
βρώμικους καιρούς.
Με την ίδια λογική, δεν κατόρθωσα ποτέ να πετάξω χαρταετό. Πότε
τα ζύγια δεν ήταν στη θέση τους καλά μετρημένα, πότε ο αετός μου δεν είχε
κατάλληλο μέγεθος, πότε ο άνεμος δεν ήταν με το μέρος μου ή εγώ δεν ήμουν στο
κατάλληλο υψόμετρο. Ή πιο σωστά, δεν είχα ακόμη φάει το σπανάκι μου, για να
επιβληθώ σ’ ένα στοιχείο της φύσης. Τις λίγες φορές που δοκιμάσαμε να υψώσουμε
αετό, τον πέταγε ο πατέρας μου κι εγώ τον παρακολουθούσα. Να σκίζει τον αέρα,
να κάνει κόντρες με τους γύρω αετούς και δίχως ίχνος σεμνότητας να νομίζει ότι
θα φτάσει το σύμπαν. Εγώ όμως ήξερα ότι το σύμπαν δεν είναι για τους αετούς.
Και το σύμπαν το ήξερε καλά, γι’ αυτό και φρόντιζε να τους τσακίζει τα φτερά,
να τους πηγαίνει για εκτέλεση πάνω σε σύρματα ηλεκτροφόρα ή μέσα σε κενά αέρος
να τους πνίγει. Έχει πολλούς τρόπους η φύση να σου δείχνει τα όριά σου. Αρκεί η
δική σου αλαζονεία να τους βλέπει.
Αν δεν τους βλέπει, δε σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν. Απλώς
εσύ, ματαίως θα κοπιάζεις να ψαρέψεις σύννεφα. Με τον χαρταετό, που χρόνια
αργότερα κατάλαβα πως ήταν και αυτός αγκίστρι σου. Αφού πια στέρεψαν οι
θάλασσες, αφού η γη δε μας χωρά, ας βρούμε κάπου, κάποιο σύννεφο να
κατακτήσουμε. Όχι για να το φέρουμε στη γη, αλλά για να μας ανεβάσει, για να
μπορούμε να διαφέρουμε απ’ ότι πια κατηγορούμε. Αν δεν το κάναμε ως τα τώρα,
είναι που η φύση αντιστέκεται και τα αγκίστρια μας ξέρει και αποφεύγει. Κι οι
ουρανοί αύριο πάλι θα γεμίσουν αγκίστρια κι επίδοξους ψαράδες.
Όσοι δεν πιάσαμε στα χέρια μας ποτέ χαρταετό ή του ψαρέματος
καλάμι, θα συνεχίσουμε να τρώμε το σπανάκι μας. Μπορεί μια μέρα να βγούμε στους
δρόμους και να τους κάνουμε θάλασσες, με όσα ψάρια δε βρήκαν φωνή να
υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Κι εμείς με την αρμύρα μας, θα κλάψουμε στη γη κι
όχι πετώντας. Δεν είναι που δεν έχουμε αγκίστρια να πετάξουμε, είναι που δεν
υπάρχουν ουρανοί να μας αντέξουν.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το όγδοο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου