Έπαιρνα πάντα πέντε κεριά. Ούτε τέσσερα, ούτε έξι. Μόνο πέντε, όσες και οι ευχές μου ή αλλιώς οι παρακλήσεις μου. Αν ήταν παραπάνω από πέντε, έπρεπε να στριμωχτούν, να αγκαλιαστούν σφιχτά για να χωρέσουν ή μία από αυτές ή παραπάνω να περιμένει τη σειρά της, για άλλη επίσκεψη στην εκκλησία. Που μπορεί, μέχρι τότε, να μην υπάρχουν ευχές παραπανίσιες ή να μην έχω θέληση κεριά ν’ ανάψω. Κάθε κερί, εξάλλου, ήταν κι ένας μικρός θάνατος. Που καιροφυλακτούσε η καντηλανάφτισσα να τον τελέσει. Ένα προς ένα, προτού καν στρέψεις το κεφάλι σου, έβλεπες τα κεράκια να βυθίζουν το δικό τους το κεφάλι στην άμμο. Οι ευχές έκαναν πάντα τον ίδιο ήχο καθώς έσβηναν, ένα απαλό τσιγάρισμα πάνω στην άμμο. Και το παγκάρι ήταν γεμάτο από τέτοιους μικρούς θανάτους, που περίμενε ο καθένας τους τη στιγμή που θ’ αγοράσεις τους δικούς σου. Αναρωτιέμαι πόσα λεφτά να ξόδεψα ως σήμερα, να δω τις ευχές μου έτσι να τσιγαρίζονται.
Ο αριθμός 5 δεν ήταν τυχαίος. Ήταν τα δάκτυλα που είχα να μετρήσω, οι αφιερώσεις και οι ελπίδες μου οι άνθρωποι γύρω μου να είναι καλά, οι άνθρωποι που πέθαναν να αναπαύονται, να με θυμούνται οι μοίρες όταν μοιράζουν καλοτυχία και ο εαυτός μου, όταν λαθεύει, να επιστρέφει. Όσα κεριά κι αν άναβα, ο εαυτός μου επέστρεφε ταπεινωμένος, εσταυρωμένος κι αναστημένος. Γιατί έπρεπε να την περάσει τη διαδικασία, γιατί δε θα μπορούσα να περάσω κατευθείαν στην ανάσταση, γιατί έτσι φτιάχτηκαν όλες του κόσμου οι αναστάσεις πώς να το κάνουμε, απ’ τα δικά μου τα πεσίματα, που έπρεπε κάθε φορά να είναι και πιο μεγαλειώδη. Και κάθε φορά η ανάσταση είχε και άλλο χρώμα. Δίχως όμως λαμπάδα. Οι λαμπάδες συνήθως κυκλοφορούν γεμάτες παιχνίδια και κορδέλες και στρασάκια και φιογκάκια και δεν αφήνουν χώρο ν’ ανάψει το φιτίλι. Κι αυτό από μόνο του πάλι τις ζωές μας μου θυμίζει, που δεν άφησαν χώρο να ανάψει το φιτίλι. Καλοκαιριάζει θα μου πεις και τι να το κάνεις το φιτίλι με τέτοιον ήλιο . Ο ήλιος θ’ αναλάβει να μας φωτίσει και να μας κάψει. Αλλά χωρίς να μας ζεστάνει.
Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να μας ζεστάνει. Δεν έχω καν μια πληροφόρηση πόσοι από μας αντιλαμβάνονται το κρύο, ακόμα και με 40 βαθμούς υπό σκιάν. Που δε σου φτάνει μια κουβέρτα, που δε σου φτάνει μια αγκαλιά, θέλεις να δεις ανθρώπων έργα φωτιά να βάζουν μέσα σου. Και δεν τα βλέπεις. Και πας και ανάβεις τα κεράκια σου και θες τα χρήματά σου να πιάσουν τόπο στο παγκάρι. Γιατί αλλιώς Θεός δε γίνεται απένταρος. Έχει κι αυτός τα έξοδα συντήρησης. Θυμάμαι που συνόδευα τη γιαγιά μου στην εκκλησία και της ζητούσα συνεχώς ψιλά να ρίξω στο κουτάκι, να πάρω τα κεράκια, να πιάσουν οι ευχές. Μεγάλωσα πιστεύοντας πως οι ευχές είναι συντριβάνια για τουρίστες, που πρέπει κέρματα να δώσεις αν θες να σε προσέξουν, είναι κεράσματα στις Μοίρες στο τραπεζάκι δίπλα απ’το κρεβάτι και κουραμπιέδες στον Άγιο Βασίλη κάτω απ’το χριστουγεννιάτικο το δέντρο. Μεγάλωσα κι εγώ στη λογική του παζαρέματος, να μου δώσεις, να σου δώσω, να τις αξίζεις τις ευχές και να τις αγοράσεις. Κι αγόραζα κι εγώ ευχές, μέχρι που τέλειωσαν τα χρήματα. Κι έτσι με άδειο πορτοφόλι, φοβάσαι ο Θεός μη και δε σε υπολογίζει στα τεφτέρια του.
Ποιος είναι Θεός για τον καθένα είναι συζήτηση μεγάλη, που για να την κάνεις προϋποθέτει ψυχραιμία και λογική. Τίποτα από τα δύο δε συναντάς εύκολα πια, παρά μόνο ανθρώπους που ξέχασαν τα παιδικά τους χρόνια που προσεύχονταν πριν κοιμηθούν, που ζητούσαν συγγνώμη κι έλεγαν ευχαριστώ, που είχαν μια καλή κουβέντα για το καλό σου και μια παρήγορη για το πέσιμό σου. Η ανάσταση δεν έρχεται πια εύκολα, όσο η Σταύρωση. Και σκέψου βάρος στις τσέπες των ανθρώπων με τόσα καρφιά που κουβαλούν, που δε τους μένει σπιθαμή υφάσματος να βάλουν ένα χαμόγελο. Κάποιο τεφτέρι εκεί ψηλά έχει πάρει φωτιά, αυτό σκέφτομαι. Όχι κάποιου Θεού, ποτέ δεν ήμουν υπέρμαχος συγκεκριμένης θρησκείας. Ήμουν όμως υπέρμαχος του σεβασμού. Σε ό,τι διαφέρει απ’ τα δικά μου θέλω, γούστα και κεριά. Ο καθένας ξοδεύει τις ευχές του κι εγώ δεν ήθελα ποτέ καντηλανάφτης να γίνω κι ευχές να τσιγαρίζω. Θα λαχταρούσα λίγη παραπάνω καλοσύνη, αυτή, την καλοσύνη των Ξένων, όπως είπε μια ηρωίδα του Ουίλιαμς. Κι αυτή την καλοσύνη των ξένων να αναλογιστούμε, αν είμαστε ικανοί να την προσφέρουμε οι ίδιοι σε άλλους ξένους γύρω μας.
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Πέραμα. Εκεί γεννήθηκα , εκεί μεγάλωσα. Πέραμα σημαίνει και πέρασμα, όπως και Πάσχα το ίδιο σημαίνει. Ανέβαινα λοιπόν κάθε Μεγάλο Σάββατο στην ταράτσα του σπιτιού μας μ’ ένα βιβλίο και περνούσα ώρες ατέλειωτες. Ήταν το μόνο μέρος που νόμιζα κανείς δε με φτάνει, καμιά ευχή μου δεν τσιγαρίζεται κι εγώ ο ίδιος σαν κερί δε θα μπορούσα να λιώσω. Κοιτούσα τον ήλιο, με κοιτούσε κι αυτός, δεν ήξερα τι ένιωθα ακριβώς, όμως δεν κρύωνα. Δεν είχα κέρματα μαζί μου, ήταν ανέξοδη η πίστη κι η προσευχή μου. Κι έτσι μπορούσα ελεύθερα να πω ότι δεν πίστευα σε κανένα Θεό και ότι πίστευα σε όλους. Κυρίως πίστευα σε ανθρώπους, που Θεό κρύβουν μέσα τους και που μπορούσαν θαύματα να κάνουν και να μην κρατούν τεφτέρια. Μεγαλώνοντας αναθεωρώ και εύχομαι αν υπάρχει Θεός, ένας ή παραπάνω, να σκίσει τα τεφτέρια του και να δώσει μιαν Ανάσταση ακόμα. Και οι άνθρωποι να σταματήσουν να Σταυρώνουν για να μπορέσουν να την αντιληφθούν.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο τέταρτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.