Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ρολόι χειρός


φοράω το πρώτο μου ρολόι / 
δε φορούσα ποτέ / όμως τώρα θέλω 
/ χρόνους / καταπακτές / λουράκια και κουμπώματα και μπαταρίες/ 
φρέσκες /
 η φύση έχει τα γρανάζια της / θέλω να έχω τα δικά μου / 
στο παρελθόν ήμουν ξεκούρδιστος / 
τώρα ζηλεύω κάθε μετρονόμο /
 παλιότερα με στένευε / ο χρόνος / στον καρπό/  
φάκα κι εγώ ποντίκι / 
τυράκι χρόνε δώσε μου να σε αντέχω / κι ας μείνω δίχως πόδι /
 δίχως χέρι και ουρά / 
θα γίνεις τρωκτικό κι εγώ το γεύμα σου / 
 φοράω το ρολόι του παππού / τον χάσαμε σαν πέρυσι  σ' ένα νοσοκομείο /
 εκείνος πρόλαβε και βγήκε από τον χρόνο /
 δεν είχε αισθήσεις και δεν έβλεπε τους δείκτες / 
ο χρόνος όλος ετυφλώθη / 
κι εμείς οι σκύλοι του να τον περνάμε πεζοδρόμια / 
είχε καρπούς γυμνός / ήταν ελεύθερος και πέθανε / 
ο χρόνος είναι τελικά αυτό που μπαίνει μες στο χώμα /
 δίχως βαλίτσα / μόνο γροθιές / 
ο χρόνος και οι άνθρωποι δεν συμβαδίζουν / 
ένας καυγάς στο κάτω κάτω / 
θα σου κρατάω μούτρα που μετράς χωρίς εμένα / 
θα σε γιορτάζω σαν επέτειο / σε ξένα χέρια • 
φοράω το πρώτο μου ρολόι / 
ετών 40 το ρολόι / 
εγώ στα 32 / αυτό δουλεύει πιο καλά από μένα 

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

αναπαλαίωση


ξεσκονίζω τις λεπτομέρειες
απ'το πρωί έχω τα μάτια μου να τρέχουν 
οι λεπτομέρειες στη θέση τους 
ατάραχες ή σοβαρές, απαρατήρητες περνούν 
από το βράδυ ως το ζενίθ μου, 
απ' το πρωί ως το ναδίρ μου, 
μια κλίμακα μέσα μου γεμάτη λεπτομέρειες
να πιάνουν σκόνη
κι ένας ανελκυστήρας εγώ
ισόγειο με ρετιρέ
σκάλες, φεγγίτες, ένοικοι
 - μέχρι να φύγει η σκόνη απ'την ταράτσα , 
σκεπάζονται τα πόδια μου 

άλλοι το λένε αλλεργία κι άλλοι αργοπορία 
οι λεπτομέρειες εμένα με γεμίζουν τύψεις 
συρτάρια οι τύψεις 
ντουλάπες οι τύψεις 
κι εγώ μια ναφθαλίνη γίνομαι 
μη με φας σκώρε 
θα σε ταΐσω ρούχα , δέρματα, αγκαλιές 
άσε με να γεράσω στο συρτάρι μου 
να δω τη σκόνη να παίρνει το μπόι μου • 
το επιπλάκι μου δεν αντιλέγει 
κάθε Σεπτέμβρη ανοίγει μια σταλιά τα φύλλα του 
και μπαίνει φως

ξεσκονίζω το φως 
δε θέλω άλλο να με γδέρνει η επιφάνεια 
θέλω να σκάψω από μέσα το επιπλάκι μου 
άσε με σκώρε 
να δω το φως χορτάτος 
κι ύστερα θα ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά 
θα λαχανιάζω 
κι οι λεπτομέρειες μαζί μου 
άμαθες να τρέχουν πίσω μου 
στη θάλασσα θα πέφτουν για νερό • 
οι θάλασσες με συμπαθούν 
για μένα θα τις πνίξουν 
στη θέση τους θα βάλω κάδρα 
όλες εκείνες οι πληγές που έκανα στο πάτωμα σκουπίζοντας 
θα γίνουν έργα τέχνης .