Τεντώνω το χέρι κι ανοίγω τα φώτα κι ένα σκοτάδι πάει και κρύβεται πίσω απ'τις κουρτίνες μου
πίσω από σώματα καλοριφέρ και κάτω από έπιπλα.
Οι ραφές του όμως ξεπροβάλλουν,
χρατς να του κάνω και θα γεμίσει το παρκέ πίσσα με αστέρια
φέτα σκοτάδι , ανάμεσα στο σώμα το θερμαντικό , να το κάψω να ζεστάνω τα μάτια τα κλειστά μου
και ξύλο να κτυπώ να μη φανεί πριν σκεπαστώ .
Είναι νύχτα ή εγώ μέρα και σηκώνομαι από το στρώμα.
Είναι σκοτάδι κι εγώ μισοσκότεινος να το αγνοώ.
Κι ας μη συναντιόμαστε συχνά, για μένα τίποτα δεν του ξεφεύγει.
Τεντώνω το χέρι κι ανοίγω τα φώτα.
Ο διακόπτης είναι η πρώτη χειροπιαστή απόδειξη ότι ξύπνησα.
Θυμάμαι πως έσφιγγα τα βλέφαρα πιστεύοντας θα φύγει έτσι το σκοτάδι.
Δε βρίσκω το διακόπτη. Τεντώνω το χέρι κι ας μπορούσα με κάθε δάκτυλο ξεχωριστά να επαναφέρω τη στιγμή που ο μεγαλοδύναμος είπε το εγένετο φως .
Ονειρεύομαι πώς είμαι μεγάλος.
Πως ζω μια άλλη ενηλικίωση,
με άλλα χέρια και άλλα πόδια να με έφεραν στο τώρα
κι εγώ να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι με τη γλώσσα έξω.
Ξαφνικά δεν έχω χέρια
είτε τα χέρια μου δεν είναι αρκετά για τόση ανάγκη.
Έχω ακόμα όμως τη μνήμη.
Ονειρεύομαι για να ξυπνήσω κάποια μνήμη.
Ο χρόνος δε μου φτάνει.
Θέλω κι άλλη μνήμη.
Πώς ήμουν όταν περπάτησα , πώς όταν μίλησα,
τι είπα πρώτο ή τι πρώτο με είπε.
Θα λάτρευα όποιον μου εκμυστηρευόταν
μια φέτα από το σκοτάδι που κρύβει η παιδική μου ηλικία.
Για παιδικό παιχνίδι ετοιμάζομαι.
Σβήνω τα φώτα.
Να κρυφτώ. Να σκεπαστώ. Να καταπιώ.
Στο σκοτάδι το κρυφτό μου πλεονάζει.
Ίσως να πρέπει να κάνω τη διαφορά να μου φανερωθώ.
Και δίχως χέρια.
Φέγγει μόνο ένα χαμόγελο.
Τίποτα πιο διαυγές από ένα χαμόγελο τη νύχτα.