Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Tenebrae profundissimae

Τεντώνω το χέρι κι ανοίγω τα φώτα κι ένα σκοτάδι πάει και κρύβεται πίσω απ'τις κουρτίνες μου
πίσω από σώματα καλοριφέρ και κάτω από έπιπλα.
Οι ραφές του όμως ξεπροβάλλουν,
χρατς να του κάνω και θα γεμίσει το παρκέ πίσσα με αστέρια
φέτα σκοτάδι , ανάμεσα στο σώμα το θερμαντικό , να το κάψω να ζεστάνω τα μάτια τα κλειστά μου
και ξύλο να κτυπώ να μη φανεί πριν σκεπαστώ .
Είναι νύχτα ή εγώ μέρα και σηκώνομαι από το στρώμα.
Είναι σκοτάδι κι εγώ μισοσκότεινος να το αγνοώ.
Κι ας μη συναντιόμαστε συχνά, για μένα τίποτα δεν του ξεφεύγει.
Τεντώνω το χέρι κι ανοίγω τα φώτα.
Ο διακόπτης είναι η πρώτη χειροπιαστή απόδειξη ότι ξύπνησα.
Θυμάμαι πως έσφιγγα τα βλέφαρα πιστεύοντας θα φύγει έτσι το σκοτάδι.
Δε βρίσκω το διακόπτη. Τεντώνω το χέρι κι ας μπορούσα με κάθε δάκτυλο ξεχωριστά να επαναφέρω τη στιγμή που ο μεγαλοδύναμος είπε το εγένετο φως .
Ονειρεύομαι πώς είμαι μεγάλος.
Πως ζω μια άλλη ενηλικίωση,
με άλλα χέρια και άλλα πόδια να με έφεραν στο τώρα
κι εγώ να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι με τη γλώσσα έξω.
Ξαφνικά δεν έχω χέρια
είτε τα χέρια μου δεν είναι αρκετά για τόση ανάγκη.
Έχω ακόμα όμως τη μνήμη.
Ονειρεύομαι για να ξυπνήσω κάποια μνήμη.
Ο χρόνος δε μου φτάνει.
Θέλω κι άλλη μνήμη.
Πώς ήμουν όταν περπάτησα , πώς όταν μίλησα,
τι είπα πρώτο ή τι πρώτο με είπε.
Θα λάτρευα όποιον μου εκμυστηρευόταν
μια φέτα από το σκοτάδι που κρύβει η παιδική μου ηλικία.
Για παιδικό παιχνίδι ετοιμάζομαι.
Σβήνω τα φώτα.
Να κρυφτώ. Να σκεπαστώ. Να καταπιώ.
Στο σκοτάδι το κρυφτό μου πλεονάζει.
Ίσως να πρέπει να κάνω τη διαφορά να μου φανερωθώ.
Και δίχως χέρια.
Φέγγει μόνο ένα χαμόγελο.
Τίποτα πιο διαυγές από ένα χαμόγελο τη νύχτα.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

μικρά αντίο ( Ι )

θα δέσω τις πράξεις μου απ'τα μαλλιά 
και θα τις σύρω από δωμάτιο σε δωμάτιο
θα καταφέρω έτσι ένα γερό σφουγγάρισμα στο σπίτι 
κι ένα καλό τους ταρακούνημα - 
ούτως ή άλλως ένα πλύσιμο το θέλουν 
πριν αποχωριστώ αυτούς τους τοίχους 


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Σπηλιές *

ΣιωΠηλιά

Ακροβατώντας οι σιωπές μας γίνονται μήνας,
μέρες θολές που συναντάμε χείλη κλειστά,
μάτια που αδιάφορα κοιτούν τους λεπτοδείκτες...
Παίρνουν γιγάντια μορφή μιας νέας πείνας
που δε χορταίνουν άλλο οι άνθρωποι,
που όλοι στο ανίκανο και στο ανικανοποίητο στέκουν.

Τα δάκρυα πάψαν να γεννιούνται
όταν κατόρθωσε ο νους να τη στεγνώσει την πηγή
και να γελάσει στης εξέλιξης τη φόρα.
Πώς κατορθώσαμε μπροστά να βρούμε πάλι τις σπηλιές;
Με μουγκρητά αντί για λέξεις φτάσαμε πλέον να μιλάμε
κι αντί για αγάπη να σκαλίζουμε τους τοίχους.

Κι εκεί οι μήνες σαν νυχιές στης γης την πλάτη
που ανταλλάσσουμε βουβά αυτούς τους στίχους.


* το παραπάνω όπως τυπώθηκε/δημοσιεύτηκε στο Ποιητικό Ημερολόγιο των εκδόσεων Ιωλκός για την 4η Νοεμβρίου 2011

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Πατριδούλες

Ποτέ δεν ήταν το παρόν μας τόσο αιχμηρό 
για τη δική μου τη γενιά ένα παρόν είναι μια λέξη που δεν πιάνεται
είναι λεπίδα 
εκεί που κάθε ελπίδα αναγραμματίστηκε,
εκσυγχρονισμό τον λένε αυτό  αλλά προς παρελθόν κοιτώντας
όπως να έπιασε ευχή και σαν κατάρα μοιάζει αυτό που λέγαν πάντα οι παλιότεροι ''δε ζήσατε εσείς σαν τις δικές μας κακουχίες''.
Χρειάζεται χέρια πιο σκληρά να έχεις τώρα, πιο δυνατά, που να μη λιώνουν στο παρόν
αλλά να λιώνουν την πέτρα πριν την πετάξουν κατά μέτωπον. 
Για να αγγίξεις ένα μέλλον δε θες χέρια, μονάχα φαντασία 
είναι τόσο άπιαστο όσο ποτέ κι αυτό.
Είναι τα πάντα γύρω μου ανάμεικτες εικόνες,
κι όχι δε ζω στον κόσμο μου, κανένα σύννεφο εφικτό να με κρατήσει από το βάρος 
τόσα χαμόγελα και μάτια θλιμμένα , κρυμμένα στο φόβο που μας κέρασαν με ζόρι
ή κι αγριεμένα που θέλουν απαντήσεις
εδώ , αλλού, αλλά τις θέλουν.
Ένα πρωινό θα ξυπνήσουμε και θα έχουν αδειάσει οι παρέες μας ,
θα'χουν αδειάσει τα σπίτια μας, 
θα έχουν αδειάσει οι ματιές μας 
από ανθρώπους που αναζητούν και δε βρίσκουν
φεύγουν γιατί δεν είναι κάτι ικανό να τους κρατήσει
πιο σωστά, τους διώχνει η πατρίδα
η πατριδούλα του καθένα που δεν αφορά άλλον γύρω του.
Η δική μου είναι παιδιά που συναντώ κάθε μου μέρα και που σε τίποτα δε φταίνε, 
είναι οι ώρες της δουλειάς που δεν πληρώνονται σωστά κατά τη γνώμη μου,
αλλά τις αγαπώ γιατί η δουλειά μου με αγαπά όσο κι εγώ,
είναι η θάλασσα κοντά μου στο διαμέρισμα 
κι ο ήλιος τα χαράματα να με ξυπνά,
ψευδαίσθηση ότι δεν έχω όρια,
είναι οι φίλοι μου που χρόνο κλέβουμε για ένα καφέ,
να μοιραστούμε τα έξοδα, τα σπασμένα και τα γέλια μας
είναι γονείς , είναι αδέρφια, είναι ταξίδια, είναι χρέη, είναι παράπονα,
είναι σκουπίδια μέχρι τον πρώτο όροφο να φτάνουν,
πορείες κι απεργίες,
μια αγανάκτηση
κι ένα παράπονο να ντρέπομαι να είμαι υπάλληλος δημόσιος
κι ας είναι ιδιωτικό αυτό που σπούδασα
κι ας είναι ιδιωτικό αυτό που μοιραζόμαστε στην τάξη.
Δεν έχει τέλος η λίστα του καθενός, 
δεν έχουν τέλος οι πατριδούλες μας.
Μια ερώτηση μπορώ μόνο να κάνω 


κι αν όλες οι μικρές μας πατριδούλες ενωθούν, 

θα φτιάξουν μια σωστή για μας τάχα πατρίδα; 




Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

fake/book

Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι 
τους ξέρεις όλους 
ή τους φαντάζεσαι, τους έχεις υποθέσει ή κάπως αποφύγει,
γνωστοί μέσα στους τόσους τους γνωστούς για ένα ολόδικό τους ύφος
για το μπλαζέ τους ή για το δήθεν, 
για κάποιο δήθεν αρτιστίκ ή περισπούδαστο ,
για μια απλή κι ειλικρινή τους καλημέρα ή μια αγωνία στη ματιά τους να βαραίνει,
για το προσόν που είναι εδώ να σου πουλήσουν ή για τις ρίζες που αναπτύσσουν παρασιτώντας 
και ανταλλάσσοντας τα like τους σε μιαν οθόνη πάνω.
Υπάρχουν άνθρωποι πιο μόνοι κι από βράχια
είτε τραγούδια αναπαράγουν 
είτε με φράσεις στερεότυπες 
σου κάνουν πάσα μέσα στην τόση μονότονη ασχήμια 
ένα χρώμα 
που ξεβάφει.

Όμως : 

'' Δε φτάνει να εκθέτεις τον εαυτό σου σε ένα δίκτυο/
πρέπει το δίχτυ να αντέχει τόσα χέρια που το ψηλαφίζουν/
κι αν έχεις κάτι τόσο υπαρκτό να μοιραστείς/
κι αν είναι δα το φρόνημά σου τόσο υψηλό που να νομίζεις έχει αξία να το πεις εδώ/
να το θαυμάσουν/
να το κοιτάξουν/
να το επαινέσουν ή να το λοιδορήσουν/
να το δείξουν με το δάκτυλο και να σου πουν ένα ''πόσο υπέροχα τα λες''/
''πόσο σπουδαία''/
να νιώσεις ότι οι σταγόνες που ίδρωσες πάνω από τα πλήκτρα με τις ώρες/
με τις μέρες/ με τους μήνες/
τα έγχρωμα κι ασπρόμαυρα ενσταντανέ που επεξεργάστηκες με φίλτρα/
και γυρίζοντας τόπους και τόπους και τα έδειξες θέλοντας λίγο να σου πουν ''πόσο ωραία τα περνάς και πόσο ζάχαρη θε να 'ναι η ζωή σου/
να ψηλαφίσουν/να ψηλαφίσουν/να ψηλαφίσουν/
κι ύστερα πάλι να το αφήσουν ανεπηρέαστο το παρόν σου και το μέλλον σου/
και να γυρίσεις το κεφάλι 
να δεις αν έχεις άνθρωπο δίπλα να σε κοιτά ή στην οθόνη εξίσου κι αυτός εκθέτει/
και μέχρι όλα αυτά να αισθανθείς/
παίχτο και κάποιος που τη ζωή τη σπούδασε/
τα λάθη τα αρνήθηκε για αυτό και ξέρει φράσεις να σου πει διδακτικές/
ή περιπαικτικές/
κομπλεξικές 
ή τόσο μέσα του κτισμένες/
κι αν ό,τι γράφω είναι απλός ή σύνθετος μου παραλογισμός 
μην κάνεις like/επιδεικτικά ζήσε κάτι καλύτερο/
μα σε παρακαλώ/ζήσε κάτι έξω που να μην είναι εικονικό/
που να μην έχει κάτι ψηφιοποιημένο/
ας είναι κάτι με κουκούτσι κι ας λερώσεις/
ας είναι κάτι που πονά κι όχι τα δάκτυλά σου μόνο/
πόσο μονότονη φαντάζει εδώ μέσα η παρέα σας/ας είναι.''


*το κείμενο σε εισαγωγικά προέρχεται από το δικό μου ψηφιοποιημένο τοίχο
όπου σε μέρες κίβδηλες παραλογίζομαι.
Αφιερώνω λοιπόν στις δικές μου ώρες στα πλήκτρα και στους φίλους που όλα τα μοιράζονται 

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Το Αργοπορημένο

    Βρήκε την πόρτα του σπιτιού του ανοικτή. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να συνέλθει από το απότομο ξύπνημά του και την είδε. Ανοικτή , μα όχι απαραβίαστη γιατί κανείς δε θέλησε εχθρός να την παραβιάσει. Την είδε από μέσα. Δεν σκέφτηκε τίποτα άλλο, παρά να την κλείσει. Και το έκανε πατώντας στις μύτες των ποδιών του ένα ένα τα βήματά του. Είχε μόλις χαράξει. 


    Μόνο όταν η πόρτα, στήριγμα πια στην πλάτη του, σφαλιστή βρέθηκε, έκλεισε τα μάτια του και μέτρησε μέχρι το δέκα. Από παιδί το έκανε αυτό, να κλείνει τα μάτια και να μετρά. Να μετρά όσο ένιωθε ότι μέσα του ο φόβος είναι μη μετρήσιμος , μέχρι οι κτύποι της καρδιάς του να επανέρχονταν στο επιτρεπτό όριο. Μετρούσε αρχικά μέχρι το οχτώ, καθώς μέχρι εκεί ήξερε τους αριθμούς με τη σειρά, ύστερα τους ανακάτευε , τους αναποδογύριζε, τους τίναζε από τις άκρες λες και πρόκειται για ρούχο και τους έλεγε πάλι αναγραμματισμένους ή ενωμένους σφιχτά μη μπορώντας να σκεφτεί νέους. Έλεγε αντί για το ''εννέα'' το ''νέα'' κι ύστερα ''δυτρία'' , ''πεντέσσερα'' κι αυτομάτως ένιωθε καλύτερα, ψάχνοντας μέσα στην πρωτοτυπία λύση για το φόβο του.


    Έτσι μέτρησε μέχρι το είκοσι όταν συνάντησε πρώτη φορά στο δρόμο ένα αδέσποτο σκυλί που τον κοιτούσε μέσα στα μάτια κι εκείνος έσφιξε με όση δύναμη μπορούσε της μητέρας του το χέρι, έτσι μέτρησε μέχρι το εκατόν δέκα πριν πάρει απόφαση να ζητήσει τον πρώτο του έρωτα σε ραντεβού, έτσι μέτρησε μέχρι το δέκα χιλιάδες μέχρι να πάρει στην αγκαλιά του το ένα και μοναδικό παιδί του και έτσι μέτρησε μέχρι το ένα εκατομμύριο όταν το βρήκαν νεκρό στα έντεκά  του χρόνια από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου.
     
    Οι αφορμές για να ξεκινήσει το μέτρημα είχαν λιγοστέψει τα τελευταία χρόνια, δεν είχαν όμως εξαφανιστεί. Ζούσε μόνος του, μακρυά από όσους συγγενείς είχε - και δεν ήταν πολλοί - θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή μετά το χαμό του παιδιού του και το διαζύγιό του. Ούτε με τους ένοικους της πολυκατοικίας είχε πάρε δώσε , τώρα όμως ακόμα κι αυτό του φαίνεται σαν λάθος. Αν είχε κάποιες , τυπικές έστω επαφές, ίσως μπορούσε κάποιος να τον βοηθήσει, ίσως κάποιος να είχε δει την πόρτα να ανοίγει, ίσως κάποιος είχε προλάβει ...


   Τώρα όμως δεν μπορούσε να μετρήσει ούτε έναν παραπάνω από το δέκα, οι αριθμοί προτού προλάβει να τους προφέρει έλιωναν στο στόμα τους δίνοντας τη θέση τους σε ήχους ακατανόητους , που ούτε ο ίδιος μπορούσε να εξηγήσει. Ακόμα και η σκέψη τους τον ανατρίχιαζε πια. Πίσω από τα βλέφαρά του που έπεσαν σαν κουρτίνες στα μάτια του δοκίμασε νοερά τους αριθμούς να κάνει εικόνα , όμως απέτυχε ακόμα και σ'αυτό. Αδυνατώντας όπως ήταν αγουροξυπνημένος να σκεφτεί καθαρά, πήγε μέχρι την κουζίνα και ξεκίνησε να φτιάχνει καφέ. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, όμως δεν έλεγε να το πιστέψει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να δει. 'Ελεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του ότι οι πιθανότητες είναι μικρές, ότι θα το προλάβαινε, ότι ίσως στεκόταν τυχερός και δε συνέβαινε ποτέ σε αυτόν. Όμως έκανε λάθος.


    Ήπιε τον καφέ του σε 5 γουλιές, από αμηχανία και ντύθηκε βιαστικά. Βγήκε στο δρόμο και είδε το πρώτο φως της ημέρας να υποδέχεται τους νυσταγμένους διαβάτες να παίρνουν το δρόμο για τη δουλειά τους. 'Ανθρωποι που πύκνωναν σιγά σιγά και κινούνταν όλο και με πιο γρήγορους ρυθμούς γύρω του. Αριστερά και δεξιά, άνθρωποι με χαμόγελα ανύπαρκτα ή σβησμένα και μόλις δυο τρεις απ'το σωρό με μια υποψία χαμόγελου. Δεν του έκανε πια καμιά εντύπωση,την ίδια εικόνα πρέπει κι εκείνος να παρουσιάζει.Δε θυμάται πότε ήταν εξάλλου που γέλασε τελευταία φορά. Όμως γιατί είχε την αίσθηση ότι δεν γινόταν αντιλητπός; 


   Βρήκε ένα σκιερό στενό να σταθεί λίγο και να παρατηρήσει καλύτερα το πλήθος. Πλησιάζοντας εντόπισε ένα ζευγάρι γυαλιστερά μάτια να τον κοιτούν επίμονα. Ήταν τα μάτια ενός σκύλου. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τρέξει μακρυά του, όμως αυτό ίσως το θύμωνε και τον κυνηγούσε.Δεν είχε το χέρι της μάνας του να σφίξει, έτσι έσφιξε ο ίδιος το αριστερό του χέρι χρησιμοποιώντας το δεξί. Διάλεξε να του μιλήσει. ''Ποιος είσαι βρε μούργο ; ''του είπε. Ο σκύλος δεν αντέδρασε, για την ακρίβεια ήταν σαν να μην άκουσε λέξη από εκείνον. Όμως το βλέμμα του στεκόταν ακόμα καρφωμένο απάνω του, λες και μπορούσε να δει μέσα του ή να διασχίσει τη σάρκα του και να δει και πίσω από αυτόν.''Γιατί δε μιλάς;''συνέχισε να το ρωτάει χωρίς να παίρνει απόκριση.''Εεε,σου μιλάω.Αφού με κοιτάς, μίλα μου!''.Το σκυλί δίχως να ανοίξει σταλιά το στόμα του, έβγαλε ένα μικρό γρύλισμα και ξεκίνησε να φεύγει. Εκείνος ένιωσε την ανάγκη να
τον κρατήσει έστω για μια αγκαλιά, όμως το ζωντανό απομακρυνόταν πια. Του έκανε ένα σύντομο ''ψιτ'' μαζί με μια γρήγορη κίνηση του χεριού να του τραβήξει την προσοχή και το κατάφερε για λίγο. Το σκυλί γύρισε για μια στιγμή, τον κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια κι ύστερα σκύβοντας το κεφάλι κι έφυγε. 


    Δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει τι έκανε μέσα του αυτό το βλέμμα του σκύλου, ξαφνικά όμως λύθηκε σε κλάματα. Έκατσε στο πεζοδρόμιο , επέτρεψε στα χέρια του να κρύψουν το πρόσωπό του κι έκλαιγε για ώρα. Τόση ώρα που διάφοροι περαστικοί τον πέρασαν για ζητιάνο και του πετούσαν αραιά και πού κέρματα. Ο ίδιος δε σήκωσε ξανά το κεφάλι παρά μόνο όταν ένιωσε ένα πλάσμα να τον κοιτάζει . Κοιτάζοντας το κι εκείνος αναγνώρισε το ίδιο πλάσμα που εκείνο το ξημέρωμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και το έσκασε μακρυά του. Ήταν αυτό που χρόνια είχε κλειδώσει στους τέσσερις τοίχους και που τώρα ήξερε ότι τον εγκατέλειψε για πάντα. Ήταν το συναίσθημα κι αυτός δεν είχε κάτι να του κληροδοτήσει, δεν  είχε άλλες μνήμες να του κάνουν συντροφιά που να θυμόταν.


     Ήταν το συναίσθημα ένα βήμα πριν φανερωθεί στο φως, αργοπορημένο.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Π-νύχτα


Μη με παρεξηγείς . 
Οι ήχοι με ξύπνησαν.
Δεν ξέρω πώς το κατάφεραν,
εγώ που πάντα είχα τον ύπνο στο τσεπάκι μέσα
τώρα μου διέφυγε η κάθε επιθυμία.
Οι ήχοι με τράνταξαν, χέρι που με τσαλάκωσε.


Μη με παρεξηγείς, μέρες περνούν και δεν έχω μιλιά


Ή έχω.
Αλλά δεν βρίσκω μέσα μου να υπερτερεί το νόημα.
Γράψε για
Το παρόν
το ακατοίκητο,
το ξενοίκιαστο 
ή αλλιώς το ήδη πουλημένο
Γράψε πως κλαίω για το παρόν 
για το απέραντο κενό που έτσι αχόρταγα λαχτάρησαν τα πόδια μου
να περπατήσουν και να αφήσουν μια στιγμή 
προτού το ψαλιδίσουν πέφτοντας
Γράψε για 
το 'Αμαχο
το πλήθος 
τη μάζα
μαζί και για το μύθο ενός πολιτεύματος
γράψε για τους μύθους που μου διάβαζαν μέχρι να αποκοιμηθώ
κι ίσως κι εγώ να τους διαβάσω στον καθρέπτη μου ξυπνώντας.
Γράψε για 
την Αγωνία
την κοινωνία 
που από μικρός απέφευγα να πιω  στην Εκκλησία 
η αγωνία μου
γράψε για την αγωνία μου 
που γίνεται όλο και πιο δική μου 
κάθε ήχο που τρυπάει τα αυτιά μου 
χεράκια μικρά με τόνους να κρέμονται στα άκρα τους 
να μου τονίσουν τη σιωπή, να μου τονίσουν κάτι απροσδιόριστο
να μου πονίσουν
να μου πονέσουν 
ξεκίνησα να στέλνω στο είναι μου μηνύματα , 
μου έγραφα μα δε μου έλεγα
μου έγραφα μα δεν τα λάβαινες
τα γράμματα μου είναι στα αζήτητα 


Με Mερόνυχτα.
Ημερόνυχτα όπως λέμε τα ήμερα νυχτερινά καμώματα.
Και τους ψιθύρους που ακούω και με αφήνουν ξάγρυπνο.
Κι όλο να λέω στον εαυτό μου
λόγια και αναφιλητά που έχεις πνίχτα 


Με κάθε ευκαιρία το έσκαγα απ'το δωμάτιό μου
μαζί όμως κι αυτά να κρέμονται.




* ένας μήνας μετά / ένα ολόκληρο μωσαϊκό που δε χωρά ανάρτηση.
πείτε μου τι θέλετε να πω / με τι να ξεκινήσω
θα το εκτιμήσω δεόντως και με τον προσήκοντα σεβασμό   

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Χαραμάδα

Έλεγα να κρυφτώ, 
να βρω σημείο στη σκιά μου 
σχήμα να αποσπάσω που να μη με προδίδει,
να περνώ δίπλα απ'τους ανθρώπους και να λένε απλά 
να ένας κύκλος 
γιατί ο κύκλος πρόσωπο δεν έχει και λαβές για από κάπου να τον πιάσεις, 
ή 
ένα παράλληλο ορθογώνιο σύμπαν ή μια έλλειψη 
μια κάποια θλίψη να γυρεύω να συμπληρωθώ,
με το κεφάλι μια ακαθόριστη τροχιά από σκέψεις.
Να σταθείς εσύ με το χέρι ίσκιο να κάνει πάνω από τα φρύδια σου 
όσο μετράς τα 5-10-15,
το μέτωπό σου να βουλιάξεις στο κορμό του δέντρου 
και να φτάσεις στη στιγμή φωνάζοντας να 
φτύσεις και να βγεις.
Και να'μαι πίσω από το δέντρο το σημάδι σου.
Ανύπαρκτα ερωτήματα που δε μας βασανίζουν, 
να υπάρχει άραγε παιχνίδι να σου παίξω στο σκοτάδι
όταν από παντού με ξετρυπώνεις;
Έλεγα να κρυφτώ,
να βρω ένα πάπλωμα να μην αφήνει ορατά τα δυο μου πόδια 
τώρα που κρύφτηκα κάτω απ'το κρεβάτι
κι έχει ένα βόμβο το δάπεδο στο αυτί 
του ψιθυρίζει βήμα βήμα το κυνήγι σου. 
Και έχω μέσα μου 
από το δάπεδο παρότρυνση κι ανάγκη 
να αφήσω επίτηδες τα πέλματα κάπως να φαίνονται.
Έλεγα να κρυφτώ , 
το φως να σβήσω αναπνέοντας τυφλά 
σαν όλα τα αβίαστα να ξέρουν στο σκοτάδι την προσαρμογή.
Να , είμαι εδώ και είναι σκοτάδι.
Είμαι έλλειψη, δενδροκορμός κι ένα σημάδι , 
κύκλος, μέτωπο και ανύπαρκτο ερώτημα.
Είμαι σκοτάδι, ακαθόριστη τροχιά και πάπλωμα. 

''επιτραπέζιο ζευγάρι από μέταλλο''
Εκείνο το πιθανό σου όμως χαμόγελο 
ξέρω πού θα το βρω,
σ'αυτή τη χαραμάδα που αφήνεις πάντα να φανεί 
όταν με βρίσκεις.


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Έλα να ζήσουμε μαζί ένα Παρελθόν

Όλο και πιο συχνά μιλάμε για το παρελθόν. Για το δικό μας , το συλλογικό, αυτό που μας μεγάλωσε. Αλλά και το ατομικό, αυτό που μόνοι μας χτίσαμε με τουβλάκια πλαστικά και πολύχρωμα και γύρω του βάλαμε φύλακες τα playmobil μας να το φυλάνε. Γυρίζουν όλα σα διαδρομή σε καρουζέλ. Εικόνες, εκπομπές, συνθέτες και ερμηνευτές και όλο θαυμάζουμε, όλο ένα ''Υπέροχο'', ''Συγκλονιστικό'', ''Αξεπέραστο'', ''Αριστούργημα'' ξεφεύγει από το στόμα μας, ίσως και λίγο από συνήθεια, ίσως και τιμής ένεκεν , βλέποντας τη χρονιά κοπής του προϊόντος. Μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια με τα προγράμματα της Ερτ που μύριζαν σαν πούδρα βρεφική κι αρχίζουμε να βομβαρδίζουμε τη μνήμη με φράσεις κλειδιά για Φρουτοπίες, για Φρου φρου, για ένα κουτί με παραμύθια,για τη Τενεκεδούπολη ή για τη Λιλιπούπολη,τη Μάγια Μέλισσα, το Ουράνιο τόξο και το Νιλς Χολγκερσον και πως στο Μι τραγουδά τα παραμύθια η Μελιά θέλουμε να φωνάξουμε με ένα χαμόγελο να μοιραστούμε με συνομήλικους το γεύμα αυτό το τρυφερό. Σαν να μην πέρασε μια μέρα ή σαν η μέρα που πέρασε να μας πονάει.Σαν ... για να πούμε κι εμείς με τη σειρά μας στη γενιά την επόμενη ''...Στα χρόνια μας ήταν αλλιώς.'' 
Όλο και πιο συχνά κοιτάζουμε ασπρόμαυρα και περιμένουμε τα χρώματα , σαν το ρολόι έναρξης στην κρατική τηλεόραση και το ηχητικό το σήμα του τσοπάνη. Πού πήγε άραγε το χρώμα; Ποιος το αφαίρεσε ; Πάνε αρκετά χρόνια πια και όμως επιμένουμε στην Αλίκη, στο Μάνο, στο Μίκη, την Τζένη, τη Μελίνα, ανταλλάσουμε μικρά τους αποσπάσματα, σε τοίχους τα κρεμάμε όπως θα κάναμε το ίδιο για νεκρούς πια συγγενείς αγαπημένους μας, που ένα κάδρο στο σαλόνι ή στο χωλ είναι αυτό που απομένει απ΄τη ζωή τους. Αλλά αυτούς τους συγγενείς δεν είναι αρκετό ότι τους μνημονεύουμε, ψάχνουμε λόγους παραπάνω να το δείξουμε κι αλλού ότι τους θέλουμε ακόμα ζωντανούς. Φωνάζουμε ασπρόμαυρα, ένα γιατί το παρελθόν να έκρυψε καλά τόσο το χρώμα του και σήμερα ξεθώριασαν οι απόγονοι.
Υπάρχουν σήμερα απόγονοι; Υπάρχει αντιστοιχία ; Σύνδεση πώς να κάνουμε με το παλιό μας και το νεόκοπο,  όταν το νέο δείχνει τόσο ξεκομμένο από τις μνήμες μας, τόσο μπαγιάτικο, φτηνό ή απλώς άνευ νοημάτων; Ποια μελωδία να συγκινήσει σήμερα, ποιο στίχο να γράψεις κάπου μέσα σου και γύρω απ'αυτόν να αναθρέψεις μια ελπίδα; Δε φτάνουμε μακρυά, να συζητάμε για μυαλά ή στοχαστές, πόσους Σεφέρηδες εξάλλου,πόσους  Ελύτηδες, Ρίτσους ή Καρυωτάκηδες να περιμένεις να γεννήσει ένας τόπος; Ίσως και να γεννάει , ίσως και να υπάρχει γύρω μας κάτι απ΄αυτούς που καταπίνει η μάζα. Αλλά δεν συγκινούν. Πάλι μιλάμε για Καβάφη και το στόμα μας δε βρίσκει λέξη, άχαρη προγονοπληξία για πολλούς το σύμπτωμα, δέος το λένε άλλοι τόσοι. 
Όλο και περισσότερο αναζητούμε νοσταλγίες μέσα στη μέρα μας, ξυπνάμε ενήλικες και φτάνει το βράδυ να'μαστε πάλι παιδιά, να χρειαζόμαστε μια μουσική - όχι τραγούδι απλό, αλλά μια μελωδία σαν νανούρισμα - να μας βάλει στο κρεβάτι, να κρύψουμε ένα μουρμουρητό μας κάτω από το μαξιλάρι, λίγη ζωή να προστατεύσουμε κάτω απ'τα όνειρα τα άστρωτα και όταν έρθει το πρωί, ό,τι ανασαίνει ακόμα να το αφήσουμε απ'το παράθυρο να φύγει, να πετάξει από δέντρο σε δέντρο και να ευχηθούμε να επιστρέψει πίσω, να μας βρει με μια λαχτάρα παραπάνω να το ψάχνουμε. Οι δείχτες να γυρίζουν προς τα πίσω, να ανακαλύπτουμε κάμποσα βίντεο τη μέρα , να μοιραζόμαστε μια έκπληξη για το πως έμοιαζε στα νιάτα της μια αγαπημένη μας φωνή και πόσα άραγε τραγούδια της δεν μάθαμε ακόμα , χαμένα κι αυτά μέσα στο χρόνο .          
Δεν ξέρω αν έτσι χάνουμε το χρόνο μας ή αν έτσι μόνο αξίζει να τον ζούμε, δεν είναι αρκετό ό,τι κι αν κάτσω να σκεφτώ ή γράψω. Ίσως θυμώσω με το σήμερα και που σ'αυτό δε δίνω σημασία να το μάθω ή ίσως πάλι να μη θέλω να το μάθω, να με αρπάζει απ'τα μαλλιά και μένα αυτή η νοσταλγία για το χθες. Τι είναι αυτό που μοιάζει ότι χάνουμε το χρόνο μας; Είναι ιός που εξαπλώνεται ή μία μίμηση, είναι ντροπή για το παρόν, είναι ευθύνη που δε θέλουμε να πάρουμε, κάτι καλύτερο να φτιάξουμε στο τώρα; Αγαλματάκια ακούνητα λοιπόν, μέρα και νύχτα αναλώνουμε τους φόβους μας και τους βουτάμε στις χαρές του χθες μας. Όλο και πιο συχνά συναντώ γύρω μου ανθρώπους που χαίρονται για το πως μεγάλωσαν , αλλά όχι για το πως τώρα μεγαλώνουν. Κάποιες φορές εύχομαι να έκρυβε και το μέλλον τόσες νοσταλγίες ή φτάνουν στιγμές που το νομίζω κιόλας. 
Κι επιστρέφω στο μέλλον, θέλοντας και μη, σχεδιάζω , ανταποκρίνομαι , συνεργάζομαι και υπομένω, υπηρετώ, αναπνέω, ασχολούμαι, μοιράζομαι και ανυπομονώ αλλά όσο κι αν προσπαθώ με παρελθόν ονειρεύομαι ακόμα.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Κάθε Σεπτέμβρη / Μια υπόσχεση

Κατηγορώντας το παρόν για μια μιζέρια τόση
ένα απ'την τσέπη μου χαμόγελο 
ξηλώνω 
- είχα καιρό να το φορέσω κι εκεί μέσα 
έπιασε ρίζες -
λίγο στις άκρες το πατάω να μη του μείνει καμιά τσάκιση 
και το φορώ.
Είμαι από χρόνια αισιόδοξος,
λίγο σαν να πατώ στα σύννεφα, 
λίγο πολύ από αντίδραση 
να μη με βλέπεις από μέλανα χολή να στάζω . 
Κι αυτό που χάνουμε στο σήμερα,
αυτό που κλάπηκε από εμάς 
δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να τον ρίξει κάτω.
Πολίτης που υπερήφανα δεν νιώθω
μειώσεις σε μισθούς και ανασφάλεια , 
φίλοι μου άνεργοι , αγανακτούν ή υπομένουν
κι εγώ μαζί τους να μοιράζομαι ένα πιο δυνατό μου γέλιο.
Από αντίδραση, καθήκον ή σαν άμυνα
κρατάω τα χρώματα που θέλω να προσφέρω γύρω μου.

Και όταν έρχεται ο καιρός να επιστρέψω 
σ' αίθουσα σχολική με μάτια ζευγάρια των παιδιών να με κοιτάζουν
είμαι διπλά, τριπλά χαρούμενος
που έχω ακόμα ένα χαμόγελο μεγάλο να τους δώσω
να εξηγήσω, να σταθώ , να καταλάβουν
αν πρόκειται σε τέτοια κοινωνία να σταθούν
ας έχουν κάποιον να τους δώσει λίγο χρώμα 
μια αγκαλιά και μια κουβέντα 
να σκεφτούν το παραπάνω,
να ξεχωρίσουμε τροφή από τα μασημένα που μας δίνουν 
να βρούμε κάπου την αλήθεια.
Τολμώ να πω είμαι ευτυχής για τη δουλειά μου
γιατί ακόμα δεν τη βλέπω σα δουλειά
αλλά μια φυσική , τόσο αβίαστή μου καθημερινότητα
να είμαι εκεί. 

Και να υπόσχομαι κάθε αρχή Σεπτέμβρη
Ανάμεσα σε μένα και στα πλάσματα αυτά καμιά σκιά 
να σπαταλά το φως που έχουμε όρεξη να φάμε.


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ursa Major

Σου έταξα λέξεις και σου έδωσα το στόμα 
εκεί 'ναι σου είπα / να ψαρέψεις τις δικές σου
- κι είναι παράξενος κανόνας -
κι όμως 
οι λέξεις με εγκαταλείπουν κι εγώ δε νοιάζομαι
ανοίγω με το ίδιο μου το χέρι την εξώπορτα,
περάστε / στο καλό κι ας μη ξανάρθετε τους λέω 
κι αυτές στραβοκοιτάνε / και τσακίζονται απ'τις σκάλες. 

Από καιρό τις παραμόνευα / να δω πότε εμφανίζονται
κι όταν απόφαση το πήρα 
ότι στις λύπες μου τραπέζι στρώνουν
ήρθες εσύ να με αποδεσμεύσεις.
δεν φταίνε αυτές  μου είπες / και μην τις απορρίπτεις
είναι ανώφελο να είσαι ευτυχισμένος με τις λέξεις 
- είναι παράξενος κανόνας κι όμως -
όταν αυτές δεν έχουν / ευτυχία να συγκρίνουν.
 
Σελίδες με ναυάγια μοιάζουν και δε σώζονται / σε σκέφτομαι   
γράφονται, σβήνονται, ποτέ δε φτάνουν /  σου μιλάω 
στεριά να τις αφήσω δεν υπάρχει / σε θυμάμαι 
βάζω cd ταπετσαρία να γεμίσει το διαμέρισμα / σε περιμένω. 
Είναι παράξενος κανόνας όμως 
όταν στιγμές από ευτυχία καταπίνεις / να μην μπορείς πάνω σε πλήκτρα να τις φτύσεις.
Πολλές εικόνες στο μυαλό μου περιστρέφονται
κι ακόμα τόσοι προορισμοί και περπατήματα
το καλοκαίρι φετινό από τα πι'όμορφα
δίχως να νιώθω ενοχές το ξεστομίζω. 
Κι εγώ τις λέξεις που δε μπόρεσα να πω 
- εσύ τις ξέρεις πιο καλά - τις ζωγραφίζω
μ'αυτή τη νύχτα με φεγγάρι που μου έδειξες / Μεγάλη Άρκτο ικανή 
να κλέψει τη ματιά μας πέρα από το φεγγάρι.

(κι αν μέσα μου εγκατασταθεί αυτή η Μεγάλη Άρκτος, ίσως να είμαι για καιρό πολύ απόντας )


Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η Παναγία των κλειδιών του

Έπαιζε ώρες με τα κλειδιά του. Τα γύριζε , τα έκανε στροφές, τα επεξεργαζόταν με τα δάκτυλα και τα μάτια. Το μέταλλο πάντα του τραβούσε την προσοχή κι αυτή η τόσο δα μικρή ποσότητα από μέταλλο ήταν σε σχήμα ικανό να του ανοίξει μία πόρτα. Τη δική του πόρτα. Δεν ήταν από αυτούς που συνήθιζε να κρεμάει μαζί με τα κλειδιά του φυλαχτά, ζωάκια σε μέγεθος παλάμης ή μονογράμματα. Ήθελε να μπορεί πάντα να τα χωράει στο ένα του χέρι και να τυλίγει με τα πέντε του δάκτυλα. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ήταν όταν δέχτηκε να κρεμάσει ανάμεσά τους μια μικροσκοπική εικόνα της Παναγίας.

Δεν ήταν άτομο θρήσκο, με τίποτα δεν θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις έτσι. Δε σύχναζε σε εκκλησίες παραπάνω από ότι οι  περισσότεροι γνωστοί του, στις μεγάλες δηλαδή εορτές και κυρίως για να συναντήσει όλους αυτούς που θα σχολίαζαν την απουσία του αν διακινδύνευε να τους τη δώσει. Δεν έκανε το σταυρό του περνώντας έξω από ναούς, ούτε ένιωθε ντροπή για αυτό. Ήταν κάτι που και ο ίδιος αντιπαθούσε σχεδόν να παρατηρεί στους άλλους, το θεωρούσε υποκριτικό εκ μέρους μιας κοινωνίας τόσο αφιλόξενης, να προσποιείται την φιλεύσπλαχνη και ελεήμονα. Αλλά παρόλο αυτά, μια μικρή εικόνα της Παναγίας στόλιζε το μπρελόκ του.

Ο ίδιος καλά καλά δεν το πρόσεχε, αλλά όσοι τα έβλεπαν δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από την μικρή αυτή εικόνα. Σχεδόν ασφυκτικά τοποθετημένη ανάμεσα στο κλειδί της εξώπορτας, της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, του αυτοκινήτου, της δουλειάς και του πατρικού του σπιτιού, στεκόταν μια γυναίκα που δίχως να μπορεί να βγάλει από το στόμα της μια λέξη, αποτύπωνε  με το μισό μέρος του σώματός της, αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πει φωναχτά. 

Το πώς βρέθηκε στα χέρια του δεν έχει τόσο σημασία, αν και το ότι δέχτηκε να την κρατήσει και να την τοποθετήσει σε τόσο περίοπτη θέση, είναι ενδεικτικό της σημασίας που είχε για εκείνον το πρόσωπο που του τη δώρισε. Ήταν ανάμεσα στα λίγα πράγματα που θεωρούσε κειμήλια στη ζωή του - δεν του άρεσε η λέξη, δεν έβρισκε όμως άλλη εξίσου αντιπροσωπευτική  - και δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Σημειώματα μικρά , δήθεν λησμονημένα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων, φωτογραφίες των γονιών του σε ηλικίες που δεν είχε την ευκαιρία να τους ζήσει και που οι ίδιοι δεν είχαν καν γνωριστεί , μεταλλικά κουτιά μπισκότων γεμάτα με τις κλωστές της μητέρας του και γράμματα του πατέρα του σ'εκείνη όσο υπηρετούσε, την πρώτη του φυσαρμόνικα να του θυμίζει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να τη μάθει να γεννά τη μελωδία της και την παράτησε, και αυτή τη μικρή εικόνα της μητέρας του Ιησού που τη θυμόταν χρόνια ολόκληρα περασμένη με παραμάνα στο μαξιλάρι της γιαγιάς του.

Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του. Ονειρευόταν πολλές φορές τον εαυτό του παιδί να τρέχει στην αγκαλιά της κι εκείνη να τον υποδέχεται με αυτό το γάργαρο γέλιο της που τον τύλιγε σαν ζεστή κουβέρτα. Ήταν αυτή που τον μεγάλωσε όταν οι δικοί του χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και σαν να της όφειλε τη ζωή του, μέσα του βαθιά την αποκαλούσε μάνα του. Της εκμυστηρευόταν όλες του τις σκέψεις κι εκείνη τον άκουγε ώρες ατέλειωτες χωρίς να δείχνει ποτέ να τον βαριέται. Μόνο πού και πού του χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε ένα  '' Καρδούλα μου , άσε με να τελειώσω με τη μηχανή πριν σκοτεινιάσει , ξέρεις ότι τα μάτια μου το βράδυ δεν λειτουργούν'' και μ'ένα φιλί στο κεφάλι του έβαζε μια άνω τελεία στα λόγια του και την άφηνε να πιάνει τη μηχανή και να γαζώνει. Από μέσα του μετρούσε ανάμεσά σε πόσα πατήματά της στο πετάλι  θα γυρίσει να του ρίξει μια ματιά, όπως άλλα παιδιά μετρούσαν δευτερόλεπτα ανάμεσα στις αστραπές για να στοιχηματίσουν αν η καταιγίδα απομακρύνεται ή επιστρέφει.

Δε σκέφτηκε τη δική του καταιγίδα κι αν θα μπορούσε να την προβλέψει, ήξερε όμως ότι κάποτε θα τη ζούσε. Κι όταν η γιαγιά του καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δύσκολα πια μπορούσε στα χέρια της να τον κρατήσει, ξάπλωνε με το κεφάλι του να ακουμπά στα πόδια της και της ζητούσε να του λέει εκείνη τώρα τα παραμύθια από τη δική της τη ζωή :  πώς γνώρισε τον παππού του, πώς τον αγάπησε , πώς τον παρουσίασε στους γονείς της και πώς γέννησε την πρώτη της κόρη, τη μάνα του. Εκείνη έλεγε ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, χωρίς ποτέ να διαμαρτύρεται. Μια στο τόσο μόνο της ξέφευγε  ένα αχ ή ένα ωχ που εκείνος άκουγε για όχι και τη ρωτούσε ''γιατί λες όχι γιαγιά, εγώ όλο ναι σου λέω σε ότι μου ζητάς''. Εκείνη γελούσε και του εξηγούσε ότι η παραμάνα πάνω στο μαξιλάρι που κρατούσε στη θέση της την  Παναγία κάπως την τσιμπούσε   και εκείνος της απαντούσε '' Η Παναγία δεν τσιμπάει''.

Ήταν αυτή η Παναγία λοιπόν που δέχτηκε σαν ύστατο δώρο από τα χέρια της γιαγιάς του λίγο πριν πεθάνει και από τότε δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε έδωσε ποτέ εξηγήσεις πώς βρέθηκε στα χέρια του. Μία  φορά μόνο που νόμιζε πώς έχασε τα κλειδιά του , ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Τα βρήκε γρήγορα μέσα σε μια τσέπη, όμως αυτό το παρολίγον χάσιμο τον έκανε να μην τα αφήσει ποτέ ξανά από τα χέρια του. Τι κι αν άλλαζε σπίτια, τι κι αν άλλαζε κλειδιά και μπρελόκ , η εικόνα αυτή αυτόματα έπαιρνε τη θέση της εκεί στριμωγμένη ανάμεσα στα μέταλλα που δε λιώνουν ποτέ , μόνο τις πόρτες του ανοίγουν. Ίσως γι' αυτό το λόγο να θέλησε να την τοποθετήσει εκεί , με την ελπίδα να μη λιώσει ούτε κι εκείνη ποτέ. Να είναι εκεί πάντα παρούσα σε κάθε πόρτα που ανοίγει. Με το ασπρόμαυρο πρόσωπο που εκείνος είχε κολλήσει πάνω στη μορφή της Παναγίας και που ελάχιστοι ήξεραν ότι ήταν το πρόσωπο της γιαγιάς του.   

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Τσεκούρι + μέλι

*Ζυράννα Ζατέλη ''Περσινή Αρραβωνιαστικιά''

Αν έχω κάπου εμπιστοσύνη είναι στο φως του
ήλιος ζεστός να καίει ,
να τρέχω με τα πέλματα να ψήνονται στην άμμο
ή στα βότσαλα
κι εγώ με μια δική μου άρνηση να επιμένω να τα εκθέτω
σώμα γυμνό ( κι αυτά ) κι η γη με χίλια στόματα εγκαύματα.
Από νερό που δε δροσίζει και σε ιδρώτα 
στάλα στάλα να με εγκαταλείπει
και με μικρούς ,τόσο μικρούς τους αποχαιρετισμούς
αλάτι ανταποδίδω σε αυτό που ήπια μόλις.
Βουτιές και μάτια κατακόκκινα
γιατί βουτιές με μάτια κλειστά δεν είναι φίλοι που γνωρίστηκαν,
άρα με μάτια ανοιχτά
σε ένα βυθό ακόμα,καλοκαίρι ψάχνω.
Κι αυτό που βρίσκω είναι χαμόγελα την ώρα που τα πέλματα μου καίω
και τρέχω στην πετσέτα πάνω 
κάτσε να δεις που κόμπο κόμπο θα σε βρέξω και του λόγου σου
κι ας μη σκουπίσεις αυτό που πάνω στα σκοτάδια μου απλώθηκε.
Το ήθελα το χρώμα να σκουραίνει
και κάποτε να το τραβήξω
δέρμα φιδιού κι ας μη του μοιάζει το δικό μου σύρσιμο.
Δέρμα σαν φύλλο εφημερίδας και αποτυπώματα
ασπρόμαυρα στα δάκτυλα
τα χρώματα είναι γύρω μου παντού κι εκεί θέλω να μένουν.
Να είναι ο ήλιος από πάνω μου σεντόνι τρύπιο, 
λίγος αέρας όσο διαβάζω ένα βιβλίο
και κάπου ανάμεσα στις λέξεις να τραντάζεται το φως/
με τα δικά μου μάτια με μιαν αντηλιά αντιμέτωπα
και μια αιώνια πιθανότητα να με καίει.
Ζεστή η λάμα του πλανήτη μου,
ήλιος τσεκούρι εξολοθρεύει
ένα φθινόπωρο/χειμώνα με αρρώστιες 
κι ίσως γι'ακόμα ένα με προϊδεάζει.
Μα με το μέλι του με κυνηγά και μένα,
λαιμόκοψη ας μου πάρει κι ας είναι πετιμέζι...
έχω το νου μου στις ζεστές πέτρες στα πόδια μου 
για να προσέξω αυτή τη λάμψη της λεπίδας.