το όνομά σου το άκουγες στη σκάλα
φορές αμέτρητες
και ζαλισμένο σε έβγαλε στην είσοδο
η επιμονή σου ανελκυστήρα από παιδί να αποφεύγεις.
Μέρα ή μεσημέρι,
χαρά στο φως τα μάτια σου και λύπη που δεν είχε κι άλλο φως
να τα τυφλώνει ως το ξημέρωμα τα δάκρυα
και όσα δε φτάνουν μέχρι έξω να απλωθούν.
Βήματα ακανόνιστα, πότε εδώ και πότε παραπέρα
- κατηγορούν πολλές φορές τα βήματα και όχι τον διαβάτη
για λάθος πορείες και εσφαλμένους υπολογισμούς -
ποτέ μπροστά και πότε πίσω
στο χρόνο πίσω δε νοείται να γυρίσεις
μόνο την πλάτη στο παρόν σου επιτρέπεται.
Στρίβεις γωνίες , περνάς απέναντι εκεί που συναντάς σκιές σου γνώριμες
και αποφεύγεις να σηκώσεις το κεφάλι σε βιτρίνες
ακούγοντας ακόμα στα αυτιά σου τα σκαλιά
να ψιθυρίζουν το όνομά σου.
Πεζοδρόμια σαν τρύπια σώματα
ανοίγματα για δήθεν πράσινο και στόματα
χώμα που κάτω απ'το τσιμέντο ρέει σαν αίμα
και να θες να το πιεις αυτό το αίμα, το χώμα που θυμίζει παιδική λασπόπιτα
και μουσκεμένο ερχομό από βροχή.
Σωροί από ανθρώπων υπολείμματα
αυτά που μέσα μας δεν έμεινε πολύ
ή βρήκε γρήγορα διέξοδο να φύγει, ρούχα σε τσάντες που πεινάνε
σάπια και φλούδες μέχρι πρότινος εδέσματα
όλα μαζί ανάκατα , πληγές , στιγμές και ανώφελα ξοδέματα σε πράγματα
που όλα μια μέρα θα βρεθούν σε έναν παράδεισο σε τσάντες νάυλον συσκευασμένο.
Με απεργίες ένας παράδεισος όμως ποτέ δε χτίστηκε, παρά σκορπίστηκε.
Και κόρνες τόσο δυνατές που ξεκουφαίνουν τα παιδιά που άλλοτε έπαιζαν με βώλους
και τώρα ρόλους μεταξύ τους τσιλιαδόρους ,
οι πόλεις μοιάζουν ζωντανά νεκροταφεία,
όλοι σκιές του εαυτού τους περιφέρονται
κι αν ενδιαφέρονται είναι στον τάφο το δικό τους μη λερώσεις.
Τα βήματα σου ακόμα το όνομά σου ψιθυρίζουν και σε μπερδεύουν
νομίζεις χρόνο πως διαθέτεις
κι εσύ τολμάς να πεταχτείς μέχρι απέναντι
σε πετυχαίνει το καπώ και σε τσακίζει έτσι
που στόχος γίνεσαι στη γη όταν σωριάζεσαι
με το αυτί ακουμπισμένο να ακροάζεται το χώμα
μήπως να πάλλεται κι αυτό όπως κι εσύ τρεμάμενο
και τα σκουπίδια κάπου δίπλα να σου μοιάζουν ή όπως θα μοιάσεις κάποτε εσύ σε εκείνα.
Κι όταν θα σε σηκώνουν από το έδαφος να συνεχίσεις να μετράς
πόσα σκαλιά αναγνώρισες στην κάθοδό σου
ή πόσα ήταν τελικά που έτσι σου μίλησαν.