αλλάζουν οι μορφές κι υποκρινόμαστε
πως τις γνωρίζουμε στ'αλήθεια είναι ψέμα,
σαν ένα βλέμμα αντικρίσει ένα άλλο
βλέπεις το όνειρο που νόμιζες μεγάλο
να συρρικνώνεται
να συμπυκνώνεται
χωρίς ποτέ να εκτονώνεται ή να διαφέρει
- είναι εξίσου ελκυστικό το να μη μοιάζεις
με το να βρεις κάποτε κάποιον που να μοιάζεις -
να σε συμφέρει η διατύπωση είναι πρόβλημα
είναι σαν γρίφος που δε λύνεται ο κόσμος
μια ακαθόριστη του γεύση δοκιμάζεις
μα δεν τρομάζεις
ούτε πορεία να αλλάξεις έχεις νόημα
είναι σαν δυόσμος μυρωδιά που σε μεθάει
και το μεθύσι του σε κάνει να ξεχνιέσαι
να απαρνιέσαι και να γελιέσαι
ότι του έρωτα τα φρούτα βρίσκεις ώριμα
κι όχι στο σάπιο χρώμα τώρα βουτηγμένα.
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010
Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010
Πρώτο χιόνι
Μια απόδειξη γυρεύουμε πως γύρω μας χιονίζει.
Ας είναι βήματα που ύστερα θα λιώσουν από λίγο την κάθε φορά.
Ας είναι ο ορίζοντας ο άσπρος που θα κάνει την ανάσα μας να δροσίσει
κι εμείς να παίζουμε κοιτώντας τα χνώτα μας να παίρνουν σχήματα
να γράφουμε μηνύματα στο έδαφος
και τα γάντια να υγραίνονται , κρύσταλλοι με δέκα άκρες τα χέρια μας.
Ας είναι ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό που θα ποτίσει από το άρωμα που φόρεσες εκείνη την πρώτη του φορά
και δεν το έπλυνες ακόμη για να θυμίζει το άρωμά του το καινούργιο σου παρόν.
Κι αν το μοιράζεσαι στα δύο το κασκόλ, να μοιραστούν και τα αρώματα λαιμούς.
Ας είναι μια αγκαλιά δίπλα στο τζάκι - ένα χειμώνα πέρασα μονάχα σε χωριό κι ακόμα θυμάμαι τον πατέρα μου να ανάβει τα ξύλα, κούτσουρο που παίρνει φωτιά και πυροδοτεί τις ματιές μας - ή σε μια σόμπα ατομική ή και για τους δύο να ανάβει,
όπως και το κρεβάτι κάτω από τα σκεπάσματα
ή μια αλήθεια δίπλα στο ψέμα,
ας τρέξει από τις φλέβες χιόνι να το τροφοδοτήσει, από τα μάτια χιόνι
από τα βλέφαρα χιόνι
να μη στερέψει ποτέ αν δεν θελήσουμε
κι αν αύριο επιστραφεί ο καύσωνας
και βγάλουμε ξανά τις κρύες μύτες μας στο φως
ας είναι το χιόνι σήμερα αφορμή να θυμηθούμε πως υπάρχει.
Κι αν υπάρχει ας το χορτάσουμε για όσο κρατήσει. Μαζί όσο κρατήσουμε κι εμείς.
Ας είναι βήματα που ύστερα θα λιώσουν από λίγο την κάθε φορά.
Ας είναι ο ορίζοντας ο άσπρος που θα κάνει την ανάσα μας να δροσίσει
κι εμείς να παίζουμε κοιτώντας τα χνώτα μας να παίρνουν σχήματα
να γράφουμε μηνύματα στο έδαφος
και τα γάντια να υγραίνονται , κρύσταλλοι με δέκα άκρες τα χέρια μας.
Ας είναι ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό που θα ποτίσει από το άρωμα που φόρεσες εκείνη την πρώτη του φορά
και δεν το έπλυνες ακόμη για να θυμίζει το άρωμά του το καινούργιο σου παρόν.
Κι αν το μοιράζεσαι στα δύο το κασκόλ, να μοιραστούν και τα αρώματα λαιμούς.
Ας είναι μια αγκαλιά δίπλα στο τζάκι - ένα χειμώνα πέρασα μονάχα σε χωριό κι ακόμα θυμάμαι τον πατέρα μου να ανάβει τα ξύλα, κούτσουρο που παίρνει φωτιά και πυροδοτεί τις ματιές μας - ή σε μια σόμπα ατομική ή και για τους δύο να ανάβει,
όπως και το κρεβάτι κάτω από τα σκεπάσματα
ή μια αλήθεια δίπλα στο ψέμα,
ας τρέξει από τις φλέβες χιόνι να το τροφοδοτήσει, από τα μάτια χιόνι
από τα βλέφαρα χιόνι
να μη στερέψει ποτέ αν δεν θελήσουμε
κι αν αύριο επιστραφεί ο καύσωνας
και βγάλουμε ξανά τις κρύες μύτες μας στο φως
ας είναι το χιόνι σήμερα αφορμή να θυμηθούμε πως υπάρχει.
Κι αν υπάρχει ας το χορτάσουμε για όσο κρατήσει. Μαζί όσο κρατήσουμε κι εμείς.
Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010
Δέντρο
Ανάβεις το δέντρο και όλα αλλάζουν. Όχι όπως θα άλλαζαν αν αντί για δέντρο άναβες τα λόγια σου ή τους φόβους σου, αλλά είναι κι αυτό μια αρχή για ζεστασιά. Δίπλα σε λαμπιόνια που ποτέ δεν είναι αρκετά ζεστά για να σε κάψουν αλλά και ούτε αδύναμα για να τα σβήσεις με ένα σου φύσημα, στέκεις και κοιτάζεις. Κοιτάζεις το δειλό τους φως και το ονειροπόλημα στα άκρα των δακτύλων σου όταν τα αγγίζεις.
Δέντρο που φλέγεται, το λες ψιθυριστά.Κι εκείνο σε ακούει γιατί το ψιθυριστά δεν είναι τρόπος να κρυφτείς σε 4 τοίχους. Έξω απ'το σπίτι το κρύο απουσιάζει, χειμώνας κατ'όνομα και μόνο ο φετινός, πού να τη βρει τη δύναμη ο καιρός να σκοτεινιάσει... όλα στην πόλη καίγονται, οι μισθοί κατρακυλούν, οι έξοδοι περιορίζονται, τα έσοδα εκμηδενίζονται, τα δώρα γίνονται λαχείο που κληρώνει , τα σύννεφα πάπλωμα τρύπιο που δεν μπαλώνεται .Μέσα στην ανασφάλεια, το δέντρο αν κοπεί δεν θα είναι για στολίδι , αλλά για κάψιμο μπροστά σε οδοφράγματα και πλακάτ στα χέρια τυλιγμένα . Οπότε ας μείνει άκοπο - ούτως ή άλλως είναι βάρβαρο το νεκρικό φυτό να το στολίζεις επιτάφιο στο δώμα σου.
Το έχεις ανάγκη όμως το φως του στο δωμάτιο, τα μάτια σου να ακολουθούν αυτό το τρεμάμενο άναμμα του και να μετράς ανάποδα το χρόνο προς τη γέννηση . Αν υπήρξε γέννηση, πιστεύεις είτε όχι ο τοκετός σε καθηλώνει και το παρόν σου ορίζει. Σβήνεις τις σκέψεις σου και επικεντρώνεσαι σε εκείνο,όσο πάει και απλώνεται το φως του από κλαδιά που πλησιάζουν να σε αγγίξουν, απ'τον κορμό που όλο ριζώνει στο παρκέ το ξύλινο και κάπως ταιριαστά φτάνει να γίνει ένα και με εσένα που ξαπλώνεις δίπλα του και αναζητάς το παραμύθι. Με το χέρι στην πρίζα του πειραματίζεσαι να δεις αν την τραβήξεις και το φως θα παραμείνει, αν την αφήσεις αν θα χάσει κάτι από τη δύναμή του.
Όλα αρχίζουν τώρα ανάποδα να μετράνε,
τα καλώδια δεν έχουν χέρια να σε πνίξουν
με μια ικανότητα ατόφια μπορούν να σε κλονίσουν
και να σε κάψουν όπως κι εκείνο
κι ας είναι ζεστός ήδη ο χειμώνας
είναι η δική σου η φωτιά που δέντρο γίνεται.
Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
μια σύγκρουση ακόμα
Το κάθε σκαλοπάτι σε μετρούσε αντί εσύ να το μετράς
το όνομά σου το άκουγες στη σκάλα
φορές αμέτρητες
και ζαλισμένο σε έβγαλε στην είσοδο
η επιμονή σου ανελκυστήρα από παιδί να αποφεύγεις.
Μέρα ή μεσημέρι,
χαρά στο φως τα μάτια σου και λύπη που δεν είχε κι άλλο φως
να τα τυφλώνει ως το ξημέρωμα τα δάκρυα
και όσα δε φτάνουν μέχρι έξω να απλωθούν.
Βήματα ακανόνιστα, πότε εδώ και πότε παραπέρα
- κατηγορούν πολλές φορές τα βήματα και όχι τον διαβάτη
για λάθος πορείες και εσφαλμένους υπολογισμούς -
ποτέ μπροστά και πότε πίσω
στο χρόνο πίσω δε νοείται να γυρίσεις
μόνο την πλάτη στο παρόν σου επιτρέπεται.
Στρίβεις γωνίες , περνάς απέναντι εκεί που συναντάς σκιές σου γνώριμες
και αποφεύγεις να σηκώσεις το κεφάλι σε βιτρίνες
ακούγοντας ακόμα στα αυτιά σου τα σκαλιά
να ψιθυρίζουν το όνομά σου.
Πεζοδρόμια σαν τρύπια σώματα
ανοίγματα για δήθεν πράσινο και στόματα
χώμα που κάτω απ'το τσιμέντο ρέει σαν αίμα
και να θες να το πιεις αυτό το αίμα, το χώμα που θυμίζει παιδική λασπόπιτα
και μουσκεμένο ερχομό από βροχή.
Σωροί από ανθρώπων υπολείμματα
αυτά που μέσα μας δεν έμεινε πολύ
ή βρήκε γρήγορα διέξοδο να φύγει, ρούχα σε τσάντες που πεινάνε
σάπια και φλούδες μέχρι πρότινος εδέσματα
όλα μαζί ανάκατα , πληγές , στιγμές και ανώφελα ξοδέματα σε πράγματα
που όλα μια μέρα θα βρεθούν σε έναν παράδεισο σε τσάντες νάυλον συσκευασμένο.
Με απεργίες ένας παράδεισος όμως ποτέ δε χτίστηκε, παρά σκορπίστηκε.
Και κόρνες τόσο δυνατές που ξεκουφαίνουν τα παιδιά που άλλοτε έπαιζαν με βώλους
και τώρα ρόλους μεταξύ τους τσιλιαδόρους ,
οι πόλεις μοιάζουν ζωντανά νεκροταφεία,
όλοι σκιές του εαυτού τους περιφέρονται
κι αν ενδιαφέρονται είναι στον τάφο το δικό τους μη λερώσεις.
Τα βήματα σου ακόμα το όνομά σου ψιθυρίζουν και σε μπερδεύουν
νομίζεις χρόνο πως διαθέτεις
κι εσύ τολμάς να πεταχτείς μέχρι απέναντι
σε πετυχαίνει το καπώ και σε τσακίζει έτσι
που στόχος γίνεσαι στη γη όταν σωριάζεσαι
με το αυτί ακουμπισμένο να ακροάζεται το χώμα
μήπως να πάλλεται κι αυτό όπως κι εσύ τρεμάμενο
και τα σκουπίδια κάπου δίπλα να σου μοιάζουν ή όπως θα μοιάσεις κάποτε εσύ σε εκείνα.
Κι όταν θα σε σηκώνουν από το έδαφος να συνεχίσεις να μετράς
πόσα σκαλιά αναγνώρισες στην κάθοδό σου
ή πόσα ήταν τελικά που έτσι σου μίλησαν.
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
Ανάμεσα
...
ανάμεσα σε μένα και σε σένα μια απέραντη μορφή
με τέσσερα χέρια
τα δικά μου και δικά σου
που άλλοτε αγκαλιάζει εμένα
κι άλλοτε πνίγει εσένα
πότε αφήνει φιλιά κρυμμένα στο λαιμό μου
και πότε στου δικού σου σώματος τις αυλακιές ξαποσταίνει.
Δεν είναι δύναμη αυτό που μας ενώνει , μα ούτε κι αδυναμία
είναι αναίμακτη η μάχη ανάμεσα στα σώματα
και στις καρδιές που ξεκλειδώθηκαν.
Σου αμελώ την προσοχή
ή μου παραπονιέσαι
μα είμαι δίπλα σου χαμένος στις λειψές μου ελευθερίες ...
σου απαιτώ να με ακούς όταν σου δίνομαι
και την απαίτηση σου κάτω απ'τη σάρκα μου κρυμμένη έχω.
ανάμεσα σε μένα και σε σένα μια απέραντη μορφή
με τέσσερα χέρια
τα δικά μου και δικά σου
που άλλοτε αγκαλιάζει εμένα
κι άλλοτε πνίγει εσένα
πότε αφήνει φιλιά κρυμμένα στο λαιμό μου
και πότε στου δικού σου σώματος τις αυλακιές ξαποσταίνει.
Δεν είναι δύναμη αυτό που μας ενώνει , μα ούτε κι αδυναμία
είναι αναίμακτη η μάχη ανάμεσα στα σώματα
και στις καρδιές που ξεκλειδώθηκαν.
Σου αμελώ την προσοχή
ή μου παραπονιέσαι
μα είμαι δίπλα σου χαμένος στις λειψές μου ελευθερίες ...
σου απαιτώ να με ακούς όταν σου δίνομαι
και την απαίτηση σου κάτω απ'τη σάρκα μου κρυμμένη έχω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)