Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.1 (το χρώμα σου)

''Αναζητώ το χρώμα σου,
αντίο λέει το στόμα σου
και το φιλώ
με κόκκινο να βάψω.

Σημάδια ανεξίτηλα,
το χάδι έτσι να κυλά,
με τη φωτιά
το παρελθόν να κάψω.

Δε ζήτησα το αύριο,
δως μου το τώρα άγριο,
ανάγκη έχουν οι μοναξιές να δούνε...
ας είναι άλλη μια φορά να ενωθούνε...

Ξεθώριασαν τα ονόματα
μα μνήμη έχουν τα σώματα
και χρώματα
που πόθησαν θυμούνται.

Τις νύχτες μας τις σκότεινες,
τις κόκκινες μας τις σιωπές
μοιράζουμε
και οι πληγές κοιμούνται...

Δε ζήτησα το αύριο,
δως μου το τώρα άγριο,
ανάγκη έχουν οι μοναξιές να δούνε...
ας είναι άλλη μια φορά να ενωθούνε...

              Αναζητώ το χρώμα σου... ''



* τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή . Πληροφορίαι εντός . 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Bedroom eyes

Mόνος ποτέ δεν είσαι,
είναι πολλά τα μάτια γύρω σου
και σε παρατηρούν
(αν κάτι άλλαξε)
μέσα από τοίχους βλέφαρα ανοιγοκλείνουν
και ίσα που προλαβαίνεις να τις δεις 
κόρες ματιών ανάβουν σαν μικρές φωτιές 
κι ύστερα πάλι σβήνουν.
Κι όταν ξαπλώνεις οι τοίχοι γέρνουν να σε δουν 
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κομμάτι κομμάτι του εαυτού σου
εναποθέτεις σε στρώμα μαλακό
και με σεντόνι να τα σκεπάζει.
Αυτό το σκέπασμα βαρύ όσο ανάλαφρο ακούγεται.
Κι έχεις τα μάτια από τους τοίχους
στα χέρια σου να πέφτουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Δεν έχεις κάτι να τους δώσεις,
τη λαίμαργή τους τη θωριά να την ταΐσεις.
Εσύ που μέχρι πρότινος κρατούσες αγκαλιά 
άνθρωπο νέο
τώρα σου δίνουν λίγο χρώμα να κοιμίσεις.
(Κάπου στις νύχτες έκρυψα κι εγώ την αγκαλιά σου.
Τόσο καλά κρυμμένη
τώρα δεν τη βρίσκω πουθενά)
Να νανουρίσεις εαυτό
ή με το όνειρο να ζήσεις,
κάνεις τις νύχτες σου μια άγρια μαντεψιά
τι απ'τα δύο θα σε κάνει ευκολότερα να χάσεις.
Όχι ότι κέρδισες σε κάτι.
(αυτό ποτέ δεν άλλαξε).
Αλλά τα μάτια θέλουν κάτι να προσφέρεις.
Δίνεις λοιπόν μέρα τη μέρα 
δική σου ολόδικη ματιά 
τόσο επτασφράγιστη στο πιάτο τους
να μη τα δουν τα όνειρα που ζεις 
μες τα μεσάνυχτα
(κι αν κάτι άλλαξε).  


Κρατάω τα μάτια μου κλειστά 
να καταπιώ αυτό το δεύτερο το πρόσωπο που δεν μπορώ να πάψω να απευθύνω.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

τα μάτια της εξόδου


Σε θυμάμαι με το βλέμμα στην έξοδο
να μη χαθείς μέσα στην αίθουσα,
ασφυκτιούσες
από την έλλειψη ένωσης χημικής ,
με δύο λόγια παραπάνω εγκατέλειπες
κι αναζητούσες οξυγόνο φρέσκο.
Δε σου έταξα ποτέ μου το σκοτάδι,
από παιδί απρόβλεπα αυτά μας συναντούν,
σκιές και απαντήσεις που δε γέμισαν κενά.
Υπάρχουν τόσα αφανέρωτα σκοτάδια
κι εγώ δεν ήμουν φανερά ικανός 
λίγο δικό μου φως να σου προσφέρω
να σε κρατήσω αγκαλιά με μάτια ανοικτά να σου φωτίσω
ένα δικό σου δρόμο να ανοίξω , να σε δω να περπατάς 
...και να ψάξω μια ζωή αυτό το φως, ποτέ δε φτάνει η στιγμή για να το βρω.
Ποτό στο χέρι 
και γουλιές με συναντήσεις βιαστικές,
αναμνήσεις που δεν είχαμε ποτέ και όνειρα που δεν κάναμε.
Το εμείς έδινε πάντα μια εντύπωση παραπάνω,
ότι θα μπαίναμε μέσα στον κόσμο τον καταπράσινο που μας περίμενε.
Τώρα το δάσος είναι Μέσα στο ποτήρι κι εμείς το ήπιαμε 
δέντρο προς δέντρο
κι ό,τι οξυγόνο μας απέμεινε
σε φυσαλίδες το κατάπιαμε.
Αναζητήσαμε κάποιον να πληρώσουμε, 
δώσαμε χρήματα τυπωμένα και ζητήσαμε ρέστα,
με άγχος μεγαλύτερο 
και στόχο να περισσέψει κάποιο όνειρο για την επόμενη μέρα αξόδευτο.
Εβαλα το χέρι στις τσέπες μου να βρω το φως που ψάχνεις,
έψαξα δυο και τρεις φορές την κάθε τσέπη
κι ύστερα πάλι.
Εκεί που έβαλα το φως είχα ξεχάσει από πριν λίγο σκοτάδι
ίσα που έφτασε να δούμε πράσινο νέον χρώμα
της εξόδου η ταμπέλα λες και κράτησε τα αποτυπώματά μας.


Κρατάω τώρα στο δικό μου το σκοτάδι
βράδια με αρώματα ξεθυμασμένα,
τραγούδια,ρούχα σου και σημειώματα .
Κάπου ξεθώριασε το άρωμά σου όσο κι αν πάλεψα στη μνήμη μέσα να το κρύψω .
Κάπου το βράδυ δίπλωσε,
τσακίστηκε και με σκέπασε.
Αυτή η ταμπέλα όμως έμεινε εκεί ψηλά να σε θυμίζει και όλα να τα ξεσκεπάζει.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Κόκκινη στιγμή



(Giant Red Spot by Cecil Herring)
Κηλίδα από πινέλο και τριαντάφυλλο,
στο χώμα μου μια μυρωδιά ατόφια πέφτει
κι αν το πινέλο έχω στο χέρι ή το λουλούδι
είναι τα αγκάθια η αφορμή να το μαντέψω.
Στάζουν 
τα δάκτυλα μου λόγια 
που έφτασαν σε σένα και λαβώθηκαν
-Οσμή μου κόκκινη κι αγκάθια τόσα, 
δεν έχω πάντοτε λιμάνι να βουτήξω πλοίο - 
κι έχω τα αγκάθια κάτω απ'το δέρμα να φυτρώνουν.
Φωτιά στο βλέμμα και υπερένταση ,
ένα φεγγάρι χρώμα κίτρινο
σε αναμέτρηση καλεί τα λογικά μου,
σε κάτι τέτοια ξημερώματα δεν έχω αντοχή για αναμετρήσεις.
‎Έχω μπροστά μου τις στιγμές τις κόκκινες 
 ...από αυτές που δεν αρκεί ποτέ το χρώμα να τις βάψεις , 
μην τις πειράξεις σκέφτεσαι και τις χαλάσεις , 
έτσι όπως λάμπουν μυστικά μέσα στα σπλάχνα.
Τραβάω λοιπόν 
μελάνι πορφυρό από το αίμα το ζεστό
και δυνατό με κάνει πάντοτε αυτή η κόκκινη στιγμή.
Που αντιδρώντας κάπως έτσι ισορροπώ 
και μες στα σκoτεινa ανάβω το φανό. 
Ο,τι φωτίζω είναι αυτό που θα κρατήσω
δίχως να μοιάζουν οι σκιές
με αναμνήσεις που να θέλω να θυμάμαι. 
Ό,τι το πριν ήταν πολύ 
τώρα μονάχα με μια κόκκινη στιγμή μου μοιάζει.
Μια κόκκινη στιγμή.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Ιούνης+Φθορές



Tου Ιούνη οι φθορές 
είναι για κάτι ημερολόγια με φύλλα σημειωμένα
μέρες μετράς μέχρι να βγεις σε άδεια 
-μέχρι να βρεις τι θα γεμίσει τα άδεια-
είναι τα Μην που ξεκινούν οι ΜΗΝες 
και δεν τα θέλουμε στης λέξης την Αρχή.
Είναι ρολόγια δίχως δείκτες,
για του ονείρου σου τις νύχτες που αρρωσταίνουν.
Του Ιούνη οι φθορές
είναι με χρώματα ντυμένες 
κίτρινα και κόκκινα ξεθωριασμένα
για μένα και εσένα 
που τα χρώματα πάντα έλεγαν την αλήθεια...
και τώρα αυτή η αλήθεια αμφισβητείται.
Και μένουν πάντα οι προσφορές 
των αρωμάτων
από αλάτι φρέσκο 
και αμμουδιά φρεσκοαπλωμένη
να θαφτεί ένας χειμώνας μέσα της.
Μένουν οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις 
για ότι τάζεις να σκεφτείς ξανά και γρήγορα το αναιρείς.
Του Ιούνη οι φθορές 
έχουν και σένα μέσα τους
μια λίστα από σκέψεις που ξεψύχησαν 
μπροστά στην τόση απροσδόκητη απόφαση του θέρους.
Να βρεις χαρές να υποδεχτείς
να έχεις μαγιό και μάσκα έτοιμα να κλέψεις 
σε ένα βυθό όσα σου χρώματα ανήκουν
με μια βουτιά στα φανερά 
και στα αφανέρωτα
με μια ημέρα ηλιόλουστη να καίει 
τα βήματα που κάνεις τα ξυπόλητα.