Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Λευκή στιγμή

(Benjamin Cottam , White Painting)


Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Ένα τελευταίο παραμύθι και σου υπόσχομαι να κοιμηθώ μετά.
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
μέρα που πέφτω και νύχτα που σηκώνομαι
λευκό να με κοιμίζει και να με αποξενώνει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα και γιατί πρέπει να τον ξέρω.
Για μια ζωή που έπρεπε να σώσει , για μια φωτιά που έπρεπε να σβήσει 
ή μια βροχή που ήρθε αναπάντεχη.
Για ένα σκοτάδι που θα έπρεπε να λάμψει ή που σκορπίστηκε απ' τις ακτίνες του ήλιου.
Μην κλείσεις όλα τα φώτα,άσε ένα μικρό να φέγγει στο δωμάτιο.
Θα τυλιχθώ κι εγώ φόβους λευκούς
να γίνω παραμύθι 
να περιμένω το βράδυ το επόμενο να μάθω τη συνέχεια.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
λάμψη που ξεκινά μικρή και μεγεθύνεται
λευκό να πλησιάζει και να με καταδιώκει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα με άρρωστη αγαπημένη
για μια ανίατη ασθένεια που έγινε ιατή ,
για μια αγάπη που γεννήθηκε από ξύπνημα .
Μη μου θυμίσεις την καρφίτσα που την τρύπησε , το μήλο μαγεμένο που την έπνιξε,
ή το αδράχτι που την κάρφωσε στο δάκτυλο. 
Θα μείνω εδώ σε μια γωνιά του κρεβατιού να σε ακούσω
με μάτια πάντα καρφωμένα στο μικρό τούτο φωτάκι.
Ένα προς ένα αν τα ζυγίσεις 
έχει ένα βάρος το λευκό τόσ' αλογάριαστο.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
τόνος με χιόνι που άνοιξη πέφτει και σε σκεπάζει μέχρι το λαιμό μια ψύχρα
τόσο λευκή κι αυτή.
Θα κοιμηθώ να γίνω παραμύθι.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα που μου μοιάζει και για το ρόλο του στην ιστορία που έχασα.
Για τις δικές μου περιπέτειες που έκλεψε, 
για άθλους που μου στέρησε και μάχες που στη θέση μου έδωσε.
Κι αν το λευκό 
είναι ένας τρόμος από μόνος του μεγάλος ,
ένα ακόμα παραμύθι πόσο μεγάλο φόβο κρύβει ;


θα σε κοιτώ να με κοιτάς δίχως να βλέπεις
εγώ τα μάτια στο λευκό το φως το ηλεκτρικό θα έχω
κάπως το φις θα τρεμοπαίζει ,ίσα να με τρομάζει
μέχρι που να χαλάσει τελείως η λυχνία του 
και να χυθεί κάμποσο μαύρο παραπάνω πάνω μου. 
Όπως '' μία Θαλασσογραφία που χάλασε όταν Ο ουρανός χύθηκε στη θάλασσα.''*

Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Μέχρι να ακούσω το θα ζήσουνε καλά κι εμείς καλύτερα
θα κάνω διακοπές πολλές στην ιστορία σου
να δώσω λίγο χρόνο παραπάνω η φυγή σου να αργήσει
και να γίνουν πια τα μάτια μου 
ένα με το λαμπάκι το λευκό 
που τρεμοπαίζει.
Όταν θα πεις τη λέξη τέλος
είναι που θα'χω δει κι εγώ αυτή
την ολόδική μου τη Λευκή στιγμή
τη διαρκείας. 

* φράση παρμένη από την ταινία Lola (1961) του Jacques Demy 

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.2 ( Αν με ακούς )


''Αν με ακούς
κάτι απ'το όνειρό σου έχω
Αν με ακούς
υπόσχομαι να σε προσέχω.

Αν με ακούς
είναι γιατί σου τραγουδάω.
Αν με ακούς
ξέρεις ότι θα σε αγαπάω.

Αν με ακούς
μη φοβηθείς να πλησιάσεις
Αν με ακούς
ποτέ σου δε θα με ξεχάσεις...
ποτέ σου δε θα με ξεχάσεις...
Αν με ακούς. ''

*Τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή. Πληροφορίαι εντός. 

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.1 (το χρώμα σου)

''Αναζητώ το χρώμα σου,
αντίο λέει το στόμα σου
και το φιλώ
με κόκκινο να βάψω.

Σημάδια ανεξίτηλα,
το χάδι έτσι να κυλά,
με τη φωτιά
το παρελθόν να κάψω.

Δε ζήτησα το αύριο,
δως μου το τώρα άγριο,
ανάγκη έχουν οι μοναξιές να δούνε...
ας είναι άλλη μια φορά να ενωθούνε...

Ξεθώριασαν τα ονόματα
μα μνήμη έχουν τα σώματα
και χρώματα
που πόθησαν θυμούνται.

Τις νύχτες μας τις σκότεινες,
τις κόκκινες μας τις σιωπές
μοιράζουμε
και οι πληγές κοιμούνται...

Δε ζήτησα το αύριο,
δως μου το τώρα άγριο,
ανάγκη έχουν οι μοναξιές να δούνε...
ας είναι άλλη μια φορά να ενωθούνε...

              Αναζητώ το χρώμα σου... ''



* τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή . Πληροφορίαι εντός . 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Bedroom eyes

Mόνος ποτέ δεν είσαι,
είναι πολλά τα μάτια γύρω σου
και σε παρατηρούν
(αν κάτι άλλαξε)
μέσα από τοίχους βλέφαρα ανοιγοκλείνουν
και ίσα που προλαβαίνεις να τις δεις 
κόρες ματιών ανάβουν σαν μικρές φωτιές 
κι ύστερα πάλι σβήνουν.
Κι όταν ξαπλώνεις οι τοίχοι γέρνουν να σε δουν 
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κομμάτι κομμάτι του εαυτού σου
εναποθέτεις σε στρώμα μαλακό
και με σεντόνι να τα σκεπάζει.
Αυτό το σκέπασμα βαρύ όσο ανάλαφρο ακούγεται.
Κι έχεις τα μάτια από τους τοίχους
στα χέρια σου να πέφτουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Δεν έχεις κάτι να τους δώσεις,
τη λαίμαργή τους τη θωριά να την ταΐσεις.
Εσύ που μέχρι πρότινος κρατούσες αγκαλιά 
άνθρωπο νέο
τώρα σου δίνουν λίγο χρώμα να κοιμίσεις.
(Κάπου στις νύχτες έκρυψα κι εγώ την αγκαλιά σου.
Τόσο καλά κρυμμένη
τώρα δεν τη βρίσκω πουθενά)
Να νανουρίσεις εαυτό
ή με το όνειρο να ζήσεις,
κάνεις τις νύχτες σου μια άγρια μαντεψιά
τι απ'τα δύο θα σε κάνει ευκολότερα να χάσεις.
Όχι ότι κέρδισες σε κάτι.
(αυτό ποτέ δεν άλλαξε).
Αλλά τα μάτια θέλουν κάτι να προσφέρεις.
Δίνεις λοιπόν μέρα τη μέρα 
δική σου ολόδικη ματιά 
τόσο επτασφράγιστη στο πιάτο τους
να μη τα δουν τα όνειρα που ζεις 
μες τα μεσάνυχτα
(κι αν κάτι άλλαξε).  


Κρατάω τα μάτια μου κλειστά 
να καταπιώ αυτό το δεύτερο το πρόσωπο που δεν μπορώ να πάψω να απευθύνω.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

τα μάτια της εξόδου


Σε θυμάμαι με το βλέμμα στην έξοδο
να μη χαθείς μέσα στην αίθουσα,
ασφυκτιούσες
από την έλλειψη ένωσης χημικής ,
με δύο λόγια παραπάνω εγκατέλειπες
κι αναζητούσες οξυγόνο φρέσκο.
Δε σου έταξα ποτέ μου το σκοτάδι,
από παιδί απρόβλεπα αυτά μας συναντούν,
σκιές και απαντήσεις που δε γέμισαν κενά.
Υπάρχουν τόσα αφανέρωτα σκοτάδια
κι εγώ δεν ήμουν φανερά ικανός 
λίγο δικό μου φως να σου προσφέρω
να σε κρατήσω αγκαλιά με μάτια ανοικτά να σου φωτίσω
ένα δικό σου δρόμο να ανοίξω , να σε δω να περπατάς 
...και να ψάξω μια ζωή αυτό το φως, ποτέ δε φτάνει η στιγμή για να το βρω.
Ποτό στο χέρι 
και γουλιές με συναντήσεις βιαστικές,
αναμνήσεις που δεν είχαμε ποτέ και όνειρα που δεν κάναμε.
Το εμείς έδινε πάντα μια εντύπωση παραπάνω,
ότι θα μπαίναμε μέσα στον κόσμο τον καταπράσινο που μας περίμενε.
Τώρα το δάσος είναι Μέσα στο ποτήρι κι εμείς το ήπιαμε 
δέντρο προς δέντρο
κι ό,τι οξυγόνο μας απέμεινε
σε φυσαλίδες το κατάπιαμε.
Αναζητήσαμε κάποιον να πληρώσουμε, 
δώσαμε χρήματα τυπωμένα και ζητήσαμε ρέστα,
με άγχος μεγαλύτερο 
και στόχο να περισσέψει κάποιο όνειρο για την επόμενη μέρα αξόδευτο.
Εβαλα το χέρι στις τσέπες μου να βρω το φως που ψάχνεις,
έψαξα δυο και τρεις φορές την κάθε τσέπη
κι ύστερα πάλι.
Εκεί που έβαλα το φως είχα ξεχάσει από πριν λίγο σκοτάδι
ίσα που έφτασε να δούμε πράσινο νέον χρώμα
της εξόδου η ταμπέλα λες και κράτησε τα αποτυπώματά μας.


Κρατάω τώρα στο δικό μου το σκοτάδι
βράδια με αρώματα ξεθυμασμένα,
τραγούδια,ρούχα σου και σημειώματα .
Κάπου ξεθώριασε το άρωμά σου όσο κι αν πάλεψα στη μνήμη μέσα να το κρύψω .
Κάπου το βράδυ δίπλωσε,
τσακίστηκε και με σκέπασε.
Αυτή η ταμπέλα όμως έμεινε εκεί ψηλά να σε θυμίζει και όλα να τα ξεσκεπάζει.