Βρήκε την πόρτα του σπιτιού του ανοικτή. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να συνέλθει από το απότομο ξύπνημά του και την είδε. Ανοικτή , μα όχι απαραβίαστη γιατί κανείς δε θέλησε εχθρός να την παραβιάσει. Την είδε από μέσα. Δεν σκέφτηκε τίποτα άλλο, παρά να την κλείσει. Και το έκανε πατώντας στις μύτες των ποδιών του ένα ένα τα βήματά του. Είχε μόλις χαράξει.
Μόνο όταν η πόρτα, στήριγμα πια στην πλάτη του, σφαλιστή βρέθηκε, έκλεισε τα μάτια του και μέτρησε μέχρι το δέκα. Από παιδί το έκανε αυτό, να κλείνει τα μάτια και να μετρά. Να μετρά όσο ένιωθε ότι μέσα του ο φόβος είναι μη μετρήσιμος , μέχρι οι κτύποι της καρδιάς του να επανέρχονταν στο επιτρεπτό όριο. Μετρούσε αρχικά μέχρι το οχτώ, καθώς μέχρι εκεί ήξερε τους αριθμούς με τη σειρά, ύστερα τους ανακάτευε , τους αναποδογύριζε, τους τίναζε από τις άκρες λες και πρόκειται για ρούχο και τους έλεγε πάλι αναγραμματισμένους ή ενωμένους σφιχτά μη μπορώντας να σκεφτεί νέους. Έλεγε αντί για το ''εννέα'' το ''νέα'' κι ύστερα ''δυτρία'' , ''πεντέσσερα'' κι αυτομάτως ένιωθε καλύτερα, ψάχνοντας μέσα στην πρωτοτυπία λύση για το φόβο του.
Έτσι μέτρησε μέχρι το είκοσι όταν συνάντησε πρώτη φορά στο δρόμο ένα αδέσποτο σκυλί που τον κοιτούσε μέσα στα μάτια κι εκείνος έσφιξε με όση δύναμη μπορούσε της μητέρας του το χέρι, έτσι μέτρησε μέχρι το εκατόν δέκα πριν πάρει απόφαση να ζητήσει τον πρώτο του έρωτα σε ραντεβού, έτσι μέτρησε μέχρι το δέκα χιλιάδες μέχρι να πάρει στην αγκαλιά του το ένα και μοναδικό παιδί του και έτσι μέτρησε μέχρι το ένα εκατομμύριο όταν το βρήκαν νεκρό στα έντεκά του χρόνια από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου.
Οι αφορμές για να ξεκινήσει το μέτρημα είχαν λιγοστέψει τα τελευταία χρόνια, δεν είχαν όμως εξαφανιστεί. Ζούσε μόνος του, μακρυά από όσους συγγενείς είχε - και δεν ήταν πολλοί - θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή μετά το χαμό του παιδιού του και το διαζύγιό του. Ούτε με τους ένοικους της πολυκατοικίας είχε πάρε δώσε , τώρα όμως ακόμα κι αυτό του φαίνεται σαν λάθος. Αν είχε κάποιες , τυπικές έστω επαφές, ίσως μπορούσε κάποιος να τον βοηθήσει, ίσως κάποιος να είχε δει την πόρτα να ανοίγει, ίσως κάποιος είχε προλάβει ...
Τώρα όμως δεν μπορούσε να μετρήσει ούτε έναν παραπάνω από το δέκα, οι αριθμοί προτού προλάβει να τους προφέρει έλιωναν στο στόμα τους δίνοντας τη θέση τους σε ήχους ακατανόητους , που ούτε ο ίδιος μπορούσε να εξηγήσει. Ακόμα και η σκέψη τους τον ανατρίχιαζε πια. Πίσω από τα βλέφαρά του που έπεσαν σαν κουρτίνες στα μάτια του δοκίμασε νοερά τους αριθμούς να κάνει εικόνα , όμως απέτυχε ακόμα και σ'αυτό. Αδυνατώντας όπως ήταν αγουροξυπνημένος να σκεφτεί καθαρά, πήγε μέχρι την κουζίνα και ξεκίνησε να φτιάχνει καφέ. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, όμως δεν έλεγε να το πιστέψει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να δει. 'Ελεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του ότι οι πιθανότητες είναι μικρές, ότι θα το προλάβαινε, ότι ίσως στεκόταν τυχερός και δε συνέβαινε ποτέ σε αυτόν. Όμως έκανε λάθος.
Ήπιε τον καφέ του σε 5 γουλιές, από αμηχανία και ντύθηκε βιαστικά. Βγήκε στο δρόμο και είδε το πρώτο φως της ημέρας να υποδέχεται τους νυσταγμένους διαβάτες να παίρνουν το δρόμο για τη δουλειά τους. 'Ανθρωποι που πύκνωναν σιγά σιγά και κινούνταν όλο και με πιο γρήγορους ρυθμούς γύρω του. Αριστερά και δεξιά, άνθρωποι με χαμόγελα ανύπαρκτα ή σβησμένα και μόλις δυο τρεις απ'το σωρό με μια υποψία χαμόγελου. Δεν του έκανε πια καμιά εντύπωση,την ίδια εικόνα πρέπει κι εκείνος να παρουσιάζει.Δε θυμάται πότε ήταν εξάλλου που γέλασε τελευταία φορά. Όμως γιατί είχε την αίσθηση ότι δεν γινόταν αντιλητπός;
Βρήκε ένα σκιερό στενό να σταθεί λίγο και να παρατηρήσει καλύτερα το πλήθος. Πλησιάζοντας εντόπισε ένα ζευγάρι γυαλιστερά μάτια να τον κοιτούν επίμονα. Ήταν τα μάτια ενός σκύλου. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τρέξει μακρυά του, όμως αυτό ίσως το θύμωνε και τον κυνηγούσε.Δεν είχε το χέρι της μάνας του να σφίξει, έτσι έσφιξε ο ίδιος το αριστερό του χέρι χρησιμοποιώντας το δεξί. Διάλεξε να του μιλήσει. ''Ποιος είσαι βρε μούργο ; ''του είπε. Ο σκύλος δεν αντέδρασε, για την ακρίβεια ήταν σαν να μην άκουσε λέξη από εκείνον. Όμως το βλέμμα του στεκόταν ακόμα καρφωμένο απάνω του, λες και μπορούσε να δει μέσα του ή να διασχίσει τη σάρκα του και να δει και πίσω από αυτόν.''Γιατί δε μιλάς;''συνέχισε να το ρωτάει χωρίς να παίρνει απόκριση.''Εεε,σου μιλάω.Αφού με κοιτάς, μίλα μου!''.Το σκυλί δίχως να ανοίξει σταλιά το στόμα του, έβγαλε ένα μικρό γρύλισμα και ξεκίνησε να φεύγει. Εκείνος ένιωσε την ανάγκη να
τον κρατήσει έστω για μια αγκαλιά, όμως το ζωντανό απομακρυνόταν πια. Του έκανε ένα σύντομο ''ψιτ'' μαζί με μια γρήγορη κίνηση του χεριού να του τραβήξει την προσοχή και το κατάφερε για λίγο. Το σκυλί γύρισε για μια στιγμή, τον κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια κι ύστερα σκύβοντας το κεφάλι κι έφυγε.
Δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει τι έκανε μέσα του αυτό το βλέμμα του σκύλου, ξαφνικά όμως λύθηκε σε κλάματα. Έκατσε στο πεζοδρόμιο , επέτρεψε στα χέρια του να κρύψουν το πρόσωπό του κι έκλαιγε για ώρα. Τόση ώρα που διάφοροι περαστικοί τον πέρασαν για ζητιάνο και του πετούσαν αραιά και πού κέρματα. Ο ίδιος δε σήκωσε ξανά το κεφάλι παρά μόνο όταν ένιωσε ένα πλάσμα να τον κοιτάζει . Κοιτάζοντας το κι εκείνος αναγνώρισε το ίδιο πλάσμα που εκείνο το ξημέρωμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και το έσκασε μακρυά του. Ήταν αυτό που χρόνια είχε κλειδώσει στους τέσσερις τοίχους και που τώρα ήξερε ότι τον εγκατέλειψε για πάντα. Ήταν το συναίσθημα κι αυτός δεν είχε κάτι να του κληροδοτήσει, δεν είχε άλλες μνήμες να του κάνουν συντροφιά που να θυμόταν.
Ήταν το συναίσθημα ένα βήμα πριν φανερωθεί στο φως, αργοπορημένο.
Μόνο όταν η πόρτα, στήριγμα πια στην πλάτη του, σφαλιστή βρέθηκε, έκλεισε τα μάτια του και μέτρησε μέχρι το δέκα. Από παιδί το έκανε αυτό, να κλείνει τα μάτια και να μετρά. Να μετρά όσο ένιωθε ότι μέσα του ο φόβος είναι μη μετρήσιμος , μέχρι οι κτύποι της καρδιάς του να επανέρχονταν στο επιτρεπτό όριο. Μετρούσε αρχικά μέχρι το οχτώ, καθώς μέχρι εκεί ήξερε τους αριθμούς με τη σειρά, ύστερα τους ανακάτευε , τους αναποδογύριζε, τους τίναζε από τις άκρες λες και πρόκειται για ρούχο και τους έλεγε πάλι αναγραμματισμένους ή ενωμένους σφιχτά μη μπορώντας να σκεφτεί νέους. Έλεγε αντί για το ''εννέα'' το ''νέα'' κι ύστερα ''δυτρία'' , ''πεντέσσερα'' κι αυτομάτως ένιωθε καλύτερα, ψάχνοντας μέσα στην πρωτοτυπία λύση για το φόβο του.
Έτσι μέτρησε μέχρι το είκοσι όταν συνάντησε πρώτη φορά στο δρόμο ένα αδέσποτο σκυλί που τον κοιτούσε μέσα στα μάτια κι εκείνος έσφιξε με όση δύναμη μπορούσε της μητέρας του το χέρι, έτσι μέτρησε μέχρι το εκατόν δέκα πριν πάρει απόφαση να ζητήσει τον πρώτο του έρωτα σε ραντεβού, έτσι μέτρησε μέχρι το δέκα χιλιάδες μέχρι να πάρει στην αγκαλιά του το ένα και μοναδικό παιδί του και έτσι μέτρησε μέχρι το ένα εκατομμύριο όταν το βρήκαν νεκρό στα έντεκά του χρόνια από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου.
Οι αφορμές για να ξεκινήσει το μέτρημα είχαν λιγοστέψει τα τελευταία χρόνια, δεν είχαν όμως εξαφανιστεί. Ζούσε μόνος του, μακρυά από όσους συγγενείς είχε - και δεν ήταν πολλοί - θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή μετά το χαμό του παιδιού του και το διαζύγιό του. Ούτε με τους ένοικους της πολυκατοικίας είχε πάρε δώσε , τώρα όμως ακόμα κι αυτό του φαίνεται σαν λάθος. Αν είχε κάποιες , τυπικές έστω επαφές, ίσως μπορούσε κάποιος να τον βοηθήσει, ίσως κάποιος να είχε δει την πόρτα να ανοίγει, ίσως κάποιος είχε προλάβει ...
Τώρα όμως δεν μπορούσε να μετρήσει ούτε έναν παραπάνω από το δέκα, οι αριθμοί προτού προλάβει να τους προφέρει έλιωναν στο στόμα τους δίνοντας τη θέση τους σε ήχους ακατανόητους , που ούτε ο ίδιος μπορούσε να εξηγήσει. Ακόμα και η σκέψη τους τον ανατρίχιαζε πια. Πίσω από τα βλέφαρά του που έπεσαν σαν κουρτίνες στα μάτια του δοκίμασε νοερά τους αριθμούς να κάνει εικόνα , όμως απέτυχε ακόμα και σ'αυτό. Αδυνατώντας όπως ήταν αγουροξυπνημένος να σκεφτεί καθαρά, πήγε μέχρι την κουζίνα και ξεκίνησε να φτιάχνει καφέ. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, όμως δεν έλεγε να το πιστέψει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να δει. 'Ελεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του ότι οι πιθανότητες είναι μικρές, ότι θα το προλάβαινε, ότι ίσως στεκόταν τυχερός και δε συνέβαινε ποτέ σε αυτόν. Όμως έκανε λάθος.
Ήπιε τον καφέ του σε 5 γουλιές, από αμηχανία και ντύθηκε βιαστικά. Βγήκε στο δρόμο και είδε το πρώτο φως της ημέρας να υποδέχεται τους νυσταγμένους διαβάτες να παίρνουν το δρόμο για τη δουλειά τους. 'Ανθρωποι που πύκνωναν σιγά σιγά και κινούνταν όλο και με πιο γρήγορους ρυθμούς γύρω του. Αριστερά και δεξιά, άνθρωποι με χαμόγελα ανύπαρκτα ή σβησμένα και μόλις δυο τρεις απ'το σωρό με μια υποψία χαμόγελου. Δεν του έκανε πια καμιά εντύπωση,την ίδια εικόνα πρέπει κι εκείνος να παρουσιάζει.Δε θυμάται πότε ήταν εξάλλου που γέλασε τελευταία φορά. Όμως γιατί είχε την αίσθηση ότι δεν γινόταν αντιλητπός;
Βρήκε ένα σκιερό στενό να σταθεί λίγο και να παρατηρήσει καλύτερα το πλήθος. Πλησιάζοντας εντόπισε ένα ζευγάρι γυαλιστερά μάτια να τον κοιτούν επίμονα. Ήταν τα μάτια ενός σκύλου. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τρέξει μακρυά του, όμως αυτό ίσως το θύμωνε και τον κυνηγούσε.Δεν είχε το χέρι της μάνας του να σφίξει, έτσι έσφιξε ο ίδιος το αριστερό του χέρι χρησιμοποιώντας το δεξί. Διάλεξε να του μιλήσει. ''Ποιος είσαι βρε μούργο ; ''του είπε. Ο σκύλος δεν αντέδρασε, για την ακρίβεια ήταν σαν να μην άκουσε λέξη από εκείνον. Όμως το βλέμμα του στεκόταν ακόμα καρφωμένο απάνω του, λες και μπορούσε να δει μέσα του ή να διασχίσει τη σάρκα του και να δει και πίσω από αυτόν.''Γιατί δε μιλάς;''συνέχισε να το ρωτάει χωρίς να παίρνει απόκριση.''Εεε,σου μιλάω.Αφού με κοιτάς, μίλα μου!''.Το σκυλί δίχως να ανοίξει σταλιά το στόμα του, έβγαλε ένα μικρό γρύλισμα και ξεκίνησε να φεύγει. Εκείνος ένιωσε την ανάγκη να
τον κρατήσει έστω για μια αγκαλιά, όμως το ζωντανό απομακρυνόταν πια. Του έκανε ένα σύντομο ''ψιτ'' μαζί με μια γρήγορη κίνηση του χεριού να του τραβήξει την προσοχή και το κατάφερε για λίγο. Το σκυλί γύρισε για μια στιγμή, τον κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια κι ύστερα σκύβοντας το κεφάλι κι έφυγε.
Δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει τι έκανε μέσα του αυτό το βλέμμα του σκύλου, ξαφνικά όμως λύθηκε σε κλάματα. Έκατσε στο πεζοδρόμιο , επέτρεψε στα χέρια του να κρύψουν το πρόσωπό του κι έκλαιγε για ώρα. Τόση ώρα που διάφοροι περαστικοί τον πέρασαν για ζητιάνο και του πετούσαν αραιά και πού κέρματα. Ο ίδιος δε σήκωσε ξανά το κεφάλι παρά μόνο όταν ένιωσε ένα πλάσμα να τον κοιτάζει . Κοιτάζοντας το κι εκείνος αναγνώρισε το ίδιο πλάσμα που εκείνο το ξημέρωμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και το έσκασε μακρυά του. Ήταν αυτό που χρόνια είχε κλειδώσει στους τέσσερις τοίχους και που τώρα ήξερε ότι τον εγκατέλειψε για πάντα. Ήταν το συναίσθημα κι αυτός δεν είχε κάτι να του κληροδοτήσει, δεν είχε άλλες μνήμες να του κάνουν συντροφιά που να θυμόταν.
Ήταν το συναίσθημα ένα βήμα πριν φανερωθεί στο φως, αργοπορημένο.