τώρα η πολυκατοικία κοιμάται.δε βρίσκεις χέρι ελεύθερο να κρέμεται ή πόδι ξεσκέπαστο από μπαλκόνι κι από πάπλωμα. είναι η ώρα που κανείς δεν μπορεί να της την αφαιρέσει, μέχρι να έρθει πάλι το ξημέρωμα να την ταρακουνήσει σαν εγκέλαδος,μαζί με έγνοιες,τύψεις,φωνές και άγχος. μη μαγειρέψεις, άσε το τραπέζι άδειο,κανείς το μεσημέρι δε συμπληρώνει μια οικογένεια, κλείσε να μη βλέπεις τα ράφια του ψυγείου να ερημώνουν, μην αφήνεις κρύο να φωλιάζει που δεν μπορείς να εξοντώσεις. είναι φωνές που ευχόμαστε το βράδυ να εξολοθρεύσει. μέχρι το επόμενο βράδυ. κλειδώνουμε τις πόρτες γιατί ο κόσμος δεν ξεφεύγει από τα όρια τα τετραγωνικά του χώρου μας.όλα τα άλλα είναι γη μας άγνωστη,μια καλημέρα που ίσως πούμε με μάτια καχύποπτα και τσέπες στην καρδιά μας διπλοσφραγισμένες. δεν είμαστε γείτονες, είμαστε μόνο μεγάφωνα . κανένα μεγάφωνο δεν έμαθε ακόμα να ακούει το άλλο. κι όμως τώρα όλα τα σκοτάδια μας ρούφηξαν.αν μπορούσα αγκαλιές να μάζευα την ησυχία των διαδρόμων της πολυκατοικίας μου θα το έκανα , έτσι , να βρίσκεται σε ώρες κρίσιμες.
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011
Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011
modus vivendi (I)
Οι εμμονές όποιου γράφει είναι παραπάνω από εμφανείς στα γραπτά του
και επαναλαμβανόμενες εξού και εμμονές.
Η παιδική ηλικία, τα όνειρα, οι φίλοι,τα παιχνίδια, οι λατινικές φράσεις
τα χαμόγελα ,τα στοιχεία της φύσης , τα χρώματα και τα απλά αντικείμενα υπό το φως άλλης οπτικής είναι μερικές από τις δικές μου.
Αποκόπτοντας και επικολλώντας μερικά status του τελευταίου τριμήνου από το fakebook καταλήγω σε τούτες δω τις εμμονές.
κάνε ένα θόρυβο πολύτιμο , μέσα στην τόση βρώμικη ησυχία
και επαναλαμβανόμενες εξού και εμμονές.
Η παιδική ηλικία, τα όνειρα, οι φίλοι,τα παιχνίδια, οι λατινικές φράσεις
τα χαμόγελα ,τα στοιχεία της φύσης , τα χρώματα και τα απλά αντικείμενα υπό το φως άλλης οπτικής είναι μερικές από τις δικές μου.
Αποκόπτοντας και επικολλώντας μερικά status του τελευταίου τριμήνου από το fakebook καταλήγω σε τούτες δω τις εμμονές.
κάνε ένα θόρυβο πολύτιμο , μέσα στην τόση βρώμικη ησυχία
/
Κάθε που οι ζωές μας καίγονται ζεσταίνει ο καιρός
/
κάπου μέσα στο παρόν σου χάθηκε αναπάντεχα το μέλλον
/
Το παρόν που δε ζούμε ίσως οδηγήσει σε ένα απελπισμένο μέλλον.
Ίσως πάλι να μην οδηγήσει και πουθενά.
Ίσως πάλι να μην οδηγήσει και πουθενά.
/
και κάπου ανάμεσα σε αυτό που είσαι και που θα ήθελες , αναζητάς τη φαντασία να μη γίνεις
/
σήμερα τα όνειρα ξεχάστηκαν
σήμερα τα όνειρα ξεχάστηκαν
προτού καν γεννηθούν
κι αυτό
μόνο
απλό
δεν γίνεται
να εννοηθεί./
Όσο και να θες κάποια φώτα δε σβήνουν πότε. Κι αυτό το λέμε φαντασία σε ανυπεράσπιστα βλέφαρα.
/
Ξημέρωσαν τα άγρια να διώξουνε το σήμερα . αυτό δεν είναι όνειρο
/
Δίπλα νομίζω στη ζωή είναι η άμυνα . Ή ζεις ή αμύνεσαι , ενίοτε και τα δυό
/
Τις νύχτες τώρα πια οι αδέσποτες μας σκέψεις στους δρόμους συναντιούνται.και δαγκώνουν.
/
Τίποτα πιο διαυγές από ένα χαμόγελο τη νύχτα
/
Δεν έχω χέρια αρκετά για τόση ανάγκη
Στο σκοτάδι το κρυφτό σου πλεονάζει - κάνε τη διαφορά να μου φανερωθεις
/
Για να ξυπνήσω κάποια μνήμη ονειρεύομαι κι η νύχτα δε μου φτάνει
/
κανένα κόκκινο γαρύφαλλο δεν έζησε αρκετά να δει πόσο ξεθώριασε
/
Όταν γκρινιάζουν καμιά φορά τα παιδιά μου στην τάξη, τους κοιτάζω κ τους λέω : βρείτε βρε ένα χαμόγελο, ψάξτε δίπλα, στην κασετίνα, στην τσέπη, κάτω απ'το θρανίο αλλά βρείτε. Αυτό θα πω κι εδώ, παντού υπάρχει ένα χαμόγελο προς ανακάλυψη. Εγώ απόψε βρήκα ένα.
/
κι όμως τα θες τα παράθυρα κλειστά, για να χαρείς αυτό τον κόσμο που σε τέσσερις τοίχους έχεις κλείσει ,απόγευμα κυριακής στο σπίτι
/
Με πόσο γαλανό να σ'ανταλλαξω ;
Με πόσο γαλανό να σ'ανταλλαξω ;
mY ChARlIe + SnoOpY in PaRis |
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011
μικρά αντίο (ΙΙ)
Όταν οι ζωές γίνονται κούτες συσκευασίας
μόνο με ''εύθραυστο'' μπορείς να τις περιγράψεις.
Μόνο μην τις παραγεμίσεις,
άφηνε πάντα λίγο χώρο
για τα σπασμένα της μεταφοράς.
through a glass darkly , 1961, mr B |
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
Βραδινά σημεία στίξης : ενωτικό
Αυτά που πάντα με εκπλήσ-
σουν
είναι μικρά νυχτερινά μας ενδεχό-
μενα :
ένα άγνωστο που αγκαλιάζουμε για να περνάει ο φόβος του
κι όσα για μένα δεν ξέρω και είναι όσα με ορί-
ζουν
κι είναι αστείο το πού βρίσκω μέρη κρυφά για να ακουμπήσω.
Κάτι από χρώμα μελωμένο ή να σκέ-
φτομαι πως είναι η παρένθεση χαμόγελο και τίποτα άλ-
λο .
Από καιρό έχω μια άρνηση να βλέπω μόνο στί-
ξη,
είναι ανάγκη μου νόρμες να καταργήσω και να βρω
στο βλέμμα που κρατώ για το ψηλά,μέσα ένα θαύ-
μα.
Είμαι κι ο ίδιος μία λέξη σε μισή γραμμή σπασμέ-
νη
έχω τα γράμματα που θες και επιμένω
να γίνω κάτι ολόκληρο στα χείλη σου
και να φωνάξεις το όνομά μου δίχως ή-
χο
αυτό που πάντα μας κρατά μαζί δεν είναι κάτι κραυγαλέ-
ο
αλλά απλό
όπως αυτό που συγκρατεί μια λέξη τόσο δα
σε δυο γραμμές
ενωτικό σημείο στίξης για ανάσες όσες θες
και να 'χω πάντα κάποιες να σου δώ-
σω
και να ζητήσω κάποτε κι εγώ μια παραπάνω απ'το περίσ-
σευμα
να την ανέβω τη σειρά .
Την ανεβαίνω, δίπλα σου στέ-
κομαι
και πότε πότε κατεβαίνω, να σου κρυφτώ για να γυρέψεις να με βρεις
με μάτια κλειστά.
Κι αν ψάχνεις κάτι από χρώμα να αγκαλιά-
σεις,
κοίτα και πίσω από τα βλέφαρα, στη φό-
δρα
κι εγώ από φόδρα και κλωστές να ξεσκεπάσω όσα όνειρα δε θες με μάτια ανοικτά να δεις
Πάλη και πά-
λη /
μια ανορθόγραφη επανάληψη ελπίδων
κι ανάμεσά τους οι δικές μας λέ-
ξεις
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
Tenebrae profundissimae
Τεντώνω το χέρι κι ανοίγω τα φώτα κι ένα σκοτάδι πάει και κρύβεται πίσω απ'τις κουρτίνες μου
πίσω από σώματα καλοριφέρ και κάτω από έπιπλα.
Οι ραφές του όμως ξεπροβάλλουν,
χρατς να του κάνω και θα γεμίσει το παρκέ πίσσα με αστέρια
φέτα σκοτάδι , ανάμεσα στο σώμα το θερμαντικό , να το κάψω να ζεστάνω τα μάτια τα κλειστά μου
και ξύλο να κτυπώ να μη φανεί πριν σκεπαστώ .
Είναι νύχτα ή εγώ μέρα και σηκώνομαι από το στρώμα.
Είναι σκοτάδι κι εγώ μισοσκότεινος να το αγνοώ.
Κι ας μη συναντιόμαστε συχνά, για μένα τίποτα δεν του ξεφεύγει.
Τεντώνω το χέρι κι ανοίγω τα φώτα.
Ο διακόπτης είναι η πρώτη χειροπιαστή απόδειξη ότι ξύπνησα.
Θυμάμαι πως έσφιγγα τα βλέφαρα πιστεύοντας θα φύγει έτσι το σκοτάδι.
Δε βρίσκω το διακόπτη. Τεντώνω το χέρι κι ας μπορούσα με κάθε δάκτυλο ξεχωριστά να επαναφέρω τη στιγμή που ο μεγαλοδύναμος είπε το εγένετο φως .
Ονειρεύομαι πώς είμαι μεγάλος.
Πως ζω μια άλλη ενηλικίωση,
με άλλα χέρια και άλλα πόδια να με έφεραν στο τώρα
κι εγώ να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι με τη γλώσσα έξω.
Ξαφνικά δεν έχω χέρια
είτε τα χέρια μου δεν είναι αρκετά για τόση ανάγκη.
Έχω ακόμα όμως τη μνήμη.
Ονειρεύομαι για να ξυπνήσω κάποια μνήμη.
Ο χρόνος δε μου φτάνει.
Θέλω κι άλλη μνήμη.
Πώς ήμουν όταν περπάτησα , πώς όταν μίλησα,
τι είπα πρώτο ή τι πρώτο με είπε.
Θα λάτρευα όποιον μου εκμυστηρευόταν
μια φέτα από το σκοτάδι που κρύβει η παιδική μου ηλικία.
Για παιδικό παιχνίδι ετοιμάζομαι.
Σβήνω τα φώτα.
Να κρυφτώ. Να σκεπαστώ. Να καταπιώ.
Στο σκοτάδι το κρυφτό μου πλεονάζει.
Ίσως να πρέπει να κάνω τη διαφορά να μου φανερωθώ.
Και δίχως χέρια.
Φέγγει μόνο ένα χαμόγελο.
Τίποτα πιο διαυγές από ένα χαμόγελο τη νύχτα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)