Σήμερα στο σχολείο γράψαμε έκθεση . Όλοι μαζί, δάσκαλος και παιδιά.
Ξεκίνησε σαν αστείο , συνεχίστηκε σαν στοίχημα κι εν συνεχεία εξετελέσθη καθώς στα πλάσματα αυτά έχω τρελή αδυναμία για να τους το αρνηθώ.
Θέμα , ένα από τα προεφηβικά που γράφουμε τελευταία και όλοι μαζί μετά τα αναλύουμε και γελάμε και κλαίμε .
''Μαμά και μπαμπά, δε θα σας πω ποτέ...''
Και πήρα τη λευκή την κόλλα μπροστά μου και την κοιτούσα.
Και δεν ήξερα αρχή να κάνω, πρόλογο και λεπτομέρειες να χτίσω.
Θέλω να πω, θέλω να μην πω.
<< Μαμά, έγραψα, δε θα σου πω ποτέ πόσο μου λείπουν τα παιδικά μου απογεύματα να κάθομαι στα πόδια σου και να με νανουρίζεις με το Que sera sera. Ήμουν κάτι παραπάνω από γιος σου τότε, ήμουν αυτιά δίπλα σου τεντωμένα να σε ακούσω.
Μαμά, δε θα σου πω ποτέ πόσο ντρεπόμουν που ερχόσουν και έφερνες το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου και με φώναζες κι εγώ έκανα πώς δε σε άκουγα.Και πόσο τώρα δε σου ομολογώ ότι μου άρεσε να σε ψάχνω στα διαλείμματα στα κάγκελα να στέκεις και να μου χαμογελάς.
Δεν στο έχω πει αλλά όλα μου τα χαμόγελα από σένα τα κληρονόμησα. Από αυτό που μου μάθαινες , να μην το βάζω ποτέ κάτω και όλα να τα παλεύω.
Ακόμα και άρρωστος όταν ήμουν και δε με άφηνες ήσυχο με όλες τις σούπες του κόσμου που έπρεπε να φάω, όλα τα χαμομήλια που κρύωναν πριν καν τα βάλω στο στόμα μου , όλες τις κομπρέσες με ξίδι στο κεφάλι για να πέφτει ο πυρετός και όλα τα vix στη μύτη για να δουλεύει η όσφρηση, μου έλεγες ''δεν είσαι άρρωστος, αυτό να λες μέσα σου συνέχεια και θα σηκωθείς από το κρεβάτι''.Και σηκωνόμουν. Και σηκώνομαι. Με όλες τις δικές σου κομπρέσες στο κεφάλι τυλιγμένες να ζεσταίνουν το νου μου.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο λάθος ήθελα να βγεις που από παιδί μου πιπίλαγες το μυαλό να γίνω δάσκαλος γιατί στεναχωριόσουν που δεν έγινες εσύ.Ήθελα να γίνω κακός δάσκαλος και να γυρίσω να σου πω ''είδες που λύσσαξες, τι κατάλαβες;;;'' Και ούτε αυτό το κατάφερα. Δεν στο είπα όταν στα αποτελέσματα είδα ότι πέρασα στο Παιδαγωγικό και ήταν σαν να σου έλεγα το πιο φυσιολογικό κι αναμενόμενο νέο για σένα.Το ήξερες,το είχες συμφωνήσει με τη μοίρα και εμένα με παραμύθιαζες με το sera sera.Kαι έγινα και το αγάπησα πολύ αυτό το επάγγελμα και ξέχασα ότι το κάνω για βιοπορισμό και νομίζω ότι είμαι ανάμεσα σε φίλους μεγάλους και μικρούς και αυτό γαμώτο σε σένα το χρωστάω.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο σε θαύμασα που μόνη σου μεγάλωσες τα τρία σου παιδιά και εσένα μπαμπά δε θα σου πω ποτέ πόσο λυπάμαι που δε σε έμαθα ποτέ,γιατί δική σου επιλογή ήταν να λείπεις.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ ότι όταν έφυγα από το σπίτι άφησα πίσω μου τον μικρό σου Γιάννη να σε προσέχει και κράτησα τον Μάριο να σε γυρεύει. Και σε γυρεύει και σε συναντά. Τα μεσημέρια που έρχομαι και τρώμε μαζί και μιλάς ακατάπαυστα και εγώ γελάω ή σου φωνάζω. Που μου ρίχνεις τα χαρτιά να δεις κάτι παραπάνω για τη ζωή μου που σου κρύβω και μου γεμίζεις ταπεράκια για το σπίτι. Και μου παραπονιέσαι πάντα που πιο συχνά δεν έρχομαι και δε σου λέω ποτέ ότι μέσα μου χαμογελάω με το παράπονο.
Μαμά,κάτι τελευταίο. Δεν θα σου πω πόσο πολύ σε αγαπώ γιατί δεν ξέρω πώς να το εκφράσω.Είναι αυτό που με κοιτάς με καμάρι κι εγώ στρέφω το κεφάλι κάτω από ντροπή κι από αμηχανία να κρύψω το δικό μου το καμάρι για σένα.Εγώ . Ο Γιάννης, ο Μάριος, το κουκουβαγιάκι.>>
Αυτά έγραψα κι αν είχα τρόπο να μη σταματώ να γράφω θα το έκανα. Και θα σε βάλω να διαβάσεις την ανάρτηση και θα σφυρίζω κλέφτικα.Και θα σε πάρω μια αγκαλιά μεγάλη.Και δε θα σου πω ποτέ ότι τις έχω ανάγκη αυτές τις αγκαλιές.
Για να μοιράζω κι εγώ στα πλάσματα που με κοιτούν να γράφω , ένα θρανίο στο κέντρο της αίθουσας, εγώ κι εκείνα, συμμαθητές που ντρέπονται πολύ και κοκκινίζουν.
Ξεκίνησε σαν αστείο , συνεχίστηκε σαν στοίχημα κι εν συνεχεία εξετελέσθη καθώς στα πλάσματα αυτά έχω τρελή αδυναμία για να τους το αρνηθώ.
Θέμα , ένα από τα προεφηβικά που γράφουμε τελευταία και όλοι μαζί μετά τα αναλύουμε και γελάμε και κλαίμε .
''Μαμά και μπαμπά, δε θα σας πω ποτέ...''
Και πήρα τη λευκή την κόλλα μπροστά μου και την κοιτούσα.
Και δεν ήξερα αρχή να κάνω, πρόλογο και λεπτομέρειες να χτίσω.
Θέλω να πω, θέλω να μην πω.
<< Μαμά, έγραψα, δε θα σου πω ποτέ πόσο μου λείπουν τα παιδικά μου απογεύματα να κάθομαι στα πόδια σου και να με νανουρίζεις με το Que sera sera. Ήμουν κάτι παραπάνω από γιος σου τότε, ήμουν αυτιά δίπλα σου τεντωμένα να σε ακούσω.
Μαμά, δε θα σου πω ποτέ πόσο ντρεπόμουν που ερχόσουν και έφερνες το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου και με φώναζες κι εγώ έκανα πώς δε σε άκουγα.Και πόσο τώρα δε σου ομολογώ ότι μου άρεσε να σε ψάχνω στα διαλείμματα στα κάγκελα να στέκεις και να μου χαμογελάς.
Δεν στο έχω πει αλλά όλα μου τα χαμόγελα από σένα τα κληρονόμησα. Από αυτό που μου μάθαινες , να μην το βάζω ποτέ κάτω και όλα να τα παλεύω.
Ακόμα και άρρωστος όταν ήμουν και δε με άφηνες ήσυχο με όλες τις σούπες του κόσμου που έπρεπε να φάω, όλα τα χαμομήλια που κρύωναν πριν καν τα βάλω στο στόμα μου , όλες τις κομπρέσες με ξίδι στο κεφάλι για να πέφτει ο πυρετός και όλα τα vix στη μύτη για να δουλεύει η όσφρηση, μου έλεγες ''δεν είσαι άρρωστος, αυτό να λες μέσα σου συνέχεια και θα σηκωθείς από το κρεβάτι''.Και σηκωνόμουν. Και σηκώνομαι. Με όλες τις δικές σου κομπρέσες στο κεφάλι τυλιγμένες να ζεσταίνουν το νου μου.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο λάθος ήθελα να βγεις που από παιδί μου πιπίλαγες το μυαλό να γίνω δάσκαλος γιατί στεναχωριόσουν που δεν έγινες εσύ.Ήθελα να γίνω κακός δάσκαλος και να γυρίσω να σου πω ''είδες που λύσσαξες, τι κατάλαβες;;;'' Και ούτε αυτό το κατάφερα. Δεν στο είπα όταν στα αποτελέσματα είδα ότι πέρασα στο Παιδαγωγικό και ήταν σαν να σου έλεγα το πιο φυσιολογικό κι αναμενόμενο νέο για σένα.Το ήξερες,το είχες συμφωνήσει με τη μοίρα και εμένα με παραμύθιαζες με το sera sera.Kαι έγινα και το αγάπησα πολύ αυτό το επάγγελμα και ξέχασα ότι το κάνω για βιοπορισμό και νομίζω ότι είμαι ανάμεσα σε φίλους μεγάλους και μικρούς και αυτό γαμώτο σε σένα το χρωστάω.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο σε θαύμασα που μόνη σου μεγάλωσες τα τρία σου παιδιά και εσένα μπαμπά δε θα σου πω ποτέ πόσο λυπάμαι που δε σε έμαθα ποτέ,γιατί δική σου επιλογή ήταν να λείπεις.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ ότι όταν έφυγα από το σπίτι άφησα πίσω μου τον μικρό σου Γιάννη να σε προσέχει και κράτησα τον Μάριο να σε γυρεύει. Και σε γυρεύει και σε συναντά. Τα μεσημέρια που έρχομαι και τρώμε μαζί και μιλάς ακατάπαυστα και εγώ γελάω ή σου φωνάζω. Που μου ρίχνεις τα χαρτιά να δεις κάτι παραπάνω για τη ζωή μου που σου κρύβω και μου γεμίζεις ταπεράκια για το σπίτι. Και μου παραπονιέσαι πάντα που πιο συχνά δεν έρχομαι και δε σου λέω ποτέ ότι μέσα μου χαμογελάω με το παράπονο.
Μαμά,κάτι τελευταίο. Δεν θα σου πω πόσο πολύ σε αγαπώ γιατί δεν ξέρω πώς να το εκφράσω.Είναι αυτό που με κοιτάς με καμάρι κι εγώ στρέφω το κεφάλι κάτω από ντροπή κι από αμηχανία να κρύψω το δικό μου το καμάρι για σένα.Εγώ . Ο Γιάννης, ο Μάριος, το κουκουβαγιάκι.>>
Αυτά έγραψα κι αν είχα τρόπο να μη σταματώ να γράφω θα το έκανα. Και θα σε βάλω να διαβάσεις την ανάρτηση και θα σφυρίζω κλέφτικα.Και θα σε πάρω μια αγκαλιά μεγάλη.Και δε θα σου πω ποτέ ότι τις έχω ανάγκη αυτές τις αγκαλιές.
Για να μοιράζω κι εγώ στα πλάσματα που με κοιτούν να γράφω , ένα θρανίο στο κέντρο της αίθουσας, εγώ κι εκείνα, συμμαθητές που ντρέπονται πολύ και κοκκινίζουν.