Κυριακή 22 Απριλίου 2012

πεφταστέρι

Όταν ακούω για πεφταστέρια θυμώνω
νομίζω ότι μια αφορμή ακόμα βρίσκει το σύμπαν 
να με κοροϊδέψει 
που να μετρήσω δεν προφταίνω τα αστέρια του που κρέμονται
κι άλλοτε πλησιάζω
κι άλλοτε τα σκορπά
και τι να προλάβω έτσι που τρέχουν είτε μπροστά στα μάτια μου
είτε χειρότερα ακόμα δίχως καν να τα προφτάσει το λοξό μου βλέμμα.
Θυμώνω που στα μαθηματικά δεν έμαθα πολλά 
όσο κι αν προσπάθησα 
κάποιες φορές το ένα κι ένα 
πάλι ένα μου έδινε αποτέλεσμα
ή το επί 
δεν έβγαζε γινόμενο μα επίθεση 
στους φόβους μου που γίνονται και εκείνοι
πεφταστέρια και περνούν μπροστά απ'τα μάτια μου 
μέχρι που να γεμίσει ο ουρανός με την οργή τους.
Και οι φόβοι μου πιο έξυπνοι περνούν 
και δεύτερη και τρίτη και πολλοστή φορά
να με αποπροσανατολίσουν πιο πολύ από το μέτρημα.
Όταν ακούω για πεφταστέρια απλώνω
το χέρι μου έξω από το παράθυρο μα τίποτα δεν πιάνω.
Αν έρχονται οι νύχτες είναι για να σου πουν την ιστορία σου
και οι δικές μου νύχτες ιστορίες διηγούνται 
και προβλέπουν τη συνέχεια, 
την πιθανολογούν
μα αυτό δεν είναι να ζητά κανείς να το ακούσει,
καλύτερα να μένουμε στα παραμύθια τέτοια βράδια.
Έχω ένα χέρι απλωμένο και όμως αστέρι όχι.
Έχω ένα χέρι μα αυτό ζηλεύει 
γιατί στο άλλο έχω ένα χάδι.
Κι αυτό το χάδι είναι για τους φόβους μου τώρα που αγωνίζεται.
Και όσο πέφτουν τα αστέρια
η ώρα ασπρίζει το σκουρόχρωμό τους αγώνα δρόμου.
Και μένουμε άγρυπνοι. Μήπως βγει λιακάδα
Λίγο πιο κοντά εσύ,λίγο πιο λιακάδα εγώ.
Κι ας μην έχω πεφταστέρι. Κι ας αποκτήσουν όλοι από ένα
και εν δυνάμει μια ευχή προς σύντομη ή μακρά πραγματοποίηση.
Κι ας μην έχω.
Αρκεί να πάρει μαζί και τους φόβους.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ConSensu OmniUm *

Ένα τραγούδι που γεννάει την συγκίνηση στα μάτια του,
και μια εικόνα 
το τραγούδι να παίζει πολλές φορές στο μυαλό του 
και κάθε φορά η τελευταία να είναι η επόμενη.
Απ'την αρχή.
Είπε να βρει λέξη να μοιάσει.
Ένα τραγούδι που γεννάει την συγκίνηση στα μάτια του,
το τραγούδι σχεδόν λευκό.
Μπορούσες να το δεις ή να το αισθανθείς έστω λίγο
αν προσπαθούσες παραπάνω.
Ήταν στα τζάμια του αποτυπωμένο
κι αυτός ένα δάκτυλο να γράφει πάνω του
και να σχεδιάζει.
Ερωτηματικά.
Κι ύστερα το ρεφρέν χωρίς απάντηση.
Απ'την αρχή
και μια εικόνα,
κάτι που θα δουν οι περαστικοί.


Οι περαστικοί ήταν κι αυτοί σχεδόν.
Σχεδόν σκέτο 
να παίζουν πολλές φορές στο μυαλό του.
Με κάθε στροφή, να τους κτυπά. 
Απ'την αρχή 
Γιατί δεν είχαν κάτι ξεκάθαρο πάνω τους
να απομνημονεύσει.
Ήταν σχεδόν άνθρωποι,
σχεδόν παρόντες,
απ'την αρχή
σχεδόν περαστικοί
και σχεδόν καθόλου παρατηρούντες.


Το τραγούδι από την άλλη είχε αναπτύξει
ένα μηχανισμό να τον παρατηρεί
Απ'την αρχή 
και κάθε φορά η τελευταία να είναι η επόμενη
πότε τυλίγεται και πότε αφήνεται
πότε ντυμένος
και πότε γδυτός
πότε μόνος και πότε διπλός.
Εκείνος και το τραγούδι γίνονταν ένα ώρα με την ώρα.
Μπορούσες να δεις 
απ'την αρχή 
το τραγούδι σχεδόν λευκό
στίχοι να κρέμονται απ ' τα μάτια του
και στις φλέβες του ο μετρονόμος να δίνει ρυθμό.
Το τραγούδι είχε την ληξιαρχική του πράξη γέννησης 
κι εκείνος τη μελωδία του.


* Κοινή συναινέσει. 


Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Le silence éternel de ces espaces infinis...*

Φόβος του κενού, φόβος της άδειας σελίδας, των απληκτρολόγητων λέξεων που έχουν καιρό να φανούν και κάπως κι εσύ να περάσεις μέσα τους, φόβος για τις κουβέντες που λέγονται για να λέγονται και για την ανάμνηση κάποιας θρησκείας που μάθαμε παιδιά. 


Ο φόβος , ον υπερτιμημένο κι αυτό με τη σειρά του , καταφθάνει όταν σε βρίσκει ευάλωτο. Κι ευάλωτος είσαι όταν δεν το υπολογίζεις. Όταν από υπερένταση σταματάς να τρέχεις, όταν παίρνεις άδεια από τα πάντα και βρίσκεις καναπέ να σε αντέχει παραπάνω από δεκάλεπτο. Άδειες ονομάστηκαν αυτές οι περίοδοι, διακοπές κατ'άλλους, γιατί ουσία έχουν να σταματήσεις ό,τι ως πρώτα έκανες. Na αδειάσεις. Κι αν είναι πολλά αυτά που έκανες, τόσο πιο βάναυση η παύση σε τραντάζει όσο αδειάζεις. Εκεί αν πέσεις τη χρειάζεσαι την άδεια ως για να σηκωθείς. Το τι απολαμβάνεις είναι υπόθεση άλλης ανάρτησης. Η δική μας επικεντρώνεται στο άπειρο.Καταργώντας κάθε περίσταση, η άδεια δυστυχώς λίγο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενσυναίσθησης Θείου Δράματος . Το δράμα το δικό μας είναι ότι ζήσαμε παραπάνω από τη Σταύρωση. Αυτό κρύβει από μόνο του μια δίκοπη παράνοια : να νιώθεις ή να μη νιώθεις τυχερός.

Αν κρίνεις εαυτόν τυχερό που της σταυρώσεως και της αποκαθήλωσης την ιστορία σου συνέχισες κεφάλαια αμέτρητα μετά, είναι γιατί αμέλησες να δικαιολογήσεις τις πληγές σε χέρια και σε πόδια - μην εξαιρούμε την πληγή εκ της λόγχης στα πλευρά σου φυσικά - και τις συνέπειες αυτών στις χειραψίες που σταμάτησες να κάνεις και τα βήματά που κάπως αβάσιμα έπραξες. Όπως και σκόπιμα αρνήθηκες απάντηση σε ''...αυτό που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια, την άνοιξη που δεν έφερες ...''που ο Ελύτης τόλμησε να ομολογήσει.Αν πάλι α-τύχερος είναι αυτό που σου ταιριάζει, είναι γιατί δε γύρισες να δεις σταυρό που αντιμετώπισες και που σε μέγεθος μπορεί να σε ξεπέρασε , όμως Δαβίδ και Γολιάθ έμπρακτα επαλήθευσες.

Αναντίρρητα θα μου πεις,το να κρίνουμε είναι μια πολυτέλεια που δυστυχώς στερούμαστε. Όχι συλλήβδην , αλλά σε ποσοστό συντριπτικό. Είτε αυτό αφορά το ποιοι στερούμαστε , είτε το πόσο τη στερούμαστε. Αλλά το γεγονός αδιαμφισβήτητο. Δηλώνω χρόνια την απορία μου περί ιστορικότητας του προσώπου του Χριστού. Κάποτε λίγο παραπάνω σαν έφηβος που τα πάντα αμφισβητούσε, στη συνέχεια σαν ενήλικας που τα πάντα δεν έχει αποδείξεις να πιστέψει.Όχι ότι  η απόδειξη στάθηκε ποτέ επιχείρημα αρκετό σε όσα πίστεψα. Η πίστη η δική μου όμως , όπως μετουσιώθηκε από αυτό που τυφλά μου απεδόθη με τη γέννησή και τη βάπτισή μου σε αυτό που τώρα αγνωστικιστικά σχεδόν πορεύεται μέσα μου, έχει κάποιους δικούς της άγραφους κανόνες. 

Να απαριθμήσω ως το δέκα, αξία ίσως δεν έχει για σένα που διαβάζεις και πώς μπορώ με παραδείγματα να πείσω για την αθωότητα των λέξεων που χρησιμοποιώ. Κοινή κλωστή στα όσα νιώθω όμως που τα δένει, είναι η τάση να ζήσω το μυστήριο σε εικόνες, σε κομμάτια. Να βάψω κόκκινα τα αυγά, πιο κόκκινα από τις σκέψεις , για να τσουγκρίσουμε αυτά κι όχι τις λέξεις . Να χαμηλώσω κάθε ένταση , σε μέσα και φωνές, να βρω τις φράσεις που ζητώ σε νότες χαμηλές. Να φάω μαζί με συγγενείς και να ευχηθώ, προσέχοντας να μην προσβάλλω αυτά που αρνιέμαι χρησιμοποιώντας τα επί Ματαίω. Να πάρω το κερί και να το ανάψω, να δω μέσα στη φλόγα του να σιγοκαίει ελπίδα. Και άλλοτε να σβήνει, άλλοτε να κρατάει. Να πάρω θέση και εγώ στον Επιτάφιο, να οδηγηθώ σε μία τέλεση που η εκτέλεση της πάντοτε σκοντάφτει. 

Το πού σκοντάφτει, όλοι μας το γνωρίζουμε. Στους χριστιανούς και στη μερίδα χριστιανών που αδικούν τον όρο. Που συνταιριάζουν το πνεύμα των ημερών με κλασικές μουσικές, αποφθέγματα και στίχους, το ανά χείρας i-phone για λήψεις κοντινές στον επιτάφιο, στον παπά και στα κεριά, σε στόματα που νηστεύουν και καταριούνται, σε χέρια που προσεύχονται και κλέβουν παράλληλα, σε μάτια που δακρύζουν και ύστερα το δάκρυ το στεγνώνουν ή το αφήνουν διαφημίζοντάς το. Σε όλους αυτούς που τουητάρουν την Ανάσταση και περιμένουν το 00:01 να το κάνουν. Θα μου πεις κι εγώ κάνω κάτι από αυτά. Το είπα όμως πρωτύτερα , τη δήλωσα την αμφισβήτησή μου για την ιστορικότητα. Και κάτι επιπλέον, δεν έχω τουήτερ να σας ανακοινώσω την Ανάσταση. Βρείτε τη μόνοι σας.

Όπως κομμάτι-κομμάτι την ταιριάζω κάθε χρόνο. Έστω με το φόβο για  τους άπειρους χώρους που ίσως ποτέ δεν φτάσω να πατήσω ή τις αιώνιες σιωπές που να απαντήσω δεν καταφέρω. Με κομμάτια να λείπουν και άλλα να είναι διπλά, από ποιο ξένο παζλ ανακατεύτηκαν και βρέθηκαν στο δικό μου το κουτί; Αλλά το ταίριασμα που κάθε χρόνο γίνεται είναι μια κάποια απάντηση. Σε νόημα που να συμπληρώνεται δεν παύει.Για τον καθένα διαφορετικό,έτσι δεν είναι; Κάποτε μπορεί να βρούμε και τον Θεό, εκεί που πάμε. Αρκεί να ψάξουμε.
''Και θα τον βρούμε,όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει.
Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.'' (Ν.Καζαντζάκης)


* Le silence éternel de ces espaces infinis m'effraie


(όπερ μεθερμηνευόμενον '' η αιώνια σιωπή αυτών των άπειρων χώρων με τρομάζει '' - Β.Pascal )

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

29 *


Ο Φλεβάρης με ταλαιπώρησε. Με κούρασε κι ας είναι μια σταλιά πάντα χειμώνας, ( μέρες 28 ή 29 και θα ‘ θελα κι άλλους μήνες να ξεκινούν με 2) με παίδεψε λες και του έκανα κακό, με έφερε λίγο στα όριά μου. Σωματικά πάντα μιλώντας. Κι ας είναι αδιευκρίνιστο πού φτάνουν τα όρια μέσα μου. Κρυώματα, ιώσεις, δέκατα, σοκ αλλεργικά και πάρε χάπια πρωί και βράδυ, και ακολούθα αυτή τη διατροφή και πέτα απ’ το ψυγείο σου τους τόσους εθισμούς λες κι είναι εύκολο να τρως αυτά που δε θυμίζουν εφηβεία, και γιατροί και φαρμακεία και βουλωμένες μύτες μην και τρυπώσει καμιά μυρωδιά που θα γυρίσω να την ψάξω. Κι αν θυμηθώ καλά , πολλοί Φλεβάρηδες με ταλαιπώρησαν εξίσου.

Είναι ο μήνας του έρωτα ; Εγώ ποτέ δεν τον εκτίμησα αυτόν τον έρωτα τον πλαστικό με την καρτούλα της ρεζέρβας και το αρκουδάκι με την καρδιά την κόκκινη στα χέρια. Είμαι σ’ αυτόν τον έρωτα αλλεργικός και φέτος μ’ εκδικήθηκε στ’ αλήθεια σε όλο μου το σώμα . Τον προσπερνώ όταν στο δρόμο συναντιόμαστε από απόσταση , εκείνος φιγούρα ιλουστρασιόν κι εγώ με σκούφους, γάντια και κασκόλ να θέλω κι άλλη βροχή να του χαλάσει τη γυαλάδα του  και όταν συνωμοτικά τα παιδιά μου εύχονται ‘’χρόνια πολλά κύριεεεεε για του αγίου Βαλεντίνουουουουουουουου’’ και κοκκινίζουν και μόνο που το ξεστομίζουν γιατί γι’ αυτά ακόμα ο έρωτας είναι μια λέξη που σε καίει στο στόμα. Μέχρι να μεγαλώσουν να καούν ολάκερα φιτίλια. Και το λέω εγώ, φιτίλι καμένο που όμως λίγο τινάζεις σκόνη από πάνω σου και λες όπου να’ναι πάλι θα ανάψω. Και θα καώ.  

Είναι ο μήνας της Καθαρής Δευτέρας ενίοτε. Κι αυτή τη Λευκή μου Δευτέρα την αγαπώ νομίζω. Δεν ξέρω αν είναι πια καθαρή από προτίμηση ή από ανάγκη, όμως ποια είναι η διαφορά; Δεν την έζησα πολύ σαν παιδί, ήμουν από εκείνα που ο χαρταετός σήμαινε χέρια ανίκανα να διαχειριστούν τέτοια ευθύνη . Όλο τα παράταγα, φοβόμουν να δω τον αετό να πέφτει στο χώμα, μην τον πονέσει η τόση μου αδεξιότητα. Κάποτε έβαλα τα κλάματα κι αν δεν ήταν πλαστικός ο αετός, θα ‘χε σκιστεί απ’ την αγάπη μου. Ακόμα φοβάμαι να πιάσω στα χέρια μου τέτοια ανάμνηση. Ακόμα φοβάμαι να πιάσω ευθύνη στα χέρια μου που η αγάπη μου μπορεί και να τη σχίσει. Θέλω όμως να υπάρχει κάπου μέσα μου αυτή η μέρα που ανοίγω το παράθυρο και βλέπω σκιές στον ουρανό. Οι σκιές με ταξιδεύουν, είμαι κι ο ίδιος μια σκιά του εαυτού μου, για όλα αυτά που δεν τολμώ ή αφήνω και με προσπερνούν. Γι’ αυτό συνήθως Καθαρές Δευτέρες απλά, νοσταλγικά, κάπου κάπου βροχερά και νοικοκυρεμένα τις θυμάμαι. Με χαρταετούς άλλων πολύχρωμους.

Είναι ο μήνας που σαν τελείωμα του χειμώνα , έστω και ημερολογιακά μόνο , πρέπει να αποχαιρετίσεις. Να χορτάσεις την πλεχτή κουβέρτα προτού την βάλεις πάλι κάπου ψηλά, φρεσκοπλυμένη ανάμνηση. Η κουβέρτα είναι πάντα μια ανάμνηση για μένα. Ανάμνηση παιδική από τότε που κουκουλωνόσουν και το κρύο έμενε απ’ έξω. Είχα πάντα τις δικές μου κουβέρτες, χρώμα και σχέδιο διαλεγμένο, που τώρα που μεγάλωσα γύρεψα πάλι στις ντουλάπες του πατρικού. Είναι κι αυτό ένα δικό μου πισωγύρισμα στην παιδική ηλικία που δεν αποχωρίστηκα ποτέ νομίζω. Για κάθε κουβέρτα που με σκέπασε έχω και ένα όνειρο που μπλέχτηκε στην πλέξη της και το φόρεσα εγώ στο τέλος μη χαθεί.

 Αν τα καταφέρω ποτέ, θα γράψω ημερολόγιο, μέρα προς μέρα, γιατί πολλά είναι αυτά που τα παρατηρώ και με παρατηρούν.  Και θα τα γράφω να τα διαβάζω και να κλαίω που παρατηρώ τον οδηγό του λεωφορείου να χωρίζει τον δεσμό του απ’ το τηλέφωνο, τέτοια στιγμή οδυνηρή κι εμείς στις χειρολαβές του να παίρνουμε τη στροφή και στο φανάρι να θέλω να του πω, να της μιλήσει από κοντά. Για κάτι τέτοια τηλεφωνήματα σε ανθρώπους που σωστά δεν αποχαιρετήσαμε φοβάμαι τους μήνες ή το να μεγαλώνουμε. Θα παρατηρώ όσο κάποιος άλλος παρατηρεί εμένα. Δεν είμαι στο μυαλό του για να ξέρω τι θα σκέφτεται για μένα κάποιος. Δεν είμαι πια κουβέρτα παιδική αλλά η ανάγκη της, δεν είμαι πια βρεγμένος χαρταετός, ούτε θερμόμετρο στο στόμα με τη μάνα μου να κάνει επιφωνήματα όσο ο πυρετός μου ανεβαίνει. Είμαι όμως μια δίσεχτη μέρα τις μη δίσεχτες χρονιές. Η τελευταία μέρα του Φλεβάρη είναι σαν την ανάσα πριν τη γέννα. Και αυτή η γέννα της μάνας μου την πρώτη Μάρτη του ‘83 ήταν ο Φλεβάρης που ξέφυγα . Και τον κουβαλώ. Κι ας είμαι Μάρτης.

Υ.Γ. Μαμά ξέρω πως διαβάζεις τις αναρτήσεις μου κι έτσι μπορώ κι από δω κάτι να σου στέλνω. Σ’ ευχαριστώ για τα 29 μου σήμερα .


Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

έκΘεση ΙδεΏν / Μαμά

Σήμερα στο σχολείο γράψαμε έκθεση . Όλοι μαζί, δάσκαλος και παιδιά.
Ξεκίνησε σαν αστείο , συνεχίστηκε σαν στοίχημα κι εν συνεχεία εξετελέσθη καθώς στα πλάσματα αυτά έχω τρελή αδυναμία για να τους το αρνηθώ.
Θέμα , ένα από τα προεφηβικά που γράφουμε τελευταία και όλοι μαζί μετά τα αναλύουμε και γελάμε και κλαίμε .
''Μαμά και μπαμπά, δε θα σας πω ποτέ...''
Και πήρα τη λευκή την κόλλα μπροστά μου και την κοιτούσα.
Και δεν ήξερα αρχή να κάνω, πρόλογο και λεπτομέρειες να χτίσω.
Θέλω να πω, θέλω να μην πω.
<< Μαμά, έγραψα, δε θα σου πω ποτέ πόσο μου λείπουν τα παιδικά μου απογεύματα να κάθομαι στα πόδια σου και να με νανουρίζεις με το Que sera sera. Ήμουν κάτι παραπάνω από γιος σου τότε, ήμουν αυτιά δίπλα σου τεντωμένα να σε ακούσω.
Μαμά, δε θα σου πω ποτέ πόσο ντρεπόμουν που ερχόσουν και έφερνες το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου και με φώναζες κι εγώ έκανα πώς δε σε άκουγα.Και πόσο τώρα δε σου ομολογώ ότι μου άρεσε να σε ψάχνω στα διαλείμματα στα κάγκελα να στέκεις και να μου χαμογελάς.
Δεν στο έχω πει αλλά όλα μου τα χαμόγελα από σένα τα κληρονόμησα. Από αυτό που μου μάθαινες , να μην το βάζω ποτέ κάτω και όλα να τα παλεύω.
Ακόμα και άρρωστος όταν ήμουν και δε με άφηνες ήσυχο με όλες τις σούπες του κόσμου που έπρεπε να φάω, όλα τα χαμομήλια που κρύωναν πριν καν τα βάλω στο στόμα μου , όλες τις κομπρέσες με ξίδι στο κεφάλι για να πέφτει ο πυρετός και όλα τα vix στη μύτη για να δουλεύει η όσφρηση, μου έλεγες ''δεν είσαι άρρωστος, αυτό να λες μέσα σου συνέχεια και θα σηκωθείς από το κρεβάτι''.Και σηκωνόμουν. Και σηκώνομαι. Με όλες τις δικές σου κομπρέσες στο κεφάλι τυλιγμένες να ζεσταίνουν το νου μου.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο λάθος ήθελα να βγεις που από παιδί μου πιπίλαγες το μυαλό να γίνω δάσκαλος γιατί στεναχωριόσουν που δεν έγινες εσύ.Ήθελα να γίνω κακός δάσκαλος και να γυρίσω να σου πω ''είδες που λύσσαξες, τι κατάλαβες;;;'' Και ούτε αυτό το κατάφερα. Δεν στο είπα όταν στα αποτελέσματα είδα ότι πέρασα στο Παιδαγωγικό και ήταν σαν να σου έλεγα το πιο φυσιολογικό κι αναμενόμενο νέο για σένα.Το ήξερες,το είχες συμφωνήσει με τη μοίρα και εμένα με παραμύθιαζες με το sera sera.Kαι έγινα και το αγάπησα πολύ αυτό το επάγγελμα και ξέχασα ότι το κάνω για βιοπορισμό και νομίζω ότι είμαι ανάμεσα σε φίλους μεγάλους και μικρούς και αυτό γαμώτο σε σένα το χρωστάω.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ πόσο σε θαύμασα που μόνη σου μεγάλωσες τα τρία σου παιδιά και εσένα μπαμπά δε θα σου πω ποτέ πόσο λυπάμαι που δε σε έμαθα ποτέ,γιατί δική σου επιλογή ήταν να λείπεις.
Μαμά δε θα σου πω ποτέ ότι όταν έφυγα από το σπίτι άφησα πίσω μου τον μικρό σου Γιάννη να σε προσέχει και κράτησα τον Μάριο να σε γυρεύει. Και σε γυρεύει και σε συναντά. Τα μεσημέρια που έρχομαι και τρώμε μαζί και μιλάς ακατάπαυστα και εγώ γελάω ή σου φωνάζω. Που μου ρίχνεις τα χαρτιά να δεις κάτι παραπάνω για τη ζωή μου που σου κρύβω και μου γεμίζεις ταπεράκια για το σπίτι. Και μου παραπονιέσαι πάντα που πιο συχνά δεν έρχομαι και δε σου λέω ποτέ ότι μέσα μου χαμογελάω με το παράπονο.
Μαμά,κάτι τελευταίο. Δεν θα σου πω πόσο πολύ σε αγαπώ γιατί δεν ξέρω πώς να το εκφράσω.Είναι αυτό που με κοιτάς με καμάρι κι εγώ στρέφω το κεφάλι κάτω από ντροπή κι από αμηχανία να κρύψω το δικό μου το καμάρι για σένα.Εγώ . Ο Γιάννης, ο Μάριος, το κουκουβαγιάκι.>>
Αυτά έγραψα κι αν είχα τρόπο να μη σταματώ να γράφω θα το έκανα. Και θα σε βάλω να διαβάσεις την ανάρτηση και θα σφυρίζω κλέφτικα.Και θα σε πάρω μια αγκαλιά μεγάλη.Και δε θα σου πω ποτέ ότι τις έχω ανάγκη αυτές τις αγκαλιές.
Για να μοιράζω κι εγώ στα πλάσματα που με κοιτούν να γράφω , ένα θρανίο στο κέντρο της αίθουσας, εγώ κι εκείνα, συμμαθητές που ντρέπονται πολύ και κοκκινίζουν.