'' Μ'αυτές τις αποδείξεις σου θα πρέπει να το δω
Ότι Σωσίας είσαι εσύ το δέχομαι, ας λυπάμαι.
Αλλά αν Σωσίας είσαι εσύ, εγώ ποιος θέλεις να' μαι ;
Γιατί επιτέλους, κάτι πρέπει να'μαι κι εγώ.''
(Αμφιτρύωνας, Μολιέρος, μτφ. Χ. Προκοπάκη)
Δεν ξέρω τι γεννάει τις παύσεις των ανθρώπων, τον χρόνο και τις αποστάσεις που παίρνουν από τα πράγματα, που δεν τους δίνονται, τα κλέβουν από μόνοι τους κι αλλού πέφτουν με τα μούτρα.
Οι δικές μου αποστάσεις συνήθως γίνονται χωρίς να τις καταλάβω. Χωρίς να ξέρω τι μου φταίει, γιατί πάντα κάτι μου φταίει. Αλλά μου κρύβεται.
Στην πόλη η ζωή έχει μάθει να κρύβεται. Είναι το αίνιγμα και η υπεκφυγή της που βιώνουμε κι εσύ κι εγώ. Αυτά που λέμε κι όσα πιο πολλά αποκρύπτουμε, αυτά που αρνούμαστε να παραδεχτούμε κι αυτά που δε μας παραδέχονται τα ίδια. Ποιος λέει μπράβο και να το εννοεί, ποιος λέει ευχαριστώ, ποιος τη συγγνώμη ή το αγαπώ; Το μούδιασμα που κουβαλάμε, είναι αυτό που βλέπουν σε μας κι εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα.
Οι άνθρωποι διαλέγουν πεζοδρόμια αντικρινά για το περπάτημά τους, να μην ακουμπήσουν , ούτε ξυστά, ούτε κατά τύχη. Το κεφάλι ποτέ να μην ορθώνεται, μη και τυχόν συναντήσουν γνωστό στους δρόμους και με όρεξη για κουβέντα και πώς να του πεις και πώς να τον αποφύγεις, αφού κι αυτός γυρεύει κάπου να κλαφτεί, όχι ν'ακούσει. Όλοι μιλούν, όλοι γκρινιάζουν, κανείς δεν ακούει. Το βλέμμα σκυφτό κι εκείνο, σφαλισμένο, ίσα που βλέπει το τετραγωνάκι που είναι το επόμενο στη σειρά να πατήσεις και τη στροφή του δρόμου ή το φανάρι. Μακάρι το φανάρι για τους πεζούς να είναι πράσινο, ποιος στέκεται τώρα μαζί με ένα σωρό αγνώστους σ' ένα κόκκινο φανάρι. Ένα μάτσο μοναξιές αυτή η πόλη.
Όταν βρέχει μόνο η πόλη παύει να είναι μοναχική. Είναι ελπιδοφόρα. Πάντα η βροχή φέρνει μιαν ελπίδα, στο κομμάτι μέσα του εαυτού μας που δε μελαγχολεί μόνο και με την υποψία της. Μιαν ελπίδα κάποια βρωμιά να φύγει. Μα η δική μας η βρωμιά δεν ξεπλένεται, ας της το πούμε της βροχής να μην παιδεύεται. Είναι από κείνους τους δύσκολους λεκέδες που ποτίζουν το ρούχο, τόσο που να σε κάνουν να σταματήσεις να το φοράς. Αλλά δεν το πετάς, το κρύβεις μήπως και ...
Όταν βρέχει , τα πεζοδρόμια ανοίγουν στα δύο για να περάσουν οι αμαρτίες μας τον ποταμό αλώβητες.Και κολυμπούν όσο κρατά η βροχή κι εσύ τις βλέπεις και λες ''να, τώρα, κοίτα πώς θα βουλιάξουν'', αλλά αυτές με το σωσίβιο στη μέση αγρό ηγόρασαν. Μισοτιμής.
Κάποτε, γυρίζουν μουσκεμένες οι μοναξιές στο σπίτι τους και παραδίδονται στον ύπνο, φορώντας τα καλά τους ρούχα, νομίζοντας ότι εκεί κρυμμένη είναι η ζωή τους η αληθινή, ότι αυτή που ζουν είναι το όνειρο, το άσχημο, αυτό που κάποτε ξυπνάς,με νεύρα που δεν έχεις λέξεις να περιγράψεις και πρόσωπα να ξεσπάσεις . Γιατί ποιος είναι αυτός που θα αντέξει το θάνατο τόσων πολλών ονείρων, μέρα με τη μέρα, μέσα στα φτηνά, μετρήσιμα εικοσιτετράωρα. Ας τα κοιμίσει τουλάχιστον τα όνειρα τώρα που ακόμα αναπνέουν. Χωρίς επαλήθευση. ''Το βασικό που πρέπει να επαληθεύσουμε είναι άλλο. Αν ένας είναι αυτός που ονειρεύεται ή δύο που ο ένας ονειρεύεται τον άλλον ''*
Ίσως δε μάθω τόσο εύκολα αν είμαι ο Σωσίας μου. Αν Ζω το ονειρό μου ή Ονειρεύομαι τη ζωή μου.Μπορεί να μην είναι δική μου αρμοδιότητα να ξέρω.Να κρατώ μονάχα κι εγώ τις αποστάσεις μου, όποτε κι όταν μπορώ, μέχρι να μπει η άγραφη κασέτα στο μηχάνημα.
*Jorge Luis Borges