Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Αγκίστρι *

Δεν ψάρεψα ποτέ, δεν έπιασα ποτέ στα χέρια μου καλάμι, δίχτυα, αγκίστρια ή δολώματα. Η’ κι αν τα έπιασα, δεν ήξερα μ’αυτά τι ν’απογίνω. Να τα κρατήσω, να μιμηθώ, να τα πετάξω; Κοιτούσα τους άλλους να ψαρεύουν και να το κάνουν καλά, να γεμίζουν τους κουβάδες περηφάνια ή να κρατούν στα χέρια τους τα ζωντανά που σπαρταρούσαν λίγο ακόμη έξω απ΄το νερό, που λαχταρούσαν λίγο ακόμη για νερό. Δεν μπορώ να πω ότι συμμεριζόμουν τη χαρά τους ή πως την καταλάβαινα.  Δεν είναι ότι υποκρινόμουν, πως δε θα φάω από ψάρι που στα μάτια μου μπροστά ξεψύχησε ή ότι ήθελα υπέρμαχος να γίνω των δικαιωμάτων των ψαριών τους. Έχοντας γνώση τι σημαίνει τροφική αλυσίδα, απλώς παρατηρούσα. Και λαχταρούσα μαζί τους λίγο ακόμη για νερό.
Με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου για ψάρεμα, στην ηλικία που, ήθελα – δεν ήθελα, θα τον ακολουθούσα. Μπορούσε να βρει ψάρι σε κάθε θάλασσα, στέρνα, γούρνα, γουλιά και κουταλιά. Το ένστικτο του κυνηγού ήταν κι αυτό κάτι που αγνοούσα. Εν αντιθέσει με το ένστικτο του κυνηγημένου, που με κάθε αφορμή το συντηρούσα και το επαλήθευα. Καθώς δεν έπιανα ποτέ μου πετονιά να την πετάξω, καθόμουν στη γωνιά μου με τον Ποπάυ στα χέρια,  να διαβάζω το σπανάκι μου, να γίνω δυνατότερος μπροστά στου κόσμου τα ψαρέματα. Και δώστου  πετονιά και δώστου σπανάκι. Κάπως έτσι έμαθα ότι ο κόσμος χτίστηκε σε αντιφάσεις. Κάποιος που τρώει και κάποιος που τρώγεται. Κάποιος που ψαρεύει και κάποιος που ψαρεύεται. Κι εγώ ήθελα να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Σ’αυτούς που τρώγονται. Έτσι έμαθα να μην παίζω ξύλο, ακόμα κι αν με κτυπήσουν, να μην απαντώ, ακόμα κι αν με κατηγορήσουν, να μην αντιδρώ, ακόμα κι αν με αγαπήσουν. Το κλείδωμα σε έναν εαυτό είναι της γενιάς μου σύμπτωμα. Που πολλαπλασιάζεται σαν αμοιβάδα, χωρίζεται στα δυο, στα τέσσερα, στα οκτώ και καταλήγει  να’ναι οι αμοιβάδες που δεν ήθελε ποτέ να γίνει.  Να παρατηρεί, να σκέφτεται, να απορεί και να μη δρα. Να περνά από το γέλιο στο κλάμα και να διχάζεται. Ένα σύμπτωμα που θέλει πολύ σπανάκι για να πετάξεις από πάνω σου.

Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών, αλλά δεν είμαστε γεννήτορες. Η κοινωνία αποφασίζει για σένα, πού θα ζήσεις, πώς θα ζήσεις, ποιο κράτος θα πληρώνεις όλη σου τη ζωή. Κι ας μην ψάρεψες, ας μην κολύμπησες δίπλα σε μεγαλοκαρχαρίες. Πληρώνεις την αδράνεια που επέδειξες, που είδες το καλάμι να βουτά στη θάλασσα και πίστεψες πώς θα ψαρέψει μόνο τα απαραίτητα του τραπεζιού, τα καθημερινά, όχι τη θάλασσα ολόκληρη. Και όταν άδειασε η θάλασσα, όταν προσπάθησες να κολυμπήσεις κι έπιασες πάτο, προτίμησες να σκεφτείς ότι τα ψάρια μας εγκατέλειψαν. Όχι ότι δεν έμεινε ψάρι ζωντανό να πεις καμιά κουβέντα, να μιλήσετε περί ανέμων και υδάτων, για τη ζωή στα βρώμικα νερά και στους εξίσου βρώμικους καιρούς. 

Με την ίδια λογική, δεν κατόρθωσα ποτέ να πετάξω χαρταετό. Πότε τα ζύγια δεν ήταν στη θέση τους καλά μετρημένα, πότε ο αετός μου δεν είχε κατάλληλο μέγεθος, πότε ο άνεμος δεν ήταν με το μέρος μου ή εγώ δεν ήμουν στο κατάλληλο υψόμετρο. Ή πιο σωστά, δεν είχα ακόμη φάει το σπανάκι μου, για να επιβληθώ σ’ ένα στοιχείο της φύσης. Τις λίγες φορές που δοκιμάσαμε να υψώσουμε αετό, τον πέταγε ο πατέρας μου κι εγώ τον παρακολουθούσα. Να σκίζει τον αέρα, να κάνει κόντρες με τους γύρω αετούς και δίχως ίχνος σεμνότητας να νομίζει ότι θα φτάσει το σύμπαν. Εγώ όμως ήξερα ότι το σύμπαν δεν είναι για τους αετούς. Και το σύμπαν το ήξερε καλά, γι’ αυτό και φρόντιζε να τους τσακίζει τα φτερά, να τους πηγαίνει για εκτέλεση πάνω σε σύρματα ηλεκτροφόρα ή μέσα σε κενά αέρος να τους πνίγει. Έχει πολλούς τρόπους η φύση να σου δείχνει τα όριά σου. Αρκεί η δική σου αλαζονεία να τους βλέπει.

Αν δεν τους βλέπει, δε σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν. Απλώς εσύ, ματαίως θα κοπιάζεις να ψαρέψεις σύννεφα. Με τον χαρταετό, που χρόνια αργότερα κατάλαβα πως ήταν και αυτός αγκίστρι σου. Αφού πια στέρεψαν οι θάλασσες, αφού η γη δε μας χωρά, ας βρούμε κάπου, κάποιο σύννεφο να κατακτήσουμε. Όχι για να το φέρουμε στη γη, αλλά για να μας ανεβάσει, για να μπορούμε να διαφέρουμε απ’ ότι πια κατηγορούμε. Αν δεν το κάναμε ως τα τώρα, είναι που η φύση αντιστέκεται και τα αγκίστρια μας ξέρει και αποφεύγει. Κι οι ουρανοί αύριο πάλι θα γεμίσουν αγκίστρια κι επίδοξους ψαράδες.

Όσοι δεν πιάσαμε στα χέρια μας ποτέ χαρταετό ή του ψαρέματος καλάμι, θα συνεχίσουμε να τρώμε το σπανάκι μας. Μπορεί μια μέρα να βγούμε στους δρόμους και να τους κάνουμε θάλασσες, με όσα ψάρια δε βρήκαν φωνή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Κι εμείς με την αρμύρα μας, θα κλάψουμε στη γη κι όχι πετώντας. Δεν είναι που δεν έχουμε αγκίστρια να πετάξουμε, είναι που δεν υπάρχουν ουρανοί να μας αντέξουν.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το όγδοο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 12 )

ότι τα ψέματα δεν έχουν ανάγκη αντιμετώπισης μέρας ξεχωριστής, είναι όμως πρόθυμα να παίξουν το παιχνίδι μας και να καμώνονται πως μόνο τις πρωταπριλιές γεννιούνται. και καθώς τα πάντα γύρω μας ισόπεδα σωριάζονται, ο έρωτας αναδεικνύεται το πιο τρανό, πρωταπριλιάτικο αστείο. που το μαντεύεις και το συνοδεύεις,ακούγοντας κομμάτια όπως τα:

Ryan Gosling - You always Hurt the ones you love / Χάρις Αλεξίου - Το ψέμα / Florence & the machine - I'm not calling you a liar / The Pierces - It will not be forgotten / The Clash -Should i stay or should i go / Alice Gold - Runaway Love / Vassilikos - If you go away / Harry Nilsson - Without you / Patti Smith - April Fool / Emeli Sandi - Clown / Queen - You don't fool me / Adele - Rolling in the deep / Billie Holiday - I'm a fool to want you / Μελίνα Μερκούρη - Χάρτινο το Φεγγαράκι / David Bowie - The stars (are out tonight) / Michael Buble - Cry me a river / Peggy Lee - Why don't you do right / Melody Gardot - Who will comfort me / Eminem ft. Rihanna - Love the way you lie / Damien Rice - Fuck You / Marina & the Diamonds - Lies / Κωστής Μαραβέγιας - Δεν με πείθεις / Etta James - Seven days fool / Regina Spektor - Don't leave me (Ne me quitte pas) / Ελένη Δήμου - Δεν πιστεύω / Jack White - Love is blindness / Dido -  Day before we went to war / The Irrepressibles - In this shirt

Bonus Track : το σημερινό μας ψέμα σε μορφή podcast για αποστήθιση


Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 06/04
sUre AbOuT Now / cLiparTradIO.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Αλίκη *

Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε στην κουνελότρυπα. Κι έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε και σίγουρη ένιωθε πως δε θα πιάσει ποτέ πάτο, έτσι που γρήγορα κατέβαινε σε έναν κόσμο στροβιλισμένο, που δε βρίσκει στέρεο έδαφος και που δεν έχει πρόγραμμα στεγνώματος, ούτε καν κύριας πλύσης, μόνο στην πρόπλυση ξανά και ξανά μένει το μηχάνημα και στροβιλίζει τα ρούχα, ούτε που καν τα μαλακώνει, είναι με κρύο νερό που βάζεις γρήγορα την πλύση και ούτε ίχνος μυρωδιάς δε φεύγει κι έχουν μια τσίκνα τα ρούχα, τσάμπα το απορρυπαντικό που χάλασες, για να μην πω για το νερό που θα το πεις νεράκι, αν συνεχίσεις να το σπαταλάς και για το ρεύμα που πάνω απ'το κεφάλι σου καραδοκεί για να στο πάρει , καθώς η βασίλισσα παίρνει κεφάλια σήμερα, όπως και κάθε μέρα, γιατί παίζοντας κρίκετ κάποιοι μπαίνουν στον δρόμο της και πώς να το'βρει το σημάδι.

Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε. Και βγήκε και περπάτησε στον κόσμο αυτόν τον μικρό, τον μέγα, που Ελύτη γέννησε κι αλήτη επέλεξε, τον κόσμο τον λογικό με τους γάτους του Τσεσάιρ, τους κασιδιάρηδες, που αθωώνονται στα δικαστήρια, γιατί έχουν καλά πια διδαχθεί την τέχνη της εξαφάνισης, δε μένει πίσω ίχνος από έγκλημα, δεν έχουν άλλωστε πατούσες τέτοιοι γάτοι, έχουν το σώμα τους καιρό πια ξεπουλήσει, ένα κεφάλι αναβοσβήνει στο σκοτάδι, όλα τα βλέπει, κρύβεται, γελά κι αφήνει ένα χαμόγελο ένοχο να ξεθωριάζει. Θέλει ο γάτος να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει. Και περπατώντας η Αλίκη, μικραίνει και μεγαλώνει. Και νιώθει ανόητη που ένα σώμα δεν μπορεί να φέρει βόλτα κι αυτό πεινά και πόσο πια να το ταΐζει παραμύθια. Τη νιώθεις και τη συμπονάς. Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.

Κι ύστερα η Αλίκη για να φάει δε θα βρει εύκολα, μονάχα τσάι θα την κεράσει ο Μαρτιάτικος Λαγός και παντεσπάνι, σ'ένα τραπέζι που, προτού πεινάσουν όσοι κάθονται, αλλάζουν θέσεις κι έτσι ξεγελούν την πείνα τους κι έρχεται η τσίκνα διπλανή και αδιάκριτη να μπαίνει στα ρουθούνια τους. Κάποια Μαρία Αντουανέτα ελαφρόμυαλη φωνάζει με φωνή όλο ειρωνεία ''αφού δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει άλογο'', όμως η Αλίκη προτιμά να μην το ξέρει, κι ας νιώθει μέσα της μια θλίψη παιδική για όλα τα πόνι τα μικρά που είχε κι έπαιζε, για όλα τα άλογα τα πράσινα που της τα έταζαν, μα δεν τα έβλεπε μπροστά της να καλπάζουν, μόνο μια γεύση χλιμιντρίσματος στα χείλη έφτανε. Και με τα άλογα και τα παράλογα θα συνεχίσει η Αλίκη να πορεύεται. Και με την τσίκνα που προέλευση  δεν έχει από κρέατα. Δεν έχει νόημα εξάλλου η τσικνοημέρα σε μία χώρα που νηστεία δε γνωρίζει τι σημαίνει ή που νηστεία όλο το χρόνο επωμίζεται. Κι αυτό το ξέρουνε καλά, τόσες χιλιάδες σουβλατζίδικα που χτίζονται στη Χώρα των Θαυμάτων.

Κι ύστερα η Αλίκη θα συναντήσει τους φρουρούς, βαλέδες, ρηγάδες, φιγούρες απλές, που βία ασκούν και μέρες ανοιξιάτικες ή φθινοπωρινές δε λογαριάζουν, που η παγκόσμια κατά της βίας μέρα τίποτα δεν τους λέει, εξάλλου δε χωρούν αυτιά στα τραπουλόχαρτα, δεν έχουν χώρο αρκετό να τα στηρίξουν. Τσίκνα κι εκεί, σ'ανθρώπων έργα, πολλά τραγούδια, πολλοί χοροί, πολλά τα φώτα, όμως η τσίκνα όλα τα βλέπει, όλα τα σκεπάζει, πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Και αν η μύτη σου δεν έχασε ακόμα την οσμή της, θα σε πνίξει. Και οι Τρελοκαπελάδες θα σε συνεφέρουν, μόνο και μόνο για να σε κάνουν δικό τους, να σε μυήσουν στο παράλογο, το αναίτιο, το παράξενο. Και θα σου τραγουδούν, μέχρι να καταφέρουν το δικό τους να περάσει:

«Θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι στον χορό; 
Θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι, θα μπεις λοιπόν να σε χαρώ; » *

Κι ύστερα η Αλίκη θα νιώσει γυναίκα, θα πει στον εαυτό της Χρόνια καλά, θα ανταλλάξει ευχές, φιλοφρονήσεις και κραγιόν μ'άλλες χαμένες ηρωίδες και θα ξυπνήσει πριν το χάσει το κεφάλι της, στα πόδια ξαπλωμένη ενός δέντρου. Και θα γυρέψει απ'την αρχή την κουνελότρυπα, είναι εθισμένη πια από τη Χώρα των Θαυμάτων, από την τσίκνα που ποτίζει τα όνειρά της. Αν κάπου μέσα της υπάρχει κάτι άκαπνο, είναι η φαντασία της. Κι αυτή Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, είναι ο σύγρονος δικός μας Κεμάλ. Που πέφτει συνεχώς στην κουνελότρυπα, καθώς ο κόσμος αυτός δε θ'αλλάξει ποτέ. Αντιλαμβάνεται, μα πώς ν'αλλάξει παραμύθι. Αν συναντούσε πουθενά τον κάποτε δικό μας, τον Ελύτη, μαζί θ'αναφωνούσανε : ''Θεέ μου τι τσίκνα ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε''.

Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.

* μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, ''Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων'', εκδόσεις Printa, 2009

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 9 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 11 )

ότι και να χαθεί μια σιγουριά, δε χάθηκε κι ο κόσμος. έτσι, μια εκπομπή λιγότερη, αυτή που το προηγούμενο σάββατο πήρε το κύμα, και μια επανάσταση περισσότερη, αυτή που δεν ξεκινάμε ποτέ, αλλά που θέλουμε να μνημονεύουμε.Ακούγοντας μουσικές για νέα ξεκινήματα κι αρχές, όπως τα παρακάτω, που έπαιξαν απόψε :

Μάνος Χατζιδάκις - Πάροδος (Όρνιθες) / Alex Clare -Relax my Beloved / Dido - Let us move on / Doves - There goes the Fear / Florence & the Machine - No light No light / Hurts - Miracle / Διονύσης Σαββόπουλος - Σαν τον καραγκιόζη /  One Republic - Feel again / Chris Garneau - Between the Bars / Mary Poppins ost - Supercalifragilistic- expialidocious / Marietta Fafouti - Kookoobadi / Ben E. King - Stand by me / The Divine Comedy - Party Fears Two /  Σωκράτης Μάλαμας - Διάφανος / The Artist ost - Peppy & George / Mika - Relax (Take it easy) / Aerosmith - Dream On / Grease ost - We go Together / Les Miserables ost - At the end of the Day / Μαρίζα Ρίζου - Μια άλλη ευτυχία / Asaf Avidn - Love it or leave it / Ορφέας Περίδης - Εθνικό έλλειμμα / John Legend - Who did that to you / Birdy - Young Blood / Scorpions - Wind of change / Jessie Ware - Wildest Moments / Μανώλης Φάμελλος - Ευτυχία είναι αυτό / Of Monsters and Men - Dirty Paws

Bonus track: το σημερινό podcast, ως ιδανικό σε μια παρέλαση που ποτέ δε συνηθίσαμε το βήμα.

το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 30/03
Sure AboUt nOw / cLipaRtrAdio.gr / 18.00 - 20.00  


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Θερμοκρασία δωματίου: Φλόγες*

Υπήρχε κάποτε μια εποχή που τα γενέθλια είχανε λόγο ύπαρξης. Μαζεύονταν φίλοι απ'το σχολείο, απ'το φροντιστήριο, απ'τη διπλανή τάξη και το διπλανό θρανίο και σου έφερναν δώρα που ποτέ δε χρησιμοποιούσες, μια κορνίζα, ένα ημερολόγιο, αλλά που τα χαιρόσουν ως κίνηση και μαζί με σένα χαιρόταν κι η μητέρα σου που έβλεπε ότι και κοινωνικός είσαι και ξέρεις να συγχρωτίζεσαι και τη Δευτέρα στο σχολείο θα περιγράψεις στην κυρία ότι το πάρτυ σου ήτανε σούπερ, ήτανε σούπερ κυρία γιατί παίξαμε κυρία, γιατί σβήσαμε τα φώτα κυρία, φάγαμε πίτσα κυρία και ήπιαμε ανάμεικτη κόκα κόλα με πορτοκαλάδα και μέσα πετάγαμε φουντούνια κυρία, έτσι για πλάκα. Και τα κορίτσια που ήρθαν κυρία ήταν ξενέρωτα, κάθισαν στον καναπέ και μας κοιτούσαν, όσο εμείς κυνηγιόμαστε με τα σπαθιά κυρία.

Υπήρχε κάποτε εποχή που τα γενέθλια είχανε λόγο ύπαρξης, γιατί δεν περίμενες τίποτα από αυτά. Ζούσες τις μέρες που δεν είχαν στόχους, γιατί δεν ήξερες στόχοι τι σημαίνουν. Ήσουν ακόμα πιτσιρίκος και μόνο κεριά μέτραγες με χαρά να πολλαπλασιάζονται στην τούρτα. Πρώτα σβήναμε τα φώτα. Ύστερα ανάβαμε τα κεριά. Δεν είχε σημασία τι κεριά. Μεγάλα, μικρά, πολύχρωμα, με τη μορφή αριθμών, από αυτά που τα φύσαγες και δεν έσβηναν και έκανες ευχές όσο φυσούσες και δεν έσβηναν και ζοριζόσουν γιατί μπροστά σε φίλους σου έπρεπε να φανείς και λίγο μάγκας και φύσαγες και δεν έσβηναν, μέχρι που έσβηναν. Τα κεριά λίγη σημασία έχουν, η ποσότητα και η ανταμοιβή τους είναι αμελητέα. Οι ευχές τους έχουν σημασία. Που τις φυσάς και δε σβήνουν. Οι ευχές πάντα παραμένουν ευχές.

Δεν ήμουν ποτέ φανατικός των πάρτυ γενεθλίων, ειδικά αυτών που προορίζονταν για μένα. Δεν έβρισκα τον λόγο να σταθώ στο κέντρο μπροστά από ένα γλυκό που πυρπολούμε μέχρι να καταπιούμε. Κυρίως γιατί δε σκεφτόμουν εύκολα ευχές. Είχε χαλάσει ο αναπτήρας τους και δεν ανάβανε ή δεν ήθελα να τις δω να σβήνουν. Κι όσο τα χρόνια δε στις φέρνουν ολοζώντανες, οι τούρτες είναι μονάχα η παρηγοριά στον άρρωστο. Μου άρεσαν όμως πάντα τα κεριά. Όχι ο αριθμός τους, όσα και να βάλεις τίποτα δεν αλλάζει, ούτε αλλοιώνεται, ούτε τρομάζει. Μονάχα βαραίνει. Επιβάλλεται ο αριθμός στη συνείδησή σου που μεγαλώνει και που βλέπει τις φλόγες να σιγοψήνει τα όνειρά σου. Υπήρχε η εποχή που πέταγες πιο εύκολα κέρματα στη λίμνη των ονείρων σου. Τώρα τα κέρματα λιγόστεψαν, μας τα πήραν απ'τις τσέπες και η ανάγκη σου να ευχηθείς είναι ανέξοδη, πιο φειδωλή και πιο προστατευμένη. Εύχεσαι το αύριο να σε έχει υγιή, χαρούμενο και σίγουρο για κάτι.Χαιρόμουν όμως πάντα για τη ζεστασιά τους. Των κεριών η ζεστασιά είναι μια δόση τόση δα αφύπνισης.

Η άνοιξη μπαίνει μια πρώτη Μαρτίου, τυχαίνει μια πρώτη Μαρτίου να γεννήθηκα, και μαζί μου η ανάγκη του φωτός. Μέσα σε όλη αυτή την καταχνιά γύρω μου, ανάβω κεριά σ'ολόκληρο το σπίτι, γίνεται φωταγωγημένη εκκλησία και μέσα του ο Θεός που προσκυνώ, τον λέω αγάπη, τον λέω φιλία, τον λέω οικογένεια ή σκύλο που έρχεται και κουρνιάζει στα πόδια μου όσο πληκτρολογώ τις λέξεις στην οθόνη, σαν να μου λέει ''φτάνει όσο έγραψες, άσε με εμένα τώρα να σου πω μια ιστορία''. Και μου λέει τις ιστορίες του. Όπως θα καταλάβαινε ένας σκύλος την ασπρόμαυρη ζωή μας. Δεν είναι που οι σκύλοι βλέπουν ασπρόμαυρα, είναι που από εμάς λείπει το χρώμα. Οι φλόγες έχουν σβήσει, η μία μετά την άλλη, τα κεριά είναι μονάχα διακοσμητικά ή του ήλιου παραπεταμένα αποπαίδια.

Αν είχαμε λίγη παραπάνω ζεστασιά, ένα κερί, μια φλόγα να περισσεύει ή να μην περισσεύει αλλά απ'το υστέρημά μας να προσφέρουμε, ο έχων δύο φλόγες να δίνει τη μία, ο έχων μία συμπόνια να τη μοιράζεται και όχι να την κρατά για κείνον μόνο, δε θα ακούγαμε ειδήσεις όπως αυτή για τα παιδιά στη Λάρισα. Που μέσα στην ανάγκη τους να ζεσταθούν, έχασαν τη ζωή τους, πνιγμένη μέσα στους καπνούς. Ίσως είχαν παραπάνω  ανάγκη από το φως, ίσως είχαν γενέθλια να γιορτάσουν, ίσως η άνοιξη δεν πρόλαβε να τα ζεστάνει ή ίσως ήθελαν το πάρτυ τους να κάνουν. Να'χουν να πούνε στη δική τους τη δασκάλα πώς τα πέρασαν, ήταν ωραία κυρία που δεν κρυώναμε άλλο κυρία, γιατί πετρέλαιο ούτε λόγος να αγοράσουμε κυρία, δεν είχαμε ούτε ευρώ στην τσέπη μας κυρία, το ξοδέψαμε σε ευχές κυρία, να γιορτάσουμε γενέθλια κυρία και να έχουμε κάτι από το μέλλον να περιμένουμε κυρία. Να μεγαλώσουμε, να δουλέψουμε, να κάνουμε οικογένεια κυρία. Και οι φλόγες των κεριών να μη σβήνουν έτσι εύκολα κυρία.

Κάτι τέτοιες ειδήσεις με βρίσκουν ανυπεράσπιστο. Που στη δική μου τούρτα τα κεριά μου δεν τους τα αφιέρωσα. Το κάνω εκ των υστέρων. Μήπως και ζεσταθούν εκεί ψηλά κυρία.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το έκτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.